Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 42 [ΤΕΛΕΥΤΑΊΟ]




Όταν έφτασα στο ποτάμι, περπάτησα δίπλα στην καινούργια γέφυρα που είχε μισογκρεμιστεί, πάλι. Έτσι δεν μπορούσες να περάσεις απέναντι. Πλησίασα κάποιον εργάτη και τον ρώτησα από πού θα διάβαινα, και, αφού γέλασε, μου είπε πως σε αυτό το σημείο μόνο κολυμπώντας θα περνούσα. «Αλλά τα νερά είναι ορμητικά,» του είπα, «δεν ξέρω κολύμπι… «Τι να σου κάνω; πήγαινε παραπάνω στον πόρο» είπε βαριεστημένα και γύρισε στη δουλειά του.
Βάδισα πλάι στην όχθη μέχρι πέρα την παλιά γέφυρα κι ανέβηκα πάνω της. Πήγα μέχρι τη μέση, στο ύψος που είχε κοπεί, στάθηκα κοιτάζοντας το απέναντι κομμάτι. Σκέφτηκα να πηδήξω, μέτρησα τις δυνάμεις μου. Πήρα φόρα να κάμω μια δοκιμή, κώλωσα, παρά λίγο να τσακιστώ στο κενό- την τελευταία στιγμή κρατήθηκα πισωγυρίζοντας. Φοβισμένος, κάθισα και κοίταζα το βάθος του νερού. «Πω, πω! Τι πήγα να πάθω!» σκέφτηκα. Παρατήρησα πόσο μεγάλο πήδημα έπρεπε να κάνω και ομολόγησα αφού ησύχασα κάπως, πως φτηνά την γλίτωσα και πως ήταν αδύνατο να γίνει αυτό. Κανένας άνθρωπος δε θα το κατάφερνε, ακόμα και ο καλύτερος άλτης του κόσμου. Να, λοιπόν γιατί οι άνθρωποι έφτιαχναν γέφυρες. Τις έφτιαχναν για να ενώσουν τις τύχες τους, να ανταμώνουν για αγάπη ή για πόλεμο. Για πόλεμο, το πιθανότερο- εγώ, γιατί πήγαινα; Γιατί ήθελα να περάσω αυτό το ποτάμι; Τι ήταν απέναντι; Μήπως θα ήταν καλύτερα;
Προσπάθησα να ερευνήσω με το μάτι, όσο μπορούσα τον τόπο και είδα τα ίδια πράγματα που ήταν κι από εδώ. Ε, τότε καλύτερα να μείνω! Αναπόδιασα. Τι δουλειά είχα απέναντι αφού κι εκεί δε θα άλλαζε τίποτε; Αλά αμέσως μετάνιωσα. Έπρεπε να πάω γιατί με περίμενε ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κάπου, λίγο πιο πάνω από την παλιά γέφυρα, είναι το αγρόκτημα, που έμενε, μου είχε πει και έβγαλα ένα παλιό, τριμμένο χαρτί που μου είχε κάνει το σχεδιάγραμμα για να μελετήσω τον τόπο.. Δεν κατάλαβα και πολλά, συμπέρασμα δεν έβγαινε, μπερδεμένο ήταν κι αυτό, όπως το κεφάλι του Ντάφλου αλλά θα το έβρισκα. Αρκεί να είχα μια γέφυρα. Να έστηνα εγώ μια γέφυρα με χορτόσκοινα και κρεμασμένος να διάβαινα αντίπερα. Φαντάστηκα κιόλας τον εαυτό μου κρεμασμένο στο κενό, πάνω από το νερό, πάνω από τον κόσμο και τα χέρια μου λύγισαν. Δε θα μπορούσα να κρατηθώ άλλο, θα έπεφτα με παφλασμό στα κύματα και δεν θα ξανάβγαινα.
Σίγουρα δεν θα μπορούσα να το κάμω, έπρεπε να βρω άλλον τρόπο- κοίτα πόσο άξιζε μια γέφυρα! Όλος ο κόσμος γεμάτος τέτοιες ήταν και εδώ που χρειαζόταν μια, δεν υπήρχε.» Δε βαριέσαι, θα πάω παραπάνω, στον πόρο, Έτσι δεν είπε εκείνος ο εργάτης; Θα πάω»
Πήρα την άκρη-άκρη κι αυτό μου θύμισε ένα τραγουδάκι, ένα παλιό μοιρολόι κι άρχισα να το τραγουδάω. «Την άκρη- άκρη πήγαινα, τη άκρη το ποτάμι. Βρίσκω του Νάσου τα μαλλιά, του Νάσου τις πλεξούδες, μαλλιά που είν το κεφάλι σας» και τα λοιπά. Όλο το ίδιο έλεγα, δεν το θυμόμουν παρακάτω αλλά πρέπει να έλεγε κάτι σαν μαλλιά που είναι το κεφάλι σας, κορμί που η κεφαλή σας. Κάτι τέτοιο θα έλεγε και θυμόμουν που το τραγουδούσε η μάνα μου αλλά δεν έσκασα και πολύ. Τα τραγούδια που αγαπούσα τα είχα ξεχάσει προ πολλού και τα καινούργια, ήταν δύσκολο να τα μάθεις αν δεν τα αγαπούσες.
Το μονοπάτι ανέβαινε φιδίσιο, χωματερό, ανάμεσα από πλατάνια και ιτιές. Η φωνή μου αντιβούιζε ανάμεσα από πολλούς ήχους. Όπως το κελάηδισμα των πουλιών, το κελάρυσμα του νερού, το θρόισμα των φύλλων. Μέχρι να φτάσω στο διάσελο, τραγουδούσα. Εκεί σταμάτησα. Έτρεξα όλο το ίσιωμα με δύναμη να φτάσω στην όχθη του ποταμού και να κοιτάξω με λαχτάρα το ύψος του νερού. Πράγματι ήταν ρηχό, μέχρι το γόνατο θα έφτανε και αυτό ήταν σε λίγα σημεία. Στα περισσότερα μέχρι το κότσι.
Ευχαριστημένος κάθισα στην όχθη, έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες. Μάζεψα το παντελόνι μέχρι τα γόνατα και με τα παπούτσια στο χέρι-αυτό είναι που λένε μας έδωσαν τα παπούτσια στο χέρι- μπήκα στο νερό. Κάποια χαραμάδα χαράς που δεν ξέρω από πού ερχόταν, διάβηκε μέσα μου. «Ίσως αυτό να είναι το ποτάμι που έλεγε ο πατέρας μου» είπα και στάθηκα λίγο πριν από τη μέση να κοιτάζω στο βάθος, στη στροφή, ώσπου έφτανε το μάτι. Αλλά όχι, δεν ήταν αυτό. Εκείνος έλεγε πως είναι ευθεία, χωρίς ιτιές και πλατάνια στις όχθες του, μόνο σκόνη και γυαλιστερές πέτρες. Όχι δεν ήταν αυτό και ίσως να μην υπήρχε τελικά εκείνο το ποτάμι του πατέρα μου.
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις και ξαναπροχωρώντας εκεί που βάθαινε, λίγο πάνω από το γόνατο, δεν πρόσεξα. Γλίστρησα κι έπεσα. Βούλιαξα, μου έφυγαν τα παπούτσια με τις κάλτσες από τα χέρια, πάει, τα πήρε το ρέμα. Χωρίς να σκεφτώ όρμισα, αφού ανασηκώθηκα να τα πιάσω προτού φτάσουν στο βαθύ. Δεν το κατόρθωσα αν και το χέρι μου τα πλησίασε στον πόντο. Μέχρι να το αντιληφθώ, είδα με τρόμο πως είχα μπει για τα καλά στο βαθύ. Κολυμπούσα ενώ με παρέσερνε το ορμητικό ρεύμα, τα παπούτσια είχαν χαθεί από τα μάτια μου αλλά ποιος νοιαζόταν τώρα γι αυτά; Εδώ κινδύνευε η ζωή μου, η ζωή ολάκερη αυτό μου έλειπε να σκέφτομαι τα παπούτσια! Με άρπαξε μια δίνη, μια σοίρα με κατέβασε στο βάθος, πάει, τέλειωσα, σκέφτηκα. Ήταν γραφτό να πεθάνω, να πνιγώ. Αυτή ήταν η μοίρα μου για μένα που δεν πίστευα τέτοια πράγματα αλλά με ξανάβγαλε λίγο παρακάτω στην επιφάνεια αφού όμως είχα πιει κάμποσο νερό. Γιατί να μη γίνει έτσι; Πρόλαβα να σκεφτώ. Το υπαρξιακό μου πρόβλημα ήταν μεγαλύτερο, άρα καλύτερα να μην κάνω καμιά προσπάθεια να σωθώ. Θα ήταν κι αυτό κάτι σαν μια ιδανική αυτοχειρία γιατί τώρα το έβλεπα πως μπορούσα να σωθώ καθώς είχα γαντζωθεί σε έναν κορμό δέντρου και πήγαινα ιλιγγιωδώς όμως ανάλογα με τις κινήσεις του νερού. Όχι, θα τον άφηνα. Θα τον άφηνα τον κορμό, καλύτερα να πνιγώ, καλύτερα να πεθάνω και αφού ήρθαν έτσι τα πράγματα, θα είχα μια δικαιολογία πως δεν αυτοκτόνησα αλλά με πήρε το ποτάμι. Έτσι όλοι θα έλεγαν την άλλη μέρα και θα πρόσθεταν πως κρίμα το παλικάρι, κρίμα στον άνθρωπο που πνίγηκε, νέος ήταν ακόμα στα σαράντα πέντε του. Θα έκλαιγαν και λίγοι, αν με βρίσκανε, αν έβρισκαν το κουφάρι μου στη θάλασσα όπου σίγουρα θα με ξερνούσε το ποτάμι. «Δεν έχει νόημα να ζεις έτσι!» βούιξε πάλι στο κεφάλι μου πιο ορμητική από το νερό η σκέψη μου. «Εκτός κι αν θέλεις ν αλλάξεις αλά δεν έχεις τα κότσια να το παραδεχτείς. Ο θάνατος είναι η ιδανικότερη λύση αλλά τώρα εσύ τρέμεις. Παλιά έλεγες καλύτερα ένα πιστόλι στον κρόταφο, ναι, αυτό φαινόταν πιο ανώδυνο αλλά τώρα εδώ μέσα γιατί να πνιγείς;»
 Πως είναι όταν πνίγεται κανείς; Εκείνη τη στιγμή του κρακ ήθελα να καταλάβω που δίνεις μια και φεύγεις μαζί με τον άνεμο, μαζί με το νερό, τις χαρές που ήθελες και δε θα τις ξανάβρισκες ποτέ τώρα πια, όπως τον κορμό του δέντρου που ήταν η σωτηρία μου κι εγώ το είχα παρατήσει στη δική του μοίρα.
Με ξαναπήραν οι δίνες, με έχωσαν κατάβαθα, πιάστηκε το πόδι μου σε ένα ριζάρι πλατάνου, εκεί θα έμενα. Να, το τέλος ερχόταν, ένας πόνος στο στήθος, στο κλειστό στόμα που σε λίγο θα ορμούσε μέσα του ο ποταμός. Θα γέμιζε το στόμα μου, στο λαιμό θα κατηφόριζε σα χείμαρρος που φτάνει σε καταρράκτη, νερό, ακατάσχετο νερό. Νερό… νερό… νερό… μα ναι… να, η μνήμη τεράστια, το πόδι μου ξεφεύγει από το ριζάρι μια δύναμη άλλη με ξαναβγάζει στην επιφάνεια, ανάσκελα, ημιθανάτιο στην αντίπερα όχθη. Κάπου ήθελα να πιαστώ, ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται, δεν είναι κάποιος εδώ; Να μου δώσει ένα χέρι θεέ μου, εγώ που δεν πίστευα σε θεούς, να σωθώ, να γλιτώσω. Ένα χέρι να με τραβήξει στη στεριά σε ένα ποτάμι ξερό, χωρίς νερό, μόνο χαλίκια και γυαλιστερή σκόνη!
Και τότε το ένιωσα.
Κάποιος με έπιασε από τον ώμο, από την πλάτη, από τα μαλλιά. Με έσυρε να με σώσει, άκουγα τις φωνές του, την αγωνία του έτσι που με είχε ξαπλώσει μπρούμυτα κι εκείνος από πάνω μου με το κεφάλι του να έχει γεμίσει αίματα, τα μάτια πεταγμένα έξω από τις κόγχες- και χάθηκα. Έσβησα μ αυτή την τελευταία σκέψη. Ένας γλυκός ύπνος με πήρε σε μια απέραντη κοιλάδα. Φωτεινή.
Μια ευτυχισμένη πολιτεία, καταπράσινη, λουλουδιασμένη φάνηκε σε έναν παράξενο τόπο, μυστηριακό με ένα σπίτι στην μια άκρη της περιποιημένο με κηπάρι, φυτεμένο από μια γυναίκα που έσκυβε και μάζευε λαχανικά, ενώ εγώ στεκόμουν στην εξώθυρα με ένα παιδί στα χέρια να χαμογελάμε στον ήλιο.
Αλλά κι όταν άνοιξα τα μάτια μου, ο ίδιος ήλιος χαμογελούσε. Η γλύκα από το παράξενο όνειρο στο παράξενο σπίτι και τη γιαγιά απέναντι να παρακολουθεί τους σταλακτίτες, εμένα που κρυβόμουν αργότερα γυμνός στην αγκαλιά μιας επίσης γυμνής κοπέλας και κάποιοι ήθελαν να μας βάλουν φωτιά. Φωτιά σαν αυτή που όταν είχα κλειστά τα μάτια με έριχνε ο ήλιος μέσα σε ένα πορτοκαλί απέραντο, ώσπου άκουσα τη φωνή κάποιου, σαν γνώριμου από παλιά. «Ξύπνησες; Ξύπνα!» μου έλεγε. «Ξύπνα, δεν κάνει να κοιμάσαι, εγώ σε γλίτωσα, σε γλίτωσα είσαι φίλος μου, εγώ σε γλίτωσα δε με θυμάσαι;»
Μου ήρθε να γελάσω ή να κλάψω με τον τρόπο που μιλούσε η τσιριχτή φωνή αλλά νόμιζα πως κάποιος με κορόιδευε κι όταν, επί τέλους άνοιξα κάποτε τα μάτια μου, ξέφυγα από το πορτοκαλί που με τύφλωνε και είδα τον Φοράδα σκυμμένο επάνω μου χλομό και κίτρινο από το φόβο του.
Μόλις είδε που ανασηκώθηκα και συναντήθηκαν τα μάτια μας, τρεμόπαιξε τις βλεφαρίδες, πήδηξε επάνω φωνάζοντας:
-Ζει! Εγώ τον έσωσα… ζει!
Πήγα κοντά του, τον αγκάλιασα κι αυτός δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά του.
-Γιατί με έσωσες; Τον ρώτησα σοβαρά μισοκλείνοντας τα μάτια. Ποιος σου είπε ότι ήθελα να γλιτώσω;
Μούτρωσε, πέταξε τα χοντρά του χείλη έξω. Στεναχωρήθηκε, πήγε να βάλει τα κλάματα με αυτά που του έλεγα. Τον χτύπησα φιλικά στην πλάτη και μέσα μου σκεπτόμουν που στο διάολο βρέθηκε εκεί, εγώ τον είχα ξεχάσει στη Ζάκυνθο ή στα Κύθηρα δε θυμόμουν και καλά αλλά θα μου πεις τέτοια ώρα τέτοια λόγια και έτσι τον ρώτησα πως είχε βρεθεί εκεί.
-Φτιάχνω καράβια! Μου είπε και με αποσβόλωσε. Να, δες! Και μου έδειξε μια σκαλισμένη πευκόφλουδα, ενώ ταυτόχρονα με ρώτησε που είναι η Λουτσία.
-Που είναι η γυναίκα σου; που την άφησες; Αυτή με αγαπούσε δε σου είπα πως κάποτε θα σου την πάρω;
-Ναι Φοράδα, μου την πήρες. Δεν υπάρχει πια, σκοτείνιασε. Για πες μου όμως ξέρεις κανέναν Ντάφλο εδώ πέρα;
-Ξέρω, ξέρω!  είναι φίλος μου, έλα να σε πάω αλλά πέθανε η γυναίκα του και είναι λυπημένος.
-Πέθανε η Έλεν; ξαφνιάστηκα. Μου ήρθε πολύ απότομο.
-Ναι… πέθανε κλαψούρισε ο Φοράδας, έπεσε από τον βράχο.
Ήμουν που ήμουν κατάκοπος από την περιπέτεια του νερού, αρρώστησα πιο πολύ με αυτό που άκουγα καθώς προχωρούσαμε για το αγρόκτημα. «Πως έγινε;» τον ρώτησα, «Δεν ξέρω ξερόκλαψε. «Ο Ντάφλος είπε πως έπεσε από τον γκρεμό κι έπειτα την έθαψαν πέρα στο νεκροταφείο. Εγώ δεν πάω εκεί γιατί φοβάμαι.» «Καλά» του είπα και δε μιλήσαμε άλλο μέχρι να φτάσουμε στο αγρόκτημα του Ντάφλου.

Ο φίλος μου ο Ντάφλος. Λεπτοκαμωμένος, αδύνατος, ισχνός σαν τσίχλα μα ψυχή Αστραπόγιαννου. Πόσα χρόνια είχα να τον δω; Πέντε-έξι, ίσως παραπάνω.
Καθώς τον παρατηρούσα από την εξώθυρα, αυτός δε με είχε αντιληφτεί, γέμισα μονομιάς με μνήμες από τότε που ήμασταν παιδιά στις αλάνες του Αγίου Αρτεμίου. Φορούσε ένα λευκό πουκάμισο με τα μανίκια ανασηκωμένα στα μπράτσα, καθαρό. Στο αριστερό του χέρι μια μαύρη λουρίδα περιβραχιόνιο του πένθους για τον θάνατο της γυναίκας του. Θα ήταν απόγευμα τώρα και ο ήλιος έριχνε τις τελευταίες ακτίνες του, κατάφατσα προς εμάς κι ανάμεσα μας. Τα μαλλιά του Ντάφλου κάτασπρα, μεγάλα, ανέμιζαν στο σιγανό αεράκι. Φαινόταν θλιμμένος, απόμακρος, καθισμένος στο πεζούλι, έξω από την παράγκα του- γιατί, παράγκα ήταν αυτό που έβλεπα κι αυτός, σίγουρα θα το ονόμαζε παλάτι
Μόλις με αντιλήφτηκε δεν έκαμε καμιά κίνηση με το σώμα. Γύρισε μόνο το κεφάλι και τα βλέμματα μας συναντήθηκαν. Κοιταχτήκαμε κάμποσο από αυτή την απόσταση λες και ψάχναμε κάτι. Κάτι που δεν το ξέραμε αλλά απλώς το νιώθαμε. Σα να μην είχαμε ανάγκη να πούμε λόγια, κάποια λόγια χαιρετισμού, κάποιες κουβέντες σαν αυτές που λένε οι άνθρωποι σε ανάλογες περιστάσεις: Τι κάνεις; Πως είσαι; Που χάθηκες τόσον καιρό και πως βρέθηκες εδώ. Εμείς δεν είπαμε τίποτα τέτοια γιατί και εγώ και εκείνος νιώθαμε πως δεν είχε φύγει ποτέ από τη σκέψη μας, η ύπαρξη μας. Αλλά ούτε αγκαλιαστήκαμε μετά τη χειραψία. Κρατούσαμε μόνο τα χέρια μας σφιγμένα και μισοχαμογελάσαμε κάποτε. Ύστερα με τράβηξε να μπούμε μέσα.
-Έλα μαχαραγιά, μου είπε.
Η φωνή του ήταν βραχνή, σκονισμένη από τον καιρό, από τις ταλαιπωρίες της ζωής του.
Μπήκαμε μέσα στην αραχνιασμένη παράγκα και το εσωτερικό της μου έδειξε το αδιέξοδο της ζωής. Το νο γουέι.
Ο Ντάφλος έπιασε δυο κούπες ξύλινες, πήρε το μπουκάλι με το τσίπουρο, τις γέμισε. Με χέρι που έτρεμε μου έδωσε τη μια και καθίσαμε σε δυο τσακισμένες καρέκλες, ο ένας απέναντι στον άλλον. Οι δυο τελευταίοι ήρωες στο ημίφως και ενώ κατέβαζε το τσίπουρο, δεν άντεξε. Είδα τα μάτια του να γεμίζουν δάκρυα. Δεν άντεξα κι εγώ και μας πήραν τα κλάματα για όσα ζήσαμε και για όσα υπήρχαν στον κόσμο μας. Μεγάλοι άντρες εμείς τώρα πια, να κλαίμε σα μωρά παιδιά αλλά ήταν μια συγκίνηση που δεν μπορούσα να την καθορίσω, λες και ο κόμπος βούλιαζε στο λαιμό και δε θυμάμαι ποτέ στη ζωή μου να είχα κλάψει τόσο πολύ.
Η ανάγκη όμως να δούμε τα πράγματα όπως ήταν, στέγνωσε κάποτε τα δάκρυα και νιώσαμε λίγο καλύτερα. Ο Ντάφλος ανασηκώθηκε με την κούπα στο χέρι, κάθισε λίγο απόμερα μου.
-Ήρθες λοιπόν, πέρα από το ποτάμι, είπε.
Κι εγώ τότε το συνειδητοποίησα. «Πέρα από το ποτάμι!» μονολόγησα και ρίγησα. Τι θα έκαμα εδώ; Σε αυτή την ερημιά, παρέα με τον Ντάφλο και τον Φοράδα; Τι θα ζωγράφιζα; Τον εαυτό μου ή εκείνους; Εμένα η πόλη με κυνηγούσε και οι άνθρωποι μου φάνηκαν πολύ μακρινοί.
-Να ζήσεις εδώ! Μίλησε ο Ντάφλος λες και είχε καταλάβει τις σκέψεις μου.
-Αυτή είναι Αμβράζη η κληρονομιά σου Η πέτσα της γης σ αυτή τη μεριά του κόσμου, σου ανήκει και μη προσπαθήσεις να χτίσεις αυτό το γιοφύρι. Εδώ, καθώς βλέπεις, τελειώνει το όνειρο, δεν πρόκειται να φτιάξουμε μια καλύτερη ζωή. Οι απέναντι θα έρθουν όμως πάλι. Θα βρουν τον τρόπο να έρθουν, να είσαι σίγουρος γι αυτό..
Σταμάτησε για λίγο. Έστριβε ένα τσιγάρο και προσπαθούσε να ψηλαφίσει το σκοτάδι που είχε αρχίσει από ώρα να γίνεται βαρύ. Βαρύ σκοτάδι, σκέφτηκα, τι λέξεις χρησιμοποιούσα για να φτιάξω μια άλλη πραγματικότητα κι έτσι δεν έλεγα τίποτε. Όχι ότι δεν είχα να πω αλλά ήθελα να τον ακούω να μιλάει. Να μιλάει έτσι ο Ντάφλος, να φιλοσοφεί και το βλεπα πως μιλούσε μέσα από τη διεύρυνση συνείδησης που είχε επέλθει από το αλκοόλ.
-Πιες και συ, μου είπε. Δε θυμάσαι που σου τα λεγα; Και γέλασε.
Έπειτα άναψε ένα φως
-Να βλεπόμαστε, είπε. Πως έγινε έτσι, ξαφνικά σκοτάδι;
Στο φως ένιωσα λίγο καλύτερα και εκείνος με ρώτησε πως πέρασα το ποτάμι. Απέφυγα να του μιλήσω εκείνη την ώρα, δεν ήθελα να μπω ξανά στο νερό κι έτσι τον κοίταξα καχύποπτα. Τον ρώτησα για τον θάνατο της Έλεν.
-Την αγαπούσες και συ, το ξέρω αυτό. Πάει όμως, τέλειωσε. Είχε διαγράψει από καιρό τον κύκλο της. Έπεσε από τα βράχια, τι να σου πω… έπεσε.
Κατάλαβε πως δε με έπειθε, αγκομάχησε, στένεψε τα μάτια, πήγε κάτι άλλο να πει, σα να δυσανασχέτησε που έδειχνα να μην τον πιστεύω και μούγκρισε.
-Τι τα θέλεις Αμβράζη! Έτσι είναι η ζωή: άλλοι ζούνε κι άλλοι πεθαίνουν! Μη με ρωτάς περισσότρα.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα αλλά ούτε και ο Ντάφλος, πιστεύω. Στριφογύριζαν στο μυαλό μου σαν ενοχλητικές μύγες οι σκέψεις μου για όλα. Το ένα, το άλλο, το πέρα από το ποτάμι, η πέτσα της γης, ο θάνατος την Έλεν Νασοπούλου. Αυτός ο τελευταίος, ειδικά, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα.. Κάτι άλλο θα είχε γίνει που ο Ντάφλος το έκρυβε επιμελώς αλλά δεν ήθελα να το παραδεχτώ. Κι έτσι, κάποια στιγμή τα αρνήθηκα όλα. Η ώρα θα ήταν πέντε το πρωί που αποκοιμήθηκα βαρύς σα μολύβι.
Δε θυμάμαι να είδα κανένα όνειρο- και τι όνειρο να έβλεπα;
Αχρείαστα μου φαινόταν όλα τα όνειρα και όταν κάποτε ξύπνησα από το σκούντημα του Ντάφλου, έκανα κανένα πεντάλεπτο για να συνειδητοποιήσω που βρίσκομαι.
Ένας ήλιος παράξενος τρύπωνε εκτυφλωτικά στην παράγκα και η μυρουδιά του καφέ που έψηνε ο φίλος μου, με έκαναν να σηκωθώ, νιώθοντας όμως ακόμα βαρύς, καταπονημένος.
Ήπιαμε τον καφέ, κάναμε δυο-τρία απανωτά τσιγάρα αμίλητοι στην αυλή. Ύστερα, χωρίς να μιλήσουμε πάλι, πήραμε το μονοπάτι προς το ποτάμι, εκεί που έφτιαχναν την καινούρια γέφυρα. Αυτή που έστηναν και ξανάπεφτε σα να ήταν στοιχειωμένη. Σα να ήταν η γέφυρα του παραμυθιού.
Όταν φτάσαμε κοντά, είδαμε πως επικρατούσε μια λευκή ησυχία. Μόνο δυο-τρεις εργάτες κυκλοφορούσαν ανόρεχτα, πάνω- κάτω.
Ωστόσο δίπλα από το ίσιωμα κι απέναντι μας ακριβώς, εμφανίστηκαν στον ορίζοντα οι τρεις φιγούρες της εξουσίας: Ο Αστυνόμος, ο Παππάς, ο Δάσκαλος. Ο ένας πίσω από τον άλλον κι ύστερα σε παράταξη να έχουν στη μέση τον Αστυνόμο που σήκωνε απειλητικά το χέρι του δείχνοντας τον Ντάφλο.
Γύρισα και πρόσεξα το πρόσωπο του φίλου μου σε προφίλ. Μου φάνηκε πέτρινο. Το ίδιο και η φωνή του.
-Αν μπορείτε, ελάτε απέναντι! τους φώναξε.

ΤΕΛΟΣ

2 σχόλια:

  1. Τελείωσε ένα μεγάλο έργο. Σε κόπο, σε έκταση, σε θέματα, σε χαρακτήρες. Μια ολάκερη ζωή αποτυπωμένη στις σελίδες του και στο γραπτό του.
    Με συντρόφευσε Κώστα σε όλη αυτή τη διαδρομή. Με την έντασή του, την ομορφιά του, τις αντιθέσεις, την ορμή του.
    Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να έβγαλες μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου Κώστα στο έργο αυτό.
    Ένα μπράβο από εμένα για όλους αυτούς τους ήρωες και τα συναισθήματα που νιώσαμε.
    Την καλησπέρα μου και καλή δύναμη φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τζον από αυτό το μυθιστόρημα και μετά άρχισα να καταλαβαίνω τι θα πει "ήρωας" μυθιστορήματος. Βέβαια ο Αμβράζης έχει κάποια βιωματικά στοιχεία αλλά μη νομίζεις είναι ελάχιστα. Όπως και οι άλλοι ήρωες-υποθετικά- είναι κάποια υπαρκτά πρόσωπα γύρω μου και να σου πω κάτι έχει λίγο πλάκα ο Πίθηκας ή Δούκας όταν το διάβασε, είπε πως ναι! ήταν ο ίδιος, όπως τον έχω δημιουργήσει εγώ! πως αυτά ήθελα να κάνει και όχι αυτά που έκανε στην πραγματική ζωή του. Οι ήρωες λοιπόν στο μυθιστόρημα πρέπει να ξεχωρίζουν, δεν έχουν καταγραφική ζωή καιδε μοιάζουν με τους κοινούς ανθρώπους και φυσικά αυτό είναι εμφανές σε μένα στα επόμενα βιβλία μου όπου οι ήρωες αποθεώνονται στην κυριολεξία! Καλησπέρα Τζον.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...