Τετάρτη 3 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 31




Έτσι έγινε κι αυτό το παράξενο.
Έβαλα μια μεγάλη τελεία και μια εξ ίσου μεγάλη παύλα- μ αυτό τον θάνατο τέλειωναν πολλά πράγματα ή άρχιζαν.
Δεν ήξερα στην αρχή αν έπρεπε να λυπηθώ ή να γλεντήσω. Αόριστα με τύλιγαν σκέψεις χαλασμού, ανώφελες ιδέες τύψης, λες και ήμουν ένοχος εγώ με βούλιαζαν στα ρηχά.
Ήταν ένα πρωινό που με πήρε τηλέφωνο η μάνα του Τασούλη, ενώ πίναμε τσικουδιά παρέα με το Ντάφλο. Είχε φέρει ο αφιλότιμος μια νταμιτζάνα από την Κρήτη, σκέτη φωτιά. Αρχίσαμε να την πίνουμε από το πρωί εκείνης της μέρας στο εργαστήρι μου. Ο Ντάφλος καθάρισε μερικές αγκινάρες, τις ανακάτεψε με κουκιά φρέσκα, μπόλικο λεμόνι, « πιες» μου είπε. « Αυτό είναι ποτό, όχι τα ξύδια που πίνουμε στα καφενεία.»
Είχαμε ήδη μισοφτιαχτεί  πρωινιάτικα κι Ντάφλος άρχιζε ν αγριεύει.  Ως συνήθως, τότε τα έβαζε μαζί μου. Πάντα με κάποιον ήθελε να τα βάζει όταν έπινε. Αν δεν έβρισκε κανέναν τα έβαζε με τον εαυτό του. Τώρα είχε βρει εμένα.
-Εσύ φταις! Μου φώναξε ξαφνικά. Τι νομίζεις πως έκανες κάτι τώρα που έβγαλες λεφτά; Τι κουτουράδες ήταν αυτές που έλεγες στη συνέντευξη; Πάρσιμο από το ποδάρι θέλεις και πέταμα στο ρέμα! Είσαι για τα μπάζα συνάδελφε! Για τα μπάζα είμαι κι εγώ, όλοι για τα μπάζα, κατάλαβες;
Εγώ γελούσα, ήξερα πως τα έλεγε όλα αυτά για να με πικάρει, ήθελε κουβέντα να σκοτώσει το χρόνο Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω: όλο χουζούρι γύρευα, όλο έψαχνα τέτοιες ευκαιρίες να μπεκροπίνουμε, δεν είχα καμιά διάθεση για δουλειά.
Σε λίγο βάλαμε στο κασετόφωνο τραγούδια ρεμπέτικα βάλε, τι είναι αυτά που βάζεις!» μου φώναξε σαν άκουσε απαλή μουσική. Έψαξε και βρήκε αυτό που ήθελε. Μερακλωθήκαμε για τα καλά, τόσο που αρχίσαμε το χορό με τα σφηνάκια στα χέρια
-Άιντε βίβα συνάδελφε! Μου φώναζε κάλε λίγο. Αυτό το συνάδελφε μου το είχε κολλήσει τελευταία. Από καιρό σε καιρό, έβρισκε κάποιο παρατσούκλι να μου κολλάει.
-Εβίβα συνάδελφε! Του απάντησα τσουγκρίζοντας.
Ύστερα καθίσαμε χάμω.
Λόγο το λόγο, ποτήρι το ποτήρι, αρπαχτήκαμε, δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Τούτο δεν είχε ξαναγίνει ποτέ μεταξύ μας. Αλλά, είχαμε αγριέψει λες και κάτι είχε ο ένας εναντίον του άλλου. Απωθημένα; Που έβγαιναν με το ποτό; Δεν ξέρω.
Εμένα με νευρίαζε ο τρόπος του, η ανημποριά του να κόψει το ποτό και μαζί μ αυτό, με ενοχλούσε που γινόμουν ευάλωτος, τον ακολουθούσα στα βήματα του. Νόμιζα πως έφταιγε αυτός που έπινα μερικές φορές όσο κι αν φαίνεται ανόητο. Τον ίδιο βέβαια, δεν τον ένοιαζε που έπινε, δεν έβαζε μαράζι μέσα του, το περνούσε ντούκου. Τι μου χώθηκε εμένα και του συνέστησα να κάνει πιο μετρημένη ζωή;
-Ποια μετρημένη ζωή και κολοκύθια μου λες ρε! Βρόντηξε το ποτήρι στο δάπεδο, το σπασε. Αυτή που κάνεις εσύ; Αυτό το λες μετρημένη ζωή; Τα ξέρουμε και τα δικά σου! Ίδιος είσαι και συ με μας, τι νομίζεις!
-Εγώ; Να μιλάς μόνο για τον εαυτό σου! Αγρίεψα και τον κοίταξα με μάτι θολό.
-Εσύ ρε! Που το παίζεις μη μου άπτου! Που το παίζεις κυρία!
-Πρόσεξε τι λες!
-Εσύ να προσέξεις! Και σήκωσε το χέρι να με χτυπήσεικαθώ είχαμε έρθει αντιμέτωποι.
Αρπαχτήκαμε για τα καλά. Πίνακες έπεφταν από εδώ κι από εκεί, ποτήρια, χρώματα, πινέλα και τασάκια γινόταν συνονθύλευμα. Γινόταν ένα εργαστήρι μπουρδέλο. Σμπαράλια και θρύψαλα, συρθήκαμε μέχρι το γραφείο χουφτώνοντας γερά ο ένας το πρόσωπο του άλλου. Μας είχαν φύγει τα τσαγούλια, αίματα στάξανε κι έτσι με σφιγμένα τα σαγόνια του φώναξα:
-Τι θες ρε!
Φαίνεται πως η φωνή μου είχε αγωνία και το κατάλαβε.
-Θα σε σκοτώσω, είπε ανάμεσα από τα δόντια του κι άρπαξε ένα μαχαίρι που βρέθηκε πάνω στο γραφείο.
Φοβήθηκα πραγματικά αλλά δεν το δειξα, Δεν ξέρω γιατί αλλά άμα βλέπω άνθρωπο με όπλο στο χέρι του αγριεύω πολύ. Ο Ντάφλος ήταν τρελαμένος από το ποτό, τον είχε πειράξει που τον είχα χτυπήσει, έτρεχε η μύτη του και η δύναμη του πολλαπλασιαζόταν. Είδα κι έπαθα να του πάρω το μαχαίρι από το χέρι. Ύστερα τον χτύπησε μάλλον πιο δυνατά και άσχημα. Το μάτι του μαύρισε αλλά είχε ακόμα μια δύναμη τεράστια. Μου ξαναόρμησε με τα χέρια, δεν τον χτύπησα άλλο. Κάποια στιγμή λαχανιασμένοι σταματήσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του, εγώ τον κοίταζα και δεν τον αναγνώριζα. Αλλά ούτε και τον εαυτό μου αναγνώριζα. Τι ήταν αυτά που έκανα; Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να τσακώνομαι να μπλέκω σε καβγάδες. Έπειτα προς τι όλη αυτή η εναντίωση Ήμασταν φίλοι τόσα χρόνια, τι διάολο, θα σκοτωνόμασταν τώρα;
Πάνω σ αυτή την κατάσταση, χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα μουδιασμένος κοιτάζοντας πάντα προς τη μεριά του, μη μου ορμήσει, δεν του είχα πια εμπιστοσύνη, όλα να τα περιμένεις από ανθρώπους σαν το φύραμα του.
Ναι; Ρώτησα φέρνοντας τα ακουστικό στο αφτι.
-Τον κύριο Αμβράζη, παρακαλώ, άκουσα μια βαθιά, αγχώδη φωνή που έμμεσα κάτι μου έλεγε.
-Ο ίδιος, ποια είστε;
-Αχ, παιδάκι μου! Έβγαλε μια σπαραχτική φωνή. Πάει ο Τασούλης, τον χάσαμε!
-Ο Τασούλης… ψέλλισα. Πάει;… πότε;…
-Χτες το βράδυ αγόρι μου. Έπαθε ανακοπή, έτσι είπε ο γιατρός, έτσι δυο λέω. Κι αύριο έχουμε την κηδεία, στις τρεις το μεσημέρι. Να έρθεις παιδί μου, αχ, πάει το παιδί μου, πάει ο φίλος σου. Να έρθεις, δεν μπορώ να σου μιλήσω άλλο, εσύ ήσουν ο καλύτερος φίλος του.
Δεν ήξερα τι να πω, σα να άνοιξε ένα κενό μέσα μου από αναπάντητα πράγματα κι αυτή, η μητέρα του δε μου έλεγε. Έκλεισε το τηλέφωνο, με άφησε με το ακουστικό στο χέρι και ένα σωρό αναπάντητες ερωτήσεις στα χείλη. Πέθανε; Πως πέθανε; Έτσι πεθαίνουν οι άνθρωποι; Πριν μια βδομάδα ήμασταν παρέα, μια χαρά ήταν, είχε συνέλθει, τι έγινε σ αυτό το διάστημα;
Στην αναμπουμπούλα της κατάστασης, ο Ντάφλος χτένιζε με μια σπασμένη τσατσάρα τα μαλλιά του και κοίταζε το μαυρισμένο μάτι του στον καθρέφτη.
-Ξέρεις, μου είπε, μη πιστέψεις πως ήθελα να σε σκοτώσω. Εσύ ρε συνάδελφε το πήρες σοβαρά, πήγε ν αστειευθεί αλλά φαινόταν πως τον είχε πειράξει που τον χτύπησα.
-Τασούλης πέθανε, του ανακοίνωσα απλά.
Αποσβολώθηκε. Έμεινε να με κοιτάζει σα να μη με πίστευε.
-Πλάκα μου κάμεις; Κι έβαλε τσικουδιά να πιούμε.
- Ξέρεις να κάνω τέτοιες πλάκες; Ήταν η μητέρα του στο τηλέφωνο. Πέθανε χτες το βράδυ, έτσι μου είπε.
Δε μίλησε, ούτε κι εγώ. Μείναμε έτσι, να κοιτάζει ο ένας τον άλλον. Τι ήταν αυτός που πέθανε; Σκεφτόμουν. Φίλος; Αδερφός; Ξένος; Δεν ήξερα τι να σκεφτώ εκείνη την ώρα και ούτε μπορούσα. Ήταν όλα μαζεμένα στο κεφάλι μου και είπα του Ντάφλου να με αφήσει μόνο μου. Έτσι έγινε.
Την άλλη μέρα που θα γινόταν η κηδεία, σκέφτηκα να μη πάω στην αρχή αλλά ήρθε ο Ντάφλος και με πήρε με ύφος που δε δεχόταν καμιά αντίρρηση.
-Πάμε, μου είπε.
Είχαμε οι δυο τα μαύρα μας τα χάλια. Εγώ άυπνος με μάτια κόκκινα με μερικούς μώλωπες στο σαγόνι, εκείνος με μάτι μπλάβο, μελανιασμένο μάγουλο απ τις μπουνιές μου, αξύριστος- είχε πιει πάλι ή κρατούσε από τα χτεσινά.
Στην κηδεία δεν ήταν κόσμος πολύς,λίγοι, πολύ λίγοι. Πάντως κάπου εκεί σε μια άκρη πήρε το μάτι μου εκείνη την ξεφωνημένη αδερφή που τους είχα συλλάβει έπ αυτοφώρω να κάνουν έρωτα. Έκλαιγε γοερά και τον λυπήθηκα. Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα συμπόνιας και τίποτε άλλο. Δεν είχαμε τι να πούμε οι δυο μας.
Πάνω από τον τάφο του η μάνα του και η αδερφή του έκλαιγαν σπαρακτικά. Ίσως και πέντε έξι άλλα άτομα που δεν γνώριζα. Κάποια στιγμή, με πλησίασε η Έλλη  και με παρακάλεσε να πω δυο λόγια. Μέσα από κάποιους κόμπους και λυγμούς της είπα πως δεν μπορούσα να το κάνω. Κι έτσι μίλησε ο Ντάφλος.
- Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει Τασούλη, άρχισε ενώ ρίχναμε μια χούφτα χώμα στον τάφο.
Ύστερα μισομεθυσμένος καθώς ήταν, λιγνός, ασπρουλιάρης με κάτασπρα μαλλιά που ανέμιζαν στο σιγανό αγέρι, συνέχισε ένα μπερδεμένο λογύδριο περί ζωής και θανάτου.
-Γιατί έφυγες τόσο νωρίς Τασούλη; Ο θεός είναι μεγάλος μα τούτα εδώ που κάνει είναι αδικίες. Δεν έπρεπε να σε πάρει τόσο νέο Γιατί παίρνεις τους νέους κύριε; Ο Τασούλης ήταν μόνο τριάντα έξι χρονών. Και συ Τασούλη τι έψαχνες; Γιατί να πας στα ραδίκια τόσο νέος, γιατί κατέβηκες τόσο χαμηλά, εμείς σε αγαπούσαμε, εμείς θα σε θυμόμαστε όλοι. Τασούλη θα σου βάλουμε μια φωτογραφία μεγάλη από το θέατρο που έπαιζες για να θυμάσαι πς έπαιζες τον παππού που δεν πρόλαβες να γίνεις. Να είσαι πάντα καλός εκεί που βρίσκεσαι φίλε, όπως ήσουν καλός κι εδώ. Αιωνία σου η μνήμη.
Αυτά ήταν μέσες άκρες όλα όσα είπε ο Ντάφλος κι σκεφτόμουν μήπως έκανε καμιά κουτουράδα έτσι μεθυσμένος που ήταν και γίνουμε ρεζίλι, περισσότερο από ότι ήμασταν.
Δεν έγινε τίποτε τέτοιο όμως και φύγαμε. Στην έξοδο του νεκροταφείου μας πρόλαβε η Έλλη.
-Ελάτε, θέλω να σας πω. Θέλω να μιλήσουμε λίγο, στράφηκε περισσότερο σε μένα.
Πήγαμε δίπλα στο καφενεδάκι. Παραγγείλαμε κονιάκ. Ήπιαμε και οι τρεις, η Έλλη έκλαιγε γοερά. Εμένα με νευρίαζε το κλάμα της παρ ότι φαινόταν αληθινό. Τι να μιλήσουμε σκέφτηκα, τι ν α πούμε τώρα; Εγώ που ήξερα πόσο σκληρά του είχαν φερθεί, ενόσω ζούσε, τι να της έλεγα; Με έπιασε μεγαλύτερη νευρικότητα.
-Εγώ τον αγαπούσα, ξέρεις εσύ, άρχισε. Άσχετο τι φαινόταν, ήμασταν αδέρφια, τον αγαπούσα ότι κι αν έκανε, ξέρεις εσύ Αμβράζη. Ο Ντάφλος δεν ξέρω αν τον γνώριζε, αν τον έζησε όπως εσύ. Και λεφτά του έδινα και σπίτι να μείνει του παραχώρησα. Δουλειά προσφέρθηκα να του δώσω στο γραφείο αλλά δε θέλησε. Είχε  εκείνο το πείσμα ενάντια στην οικογένεια. Τι με κοιτάς έτσι Αμβράζη; Στέγνωσε τα δάκρυα της.
-Πώς να σε κοιτάω; Ρώτησα αμήχανα. Δεν ήθελα να της πως τις σκέψεις μου που μάλλον ήταν κακές, ιδιαίτερα εκεί, μετά την κηδεία. Κάποτε θα της τα έσερνα, αν η τύχη το έφερνε να συναντηθούμε γιατί δεν έβλεπα κανένα λόγο να ξαναβρεθούμε.
-Πως έγινε; Ρώτησε για πολλοστή φορά ο Ντάφλος.
-Δεν ξέρω, είπε κι αυτή με ξαφνική αδιαθεσία. Μη με ρωτάτε και έβαλε πάλι τα κλάματα.
Αυτή τη φορά φαινόταν πως κάτι έκρυβε. Κάτι σχετικό με το θάνατο του Τασούλη, τον τόσο ξαφνικό και τόσο παράξενο. Δε μας είπε, ούτε κι εμείς επιμέναμε. Μείναμε λίγο ακόμα εκεί, σιωπηλοί. Ύστερα τη χαιρετήσαμε και πήραμε το δρόμο ο καθένας με τις δικές του σκέψεις. 


συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Πολύ δυνατές στιγμές γεμάτες αντιθέσεις και εκρήξεις. Και κάπου εκεί ανάμεσα ο θάνατος να παραμονεύει καταλύτης των πάντων.
    Από τα καλύτερα κεφάλαια Κώστα.
    Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Δύσκολο κεφάλαιο Τζον κι όσο πάνε πλησιάζοντας προς το τέλος κάπως έτσι είναι τα πράγματα. Καλή σου μέρα.

      Διαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...