Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 36




Ο Τίτος δεν κράτησε μια αόριστη υπόσχεση που είχε δώσει στον πατέρα του, πως δε θα έλεγε σε κανέναν τίποτε για όσα έγιναν εκείνο το βράδυ και μου τα διηγήθηκε όλα σε απρόσμενο χρόνο, στο καφενείο. Με συμπαθούσε, το έδειχνε, όπως κι εγώ. Να τον ακούς τον Αμβράζη, είναι φωτεινό μυαλό, είναι σωστός φίλος, του έλεγε συχνά ο Ντάφλος. Αλλά κι ο ίδιος με είχε καλέσει συνωμοτικά στο μπαρ του καφενείου για να μου εκμυστηρευτεί τα γεγονότα. Εγώ καμώθηκα τον ανήξερο.
-Ώστε έτσι ε; έκανα έκπληκτος
-Έτσι και χειρότερα συνάδελφε! Δεν ξέρω τι έγινε από εκεί και πέρα, από όταν με άφησαν στο σπίτι-έτσι κι αλλιώς ήμουνα σταφίδα. Όσες φορές προσπάθησα να μιλήσω με τον Τίτο, αυτός άλλαζε κουβέντα αλλά δε με ξεγελάει εμένα Αλμύρα. Είμαι σχεδόν σίγουρος πως τη συγύρισε. Αυτό που δεν ξέρω, είναι αν έχει συνέχεια το πράγμα, τελείωσε μια κουβέντα σα να μονολογούσε περισσότερο.
Ο Τίτος, εμένα μου είχε πει πως δεν την ξαναντάμωσε αλλά χωρίς μεγάλη πειστικότητα. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μου έλεγε πως συνέχιζαν να βλέπονται. Τότε ήρθε στο μυαλό μου ξαννά, η ιστορία της Βασιλικής με τον Τσάβαλο. Κατακούτελα δέχτηκα το λάθος μου και το πόσο είχα αδικήσει τον Δούκα όσον αφορά τον χαρακτήρα της. Τώρα αποδεικνυόταν για άλλη μια φορά, περίτρανα το περίεργο σεξουαλικό ταπεραμέντο αυτής της γυναίκας. Θυμήθηκα ακόμα πόσο τον είχα αδικήσει στο δικαστήριο, όταν μου έλεγε να πω κάποιο ψέμα κι ένιωσα σαν ένοχος. Μια παράξενη ενοχή, περισσότερο επειδή είχα ξεγελαστεί από τον Τσάβαλο και από τη Βασιλική
-Είδες που πέφτεις έξω με τους ανθρώπους; Αναρωτήθηκα φωναχτά κι ο Ντάφλος συνοφρυώθηκε δίπλα μου.
-Τι είπες;
Και σαν εγώ δεν του απάντησα, συνέχισε:
-Το περίμενες αυτό Αμβράζη; Ε; το περίμενες; Αυτά κι αυτά έστειλαν το Δούκα στη φυλακή..
-Ποια φυλακή; Τότε έπεσα ακόμα πιο πολύ, ως συνήθως.
-Α, δεν τα ξέρεις; τι διάολο φίλοι ήσασταν ; δεν μπορώ να το καταλάβω. Ναι, στη φυλακή είναι, πήγαινε να τον δεις, να του πας τσιγάρα. Εγώ του πήγα που δεν ήμουν ποτέ τόσο κολλητός όσο εσύ μαζί του. Αλά, πάντα αλλού τραβάς εσύ, θέλεις να κρατάς αλέρωτη τη φωλιά σου.
Τι φωλιά, τι κουραφέξαλα, πήγα να του πω αλλά αρνήθηκα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα μαζί του. Του ζήτησα μόνο να μου πει σε ποια φυλακή τον είχαν και έφυγα.
Έφυγα, πήγα να τον δω.
Ο Πίθηκας στη φυλακή, λοιπόν-δέκα χρόνια αυτή τη φορά για χρήση και διακίνηση, μαύρης, άσπρης και δεν ξέρω καθόλου πως τα λένε, δεν ξέρω ούτε με ενδιέφερ ποτέ αλλά είχα απορήσει πολύ μαζί του. Ήταν δυνατόν να έκανε τέτοια πράγματα; Να ασχολείται δηλαδή με το εμπόριο ναρκωτικών; Δεν ήθελα να το πιστέψω, όμως όλα ήταν δυνατά. Έτσι είχε γίνει,. Έπειτα ήταν και τα άλλα, τα παλιά χρέη, οι μικροαπάτες, οι εφορίες, οι ζαβολιές του Πίθηκα, που είχε κατορθώσει να του φτιάξουν ένα ωραίο στόλισμα ο μπάτσοι.
Ρε πίθηκα! Έτσι τον λέγαμε τότε μικροί. Τώρα ένα χρόνο ήδη πίσω από τα κάγκελα, είχε σκεβρώσει. Είχε ρέψει, αυτός ένα θωρηκτό στα τριάνταπέντε του έμοιαζε τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτερος. Πότε θα έβγαινε τώρα από εκεί μέσα;
-Δεν υπάρχει πιο σπουδαίο πράγμα από την ελευθερία! Μου είπε κλαίγοντας. Δεν μπορώ εδώ μέσα Αμβράζη, τι σχέση έχω εγώ με όλους αυτούς; Σε ρωτάω εσένα που με ξέρεις καλά: τα πιστεύεις όλα αυτά για μένα; Αυτοί είναι αλήτες, κωλοκράτος, σε παρακαλώ κάνε κάτι και βγάλε από εδώ μέσα. Θέλω να με πιστέψεις, είμαι αθώος αλλά δεν έχω λεφτά, είμαι φτωχός και ένας μόνος του φτωχός δεν μπορεί να κάνει τίποτε.
Όλοι αυτό λένε πίσω από τα κάγκελα. Είμαι αθώος, το ήξερα αυτό από τα βιβλία. Από μαρτυρίες, κάτι ήξερα κι εγώ.
-Τι να σου κάνω ρε Πίθηκα;
-Έπρεπε να φτάσω εγώ μέχρι εδώ ρε φίλε; Είναι άδικο. Τους άλλους, τους μεγαλοκαρχαρίες, τους μεγαλοεμπόρους δεν τους αγγίζουν. Εμένα με μπλέξανε… κάνε κάτι ρε Αμβράζη… έχεις τον τρόπο εσύ. Βρες έναν καλό δικηγόρο για το φίλο σου, να μειωθεί η ποινή, να βγω έξω δεν μπορώ άλλο εδώ μέσα!
Ο καθένας με τον πόνο του. Τώρα ο Δούκας μιλούσε για ελευθερίες και που να τις έβρισκε. Όταν ήταν έξω, έλεγε πως θα φτιάξει τον κόσμο. Πως αυτός ήταν αρσενικός και θα τους έδειχνε.
Λυπόμουν πολύ για την κατάντια του αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Έτσι, αόριστα του είπα  πως θα έκανα ότι μπορούσα αλλά ήξερα κιόλα πως αιθεροβατούσα εκείνη τη στιγμή. Δεν ήθελα να του δημιουργήσω ψεύτικες ελπίδες, δεν είχα τέτοιες δυνατότητες.
Κινήθηκα λίγο στην αρχή, πήγα σε ένα γνωστό δικηγόρο να του αναθέσω την υπόθεση, πλήρωσα κάμποσα λεφτά. Λεφτά.
-Λεφτά! Μου είπε με έμφαση ο μεγαλοδικηγόρος. Χωρίς αυτά δε γίνεται τίποτε.
Αυτή η διαόλου κάλτσα οι δικηγόροι, όπως τους λένε.
-Δε γίνεται τίποτε, συνέχισε αφού μου έφαγε κάμποσα ακόμα. Τον έχουν στη μπούκα. Αν είναι δυνατόν να τον κρατήσουν για πάντα μέσα. Αν τα πράγματα αλλάξουν, αν τον στείλουν στις αγροτικές, μπορεί να μειωθεί η ποινή του.
Σκατά. Στη μπούκα, σκέφτηκα. Στη μπούκα ήμουν κι εγώ. Τι με ένοιαζαν τώρα όλα αυτά; Εγώ θα έσωζα τον κόσμο; Και εξ άλλου ο Πίθηκας είχε φταίξει, έπρεπε να πληρώσει, για τα ποινικά αδικήματα που είχε διαπράξει. Ωραίο αυτό. Αλλά έτσι γινόταν, ας πρόσεχε, θα μου πεις εσύ πρόσεχες; Μάλλον από τύχη ήμουν έξω, αλλά τώρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα γι αυτόν. Τίποτα. Έτσι τον παράτησα στη μοίρα του, τα ξέχασα όλα, γίνηκα για μια ακόμη φορά σκληρός, ρεαλιστής απέναντι στο φίλο μου.
-Τι θέλεις εσύ και μπερδεύεσαι, τι φταις εσύ; Εσύ θα σώσεις τον κόσμο; Μου είπε η Λουτσία όταν της τα εξηγούσα.
-Πάλι τα ίδια θα έχουμε; Εδώ υπάρχουν δικά μας προβλήματα.
Δε συμφωνούσα μαζί της. Μια ζωή τα ίδια η Λουτσία. Μόνο εμείς υπάρχουμε, εμάς πρέπει να κοιτάξουμε, εμείς έχουμε άλλο δρόμο. Μπορούμε και πρέπει να ξεφύγουμε, να μη σε νοιάζουν αυτά. Εντάξει, είμαστε αλτρουιστές, δίνουμε στους φτωχούς, τι άλλο θέλεις να κάνουμε;
Από την άλλη μπορεί να είχε δίκιο. Τι με ένοιαζαν εμένα όλα αυτά;       Εγώ ήμουν κάποιος, είχα κατορθώσει φτύνοντας αίμα να γίνω κάποιος. Στο δρόμο με αναγνώριζε ο κόσμος, μου μιλούσαν, έχαιρα της εκτίμησης τους, ήμουν κάποιος που κοίταζε τους γέρους του γονείς, τη γυναίκα του και το επικείμενο παιδί του. Φρόντιζα όσο μπορούσα τη ζωή μου, βοηθούσα τους φίλους, είχα φυτέψει μερικά δέντρα και θεωρούσα πως ήμουν ένας επιτυχημένος. Ένας άνθρωπος που είχε βολέψει τη ζωή του.  Ένας άνθρωπος που το μόνο; Που του έμενε να κάνει ακόμα στη ζωή του, για να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, θα ήταν να γεννήσει ένα παιδί. Ένα γιο για να υπάρχει συνέχεια στο γένος των Αμβράζηδων
-Παιδί μου, είπε ο πατέρας μου, αυτό πρέπει να κάνεις τώρα, αυτό έχει αξία. Άξιος είναι ο άντρας που μπορεί να ζήσει τη γυναίκα του και το παιδί του. Θέλω κι εγώ προτού πεθάνω να δω ένα εγγονάκι, κάνε μου αυτή τη χάρη και μη τρέχεις από εδώ και από εκεί και να προσέχεις τον εαυτό σου! Είσαι άντρας! Κατάλαβε το, πάρε τις ευθύνες επάνω σου, μη ντρέπεσαι για ότι κάνεις. Είσαι ο καλύτερος για ότι κάνεις! Έτσι θα πιστεύεις. Οι Αμβράζηδες έχουν μια ιστορία, δεν επιτρέπεται, εσύ να την αμαυρώσεις.
Αμαυρώσεις. Ποτέ δεν περίμενα από τον πατέρα μου να μιλάει έτσι. Περισσότερο να μεταχειρίζεται τέτοιες λέξεις. Αμαυρώσεις, αξίες, άντρες, τιμιότητα, ευθύνες. Ποια ήταν η δική μου τιμή για την τιμιότητα μου; Αλλά, ο πατέρας μου τώρα στα ογδόντα του πρόλαβε να καταλάβει το λάθος; Αν ήταν να έφτανα κι εγώ μέχρι εκεί, ποτέ να μην έφτανα. Τι σόι ήρωας θα γινόμουν, έναν αιώνα λάθη και ύστερα συγγνώμη κάναμε λάθος και τα λοιπά…
Είχε επέλθει, λοιπόν, η κατάρρευση του Ανατολικού μετώπου- κατά που πέφτει η Ανατολή ποτέ δεν ήξερα ακριβώς. Η Δύση είχε κερδίσει καθαρά την άποψη, πως ο κόσμος μπορεί και πρέπει να ζήσει καπιταλιστικά. Από παντού συσσωρεύονταν οι ειδήσεις, πως τα συγκεντρωτικά καθεστώτα, η σοσιαλιστική επανάσταση, είχε δραματικό τέλος για την ιστορία μας. Τίποτε πια δε θα ήταν στηριγμένο στις κομμουνιστικές ιδέες.
-Κάναμε λάθος, μίλησε ο πατέρας μου. Εσύ το καταλαβαίνεις στα τριανταπέντε σου, κάτι είναι αυτό. Εγώ τι να πω; Στα ογδόντα, με αγώνες, με εξορίες, με ξερονήσια, με τόσους θανάτους! Που να κρυφτώ; Ξέρουν άραγε αυτοί που διέλυσαν τον Κομμουνισμό, το Κομμουνιστικό όνειρο, αυτοί που γράφουν την Ιστορία, ο Στάλιν, ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ τον πόνο μας; Ξέρουν ότι μας γκρέμισαν μονομιάς το μοναδικό αντιστήριγμα για τον πόνο μας; Παιδί μου, φαίνεται πως τελείωσε αυτή η περιπέτεια του κόσμου, έρχονται άλλα πράγματα, άλλοι καιροί. Εγώ, λοιπόν, που είμαι παλιοκομμουνιστής, αθεράπευτα μεγαλωμένος με αυτές τις ιδέες, που έζησα λίγες στιγμές δίπλα στον Άρη, δε θέλω να το παραδεχτώ! Εσύ που τώρα διαφεντεύεις, είναι ανάγκη να το παραδεχτείς.
Στης ανάγκης τον καιρό λοιπόν, που λέει το τραγούδι θριάμβευσε και η Λουτσία, η μέλλουσα γυναίκα μου. Δεξιά ήταν, πως ταιριάζαμε τώρα εμείς οι δυο, βρείτε το εσείς. Δεξά και θρήσκα μέχρι παναγίας, εγώ αριστερός, άθρησκος και όλα τα α. Ατέλειωτοι ήταν οι τσακωμοί μας γι αυτά τα πράγματα.
-Σου το είχα πει εγώ πως θα καταρρεύσουν τα Κομμουνιστικά καθεστώτα αλλά δε με πίστευες. Το ίδιο πίστευε και ο μπαμπάς και να, που δικαιωθήκαμε!
Πάντα στη μέση ο μπαμπάς. Αυτός ήταν ο κεντρικότερος άξονας της. Εμένα ο πατέρας. Υπήρχε μια διαφορά όπως και να το κάνεις. Άλλο μπαμπάς, άλλο πατέρας. Αλλά έξυπνος καθώς ήμουν, άνθρωπος με ιδιαίτερη νόηση, από ταπεινοφροσύνη πήγαινα καλά, το ξανασκέφτηκα το πράγμα: Θα ακολουθούσα το δικό τους δρόμο. Αφού είχα τα πάντα τρόπος του λέγεις και πάνω απ όλα μια γυναίκα όπως την ήθελα, όπως την είχα φανταστεί στα παιδικά μου όνειρα, όμορφη, πλούσια, με προσωπικότητα, γιατί να εξευτελίζομαι στα Κομμουνιστικά δίκαια; Εξ άλλου υπήρχε και το χρήμα, γι αυτό δεν πασχίζουμε όλοι; Ε, λοιπόν, εγώ το είχα και αυτό! Δεν πα να κουρευτούν όλοι; Ο Δούκας, ο Ντάφλος, οι φυλακές, η μιζέρια, δεν παν να κόψουν το λαιμό τους; Ε; τι με ενδιέφερε εμένα; Εγώ ήμουν μια χαρά. Τάχα ο πρώτος δεν έλεγε πάντα πως η ζωή είναι για τους λίγους!
Εγώ, ίσως να ήμουν ένας από αυτούς κι ένιωθα υπερηφάνεια, ώρες-ώρες γι αυτά που λέω τώρα. Μόνο που δεν θα τα ξεφούρνιζα πουθενά. Φοβόμουν, περνούσα τον καιρό μου γυρίζοντας από εδώ και από εκεί. Ξενυχτούσα, έπινα, χαρτόπαιζα κάπου-κάπου, γινόμουν ένα μαζί με τον όχλο. Ε, δεν πειράζει, έλεγα όλοι οι άνθρωποι μοιάζουν, γιατί όχι κι εγώ; Σπάταλος, ανεξέλεγκτος, ανελεύθερος. [Χειρότερος από τον Καραγάτση.]
Έβγαινα και με τη Λουτσία μερικά βράδια. Πηγαίναμε στα ακριβότερα μαγαζιά. Τρώγαμε, πίναμε, γλεντούσαμε και όλοι μας καμάρωναν. Ήμασταν ένα καθώς πρέπει ζευγάρι, τι ωραία που είναι η Λουτσία! Και ο Αμβράζης υπέροχος! Μοιάζει με τον Ρετ Μπάτλερ στο όσα παίρνει ο άνεμος. Ίδιος δεν είναι; Έλεγαν οι πιο πολλοί και ζήλευαν. Ζήλευαν τη μοίρα και τον πόθο μου.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...