Παρασκευή 19 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 40




Πήγε κοντά της προσπαθώντας να θυμηθεί πόσα χρόνια είχε να τον κοιτάξει στα μάτια αφού σχεδόν δεν είχαν επικοινωνία. Απλά τον ακολουθούσε σαν πιστό σκυλάκι. Έτρωγε ότι της έδινε, δεν μπορούσε να φάει και πολλά πράγματα αφού είχε γίνει φαφούτα, έπινε κρασί, σπάνια μιλούσαν απλά ο Ντάφλος έλεγε κι αυτή μερικές φορές κουνούσε το κεφάλι της.
-Αύριο θέλω να με βοηθήσεις να χτίσω το πεζούλι στον πάνω βράχο. Πέφτουν τα χώματα και μας χαλάνε τον κήπο, της είπε με κάποια σημασία.
Η Έλεν δε μίλησε, πιθανώς δεν καταλάβαινε πια, ήταν σαν φυτό αλλά, τουλάχιστον αυτή τη φορά, έγνεψε καταφατικά, κατεβάζοντας το κεφάλι της μπροστά.
-Πάω τώρα να φτιάξω τα χόρτα να φάμε. Ψόφησα στην πείνα, εσύ πεινάς;
Πάλι δεν πήρε απάντηση. «Τι τη ρωτάω τώρα;» σκέφτηκε  καθώς μάζευε τα χόρτα που είχαν πέσει έξω από τη σακούλα. Αφού τα μάζεψε όλα, πήγε έξω στη βρύση να τα πλύνει, να τα καθαρίσει. Άναψε πρώτα φωτιά να είναι έτοιμη για να τα βράσει και άρχισε να τα καθαρίζει με ένα μισοσκουριασμένο σουγιά που είχε κρεμασμένο στη μέση του από μια αλυσίδα- όταν περπατούσε τον έχωνε στην τσέπη του παντελονιού. Σκουριασμένο ήταν και το μυαλό του, έχοντας συνέχεια μέσα του την Έλεν. Δεν έπρεπε να την κουβαλήσει μαζί του εκεί στην ερημιά του. Όχι δεν έπρεπε, μα το είχε κάνει. Μετάνιωνε οικτρά αλλά πάλι να την άφηνε στην πόλη σ αυτό το χάλι, μόνη, αβοήθητη, δεν το μπορούσε. Δεν το μπορούσε γιατί είχε σκεφτεί πως, σίγουρα θα την πήγαιναν στο τρελάδικο. Ίσως όμως αυτό να ήταν το καλύτερο Ίσως εκεί να έβρισκε την ησυχία της κι αυτός τη λησμονιά της ή και αντίστροφα. Τώρα, όπως είχαν έρθει τα πράγματα κάτι έπρεπε να κάνει. Η Έλεν ήταν με το ένα πόδι στον τάφο, είχε γίνει ένα ζωντανό φυτό αλλά ο θάνατος δε θα την έπαιρνε εύκολα κι έτσι θα τυραννιόταν μέχρι να πεθάνει και θα τυραννούσε κι αυτόν. Τα βλεπε, το καταλάβαινε. Ο ίδιος είχε  με αυτή την ιδέα, την ιδέα του θανάτου αλλά αυτή; Αυτή που δεν είχε πια άλλο νόημα να ζει; Ποια θλίψη, ποια καταφρόνεση και ποιος πόνος την άντεχε; Έτσι που είχε απομείνει, πετσί και κόκκαλο, μια χούφτα άνθρωπος, χωρίς δόντια, χωρίς μαλλιά, πέντε τρίχες δώθε-κείθε, τι λογίζονταν; Ρυτίδες, σαπισμένα χέρια και πόδια γεμάτα πληγές και το κυριότερο που είχε χαμένο το λογικό της. Δεν ήταν πια ούτε ζώο ούτε άνθρωπος κι ο Ντάφλος λυπόταν πολύ για τον άνθρωπο του. «Τι διάολο θε μου!» συλλογίστηκε. «Όλα για τους ανθρώπους τα έδωσες. Όλα τούτα, γύρω-γύρω, φύση, χαρά, ομορφιά, έρωτας, όλα καλά είναι. Τον πόνο, τις πληγές, τα βάσανα τι τα ήθελες; Δε μας έκανες από πέτρα; Ας όριζες να ζούσαμε λίγα χρόνια και καλά. Πέτρινα όμως, χωρίς πόνο δίχως αρρώστιες.
Τέλειωσε με τα χόρτα, σκούπισε μπαϊλντισμένος τα χέρια στο παντελόνι του. Έκλεισε το σουγιά τον έβαλε στην τσέπη Ξεκρέμασε ένα τσουκάλι από τον τοίχο, το μισογέμισε νερό. Έβαλε την πυροστιά πάνω στη θράκα απίθωσε πάνω της το τσουκάλι με το νερό. Περίμενε να πάρει μια βράση κι έριξε τα χόρτα, τα ανακάτεψε, έκλεισε το καπάκι. Πήρε το σκαμνί, το μπουκάλι με το κρασί κάθισε κοντά στη φωτιά. Έπινε και παρακολουθούσε τα χόρτα που έβραζαν.

Την άλλη μέρα ξύπνησε νωρίς. Σηκώθηκε, πλύθηκε, έφτιαξε ένα βιαστικό καφέ. Το έβαλε στο παγούρι, πήρε τον κασμά, τα σφυριά, ανέβηκε στον πάνω βράχο. Ακούμπησε τα εργαλεία, ήπιε μια στάλα καφέ, έστριψε τσιγάρο παρατηρώντας το ύψος του βράχου που ήταν αρκετό ίσως πάνω από είκοσι μέτρα. Καπνίζοντας το τσιγάρο στάθηκε στο χείλος, κοίταξε την καθετότητα. Είδε το κόκκινο χρώμα στην καρδιά του και σκέφτηκε άθελα πως το κόκκινο αντιπροσώπευε τον θάνατο, μαζί με το μαύρο που ανακατωνόταν εκεί.
Ήρεμος αφού τελείωσε το τσιγάρο άρχισε να σκάβει το θεμέλιο για το πεζούλι αφού χάραξε πρώτα τις γραμμές, δούλεψε με ρυθμό κανα δυο ώρες. Ίδρωσε, μούσκεψε, ολοκλήρωσε το σκάψιμο, μέχρι που έβγαλε ο ήλιος κέρατα. «Καιρός είναι να πάω να ξυπνήσω την Έλεν να με βοηθήσει να κουβαλήσουμε την πέτρα» μονολόγησε.
Κατηφόρισε. Μπήκε στο σπίτι, την είδε που καθόταν μάλλον ήρεμη κι έπινε μια κούπα κρασί. «Πάμε, έχω σκάψει το θεμέλιο. Πάμε να με βοηθήσεις να μαζέψουμε πέτρες από γύρω.»
Της έπιασε το χέρι τη βοήθησε ν ανέβουν. Ξεκίνησαν να μαζεύουν πέτρες. Η Έλεν κουβαλούσε τις μικρές. Πολύ μικρές, σαν αυτές που φτιάχνουν καλιμπούτσια τα παιδιά και τις έριχνε όπου ήθελε. Δίπλα ή μέσα στο θεμέλιο. Ο Ντάφλος τις μεγάλες, ήταν καλός χτίστης, προχώρησαν κάμποσο, γέμισε ο λάκκος, έστρωσε καλά το θεμέλιο ή βάση. Ο ήλιος έκαιγε λες και ήταν Καλοκαίρι, ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι στο πρόσωπο, στο κορμί Ντάφλου, όταν πλησίασαν στον βράχο να γεμίσουν κι εκεί.
-Κοίταξε… της είπε. Έλα να δεις και την τράβηξε κοντά του, όρθια στην άκρη του βράχου.
Την αγκάλιασε από τον ώμο, αγνάντεψαν λίγο κάτω. Η Έλεν γύρισε και τον κοίταξε. Αυτός χλόμιασε αλλά άντεξε. Την ξαναγύρισε να βλέπει στο βάθος, πέρα μακριά στον κάμπο κι ύστερα, σαν άθελα, την έσπρωξε απαλά.
Η Έλεν έπεσε στο κενό, γκρεμίστηκε στα πλευρά του βράχου, ξαναχτύπησε εκεί στο κόκκινο του θανάτου, κουτρουβάλησε λίγο ακόμα στα χορτάρια του κήπου. Κάποτε σταμάτησε έμεινε ακίνητη, μάζα μαύρη, κόκαλα και συμφορά στην ησυχία της ανυπαρξίας.
Ο Ντάφλος έμεινε κι αυτός ακίνητος να την κοιτάζει από το ύψος. Τα μάτια του ήταν θολά, το στόμα ξεραμένο. Σκούπισε τα μάτια με τον βραχίονα, τον έτσουξαν καθώς αναμίχτηκαν με τον ιδρώτα. Ύστερα έκανε το σταυρό του σηκώνοντας το βλέμμα στον ουρανό.
Ζώστηκε βιαστικά καλύτερα το παντελόνι του, ίσιωσε τα μαλλιά, πήρε το δρόμο για την ταβέρνα της Κυρα-Φωτεινής.
Έφτασε και μπήκε όσο πιο ήρεμος μπορούσε. Τρεις-τέσσερις χωρικοί κουτσόπιναν στη γωνιά. Κάθισε κι εκείνος σε ένα τραπεζάκι, παράγγειλε  διπλό τσίπουρο που το έφερε ο Φοράδας.
-Πιες κι εσύ, κερνάω εγώ, του είπε.
-Τσου! Ανασήκωσε το κεφάλι του αυτός.
-Πιες σου είπα! συνέχισε σα να έδινε διαταγή Φέρε ένα ακόμα για μένα και το κατέβασε μονομιάς. Κέρασε και τους ανθρώπους από μένα. Κυρά-Φωτεινή! Έλα γιατί τούτος δεν παίρνει χαμπάρι.
Η Κυρά-Φωτεινή βγήκε σκουπίζοντας τα χέρια στην ποδιά της. Πήγε στο τραπέζι αγριοκοιτάζοντας τον φοράδα που είχε καθίσει.
-Βάλε σε όλους, πιες κι εσύ κάτι, είπε ο Νττάφλος.
-Εντάξει Ντάφλο, είπε κι έφυγε να εκτελέσει την παραγγελία.
Έβαλε στους άλλους να πιουν έφερε και δυο ακόμα δικά τους. Τσούγκρισε με τον Φοράδα, οι άλλοι φώναξαν στην υγειά σου από τη γωνία.
Τα έκανε συχνά αυτά ο Ντάφλος,  ήταν το σκαρί του έτσι δεν παραξενεύτηκε κανείς. Και αφού πέραση λίγη ώρα ακόμα, τόση που πρόλαβε να ρουφήξει δυο-τρία, σηκώθηκε κι έφυγε. Ανηφόρισε, έφτασε στο αγρόκτημα. Πήγε κοντά στο ακούνητο κουφάρι της Έλεν που ήταν καταματωμένο παντού. Έπιασε το πρόσωπο του με φρίκη, γύρισε αλλού, έβγαλε μια μεγάλη κραυγή.
-Άουουουουουου!
Αχολόγησε ο τόπος, αντιβούισε στο βράχο, στη ρεματιά, στη γέφυρα και πέρα ακόμη. Μονομιάς,-ταυτόχρονα-κίνησε τρέχοντας κατά την ταβέρνα. Έφτασε, μπήκε μέσα μούσκεμα στον ιδρώτα, στάθηκε στη μέση με ανοιχτά τα πόδια. Οι άλλοι είχαν ακούσει την κραυγή και είχαν μισοσηκωθεί.
-Έπεσε από το βράχο, είπε με λυγμούς. Σκοτώθηκε, έπεσε από το βράχο η γυναίκα μου! Και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...