Κυριακή 14 Ιουνίου 2020

ΟΙΑ ΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 37



Μα δε γλιτώνεις όπου και να πας.
Όνειρο ή πραγματικότητα;
Παράξενο όνειρο, ζωγραφίζοντας τον αγώνα των ανθρώπων. Θα πέθαινα μια μέρα απελπισμένος επειδή δεν θ α μάθαινα γιατί ήρθα εδώ.

Θα ήταν ένα βροχερό πρωινό, που είχα θυμηθεί, πάλι την ιστορία μας. Είχα αναλογιστεί πολλάκις, εκείνες τις μεταφυσικές συναντήσεις μας. Μεταφυσικές στο έπακρον ή πιθανώς, τρελές. Όσο τις θυμάμαι, σκουριάζει το μυαλό μου από την αδυναμία να ξαναγυρίσουν πίσω. Τόση νοσταλγία είχα που ακόμα και τώρα, τρέφομαι με αυτές τις αυταπάτες και βλέπω τη Λουτσία να ξεφυτρώνει δίπλα μου, να με αγαπάει, να μου μιλάει, να με σκέφτεται. Να με σκέφτεται όπως πριν μερικά χρόνια, τότε που την αγαπούσα κι εγώ. Εκείνη, πιθανώς σπρωγμένη από τους δικούς της, είχε φύγει για τη Φλωρεντία. Δεν ήθελα να την αδικήσω, επειδή, όλα μετρούσαν εις βάρος μου. Εις βάρος μου γιατί ήμουν ένας τσέτουλας, ένας μηδέν. Ένας αποτυχημένος ζωγράφος που αναζητούσε κάτι αλλά δεν το έβρισκε. Έφτανε όμως ο πόθος ή θέληση να είμαστε μαζί, τόσο κοινός.
Θα είχε λείψει περίπου κανένα μήνα και εμένα με είχε φάει η αγωνία, που να είναι, τι να κάνει. Τόσο συνυφασμένος ήμουν μαζί της που όλο αυτό το διάστημα, σύχναζα καθημερινά στα μέρη που είχαμε περπατήσει, μην τυχόν και τη συναντήσω. Να τη συναντήσω, να την δω γιατί ήταν μεγάλη η απουσία της.
Η αναζήτηση μου αυτή, κατέληξε εκείνο το βροχερό πρωινό, στις στύλες του Ολυμπίου Διός-πρέπει να ψάξω τη λέξη στήλος- Εκεί, δίπλα σε κάτι ερείπια, κάτω από μια κεραμιδένια πλάκα, είχαμε αφήσει ένα σημείωμα. Εγώ είχα γράψει από τη μια μεριά, σ αγαπώ, Αλμύρας και η Λουτσία από την άλλη για πάντα μαζί, Σουρτούκα. Σουρτούκα ήταν το παρατσούκλι που της είχα κολλήσει έτσι αυθαίρετα και γελούσε ευχαριστημένη όταν την αποκαλούσα με αυτό τον τρόπο. Φαίνεται πως θα της άρεσε γιατί δεν εξηγείται διαφορετικά να το υπογράφει, τουλάχιστον στην αλληλογραφία μας, με αυτό το όνομα: Σουρτούκα! Τι σήμαινε ακριβώς, ούτε κι εγώ ήξερα. Ή το άλλο. Βαρβουρούκα. Ή το άλλο που όλοι οι ερωτευμένοι ψάχνουν να βρουν εκφράσεις για το αντικείμενο του πόθου τους. [Αν και δε μου αρέσει το αντικείμενο του πόθου.]
Όταν σήκωσα την πέτρα και πήρα στα χέρια μου το λερωμένο σημείωμα της αγάπης μας, με πιάσανε τα νεύρα και πήγα να το σκίσω αλλά μετάνιωσα. Για πάντα μαζί! Γέλασα σαρδόνια, ποτέ δεν έμαθα να τη γράφω αυτή τη λέξη, και τοποθέτησα το σημείωμα κάτω από την πέτρα. Φαντάζομαι πως θα είναι ακόμα εκεί.
Ύστερα πήρα τους δρόμους συντετριμμένος. Στη μεγάλη λεωφόρο, σκέφτηκα, πως η γυναίκα είναι ναι λεωφόρος. Ανοιχτή, πλατιά, διάτρητη. Καθώς περπατούσα, να δεις που σιγά-σιγά, άρχισα να πιστεύω πως η Λουτσία ήταν κάπου εκεί, κάπου κοντά  μου. Τόση ήταν η πεποίθηση μου, που ακόμα και τώρα που το ξανασκέφτομαι, τρομάζω. Λέω πως πρέπει να ήμουν τρελός ή το λιγότερο, αν το έλεγα πουθενά, σίγουρα θα με περνούσαν για τρελό.
Παρ όλα αυτά έτσι έγινε.
Άρπαξα στο φτερό, φευγαλέα τη μορφή της, μέσα  στο λεωφορείο. Τρελάθηκα από τη χαρά μου, έβαλα όλα τα δυνατά μου να το προλάβω.. Έτρεχα με όλη μου τη δύναμη πλάι στο λεωφορείο, αδιάφορος για ότι συνέβαινε γύρω μου. Είχε πολλή κίνηση, το όχημα κινιόταν σχετικά αργά κι έτσι εγώ σήκωνα το χέρι, την χαιρετούσα, πιστεύοντας πως κάποια στιγμή θα με δει. Όντως με είδε και ήταν και αυτής η μεγάλη λαχτάρα. Αντάμωσαν τα μάτια μας και ο πόθος να είμαστε μαζί μεγάλωνε την ανυπομονησία.
Κατέβηκε στην επόμενη στάση και τρέχοντας ήρθε. Αγκαλιαστήκαμε μέσα στο περίεργο πλήθος. Οι τσάντες της είχαν πεταχτεί πέρα στον πεζόδρομο, ενώ εγώ τη σήκωνα, την γυρόφερνα στα χέρια μου. Θυμάμαι ακόμα πως δε λέγαμε να ξεκολλήσουμε με τίποτε κι άλλοτε γελούσαμε και άλλοτε κλαίγαμε.
Αυτή ήταν η μια φορά. Η άλλη που ήταν πιο πρόσφατη σε κάποιο ξαφνικό χωρισμό μας, πάλι έτυχε μια τέτοια συνάντηση. Μου το είχε διηγηθεί η ίδια κι έλεγε πόσο σίγουρη ήταν εκείνο το απογευματινό στην παραλία, σε μια παραλία που δεν είχα πάει ποτέ εγώ, θα ήμουν εκεί και με έψαχνε μέσα στον κόσμο.
Πράγματι βρεθήκαμε και ήταν πάλι η έκπληξη μου, ακόμα και τώρα, μεγαλύτερη. Εγώ που δεν πίστευα ποτέ σε μεταφυσικά πράγματα, έλεγα πως αυτές οι δυο συναντήσεις μας, ήταν συντελειακές. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία, πως είχαμε γεννηθεί ο ένας για τον άλλον-για αυτό και μας ήρθαν σφεντόνα, όλα όσα έγιναν μετά.
Το μεσημεράκι εκείνο που συνέβη το αναπάντεχο, είχα πάει να την πάρω με το αυτοκίνητο, να τελειώσει κάποιες δουλειές της. Το προηγούμενο βράδυ είχαμε κουβεντιάσει και συμφωνήσει πως το ερχόμενο Σάββατο θα πήγαινα να τη ζητήσω επίσημα από τους δικούς της. Κανονίζανε τις λεπτομέρειες, έτσι θα γίνει το ένα, έτσι το άλλο και η Λουτσία ήταν ενθουσιασμένη.
-Θα δεις αγάπη μου πόσο θα χαρούν ο μπαμπάς και η μαμά, που σε αγαπάνε, μη νομίζεις. Το ξέρεις πως καθημερινά με ρωτάνε για σένα;
-Δεν το πιστεύω! Πήγα να την πειράξω
-Α, δεν έχεις δίκιο! Πείσμωσε. Άμα σου το λέω να με πιστεύεις. Και οι δύο σε αγαπάνε και περιμένουν ένα λόγο σου για να γίνεις παιδί τους. Έτσι μου είπε η μαμά.
Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα. Στριφογύριζα στο κρεβάτι ανήσυχος, ενώ δίπλα μου η Λουτσία με ένα χαμόγελο ευτυχισμένης μπέμπας στα χείλη. Κάποια στιγμή, σηκώθηκα με προσοχή μη την ξυπνήσω. Νυχτοπερπατώντας πήγα στο μπαρ.
Κοπάνισα ένα-δυο ποτά, κάπνισα μερικά απανωτά τσιγάρα. Ανόρεχτα έριξα μερικές ψεύτικες ματιές σε ένα περιοδικό τέχνης που βρέθηκε εκεί. Χωρίς να το καταλάβω πέρασε η ώρα, πήγε σχεδόν πέντε όταν τελικά πήρα την απόφαση να φτάσω πάλι στην κρεβατοκάμαρα μας και να ξαπλώσω πλάι της. Εκείνη μισάνοιξε τα μάτια, με αγκάλιασε και με φίλησε.
Έτσι που με κρατούσε σφιχτά, σα να φοβόταν μη φύγω, ξυπνήσαμε το πρωί. Όπως και να είχε όμως το θέμα, εγώ είχα πάρει την απόφαση μου από μέρες: θα έφευγα. Δεν έκανα εγώ για τέτοια πράγματα.
Το μεσημέρι λοιπόν, όταν σταμάτησα το αυτοκίνητο έξω από το πατρικό της σπίτι για να την αφήσω κι ενώ περίπου δυο ώρες που ήμασταν μαζί, δε λέγαμε και πολλά, της είπα πως έπρεπε να μιλήσουμε.
-Τι να πούμε; Με κοίταξε και τα μάτια της τρεμόπαιξαν από κάποιον αόριστο φόβο.
Είδε το σοβαρό μου ύφος, κατάλαβε. Σοβαρό και λυπημένο γιατί πράγματι έτσι ήμουν.
-Δεν υπάρχει αγάπη πια; Με ρώτησε και για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισα, σχεδόν δέκα χρόνια μετά, είδα πως τα μάτια της είχαν κάπως βαθουλώσει.
Το δροσερό χρώμα του προσώπου της είχε πάρει μια αχνάδα προς το άσπρο και είχε αρχίσει να μοιάζει στη μάνα της. Έτσι δε λένε; Άμα θέλεις να δεις πως θα είναι η γυναίκα σου μετά από τριάντα χρόνια να παρατηρήσεις τη μάνα της. Αλλά τι σκεφτόμουν τώρα; Τέτοια ώρα τέτοια λόγια.
-Δεν είσαι σοβαρός Αμβράζη, την άκουσα να μου λέει.
-Παραείμαι σοβαρός! Αντιτάχτηκα. Δεν είναι που δεν σε αγαπώ, αυτό το γνωρίζεις καλά, αλλά…
-Ξέρω, ξέρω, δεν κάνεις γι αυτά, το γάμο και τα λοιπά, το γνωστό παραμύθι. Τα ίδια που έκανες με όλες, κάνεις και με μένα. Φύγε λοιπόν.
-Αυτό είναι αλήθεια. Δεν κάνω γι αυτά. Εσύ όμως θέλεις οικογένεια, παιδιά. Εγώ δε θέλω- γι αυτό φεύγω.
-Εντάξει, απάντησε με περηφάνια. Να ξέρεις όμως πως αυτός ο δρόμος δεν έχει γυρισμό.
Κοιταχτήκαμε ύστερα στα μάτια. Ύστερα βγήκε αθόρυβα. Εγώ έμεινα να την κοιτάζω που προχωρούσε χωρίς να γυρίσει να με ξανακοιτάξει και κόμπιασα.. Ήθελα να τη φωνάξω να γυρίσει, το ένιωσα δυνατά αλλά δεν το έκανα. Τι νόημα θα είχε; Αντιλόγησα, καθώς εκείνη χάθηκε πίσω από την εξώπορτα του σπιτιού της και φαντάστηκα πως δε θα την ξανάβλεπα ποτέ, πράγμα που ήταν αληθινό. Δεν την ξαναείδα ποτέ.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου, ξεκίνησα για το δρόμο που δεν είχε γυρισμό.

συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Δεν σε προλαβαίνω καλλιτέχνη! Καταιγιστική η αφήγηση. Στέλνω την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τζον όσο πλησιάζουμε στο τέλος των αποτυχημένων[Περίπου είκοσι σελ,] έτσι θα γίνεται. Πιο πυκνογραμμένο και περισσότερο ψυχογραφικό των ηρώων. Καλησπέρα!

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...