Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 39




Πέρασε κοντά από τον πόρο εκεί που το νερό ήταν ρηχό, χάρηκε την ηρεμία της μέρας. Πλύθηκε λίγο στο πρόσωπο κι ύστερα βάζοντας το χέρι αντήλιο, κοίταξε πιο πέρα, εκεί που έκτιζαν την καινούρια γέφυρα.
Ένας μεγάλος οργασμός επικρατούσε, ένα μελισσολόι ανθρώπων εργάζονταν πυρετωδώς. Λάσπες, καλούπια, σίδερα, μεγάλα κίτρινα μηχανήματα, εργάτες και εργολάβοι κινούνταν ασταμάτητα από το πρωί μέχρι το βράδυ για να χτίσουν το καινούργιο γιοφύρι λίγο πιο πάνω από το παλιό.
«Γιατί δεν το άφηναν έτσι;» αναρωτήθηκε ο Ντάφλος. «Το παλιό ήταν πιο καλό, πιο ωραίο αλλά βέβαια τώρα είχε γκρεμισθεί κάμποσο κομμάτι στη μέση. Αλλά κι αυτή τη γέφυρα που φτιάχνουν τώρα, πάνω από δυο χρόνια προσπαθούν να τη στηρίξουν, μου φαίνεται πως θα ξαναπέσει. Χμ, ωραίος εργολάβος είναι αυτός! Σήμερα, σ αυτή την εποχή που ζούμε να πέφτουν τα γεφύρια που χτίζει! Τι διάολο, στοιχειωμένο είναι!»
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, πήγαινε προς το αγρόκτημα. Ήταν το τελευταίο κομμάτι που του είχε απομείνει από τότε που έκανε τα μεσιτικά- δίπλα στην παλιά μισογκρεμισμένη γέφυρα. Το είχε περικλείσει με συρματόπλεγμα αγκαθωτό και σιγά-σιγά προσπάθησε να μαστορέψει το παλιό κτίσμα που υπήρχε. Ένα τετράγωνο ντουβάρι από πλίθες, ασβέστες, άχερα.
Όταν έκλεισε το καφενείο που φτιάξανε με τον Δούκα, πήρε την Έλεν και με έναν φίλο του μεταφορέα κουβάλησε εκεί όλα τους τα τζιμπράγκαλα. Παλιές καρέκλες ψάθινες, σαραβαλιασμένα τραπέζια, τέντες, μαχαιροπήρουνα, σάπιες κουβέρτες. Ακόμα, δύο ράντσα που τα επιδιόρθωσε με ηλεκτροσυγκόλληση, καθώς και ένα παλιό βαρέλι για κρασί. Αυτό ήταν τώρα το πλέον απαραίτητο για τον ίδιο, πόσο δε μάλλον για την Έλεν. Μόλις το σκέφτηκε, ανατρίχιασε. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού ένα πλακέ μπουκάλι με τσίπουρο. Ρούφηξε μια γερή γουλιά.
Τελευταία είχε παραγίνει το πράγμα. Είχε παρακουραστεί να τη βλέπει στην τρέλα της και τον πονούσε αφάνταστα η καρδιά του όταν άκουγε τα ακατάληπτα λόγια της ή καλύτερα τα παραμιλητά της.
Προσπάθησε να διώξει τις κακές σκέψεις που του ερχόταν στο μυαλό-όπως να τη σκοτώσει για λόγους ευθανασίας- και προχώρησε. Πέρασε δίπλα από τη γέφυρα, χαιρέτησε απέναντι τον εργολάβο.
-Τι γίνεται; Του φώναξε. Τελειώνει το έργο;
-Τελειώνει όπου να ναι, σε κανένα χρόνο. Εσένα τι σε κόφτει; Βιάζεσαι να περάσεις από εδώ; Τον ειρωνεύτηκε ο άλλος.
-Εσύ να δω πότε θα περάσεις! Του ανταπάντησε. Γιοφύρι της Άρτας το κατάντησες! Και χάθηκε μέσα στις φυλλωσιές για να μην ακούει τις βρισιές που ξεφούρνισε ο εργολάβος.
Πηγαίνοντας για το αγρόκτημα, μάζευε λίγα χόρτα. Τα ήξερε και του άρεσαν, ειδικά τα άγρια ραδίκια. Αφού μάζεψε κάμποσα σε μια νάιλον σακούλα, κάθισε σε μια πέτρα να στρίψει τσιγάρο. Το έστριψε και προτού το ανάψει τράβηξε άλλη μια γουλιά τσίπουρο από το πλακέ μπουκάλι. Το οινόπνευμα του καψε το λαιμό, ξερόβηξε άσχημα, συνήλθε, άναψε το τσιγάρο.
-Ουφ! Έκανε φωναχτά.
Μέσα στην ησυχία ακούστηκε σαν πιστολιά.
-Τι διάολο θεέ μου! Όλοι οι τρελοί σ αυτή την άκρη του κόσμου μαζεύτηκαν;
Και συνέχισε να πίνει και να καπνίζει στην ερημιά.

Ωστόσο, η μέρα είχε ανακάμψει, γύριζε προς το απόγευμα, όταν ο Φοράδας αφού είχε κάνει  τη δουλειά του, να ρίξει δηλαδή το καράβι του στο νερό και να το ακολουθήσει κάμποσο, είχε ξαναγυρίσει προς το αγρόκτημα του Ντάφλου.
Άνοιξε τη λιάσα-εξώπορτα, μπλέχτηκαν λίγο με τα συρματοπλέγματα τα ατσούμπαλα πόδια του μα αφού τα κατάφερε, έφτασε και σταμάτησε μπρος από το μπλε κτίσμα. Πεινούσε σαν αδέσποτο σκυλί και σκέφτηκε πως ο Ντάφλος θα του έδινε κάτι να φάει. Αργότερα θα πήγαινε στην Κυρά-Φωτεινή.
Προχώρησε, έσπρωξε τη μισάνοιχτη πόρτα, στάθηκε στο άνοιγμα της. Στο μισοσκόταδο είδε την Έλεν Νασοπούλου, ανάμεσα από σκουπίδια, τεντζερέδια, αποφάγια, λιγδιασμένα ρούχα και μπουκάλια από κρασί.
Εκείνη γύρισε να τον κοιτάξει. Το μάτι της γυάλισε.
-Φύγε! Έγρουξε.
-Λίγο ψωμί, έκανε παρακαλετά ο Φοράδας.
Δεν έχει! Δεν έχει φως, δε βλέπω, φύγε! Φώναξε πιο στριγγά. Ανάθεμα τη μάνα που σε γέννησε κερατά. Κερατάδες ήταν όλοι, βλάκες, ανόητοι, σαν εσένα σαν τη νύφη και το γαμπρό. Η νύφη δεν είναι εδώ…έφυγε με το Δούκα. Εσύ γιατί ήρθες; Φύγε πήγαινε από εκεί που ήρθες. Πήγαινε στο διάολο! Στο διάολο να πάτε όλοι ! Θέλετε να με ξεκάμετε. Να μου πάρετε το μουσείο, όλοι, ο Παλιοδούκας. Όχι, δε θα το πάρετε! Δε θα το πάρεις! Χέστηδες όλοι γαμώ τα υπουργεία σας! Και σένα Αλμύρα δε σε θέλω, τι με κοιτάς; Δε θέλω και σένα, δεν είσαι καλός, τι με κοιτάς;
Και σταμάτησε απότομα κάνοντας μια κίνηση με το χέρι μπροστά της σα να ήθελε να διώξει τις εικόνες ή κάτι. Ύστερα ήπιε κρασί. Το μισό της χύθηκε στο στήθος.
-Λίγο ψωμί… γούρλωσε τα μάτια του περισσότερο ο Φοράδας και πλησίασε περισσότερο.
Και σαν η άλλη δε μιλούσε, έσκυψε και πήρε ένα ξεροκόμματο από τα αποφάγια. Φοβισμένος, στάθηκε λίγο παραπέρα προσπαθώντας να το δαγκώσει. Κατάφερε να μασουλίσει μια δυο μπουκιές ενώ ταυτόχρονα έριχνε ματιές γύρω μην έρθει κανένας.
Θέλεις ένα καράβι; Γύρισε πάλι κοντά της κι έβγαλε από την τσέπη του την πελεκημένη πευκόφλουδα.
Η Έλεν δεν τον άκουσε ή δεν ήθελε ν ακούει τίποτε πια. Σηκώθηκε, άρχισε να βγάζει το μαύρο φουστάνι της, λερωμένο και τρισάθλιο ποιος ξέρει από πόσα χρόνια. Τα κατάφερε. Έμεινε με το εσώρουχο, σχισμένο, τρυπημένο σαν από ποντίκια. Ύστερα, γύρισε την πλάτη προς τον Φοράδα, έσκυψε και με τα δυο της χέρια ανασήκωσε τα εσώρουχα δείχνοντας του τα γερασμένα οπίσθια της-από κάτω δε φορούσε τίποτε άλλο.
Αυτός γούρλωσε τα μάτια πιο πολύ, έσκυψε να δει καλύτερα. Ύστερα φοβισμένος έκανε να φύγει αλλά αντ αυτού, έμενε εκεί μαγνητισμένος να βλέπει.
Ανυποψίαστος με ένα χαρούμενο σφύριγμα στα χείλη και την νάιλον σακούλα με τα ραδίκια στο χέρι, κατέφτασε ο Ντάφλος.
Μόλις είδε την κατάσταση του κόπηκε το σφύριγμα, του φυγε η σακούλα από το χέρι. Μετά, γύρισε τα σφιγμένα μάτια του μια στον Φοράδα που έτρεμε και μια στην Έλεν που σερνόταν αδιάφορη στη γωνιά της. Κανείς δε μιλούσε. Τι να πει;
Ο Ντάφλος έμεινε κάμποσες στιγμές έτσι, με τα νεύρα τεντωμένα και σιγά-σιγά, καθώς οι άλλοι δεν έκαναν τίποτε, ημέρεψε. Χαμογέλασε. Χαμογέλασε αργά, μειδίασε προκαλώντας στον εαυτό του μεγαλύτερο γέλιο, σχεδόν σαρκαστικό, που τελικά έγινε τρανταχτό.
Ο Φοράδας γελούσε κι αυτός. Γελούσε χαζά, ηλίθια αλλά γελούσε.
Ώσπου ο Ντάφλος σταμάτησε. Πήγε κοντά του τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη.
-Έλα, του είπε να σου δώσω λίγο φρέσκο ψωμί και τυρί.
Πήγε στο ψυγείο στο βάθος, έκοψε ένα κομμάτι τυρί λίγη φέτα και μισή φραντζόλα ψωμί. Γύρισε και του τα έδωσε.
-Άιντε τώρα, πήγαινε, φάε το ψωμοτύρι, πήρες και το μάτι σου! πήγαινε στα καράβια μη σου βουλιάξουν.
Άλλο που δεν ήθελε ν ακούσει ο Φοράδας. Βούτηξε το ψωμοτύρι, αμολήθηκε στον κατήφορο, ανοικονόμητος, χοντρόκωλος να παρασέρνει ότι έβρισκε στο διάβα του: πέτρες, χώματα και σκόνη, κάτω από το γελαστό βλέμμα του Ντάφλου που είχε βγει στην πόρτα και τον παρατηρούσε μέχρι να χαθεί στο βάθος. Ύστερα γύρισε μέσα. Είδε την Έλεν ή αυτό που είχε απομείνει από αυτή. Είχε ντύσει το μαύρο της φόρεμα και τον κοίταζε και κείνη. 


συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...