Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η ΜΥΡΩΔΙΆ ΤΟΥ ΈΡΩΤΑ,,2

 


Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Πως μυρίζουν άραγε δυο κορμιά; Όπως το σπασμένο κλαρί της ροδακινιάς ή το μασημένο χορτάρι ; Το ιδρωμένο μαύρο μια σαραντάρας και το όρθιο ξύλο ενός τριαντάρη;
Η οσμή του μαύρου μοιάζει με αυτή της όξινης βροχής. Η ξυλινότητα με τον αέρα που αποπνέει ένα κοπάδι τράγων. Η οσμή και των δυο φτιάχνει τις μνήμες των ερωτευμένων. Κανείς δε μένει ατιμώρητος, ο έρωτας είναι παντού.

Ήταν άνεργος πάλι εκείνο τον καιρό. Το πλασιεδιλίκι το είχε βαρεθεί, τις περισσότερες φορές, τον έπιανε απελπισία, μόνο που σκεφτόταν να χτυπήσει πόρτες για να πουλήσει εγκυκλοπαίδειες σε καθώς πρέπει κυρίες, να τις γεμίσει ψέματα, γιατί αλλιώς, δεν έπιανε το παραμύθι, ποιο παραμύθι, ένα παραμύθι ήταν όλη του η ζωή και να κοροϊδέψει τα παιδιά, με ψεύτικα δώρα που έταζαν οι Εκδοτικοί οίκοι, δεν του πήγαινε αλλά, αραιά και που, έκανε κανένα μεροκάματο στο ξυλουργείο του Γιάννη που ήθελε να τον κάνει ξυλουργό.
Έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο, τριγύριζε σαν παραδομένο σκυλί στην πλατεία Εξαρχείων με πρόσκαιρους φίλους, πότε από δω και πότε από εκεί, ο δρόμος δεν είχε απόλυτη σημασία, ούτε τα πολλά απογευματινά, που δεν είχε τι να κάνει, έπαιζε κανένα μπιλιάρδο στην Ακαδημίας ή στην Μαυρομιχάλη. Τις περισσότερες φορές, έπαιζε με τον Μιχάλη, επειδή τον κέρδιζε όποιος κερδίζει δεν πληρώνει σ αυτή τη ζωή, επειδή αυτός δεν είχε λεφτά ούτε για τσιγάρα. Ο Μιχάλης ήταν οικοδόμος, γερό παιδί, με αδρά χαρακτηριστικά, ηλιοκαμένος, μαυριδερός, μέρα-νύχτα στο γιαπί, έμοιαζε ότι ήταν άνθρωπος της δουλειάς, έβγαζε λεφτά.
Ένα τέτοιο απογευματινό έπιναν καφέ στην Ακαδημίας.
-Δεν θα παίξουμε; ρώτησε ο Μιχάλης.
-Βαριέμαι, θα μ άρεσε καλύτερα μια θάλασσα,του απάντησε.
-Α, έλα, έχω κέφι σήμερα και θα χάσεις..
-Δεν το πιστεύω, τράβηξε τα χείλια του. Πάμε σε μια θάλασσα.
-Σήκω και θα δεις! Δεν πειράζει πληρώνω εγώ, αφού δεν έχεις λεφτά. Χάσω, κερδίσω.
Ήταν εγωιστής, ο Μιχάλης, ήθελε πάντα να κερδίζει. Αυτόν δεν τον ενδιέφερε τόσο η νίκη όσο το παιχνίδι, η διασκέδαση. Μερικές φορές όμως, γινόταν το αντίθετο. Αντί να διασκεδάσει, εκνευριζόταν. Έτσι έγινε και κείνο το απόγευμα. Άρχισαν το παιχνίδι και τίποτε δεν του πήγαινε καλά. Ούτε τις εύκολες καραμπόλες δεν έβγαζε.
-Είσαι εγωιστής! του φώναξε. Θέλεις πάντα να γίνεται το δικό σου! Σου είπα, δεν έγινε η καραμπόλα.
-Έγινε, επέμενε ο Μιχάλης. Δεν είδες καλά και συνέχιζε να παίζει.
-Εγώ δεν είδα καλά! νευρίασε περισσότερο.
-Εσύ, ποιος, εγώ;
-Α, παράτα μας ρε!
-Μη μου μιλάς εμένα έτσι!
Πήγανε να έρθουν στα χέρια.
-Ωοο, τώρα! Μην μου την δίνεις στα νεύρα, θα τσακωθούμε για το μπιλιάρδο;
-Εντάξει, χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του. Πλάκα έκανα, εσύ το πήρες σοβαρά. Θα παίξεις;
Καλμάρισαν και συνέχισαν το παιχνίδι. Έχασε και ο Μιχάλης άρπαξε την ευκαιρία να του τη βγει. Σαν μικρό παιδί έκανε.
-Είδες; Είδες τι ωραία έπαιξα που λες ότι δεν ξέρω μπιλιάρδο;
-Βάζεις τώρα καμιά μπύρα λέω εγώ; παράτα μας με το μπιλιάρδο.
-Να βάλω. Που πάμε;
-Πάμε πλατεία.
Ήπιαν μερικές μπύρες- ο Μιχάλης ήταν γερό ποτήρι, οικοδόμος γαρ- άλλαξε και το δικό του κέφι.
-Θυμάσαι που είχες χάσει το στοίχημα με το τελάρο τις μπύρες; γέλασε ο Μιχάλης.
-Τέτοιο σφουγγάρι που είσαι εσύ, πώς να μη το χανα..Μα να πιεις ένα τελάρο μπύρες.
-Πολύ ήτανε;
Δεν του απάντησε, τι να του λεγε; Πως ένα τελάρο μπύρες ήτανε λίγο; Δεν του απάντησε, πολλές φορές δεν απαντούσε σε αχρείαστα πράγματα και πρόσεξε που απέναντι τους καθόταν δυο γυναίκες. Αστειεύτηκαν λιγάκι μαζί τους-όχι τίποτε σπουδαίο,-έτσι για την πλάκα τους.
-Ρε φίλε, έχω ένα παράπονο, του είπε ξαφνικά ο Μιχάλης.
-Από μένα; απόρεσε.
-Από σένα. Ξέρω ότι έχεις γνωριμίες και μια φορά δεν είπες να με πάρεις μαζί σου, να γνωρίσω κι εγώ καμιά κυρία.
Είχε πράγματι γνωριμίες, περισσότερο με κάποιες κυρίες υψηλού επιπέδου, επειδή ήταν μέλος σε έναν πολιτιστικό σύλλογο. Πήγαινε σε διάφορες εκδηλώσεις που οργάνωνε, χορούς επί το πλείστον, κάποιες διαλέξεις, λίγο θέατρο, πολύ μουσική.
-Έλα σε έναν χορό που γίνεται μεθαύριο, του είπε. Αλλά κοίταξε μη με εκθέσεις.
-Αλήθεια; ,ανοιξε τα μάτια ο Μιχάλης. Θα με πάρεις; Όχι, όχι, τι να σε εκθέσω, αφού με ξέρεις τώρα εμένα.. δε με ξέρεις;
-Σε ξέρω. Αλλά εκεί οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί απ' αυτούς που γνωρίζεις. Θέλω να προσέχεις, να είσαι ευγενικός και να μην τα ρίξεις σε όλες τις γυναίκες.
-Εσύ να προσέχεις! Τώρα τελευταία είσαι οξύθυμος! Του απάντησε.

Την βραδιά που γινόταν ο χορός, δεν είχε κέφι, δε θα πήγαινε αν δεν το είχε υποσχεθεί στον Μιχάλη. Βαριόταν, θυμόταν και το οξύθυμος που του είχε πετάξει ο φίλος του, αυτός δεν ήταν ποτέ οξύς συν θυμός, άκου λέξη που βρήκε ο οικοδόμος, συλλογίστηκε!
-Πάμε, του είπε ο Μιχάλης, μη μου το χαλάς τώρα ...
Έφτασαν κατά τις δέκα και η σάλα ήταν γεμάτη, χαιρέτησε τον πρόεδρο, έναν ευγενέστατο κύριο και τη Βίλμα τη γραμματέα του συλλόγου, τους σύστησε τον Μιχάλη ο οποίος έμοιαζε πολύ περήφανος για τον φίλο του.
-Ωραία η Βίλμα, του ψιθύρισε, σαν ο Πάτροκλος στον Αχιλλέα
-Μη βιάζεσαι, πάμε στον μπουφέ να πάρουμε κανένα μεζέ, του απάντησε.
Πήγαν στον μπουφέ, πήραν μεζέδες και κρασί, κάθισαν σε ένα τραπέζι.
-Μην πίνεις πολύ, τον συμβούλεψε. Η βραδιά είναι μεγάλη.
-Δεν πίνω, δεν πίνω, έκανε αναψοκοκκινισμένος, ο Μιχάλης. Πότε θα αρχίσει ο χορός;
-Μετά το φαγητό, του απάντησε και πήρε είδηση μια κυρία που τον έκοβε από απέναντι-τον έκοβε, τι λέξη κι αυτή, σαν μαχαίρι ήταν τα μάτια της. [Υπάρχουν μάτια, μαχαίρια.]
-Εμένα κοιτάζει; έκανε ο Μιχάλης.
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια.
-Όχι, του είπε. Δεν κοιτάζει εσένα.
-Την ξέρεις;
-Πρώτη φορά τη βλέπω.
Ήταν μια πολύ όμορφη κυρία, γύρω στα σαράντα, λίγο πιο πριν, όχι μετά και φορούσε ένα εντυπωσιακό φόρεμα μάξι, στο χρώμα του φούξια, λαμπερό. Στο λαιμό κυμάτιζε καθώς κινούσε τον κόσμο της ένα γαλάζιο φουλάρι, δύο χρώματα που μαζί έκαναν ωραίο σμίξιμο, ενώ μάτια της έβγαζαν φωτιές, το χαμόγελό της, γέμιζε τον περίγυρο.
Ο ξυλουργός δεν είχε καμιά διάθεση, ας ήταν η ομορφότερη του κόσμου, μερικές φορές, δεν καταλάβαινε τον εαυτό του, τον έπιανε μια ανεξήγητη ανία, μια τρέλα ιερή που θα σκότωνε τον κόσμο του.
-Έλα ρε, κάνε κέφι, άκουσε τον Μιχάλη δίπλα του.
-Κοίτα τον εαυτό σου, του αποκρίθηκε και νευρίασε με τη φούξια κυρία. Δεν έλεγε να πάρει τα μαχαίρια της από πάνω του.
Σηκώθηκε, πήγε να μιλήσει λίγο με τον πρόεδρο. Πάλι εκείνη η αναίτια ανία τον πλάκωνε, πουθενά δεν ήταν καλά, μπορούσε να το βάλει στα πόδια αλλά που θα πήγαινε; Όλος ο κόσμος ήταν μια στάλα, και θα μπορούσε να τον πυροβολήσει, αλλά, ωστόσο, ο Μιχάλης έκανε μια αδέξια κίνηση, χύνοντας το κρασί του στα μπούτια μιας παρακαθήμενης κυρίας.
Το γεγονός δεν ήταν τόσο σημαντικό αλλά τα λόγια που του απηύθυνε η κυρία ήταν άκρως προσβλητικά, καλά σκέφτηκε ο ξυλουργός για τον πυροβολισμό.
-Είσαι γουρούνι! Του είπε δυνατά.
Οι άλλοι γύρω, απόρεσαν, ο Μιχάλης τα χασε για λίγο. Αντάλλαξε μαζί του μια ένοχη ματιά, δεν πειράζει, του έγνεψε αυτός, την ήξερε την κυρία. Ήταν μόνη από χρόνια και της έβγαιναν όλα στραβά. Ο Μιχάλης σε λίγο το είχε ξεχάσει, σηκώθηκε και
  πλησίασε τη Βίλμα, αφού μόνο αυτή είχε γνωρίσει. Έπιασε κουβέντα μαζί της, άλλο που δεν ήθελε η Βίλμα που σαν γραμματέας του συλλόγου ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές. Αλαφρόμυαλη, πεταχτούλα, έψαχνε τα ξύλα όλου του κόσμου, του Μιχάλη δεν θα έψαχνε ...
Μετά από λίγο όταν τους πλησίασε κι αυτός, μ΄ ένα ποτήρι στο χέρι, η Βίλμα του είπε σαν να ήταν προσχεδιασμένο.
-Α, να σου συστήσω την κυρία Μαίρη, που ωστόσο, είχε καταφτάσει.
Ήταν η κυρία με το εντυπωσιακό φούξια..
Γύρισε της έδωσε το χέρι του.
-Χαίρω πολύ! του είπε άκρως ευγενικά.
-Δεν σας γαμάω κυρία μου! της απάντησε εντελώς απροσδόκητα.
Η Μαίρη έμεινε κεραυνόπληκτη, χλόμιασε, άφησε το χέρι του και εξαφανίστηκε, είχε πει τόσο δυνατά , το δεν σας γαμάω κυρία μου, που σχεδόν το άκουσε όλη η σάλα, ακόμα και ο πρόεδρος το άκουσε και ήρθε κοντά του απορημένος.
-Δεν το περίμενα από σένα. Η κυρία Μαίρη, είναι εκλεκτός άνθρωπος. Γιατί το έκανες αυτό; του είπε κι έφυγε μουτρωμένος.
-Εμένα έλεγες να είμαι ευγενικός, άκουσε δίπλα τον Μιχάλη. Κοίτα τι έκανες τώρα..τώρα θα σε διαγράψουν από τον σύλλογο.
-Ναι, καλέ, γιατί είπες τέτοιο πράμα; χαζογέλασε και η Βίλμα.
Ο ίδιος δε θέλησε να δώσει μεγαλύτερη σημασία, δεν υπάρχουν εκλεκτοί άνθρωποι, σκέφτηκε, άλλαξε κουβέντα, μπερδεύτηκαν με άλλες παρέες, το γεγονός όμως είχε πάρει διαστάσεις. Σε λίγο το γνώριζε όλη η χοροεσπερίδα. Σχεδόν τον έδειχναν με το χέρι.
Πάρ' όλα αυτά στην συνέχεια, πέρασαν πολύ ωραία, ο Μιχάλης κόλλησε σα στρείδι για τα καλά με τη Βίλμα, χόρεψαν, ήπιαν , ευχαριστήθηκαν, χόρεψε κι αυτός μαζί τους, χόρεψε και μόνος του, ζεϊμπέκικο, τον χορό των αρκούδων και
κάποια στιγμή, γύρω στις πέντε το πρωί, αποφάσισαν να φύγουν.
Είχαν απομείνει σχεδόν τελευταίοι.
-Γιατί να φύγουμε; είπε τρεκλίζοντας ο Μιχάλης. Ωραία δεν είναι εδώ; κι αγκάλιαζε τη Βίλμα.
-Ρε, πάμε να φύγουμε τώρα, του είπε γελώντας παραπατώντας κι αυτός.

Το πρωί που ξύπνησε, μετάνιωσε για όσα είχε κάνει το βράδυ, όχι ακριβώς αλλά δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει."Να σου πω εγώ γιατί το έκανες" του απάντησε ο εαυτός του. "Είσαι υπερόπτης, εγωίσταρος, γι' αυτό το έκανες. Καβάλησες το καλάμι! Δεν ξέρεις πως καμιά ομορφιά δεν υπάρχει σ αυτόν τον κόσμο"
Δεν ήθελε να το παραδεχτεί και προσπάθησε να δικαιολογήσει τον εαυτό του. Μα τι είμαι εγώ; Λουκούμι για τις ορέξεις της καθεμιάς; Βαρέθηκα να με κοιτάνε σαν ξερολούκουμο όλες οι πατσαβούρες.."Αυτή δεν ήταν πατσαβούρα και το ξέρεις" αντιστάθηκε το μέσα του.
Κούνησε το κεφάλι του, κοίταξε για λίγο το άπειρο κι ύστερα ετοιμάστηκε βιαστικά να πάει για δουλειά, είχε υποσχεθεί στον Γιάννη τον μαραγκό, ότι θα πήγαινε να τον βοηθήσει στην δουλειά του. Μεροκάματο δηλαδή αλλά ταυτόχρονα μάθαινε και την τέχνη.
Το μαγαζί του ήταν ένα υπόγειο, γεμάτο πριονίδια, κάπου στου Γκύζη. Πήγαινε αρκετές φορές και δούλευε με τον Γιάννη που είχε βαλθεί να τον κάνει ξυλουργό, αυτός ήταν ξυλουργός πριν γεννηθεί.
-Ξυλουργός ή μαραγκός είναι το σωστό; τον ρωτούσε συχνά.
-Το ίδιο είναι, μάθε εσύ την δουλειά και δεν θα μετανιώσεις.
Στην αρχή δεν του άρεσε, αυτός ήθελε να ξυλεύει στο δάσος αλλά μετά είχε συνηθίσει. Του είχε δώσει και κλειδί ο Γιάννης. "Πάρτο, να έρχεσαι όποτε θέλεις να πριονίζεις" του είχε πει.
Έφτασε πριν από τον Γιάννη, που είχε μεγαλώσει και δεν μπορούσε πια. Έφτιαξε καφέ, κάθισε στο παλιό γραφείο να κάνει πρώτα ένα τσιγάρο και μετά ν αρχίσει δουλειά. Σκεφτόταν πάλι την εντυπωσιακή κυρία με το φούξια και το ανόητο φέρσιμό του.
Δεν είχε προλάβει να το καλοσκεφτεί όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν αυτή.
-Εσύ είσαι λοιπόν! έκανε η Μαίρη
-Εγώ είμαι, είπε απρόβλεπτος.
-Εσύ, λοιπόν δε με τιμάς;
-Πως μιλάτε έτσι!
-Ωραίος είσαι εσύ! Μπράβο! τώρα μου κάνεις και μαθήματα ευγένειας!
Και μετά από λίγη σιωπή.
-Πες μου που είσαι τώρα! είπε με πείσμα. Πες μου που είσαι να έρθω εκεί και να δούμε αν δε με τιμάς!
-Παπαφλέσσα δεκατέσσερα, της απάντησε με ευστροφία. Στου Γκύζη. Και της έκλεισε το τηλέφωνο περισσότερο απορημένος τώρα με τα λεγόμενα της.
Σηκώθηκε και περπάτησε πέρα-δώθε προβληματισμένος." Άϊ στο διάολο" σκέφτηκε. "Σιγά μην έρθει"
Καταπιάστηκε με την δουλειά του, να ξεχαστεί. Άρχισε να τρίβει την πόρτα και τα παράθυρα που ήταν να παραδώσουν σήμερα. Σε λίγο κατέφτασε και ο Γιάννης, δούλεψαν με ρυθμό να τελειώσουν ή δουλειά ήταν επείγουσα.
 Η Μαίρη όμως ήλθε πράγματι. Πάρκαρε μια κόκκινη, σπορ Μερσεντές-τελευταίο μοντέλο, μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε τα λίγα σκαλιά κοιτάζοντας ερευνητικά το χώρο.
Του Γιάννη του έφυγαν τα σκαρπέλα από τα χέρια. Άσπρισαν τα χέρια του, ίδρωσε το παλιό κορμί.
-Τι θέλετε ...πήγε να πει.
Αλλά, ωστόσο η Μαίρη τον είχε δει. Του χαμογέλασε προκλητικά, αινιγματικά.
-Θα τον πιούμε εδώ τον καφέ; τον ρώτησε με νόημα, αγνοόντας το γελαδίσιο υπόστρωμα του Γιάννη.
-Όχι, απάντησε βιαστικά. Γιάννη θα γυρίσω αργότερα.
Αλλά δε γύρισε. Όχι αργότερα, ούτε σε δύο βδομάδες. Τον συνεπήρε η περιπέτεια μαζί της, τον πήρε μαζί της η ζωή που είναι απρόβλεπτη. Όταν βγήκαν από το ξυλουργείο, πήγαν πρώτα από το σπίτι του να αλλάξει ρούχα κι ύστερα για καφέ στην Γλυφάδα, ξέχασαν γρήγορα το γεγονός της προηγούμενης νύχτας κι έγιναν εραστές. Η Μαίρη ήταν μεγαλύτερη του κατά δεκα χρόνια αλλά αυτός-πράγμα περίεργο- την έβλεπε μικρότερη του.
-Πως γίνεται αυτό; γέλασε απορημένη.
-Δεν ξέρω, της απάντησε. Εσένα δεν σου έχει τύχει να βλέπεις ορισμένους μεγαλύτερους σου, σαν μικρότερους;
-Ναι, έχεις δίκιο, συμφώνησε. Μου έχει συμβεί μερικές φορές.
Έμειναν μαζί όλη μέρα. Έφαγαν σε ένα ακριβό εστιατόριο κι ύστερα πήγαν στο σπίτι της. Μια πολυτελέστατη βίλα την Άνω Γλυφάδα. Η Μαίρη έμοιαζε πολύ πλούσια.
-Είμαι πλούσια, του είπε απερίφραστα. Αλλά δε θέλω να σε χάσω.
-Πόσο πλούσια; έκανε αυτός σκεφτικά. [Θα με χάσεις υπόθαλπε το μέσα του]
-Πολύ, θα σου εξηγήσω άλλη φορά.
Ήταν χωρισμένη και είχε μια κόρη που σπούδαζε στην Αγγλία, γιατί του λεγε αυτά; αυτός στην αρχή, ένιωθε άβολα μέσα στην βίλα, πρώτη φορά έμπαινε σε τέτοιο σπίτι. Όσο ήταν έξω, είχε την υπεροχή.
-Θα συνηθίσεις, του είπε και τον φίλησε για πρώτη φορά. Ο κόσμος είναι μια ωραία εικόνα.
Άρχισαν τα χάδια στον καναπέ, προτού γδυθούν εντελώς του πήρε ένα ωραίο καπνό, πως καπνίζουμε μια πίπα;, ψιλοδύσκολη λέξη και, παρ ότι δεν του άρεσε και τόσο ο στοματικός έρωτας, μαζί της ένιωσε αλλιώτικα.
Ύστερα, πήγαν στην στριφογυριστή κρεβατοκάμαρα, αγκαλιάστηκαν πολλές φορές, η Μαίρη έμοιαζε αχόρταγη αλλά κι αυτός δεν πήγαινε πίσω, μέχρι το απόγευμα και το βράδυ, μετά το φαγητό, πάλι τα ίδια. Έρωτας, έρωτας, έρωτας..
-Με πονάει το μυαλό μου, του παραπονέθηκε τάχα κάποια στιγμή.
-Εμένα το ξύλο μου μούλιασε, της ψιθύρισε στο αφτί, ενώ χάιδευε το μαύρο της. Μαύρο, περιποιημένο, μεγάλο, ο έρωτας είναι ανυπόστατο κάποιες στιγμές.
-Όλα είναι υπέροχα μαζί σου, του απάντησε αυτή και κοιμήθηκαν αγκαλιά.
Το πρωί που ξύπνησαν κι έπιναν καφέ στη βεράντα, θυμήθηκε τον Γιάννη και σκυθρώπιασε.
-Τι έπαθες; τον ρώτησε
-Τίποτε, την απέφυγε.
-Έχω μια ιδέα, του είπε. Τι θα κάνεις τα Χριστούγεννα;
Πλησίαζαν Χριστούγεννα και δεν είχε σκεφτεί απολύτως τίποτα για το πώς θα πέρναγε.
-Δεν έχω κάτι συγκεκριμένο, της είπε.
-Πάμε κάπου;
-Που; Δεν έχω λεφτά..
-Ας τα λεφτά, έχω εγώ, μη σε νοιάζει. Πάμε Μονεμβασιά;
-Γιατί Μονεμβασιά;
-Έχεις πάει;
-Όχι.
-Έχω ένα ξενοδοχείο εκεί.

Η Μονεμβασιά είναι ένας βράχος μέσα στη θάλασσα, ο Χειμώνας άγριος, μπάτσιζε με ριπές το σκούρο μπλε καθώς ταξίδευαν. Ανοιχτά στο πέλαγος μια μαύρη καταιγίδα, σάρωνε την μελαγχολία των ανθρώπων που έμεναν εκεί. Αυτοί γνώριζαν το καλό και το κακό της. Όσοι είχαν πάει για διακοπές, όπως αυτός, λίγο τους ένοιαζε. Χαίρονταν την άγρια ομορφιά που σκόρπισε απλόχερα η φύση σ' αυτή την άκρη του κόσμου.
-Σου αρέσει; τον ρώτησε η Μαίρη καθισμένη αναπαυτικά στη σαιζ-λογκ.
-Φανταστικά, κούνησε το κεφάλι του, αυτός ένας αρνητής.
-Άρα ήταν ωραία η ιδέα μου.
-Ναι, πολύ ωραία. Αυτή μια ιδεολογική ταυτότητα του καλού κόσμου.
Την κοίταζε και δεν πίστευε πως ήταν μαζί της, πιο ωραίο άνθρωπο δεν είχε γνωρίσει. Απλόχερη, απλή, απέριττη. Αυθόρμητη, ζούσε αυτό που ζούσε, έκανε αυτό που ήθελε. Κι άλλοι είχαν τα λεφτά αλλά δεν ήταν έτσι.
-Σε λατρεύω, της είπε κοιτάζοντας την στα μάτια.
-Εγώ σε λατρεύω πιο πολύ! παιχνίδισε.
Στα σεξουαλικά της ένστικτα όμως, συνήθως τα βράδια που ξάπλωναν, ήταν διαφορετική. Παθιαζόταν, άλλαζε χαρακτήρα, γινόταν εταίρα, λευτέρωνε το κορμί και το σώμα της,να ξεφύγει από το αδυσώπητο κυνηγητό της ύπαρξης.
Όμως και τα δικά του σεξουαλικά ένστικτα είχαν απογειωθεί. Μερικές φορές γινόταν όλο και πιο βίαιος μαζί της. Μόνο που δεν την χαστούκιζε. Κάποιες μπάτσες όμως στα βουνά, όταν της φιλούσε το σατανικό της, ήταν στη νυχτερινή διάταξη. Η Μαίρη τότε ούρλιαζε και περίμενε πως κι πώς να της πάρει το σκαλπ.
Σκέφτηκε εκείνες τις μέρες την ζωώδικη φύση του έρωτα. Απ΄την μια πλευρά του φαινόταν βρώμικη και δικαίωνε μερικούς που την έκρυβαν επιμελώς. Απ' την άλλη όμως σκέφτηκε, πως δεν την έκρυβαν επειδή έπρεπε αλλά επειδή την φοβούνταν. Φοβούνταν ακόμα και να μιλήσουν γι αυτά που έκαναν και που ένιωθαν στο κρεβάτι. Αυτός θεωρούσε απίστευτο το, άλλα να λένε κι άλλα να κάνουν. Αίφνης, στις περισσότερες συζητήσεις, εμφάνιζαν μόνο την ωραία πλευρά του έρωτα, ποτέ την μυστηριώδη βρωμιά, την ιδρωμένη μυρωδιά δυο ή κι άλλων κορμιών που κυλούσαν ανάμεσα στο πουθενά και στο μηδέν.

Πέρασαν τα Χριστούγεννα και τις μέρες, ενδιάμεσα από την Πρωτοχρονιά, έκαναν μερικές μακρινές βόλτες με την Μερσεντές στα γύρω περίχωρα. Τα βράδια χαρτόπαιζαν στην λέσχη του ξενοδοχείου και σα να βαρέθηκε λίγο. Όχι την Μαίρη αλλά το όλο σκηνικό. Τι θα έκανε; Θα ζούσε ή θα πέθαινε στο βράχο της Μονεμβασιάς;
Το πρωί του Σαββάτου- η πρωτοχρονιά ήταν τη Δευτέρα- ξύπνησε νωρίς. Κατέβηκε από το ξενοδοχείο, πήγε στην μικρή πλατεία, ήπιε καφέ κι αγόρασε ένα λουλούδι, ένα τριαντάφυλλο για να της το προσφέρει. Κάτι είχε εκείνο το πρωινό, κι έκανε λες και τον κυνηγούσαν. Ανέβηκε το φιδωτό μονοπάτι μέχρι την κορυφή του βράχου, έμεινε δυο λεπτά εκεί-όχι παραπάνω- κι ύστερα γύρισε λαχανιασμένος στο καφενείο, κρατώντας πάντα το τριαντάφυλλο στα χέρια. Την βρήκε να τον περιμένει ήσυχη, μοναδική.
-Που ήσουν; ανησύχησα.
-Πάνω στον βράχο, της είπε ξελαχανιάζοντας και της πρόσφερε το τριαντάφυλλο.
-Σ' ευχαριστώ. Σου πήρα κι εγώ ένα δώρο και του έδωσε
  ένα μικρό πακέτο. Άνοιξέ το.
Το άνοιξε βιαστικά κοιτάζοντας την. Είδε ένα παλιό μενταγιόν, μια δραχμή από την εποχή του Καποδίστρια. Έμεινε με ανοιχτό το στόμα. Η Μαίρη του το κλεισε, αν και δε χρειαζόταν, αυτή παράγραφος είναι υποτονική υποδηλώνει το πίσω των ηρώων.
-Μα αυτό πρέπει να είναι πολύ ακριβό! έκανε.
-Όπως εσύ! του απάντησε. Πίνουμε ένα ποτό; χαμογέλασε.
-Πίνουμε, της είπε και ξέφυγε από το κυνηγητό της ύπαρξης.
Παράγγειλαν. Ήρθαν τα ποτά, τσούγκρισαν ευτυχισμένοι.
-Θέλεις να φύγουμε από δω; τον ρώτησε.
-Που το κατάλαβες; Που να πάμε; Εγώ όπου να πάω με κυνηγάνε.
-Το κατάλαβα. Που θέλεις να πάμε;
-Είναι μακριά, δεν προλαβαίνουμε να πάμε τώρα εκεί που σκέφτομαι. Δεν προλαβαίνουμε την Πρωτοχρονιά.
-Πες το εσύ και βλέπουμε.
-Ήθελα να πάμε στο χωριό μου.
-Που είναι; Δεν μου είπες από πού είσαι ...Νόμιζα ότι είσαι Αθηναίος.
-Όχι, είμαι από ένα χωριό της Ηπείρου. Ένα μικρό χωριό που έχει ακόμα χωματόδρομο. Αν και δεν έχει σημασία από πού είσαι. [Ποιο είναι το δράμα της καταγωγής;]
-Πλατεία έχει; ρώτησε σκεφτική.
-Όλος ο κόσμος μια πλατεία είναι. Έχει. Κι αυτή χαλικόστρωτη. Είναι η μητέρα μου εκεί, είπε νοσταλγικά.
Η Μαίρη σηκώθηκε αποφασιστικά.
-Πάμε, του είπε.
-Που να πάμε; απόρεσε.
-Πάμε και θα δεις.
Πήγαν στο ξενοδοχείο. Η Μαίρη άρχισε τα τηλέφωνα αυτός την παρακολουθούσε με κάποια έκπληξη.
-Όχι στις δυόμισι, δύο ή ώρα να είσαι εδώ με το ελικόπτερο..εντάξει..Βάλτερ; Δυο η ώρα σε περιμένω στην Μονεμβασιά. Ολοκλήρωσε την κουβέντα της κι έκλεισε την γραμμή.
-Έχεις ανέβει σε ελικόπτερο; τον ρώτησε γλυκά.
-Μια φορά, φαντάρος. Το ελικόπτερο είναι σαν το φίδι, ήμουν στις καταδρομές. Μιλάς αλήθεια τώρα;
-Ε, τι ψέματα; Δεν είπες ότι θέλεις να δεις την μητέρα σου; Να κάνουμε πρωτοχρονιά μαζί της; -
-Όμορφος κόσμος αψεγάδιαστα φτιαγμένος. Δεν το πιστεύω! Έχεις και ελικόπτερο;
- Δεν είναι δικό μου. Το νοικιάζω όμως από την αερολέσχη Αθηνών. Άμα θέλεις μπορείς να νοικιάσεις και συ. Ας ετοιμαστούμε, πρέπει να κατέβουμε στη Νέα Μονεμβασιά.
Το ελικόπτερο πήγε πράγματι στις δύο, ανέβηκαν και σε μισή ώρα πετούσαν πάνω από το χωριό του. Προσγειώθηκαν στην πλατεία γεμίζοντας σκόνες και σούφαρα τον κόσμο που είχε βγει έξω από τα σπίτια. Πρώτη φορά προσγειωνόταν ελικόπτερο εκεί. Ανάμεσα από τις σκόνες, ξεχώρισε την μάνα του κι έτρεξε στην αγκαλιά της ενώ η Μαίρη αποχαιρετούσε τον Βάλτερ τον Γερμανό πιλότο. Μάνα και γιος έμεναν ακόμα αγκαλιασμένοι μέχρι να φτάσει κοντά τους.
-Μητέρα, η Μαίρη, είπε αυτός.
-Για σας, τι κάνετε; είπε δίνοντας το χέρι της.
-Γεια σου παιδί μου, τάχασε η γυναικούλα με την εντυπωσιακή εμφάνιση της. Ελάτε, ελάτε παιδιά μου. Τρέχω να ετοιμάσω το σπίτι.
Κι έφυγε όσο γρήγορα μπορούσε. Οι δυο τους ακολούθησαν γελώντας.
-Έπαθε την πλάκα της η μητέρα σου, είπε η Μαίρη.
-Είναι να μην την πάθει; Εδώ πας να τρελάνεις εμένα..
-Δεν παθαίνεις τίποτε εσύ. Ωραίο είναι το χωριό σου, κοίταξε ένα γύρω. Εδώ μεγάλωσες ε;
-Ναι, μέχρι τα δεκαπέντε μου χρόνια.

Έμειναν τρεις μέρες εκεί και τους άρεσε. Ελάχιστος κόσμος, ησυχία. Η μητέρα τους περιποιήθηκε σαν βασιλόπουλα. Ήταν θαυμάσια μαγείρισσα και την βοηθούσε και η Μαίρη. Η μητέρα του όλο εύρισκε ευκαιρίες και του ψιθύριζε: "Τούτη να πάρεις παιδάκι μου. Τούτη. Άκου την μάνα σου, φαίνεται είναι καλή." Αυτός γελούσε και δεν της απαντούσε. Τι να της έλεγε; Ότι την γνώριζε μόλις δεκαπέντε μέρες; Ότι τους χώριζαν τα πλούτη; κι όλα αυτά που είχε δει σε παλιές Ελληνικές ταινίες;
Μέσα του όμως είχε αρχίσει να καλλιεργεί την ιδέα πως κάτι έπρεπε να πάρει από την Μαίρη. Σίγουρα αυτό δεν θα ήταν ο γάμος. Αλλά γιατί όχι; Αναρωτιόταν πολλές φορές και τον έτσουζε η ιδέα.
Επέστρεψαν στην Αθήνα με νοικιασμένο αυτοκίνητο και χώρισαν για πρώτη φορά από τότε που γνωριστηκαν, με νοικιασμένη αγάπη.
-Τι θα κάνεις; τον ρώτησε η Μαίρη.
-Θα πάω για δουλειά στο ξυλουργείο, τι άλλο; της είπε.
-Καλά, χαμογέλασε και τον φίλησε. Πήγαινε εκεί τώρα και τα λέμε αργότερα.
-Καλύτερα αύριο, της είπε. Θέλω να μείνω λίγο μόνος.
-Όπως θέλεις.

Ήταν μεσημέρι όταν είχαν φτάσει. Πήγε στο σπίτι του, ταχτοποίησε τα ρούχα του, έβγαλε το ωραίο κουστούμι που του είχε αγοράσει η Μαίρη στην Μονεμβασιά. "Δεν μπορείς να κυκλοφορείς συνέχεια με το ίδιο τζιν"του είχε πει."Να πάρουμε μερικά ρούχα να έχεις να φοράς τις μέρες που θα μείνουμε εδώ."  Και του αγόρασε μια ντουζίνα. Μέχρι κάλτσες εσώρουχα, τα πάντα. Τελικά, ήταν ένα μυστήριο αυτή η Μαίρη. Πως διάολο έγιναν έτσι τα πράγματα, ούτε που το καταλάβαινε. Σκεφτόταν όμως πως θα τελείωνε. Θα τελείωνε γρήγορα, όπως γρήγορα τελειώνουν όλα τα ωραία, όλα τα όνειρα.
Ξάπλωσε να ξεκουραστεί. Ήθελε να κοιμηθεί και να ξυπνήσει για να δει αν ήταν αληθινά όλα όσα είχε ζήσει τις τελευταίες μέρες.Ευτυχώς ή δυστυχώς, όταν ξύπνησε, αργά το απόγευμα, όλα ήταν όπως
  πριν κοιμηθεί. Και η Μαίρη υπήρχε και αυτός που ήταν ένας άτυχος που είχε πέσει στο δρόμο της.
Έτσι είπε στον Μιχάλη όταν του τα διηγήθηκε μέσες -άκρες στο μπιλιαρδάδικο που συναντήθηκαν λίγο μετά.
Ο Μιχάλης τον κοίταζε με αλλήθωρο μάτι.
-Και είσαι άτυχος εσύ που έπεσες στον δρόμο της..τόνισε μια-μια τις λέξεις. Δεν ξέρεις τι λες μου φαίνεται!
Δεν ήθελε να του πει περισσότερα. Ο καθένας έχει την γνώμη του για όλα αλλά αυτό το θέμα ήταν εντελώς προσωπικό.
Έφυγε από τη λέσχη, δεν είχε όρεξη να παίξει, ήθελε να σκεφτεί. Ανέβηκε στον Λυκαβηττό με το τηλεφερίκ. Κάθισε στην καφετέρια να πιει έναν καφέ, σκόρπιος. Κοίταζε την Αθήνα με απλανές βλέμμα και προσπαθούσε να βάλει σε μια τάξη τα συναισθήματα του. Στην αρχή, του είχε φανεί σαν παιχνίδι, μάλιστα είχε νομίσει πως βρήκε την κότα με τα χρυσά αυγά, αυτή που θα του έλυνε όλα τα προβλήματα. Και προπάντων το οικονομικό. Έκανε όνειρα να ζήσει σαν μαχαραγιάς, πια. Μόνο αυτό είχε στο μυαλό του: πώς να ξεφύγει από την καταραμένη φτώχεια. Και η Μαίρη φαινόταν πως ήταν το κλειδί στην όλη υπόθεση. Πόσα λεφτά να είχε; Αυτός που δεν είχε ποτέ
  πολλά,  ήταν αδύνατο να φανταστεί, τα ασύλληπτα ποσά των δισεκατομμυριούχων
Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να την αφήσει να τον ερωτευθεί. Κανονικά η ιστορία έπρεπε να τελειώσει με την επιστροφή τους, να μείνει μια ωραία περιπέτεια, τίποτε άλλο. Δεν έκανε αυτός για τέτοια πράγματα. Εξ άλλου, δεν την αγαπούσε, δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Άρα καλύτερα ήταν να την αφήσει προτού τα πράγματα φτάσουν αλλού.
Την πήρε τηλέφωνο αποφασισμένος να της τα πει.
-Έρχομαι, που είσαι; στον Λυκαβηττό; Σε δέκα λεπτά είμαι εκεί. Σε λατρεύω! τον πρόλαβε
-Περίμενε ...πήγε να πει αλλά εκείνη έκλεισε. Τον άφησε μετέωρο με το ακουστικό στο αφτί. Τι της λες τώρα; Αναρωτήθηκε. Αυτός ήθελε να της πει να τελειώσουν κι εκείνη του έλεγε πως τον λατρεύει ...
Πήγε φορτωμένη χιλιάδες αγκαλιές και φιλιά. Τον έπνιξε.
-Μην κάνεις έτσι ...μας βλέπουν, της είπε.
-Ποιος μας βλέπει; Έχουμε να κρύψουμε κάτι; Αλαφιάστηκε.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Τα δικά του ήταν θλιμμένα. Της Μαίρης αυθόρμητα, απορημένα.
-Τι έχεις; Τον ρώτησε με αγωνία.
-Πρέπει να χωρίσουμε.
-Γιατί πρέπει; απάντησε ήρεμη. Δεν με αγαπάς;
Δεν ήξερε τι να της πει. Την έβλεπε ήρεμη αλλά μέσα της φαινόταν πολύ λυπημένη. Την έπιασε από το χέρι,"πάμε" είπε "να περπατήσουμε λίγο"
 Βγήκαν στην πλακόστρωτη πλατεία, περπάτησαν αμίλητοι. Το σκοτάδι που έπεφτε τους τύλιγε τις ψυχές.
-Λυπάμαι, της είπε. Θα σου πω την αλήθεια. Μου αρέσει να μείνουμε μέχρι εδώ. Δεν θέλω να το χαλάσουμε, με ασχήμιες που θα γίνουν αργότερα. Αυτή, είναι η μια αλήθεια. Η άλλη είναι πως στην αρχή, σε είδα μόνο για τα λεφτά σου ...
-Το ήξερα αυτό, το κατάλαβα..τώρα;
-Τώρα, δεν θέλω τίποτε από σένα.
-Ηλίθια ειλικρίνεια! τράβηξε το χέρι της.
-Ναι, ηλίθια, συναίνεσε.
-Εγώ πίστεψα πως ήσουν αλλιώς. Πως είχες ξεπεράσει, τον μικρό σου εαυτό. Τι θα κάνεις χωρίς τα λεφτά; Βέβαια δεν είναι το παν. Αφού υπάρχουν όμως, είναι ανάγκη να ζήσουμε με αυτά.
-Νομίζω πως δεν θα αντέξω, έχω μάθει διαφορετικά.
-Αυτό φοβάσαι; Και δεν αφήνεις τον εαυτό σου ελεύτερο, να ζήσει, να χαρεί; Και λυπείς κι εμένα;
-Δεν με καταλαβαίνεις. Εγώ, είμαι ένας αλήτης στην κυριολεξία. Δεν είμαι δεμένος. Στη Μονεμβασιά ένιωσα κάποιες αλυσίδες να με σφίγγουν. Μου κόπηκε ο αέρας. Όταν νιώθω έτσι, επαναστατώ. Με πιάνουν τάσεις φυγής και τότε δεν με σταματάει τίποτε.
-Θέλεις να σε παρακαλέσω; Να σε κάνω ν' αλλάξεις γνώμη;
-Μην το κάνεις αυτό!
-Μα εγώ σ' αγαπώ! Γιατί με κάνεις να πονάω;
Και τον φίλησε γεμάτη κλάματα.
Έκλαψε κι αυτός. Τα δάκρυα, τα φιλιά τους, μπερδεύτηκαν, τον έκαναν να νιώσει αμήχανα. Πρώτη φορά έκλαιγε. Απ' όταν ήταν παιδί είχε να κλάψει και του φάνηκε απίστευτο να κλαίει στην αγκαλιά μιας γυναίκας που μόλις πριν από δυο μήνες είχε γνωρίσει.
-Θα μου υποσχεθείς πως θα μείνουμε μαζί; Να ζήσουμε πρώτα κι αν έρθει ή ώρα του χωρισμού, ας γίνει, μα όχι τώρα! του είπε με αναφιλητά.
Δεν ντρεπόταν να γίνει γυναικούλα μπροστά του, ένιωθε πως θα κοπεί η ζωή της αν τον έχανε. Αυτό, του λύγισε τα πόδια.
-Εντάξει, της είπε.
Και κατηφόρισαν απ τον λόφο του Λυκαβηττού. Γλίστρησαν στα σκιερά μονοπάτια μιας άγνωρης αιτίας, που ενώνει ή χωρίζει τους ανθρώπους.

 

 

 

2 σχόλια:

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...