Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 3




Δολοφόνος. Δολοφονημένος-δολοφόνος. Δύσκολη σύνθεση και ετυμολογία. Δόλος σημαίνει μπαμπεσιά, άδικος πράξις, χτύπημα από πίσω, όχι κατάστηθα, ίσως και να έχει σχέση με τη δειλία και υπάρχουν ο άμεσος, ο αναγκαίος και ο ενδεχόμενος. Ο φόνος προέρχεται από το ρήμα φονεύω που σημαίνει σκοτώνω, εκτελώ, ξεπαστρεύω.
Λογικά οι δολοφόνοι, όχι όλοι, δεν πρέπει να γνωρίζουν αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, ούτε και θα νοιάζονται καθόλου. Νοιάζονται όμως άλλοι γι αυτούς. Όχι πριν το φόνο αλλά μετά.
Είναι μερικές αλήθειες επικίνδυνες
Ο ανακριτής δεν τις φοβόταν όμως. Ήταν από τη φύση του θαρραλέος, αν και δεν ήξερε πως γίνεται ένας άνθρωπος θαρραλέος κι ένας άλλος δειλός κι αν ένας δολοφόνος μπορεί να ήταν δειλός ή ήταν μόνο πονηρός και δεν είχε καμιά σχέση με τη δειλία. Του άρεσε όμως να ανασκαλεύει τις λέξεις και να ψάχνει την πραγματική αλλά και την μεταφορική τους έννοια.
-Πρόσεξε καλά τι θα γράψεις! φώναξε στον ψηλό απ την απέναντι γωνία. Πάρε με τηλέφωνο προτού βγάλετε τον τίτλο!
Το τηλέφωνο χτύπησε πολλές φορές, μα δεν το σήκωσε ή δεν το άκουσε. Μπορεί να ήταν κι ο δολοφόνος ή ίσως κάποιος με σημαντικές μαρτυρίες. Παρ όλα αυτά, ο ανακριτής σκεφτόταν άλλα ή ονειροπωλούσε, το πάθαινε συχνά ιδιαίτερα όταν η κατάσταση δυσκόλευε και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα αδιέξοδα. Στο μυαλό του ήρθε μια εικόνα από παλιά, ένα μισογκρεμισμένο σπίτι, πριν από σαράντα πέντε, περίπου χρόνια. Στην κρεβατοκάμαρα, ένας άντρας έκανε βιαστικό έρωτα σε μια γυναίκα. Μια γυναίκα όμορφη κι αφράτη. Είχε λευκά μπράτσα σαν την Ελλάδα σε πίνακα του Ντελακρουά, είχε σγουρές πλεξούδες και θα ήταν μόνο δεκαοκτώ χρονών. Ο άντρας κοντά στα τριάντα, μελαχροινός με ιδρωμένο, δασύ στήθος. Πρόσωπο μουντζουρωμένο από την κάπνα του πολέμου, με την αγωνία γραμμένη στα μάτια του κι αφού τέλειωσε, έδεσε τα ρούχα του, άνοιξε το παράθυρο και χάθηκε στην αντάρα του πολέμου ενώ η όμορφη γυναίκα παρέμενε, ολόγυμνη στο άδειο, μισογκρεμισμένο σπίτι.
Ο ανακριτής κούνησε πέρα-δώθε την παλάμη του, μπροστά του κι έδιωξε την εικόνα που είχε ανοίξει μπροστά του. Άνοιξε και τον φάκελλο εκείνου που είχε σκοτώσει την φοιτήτρια ή μάλλον αυτού που είχε ομολογήσει πως την είχε σκοτώσει και δεν ήταν άλλος από τον νεαρό που του είχε φωνάξει εκείνο το, "δε γαμιέσαι κερατά!]
Διάβασε την κατάθεση που είχε κάνει στην Αστυνομία ένας γέρος ενενήντα δύο χρονών που έλεγε μεταξύ άλλων, πως είχε δει τον νεαρό, εκείνο το απόγευμα, να τρέχει στην παραλία κρατώντας ένα σχισμένο και ματωμένο πουκάμισο.
Γύρισε σελίδες στην κατάθεση του νεαρού, χωρίς να μπορέσει να καταλάβει, γιατί παραδόθηκε τόσο εύκολα ενώ δεν υπήρχαν σοβαρές αποδείξεις κι όμως αυτός ομολόγησε πως ήταν ο δολοφόνος.
Αυτή όμως... η δολοφονημένη φοιτήτρια... ήταν ένα απόλυτο μυστήριο.
Έψαξε τα συρτάρια του να βρει φωτογραφίες της, τις εξέτασε για μια ακόμα φορά, πιο προσεκτικά. Όμορφη παράξενα, όχι ακριβώς ωραία, γερή, στητή γυναίκα με αθλητικό γυμνασμένο κορμί. Χωρίς να το θέλει σκέφτηκε πως θα θελε να την είχε γνωρίσει, του άρεσαν τέτοια πρόσωπα, του άρεσαν οι γυναίκες και αμέσως ομολόγησε, πως δεν ήταν εύκολο να μένεις απ έξω. Να λείπεις δηλαδή από την ιστορία. Ήσουν κι εσύ εκεί, έστω κι αν δε θυμάσαι, χωρίς να έχεις ευθύνες ήσουν εκεί. Μ αυτή τη γυναίκα να τρέχει στην παραλία, με τα γερά της πέλματα να χώνονται στην άμμο, να τρέχει να ξεφύγει κρατώντας αυτή το σχισμένο πουκάμισο. Και τότε γιατί το βγαλε; ήταν δικό της το πουκάμισο ή του δολοφόνου; Αλλά ο γέρος είχε πει πως το κρατούσε ο νεαρός. Πόσο όμως μπορείς να πιστέψεις έναν γέρο ενενήντα δύο χρονών, χούφταλο;Τσαλάκωσε μερικά χαρτιά και τα πέταξε στο καλάθι, τον μάγευαν τα τσαλακωμένα χαρτιά, παλαιότερα, λίγο πριν φύγει το μεσημέρι από το γραφείο, στεκόταν πάνω από το καλάθι και τα κοιτούσε. Πολλές φορές έσκυβε, τα βγαζε ένα-ένα συναρμολογούσε τα κομμάτια τους όπως έκανε με τις ιστορίες που παρουσιάζονταν στη δουλειά του κάθε μέρα. Πολλές φορές ανακάλυπτε πως κάποιο δεν έπρεπε να πεταχτεί. Καθόταν τότε στο γραφείο, το ίσιωνε με τα χέρια του και το τακτοποιούσε πάλι στη θέση του.
Σήμερα όμως δεν είχε διάθεση για τέτοια. Έμεινε για λίγο με άδεια σκέψη πάνω από το καλάθι, έκανε δυο βήματα στον χώρο, ξανακάθισε στην καρέκλα, άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά κρύο καφέ κι ύστερα σηκώθηκε αποφασιστικά. Δεν είχε κανέναν ν ανακρίνει σήμερα, ο ανακριτής δεν κάνει μόνο αυτή τη δουλειά. Τις υπόλοιπες ώρες σκέφτεται. Είναι ένας άνθρωπος που σκέφτεται πολύ.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...