Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 24



Ένας παππάς διάβαινε το δρόμο του. Απόγευμα του Δεκέμβρη στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στο σταθμό Λαρίσης. Μερικές γυναικούλες τον πλησίαζαν και του ζητούσαν την ευχή του φιλώντας το χέρι του. Ο παππάς ήταν νέος, ωραίος. Με ψηλή ίσια κορμοστασιά έκανε εντύπωση στο πλήθος. Προχωρώντας ανάμεσα τους, μπήκε στο κτίριο του σταθμού, πήγε σε ένα ταμείο κι έκοψε ένα εισιτήριο για Αυλώνα.
Ανέβηκε στο βαγόνι, κάθισε στη θέση του, το τρένο ξεκίνησε για τον προορισμό του. Ο παππάς άνοιξε τη βίβλο κι έπεσε πάνω στις δέκα εντολές και ειδικά στο "ου φονεύσεις".
Μια ώρα αργότερα το τρένο σταματούσε στον σταθμό του Αυλώνα, που παλιά λεγόταν Κακοσάλεσι. Μια κωμόπολη στις πλαγιές βόρεια της Πάρνηθας, που αποτελούσε από την περίοδο της Τουρκοκρατίας λημέρι κλεφτών και επαναστατών. 
Ο παππάς κατέβηκε, βάδισε προς την πλατεία, χωρίς να σταματήσει πουθενά, διάλεξε τον δρόμο που έψαχνε, έφτασε έξω από μια μονοκατοικία στην άκρη της κωμόπολης, μπήκε στην αυλή.
-Πέρασε μέσα, η πόρτα είναι ανοιχτή, άκουσε μια φωνή τραχιά, από το εσωτερικό του σπιτιού.
Μπήκε σε ένα άδειο σαλόνι, ένας καναπές, δυο καρέκλες, ένα τζάκι όπου έκαιγαν τα κούτσουρα.
Ένας άντρας γύρω στα πενήντα, καλοζωισμένος εμφανίστηκε.
-Κάθισε Καζάρμα! είπε στον παππά.
Ο Νίκος Καζάρμας γιατί αυτός ήταν ο παππάς, παρατηρούσε τον άλλον που έβαλε δυο ποτά και του πρόσφερε ένα. Κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλον.
-Έμαθα πως έψαχνες να με βρεις, δεν ξέρεις πως αυτές οι συναντήσεις απαγορεύονται; ο αρχηγός μας το έχει τονίσει τόσες φορές.
Ο Καζάρμας μίλησε αργά, αφού ήπιε μια γουλιά από το ουίσκι του.
-Γιατί σκότωσες τη Λένα; μπλοφάρισε
Του άλλου τα μάτια τρεμόπαιξαν.
-Ποιος σου το είπε;
-Αυτό δεν έχει σημασία! φάνηκε μια οργή στα δικά του μάτια. Θα πεθάνεις κάθαρμα! και τράβηξε το πιστόλι που είχε κρυμμένο κάτω από τα ράσα. Λέγε, γιατί τη σκότωσες;
-Την εκτέλεσα, ήταν διαταγή, κατέβασε το όπλο κι εγώ εντολές ακολουθούσα, όπως εσύ για τον Μαυροσκότη, είπε ο άλλος χωρίς να δείξει πως φοβάται.
-Δε μ ενδιαφέρει, έχεις όπλο πάνω σου;
Ο άλλος έγνεψε ναι.
-Βγες έξω, θα σου δώσω μια ευκαιρία αν κι εσύ δεν έδωσες καμιά στη Λένα. Θα μονομαχήσουμε κι όποιος καθαρίσει τον άλλον. Βγες! και τον έσπρωξε στην αυλή. Θα πάμε ήσυχα μέχρι το ποτάμι, τον Ασωπό και εκεί θα σε σκοτώσω, εμπρός προχώρα.
-Μην είσαι τόσο σίγουρος αν λες αλήθεια πως θα μονομαχήσουμε, ξέρεις καλά πως είμαι από τους πιο γρήγορους. Αλλά μην είσαι κορόιδο Καζάρμα. Για μια γκόμενα να χάσεις τη ζωή σου;
Είχε νυχτώσει κι ένα χλωμό φεγγάρι φώτιζε τις δυο σκιές που βάδισαν στους αγρούς προς τον Ασωπό. Κανείς δεν έβλεπε ούτε φανταζόταν πως ένας από τους δυο άντρες σε λίγο δε θα ζούσε.
Έφτασαν κοντά στις όχθες, στάθηκαν αντιμέτωποι, ο Καζάρμας έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, έβγαλε ένα παλιό ρολόι τσέπης.
-Θ ανοίξω τη μουσική, μόλις τελειώσει τράβα, είπε ακουμπώντας το ρολόι ανάμεσα τους.
Οπισθοχώρησαν σε μια απόσταση δέκα-δεκαπέντε μέτρων επιτηρώντας ο ένας τον άλλον ενώ η μουσική από ένα κομμάτι του Ραχμάνινοφ ηχούσε παράξενα σ αυτή την ερημιά του κόσμου. Μόλις η μουσική τελείωσε τράβηξαν τα πιστόλια και πυροβόλησαν σχεδόν ταυτόχρονα. Η σφαίρα του Καζάρμα πέτυχε τον άλλον ανάμεσα στα φρύδια, ένα δευτερόλεπτο πριν απ αυτόν, κάνοντας τον άλλον ν αστοχήσει και να πέσει νεκρός.
Πήγε κοντά του να βεβαιωθεί πως ήταν νεκρός, έβαλε το πιστόλι στην τσέπη, πήρε το ρολόι από κάτω και βάδισε αργά δίπλα στην όχθη του ποταμού. Διακόσια μέτρα πιο κάτω σταμάτησε. Έβγαλε το ράσο, το πέταξε στο ποτάμι, το πήρε το νερό. Το παρακολούθησε μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι της νύχτας που πλάκωνε. Ύστερα γύρισε πίσω και χάθηκε κι αυτός στο ίδιο σκοτάδι.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...