Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ο ΘΕΌΣ ΤΩΝ ΦΤΩΧΏΝ 5



Ξύπνησε απ τη φωνή του Νίκου που του έλεγε πως πέρασε η ώρα. Σηκώθηκε, έβαλε τη φόρμα, κι έφυγαν βιαστικά για το μικρό γήπεδο, που πήγαιναν σχεδόν κάθε φορά που πήγαινε να τον επισκεφτεί. Άκουσε τον Νίκο να συνομιλεί με κάποιον για την ομαδάρα τους αλλά δεν είχε βρει ακόμα το συνηθισμένο κέφι που είχε όταν πήγαιναν για να παίξουν μπάλα. Αυτό το φουσκωμένο πετσί και κείνο το μουσικό νταπ! ντουπ να ηχεί στ αυτιά του, τον γύριζε χρόνια πίσω. Τότε που ήταν ακόμα πιτσιρικάς και έπαιζε στις αλάνες, με εκείνα τα σφιχτοδεμένα κουρέλια που τα έκαναν μπάλα. 
-Μέχρι και σκαντζόχοιρους είχαμε χρησιμοποιήσει μερικές φορές, είπε στο Νίκο κι εκείνος άνοιξε με απορία τα μάτια του.
Ο ανακριτής θυμήθηκε πως είχε όνειρα να γίνει ποδοσφαιριστής όταν ήταν μικρός. Δεν είχε τα σωματικά προσόντα, το σώμα του ήταν μονοκόμματο κι ασούμπαλο αλλά ευέλικτος και έξυπνος καθώς ήταν, γινόταν με το τόπι στα πόδια, άλλος άνθρωπος απορούσε να τον βλέπει κανείς ακόμη και σήμερα. Το πραγματικό όμως εμπόδιο σ αυτή του την επιθυμία ήταν η βιοπάλη. Έπρεπε να εργάζεται και παράλληλα να σπουδάζει. Έτσι δεν έγινε τελικά ποδοσφαιριστής κι αυτό είχε μείνει κάτι σαν απωθημένο που του βγαινε τώρα στον Νίκο που ήθελε να του κάνει τον προπονητή. Από μικρό τον είχε μυήσει στα μυστικά της μπάλας. Έξι-επτά χρονών, δε θα ήταν παραπάνω, όταν άρχισε αυτή η ιστορία, σ αυτό το μικρό γήπεδο, ξεκινούσαν με τις καθιερωμένες ασκήσεις γυμναστικής, χωρίς μπάλα, αργότερα έπαιρναν από μια ο καθένας και αλώνιζαν το γήπεδο. Αμέσως μετά, πασίτσες, το ένα-δύο, διαγώνιες και κάθετες μπαλιές. Οι κάθετες και οι εβδομηντάρες, οι εκτελέσεις φάουλ και κόρνερ ήταν οι μεγάλες δεξιότητες του ανακριτή.
Καθώς έκαναν κύκλους με τις μεγάλες μπαλιές, ο Νίκος τον ρώτησε αν του άρεσε το γκολ που είχε πετύχει ο Φορτούνης στο ντέρμπι.
-Γκολάρα! εντάξει, αυτός είναι ωραίος παίκτης.
-Χαίρομαι που το παραδέχεσαι, χαμογέλασε ο Νίκος.
-Μόνο αυτόν έχετε, ενώ εμείς έχουμε σύνολο και γι αυτό θα σας πάρουμε το πρωτάθλημα.
-Μπορεί, να πάρετε κι εσεί ένα στα δεκαπέντε, σας το χαρίζουμε.
Ο ανακριτής δεν απάντησε, ήξερε πως σ αυτό είχε δίκιο ο ανιψιός του.
-Κάτω τη μπάλα! του φώναξε μόλις τον είδε να τη σηκώνει ψηλά. Ποτέ ψηλά, έλα προσπάθησε να με ντριπλάρεις.
Ο Νίκος όρμησε στρίβοντας πανέξυπνα το σώμα του αριστερά-διπλή προσποίηση-πετώντας τη μπάλα δεξιά για να ξεφύγει. Πιο γρήγορος ο ανακριτής τον έκοψε με το δεξί και του ξαναγύρισε τη μπάλα κάνοντας νεύμα να ξαναπροσπαθήσει. Πράγματι αυτός έκανε μια γρήγορη εναλλαγή της μπάλας στα δυο του πόδια, ύστερα πέρασε από πάνω της το αριστερό, σχεδόν χαιδεύοντας την και παίρνοντας την με το δεξί, ξέφυγε πάλι από αριστερά, ενώ ο ανακριτής τον έψαχνε από δεξιά.
Παρατηρώντας τον έτσι που τον είχε κάνει, σαν να τον είχε χαζέψει με τις ντρίπλες του, έσκασε στα γέλια. Αναψοκοκκινισμένος, μούσκεμα στον ιδρώτα, ξελαχάνιασε.
-Σου άρεσε; τον κοίταξε που ξελαχάνιαζε κι αυτός δίπλα του και κοιτάχτηκαν στα μάτια.
-Ναι, καλός είσαι, αλλά ξεφουσκώνεις γρήγορα, τι τρέχει μικρέ;
-Το τσιγάρο, μίλησε ο Νίκος.
-να το κόψεις, σου το χω πει τόσες φορές αθλητισμός και τσιγάρο δε συνδυάζονται-άσε που το τσιγάρο για μένα δε συνδυάζεται με τίποτα..-Ναι, αλλά και συ καπνίζεις...
-Άλλο εγώ. Εγώ είμαι μεγάλος προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά δεν του πήγαινε και το σταμάτησε. Τι κοιτάς; τον ρώτησε σαν είδε να απορροφάται με το βλέμμα του κάπου αλλού.
Πράγματι κοίταζε μια ωραία γυναίκα, όμορφη, ψηλή, πέρα και πίσω από τα κάγκελα του γηπέδου, λίκνιζε στο περπάτημα τους γοφούς της.
-Ωραία γυναίκα, θαύμασε.
-Καλή! συμφώνησε και ο ανακριτής που του άρεσαν κι αυτουνού οι γυναίκες.
Του άρεσαν αλλά ποτέ δεν είχε κατορθώσει να έχει εκείνη τη μια που ήθελε, τη μοναδική. Όλο κάποιες άλλες του τύχαιναν, γι αυτό δεν είχε παντρευτεί, ήθελε να βρει εκείνη τη μια αλλά στάθηκε αδύνατο. Έτσι, είχε απομείνει με τρεις-τέσσερις Μαρίες και Τασίες που είχε γνωρίσει στα νιάτα του και κάτι μυξοπάρθενες που τον τριγύριζαν τώρα τελευταία.
-Το βράδυ θα βγούμε με τα κορίτσια; ρώτησε ο Νίκος.
Ο ανακριτής συμφώνησε και σκέφτηκε τι διάλο ήθελε αυτός να γυρνάει με τα πιτσιρίκα στα μπαρ και μάλιστα κακόφημα.
-Αφού γουστάρεις ρε, τι το ψάχνεις...τον άκουσε δίπλα του.
Του άρεσε, ναι, ήταν η ηδονή στη μέση, η νεανικότητα, η σάρκα και ο κόσμος της, Σπουδαίο πράγμα η ηδονή, ένα μεγάλο κομμάτι στην ευτυχία κι ανακριτής δεν ήταν κανένας σαχλάκιας, γνώριζε καλά πόσο σπουδαίο ρόλο παίζουν στη ζωή αυτές οι καταστάσεις.
-Και εξ άλλου δεν είμαστε τόσο πιτσιρίκια όσο μας λες...έπιασε το σφυγμό του.
Πλησίαζαν όλοι αυτοί τα τριάντα. Του ανακριτή που σαρανταπεντάριζε του φαινόταν μικροί στην προσωπική του ζωή και τεράστιοι στη δημόσια κίνηση, ιδιαίτερα μέσα από την εργασία του. Εκεί διογκώνονταν όλα αυτά, σα να έπαιρναν άλλες διαστάσεις. Οι άντρες μέσα σε τεράστιες καμπαρντίνες, ημίψηλα καπέλα, φορούσαν γυάλινα προσωπεία, πολλά προσωπεία. Όλοι είχαν διάφορα προσωπεία, που αυτός προσπαθούσε να βρει εκείνο που φορούσαν κάποια συγκεκριμένη στιγμή.
Η ωραία γυναίκα που λίκνιζε τους γοφούς πίσω από τα κάγκελα πέρασε μπροστά τους αυτή φορά. Αντάλλαξε ένα βλέμμα με τον Νίκο που της χάρισε κάποιο αινιγματικό χαμόγελο, μαζί με ένα "Πως σε λένε;"
Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους και προχώρησε να φύγει, ύστερα σα να μετάνιωσε, γύρισε πίσω πήγε κοντά του και του ζήτησε τσιγάρο.
-Ένα τσιγάρο, είπε ακριβώς δίπλα στο πρόσωπο του.
Αυτός της έδωσε. Ο ανακριτής κοίταζε. Η γυναίκα άναψε το τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό στον ουρανό.
-Όλα είναι καπνός, είπε κι έφυγε. 
Οι άλλοι έμειναν να την κοιτούν που χανόταν. Ο Νίκος έμεινε με την ανάμνηση των ματιών της πάνω στα δικά του.
-Ωραίο κι αυτό, γύρισε στον ανακριτή.
-Ωραίο, κούνησε το κεφάλι του κι αυτός.
Στην πραγματικότητα δεν ήταν ωραίο, ήταν παράξενο.  Και είχε μια μανία αυτός, όλα να τα ψαχουλεύει, όλα να τα ψάχνει, να βρει την αιτία, την αφορμή και το αποτέλεσμα, όλοι κρίνονται εκ του αποτελέσματος, μίλησε αλλά κανείς δεν τον άκουσε και ξαναγύρισε στο ωραίο και το παράξενο. Του ξέφευγε το παράξενο, το ωραίο ήταν γνωστό αλλά τι το παράξενο έβρισκε στο ωραίο βλέμμα μιας γυναίκας που περπατούσε γύρω από τα κάγκελα; Όλα τα κάγκελα μοιάζουν, σκέφτηκε. Του γηπέδου τα είδε τώρα σαν της φυλακής.
-Παντού κάγκελα, είπε ο Νίκος αδιόρατα.
Ο ανακριτής πετάχτηκε πάνω, ξαφνικά, για να την προφτάσει μα η γυναίκα είχε ήδη ανέβει σε μια μηχανή μεγάλων κυβικών και μαρσάρισε χαμογελώντας του-αυτό το χαμόγελο, κάπου το είχε ξαναδεί.
-Τι έπαθες; ρώτησε ανήσυχος ο Νίκος, τρέχοντας κι αυτός από κοντά του να τον προφτάσει.
Ο ανακριτής γύρισε και τον κοίταξε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια, ίσια.
-Την ξέρεις αυτή; ρώτησε γυρνώντας αλλού το βλέμμα.
-Όχι, έγνεψε, που να την ξέρω, πρώτη φορά τη βλέπω. Γιατί;
Ο ανακριτής φόρεσε τη φόρμα του σκεφτικός. Δεν είπε τίποτε, κι ο άλλος τον ρώτησε γιατί φοράει τη φόρμα αφού σε λίγο θα έπαιζαν διπλό κι αυτός ξανα βγάζοντας την, σκέφτηκε πως του έλεγε κάποιο ψέμα. Τίποτε δεν ήταν τυχαίο ή τίποτε δε γινόταν τυχαία σύμφωνα με τη δική του θεώρηση των πραγμάτων. Αυτό το πίστευε ακράδαντα. Εκείνο που δε γνώριζε ήταν το πότε.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...