Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 4






Το πλοίο από τον Πειραιά για τη Ρόδο, έφευγε στις έντεκα το πρωί. Μέσα Ιουνίου ήταν, ζέστη, κόσμος και κοσμάκης πηγαινοερχόταν στο πολύβουο λιμάνι. Εμείς, με μια μικρή βαλίτσα στο χέρι, περπατούσαμε δίπλα-δίπλα με το Δούκα σχεδόν ανίδεοι. Ίσως γιατί δεν ξέραμε ούτε τι γυρεύαμε, ούτε που πάμε. Οι φοβίες μας προέρχονταν και από την αφραγκία. Αφραγκία: τα λεγε όλα η λέξη. Σίγουρα νιώθαμε άβολα αλλά κι αυθόρμητα ταυτόχρονα. Ο Δούκας όλο γελούσε. Κοίταζε δεξιά, αριστερά, λες κι έψαχνε κάτι. Το είχε αυτό ο Δούκας, όσο τον θυμάμαι πάντα έψαχνε τον περίγυρό του. Ανήσυχος από τη φύση του, μιλούσε κουνώντας τα τεράστια χέρια του επιδειχτικά- ήθελε πάντα να τον προσέχουν, να τον βλέπουν, να μην περνά απαρατήρητος. Και βέβαια μόνο αυτό δε γινόταν αλλά δεν το καταλάβαινε, ήθελε να είναι φωναχτό, σα να έλεγε, να! δείτε με, εδώ είμαι, εγώ ο Δούκας θα κατακτήσω τον κόσμο!
Καμιά φορά του έλεγα πως οι αμόρφωτοι δεν κατέκτησαν τον κόσμο και μούτρωνε. Δεν του άρεσαν αυτά και προσπαθούσε να το γυρίσει αλλού μα δεν τον βοηθούσε και πολύ η γλώσσα. Εκεί μπερδευόταν, ήθελε πιο απλά, πιο κατανοητά τα πράγματα, σε αντίθεση με μένα που τα έβλεπα όλα δυσνόητα και πολύπλοκα. Δεν ήταν να του μιλάς για κουλτούρες και πράσινα άλογα. Εδώ είναι πως θα κονομήσουμε έλεγε-ίδιο όνειρο με τον Ντάφλο. Ύστερα έρχονται όλα τα άλλα- είχε τη σκέψη από μικρός να βγάλει λεφτά, από δέκα-δώδεκα χρονών δούλευε για να τα κονομήσει. Κι όταν του ξαναείπα πως με τη δουλειά δε γίνονται τα λεφτά, σύμφωνα ακόμα και με τον Μάρξ, γούρλωσε μάτια και χέρια.
-Ποιος είναι αυτός; Άνοιξε περισσότερο τα μάτια, όταν είχαμε καθίσει στο κατάστρωμα.
-Μεγάλος! Του απάντησα με στόμφο κι έβγαλα επιδεικτικά ένα βιβλίο από τη θήκη της βαλίτσας.
-Μη! κρύφτο, θα μας τσακίσουν, μου είπε και το χωσε πάλι στη θήκη χαρίζοντας το πιο σπουδαίο του χαμόγελο στις τουρίστριες που του ανταπέδιδαν.
Το πλοίο είχε σαλπάρει από ώρα κι εμείς αράξαμε ψηλά στο κατάστρωμα. Με ένα πλαστικό φραπεδάκι στο χέρι, ατενίζαμε τη θάλασσα που έφευγε γοργά πίσω μας και μπρος μας. Παντού θάλασσα. Δεν είχα ταξιδέψει άλλη φορά με μεγάλο βαπόρι. Μόνο μια φορά μέχρι την Αίγινα είχα πάει με τον πατέρα και τη μάνα που είχε κάνει τάμα στον Άγιο Νεκτάριο. Άλλο πράγμα κι αυτοί οι άγιοι Νεκτάριοι της Αίγινας αλλά εμένα, βέβαια, με εντυπωσίασε περισσότερο ο ναός της Αφαίας. Σ αυτούς τους χώρους με έπιανε πολύ το Ελληνικό μου, η αρχαιολατρία μου. Αγαπούσα τις πέτρες και τη θάλασσα της Ελλάδας. Τη θάλασσα που τώρα πάνω της χόρευε λικνιστικά το καράβι μας.
Έπιασε πολλά λιμάνια, πέντε-έξι, δε θυμάμαι. Στην Κάλυμνο, νομίζω προς το σούρουπο, με ξύπνησε ο Δούκας, από έναν ύπνο γλυκό, παράξενο.
-Σήκω, μου είπε, υπναρά τι κοιμάσαι; Σήκω να δεις άλλο κόσμο.
Τον ρώτησα μισοκοιμισμένος αν φτάσαμε και μου απάντησε πως ήμασταν ακόμα στην Κάλυμνο, μέχρι το πρωί έχεις καιρό για να κοιμηθείς, σήκω, μου ξαναείπε.
Σηκώθηκα και πήγαμε μπροστά, να δούμε το λιμάνι και μια άποψη της Καλύμνου. Το νησί των σφουγγαράδων και των «Κοντραμπατζήδων του Αιγαίου» του Γιάννη Μαγκλή. Σα να άκουσα μέσα μου κάποιες φωνές δικές τους και δικές του. Ίσως να ήταν και ιδέα μου. Ίσως. Αλλά πάντως, κάτι άκουγα.
Δε θυμάμαι τα άλλα νησιά που πιάσαμε λιμάνι. Ήταν και η νύχτα που δε βόλευε, έπιασε λίγο κυματάκι που με ταρακούνησε και ξανακοιμήθηκα στο κατάστρωμα, σχεδόν αγκαλιασμένος με τον Δούκα. Είχε πιάσει κρύο και ρίξαμε πάνω μας δυο μπουφάν να ζεσταθούμε. Μοιάζαμε λίγο-πολύ με όλους τους άλλους λετσοτουρίστες που κοιμόντουσαν κι αυτοί ένας εδώ κι άλλος εκεί, σκουντουφλισμένοι.
Το πρωί, ήρθε διαφορετικό. Ανάμικτο με άλλες σκέψεις και έγνοιες. Τι θα κάναμε; Που θα πηγαίναμε και τι θα κάναμε με δυο κατοστάρικα περιουσία όλη κι όλη που κρατούσε σφιχτά στην κωλότσεπη ο Πίθηκας; Εγώ τα σκεφτόμουν όλα αυτά αλλά τον Δούκα δεν έμοιαζε να τον νοιάζει και πολύ. Ή δεν το δειχνε και είναι αλήθεια πως θαυμάζαμε όλον τον περίγυρο και μου λεγε πως έμοιαζε πολύ με την Κέρκυρα αλλά εμένα εκείνη τη στιγμή άλλα με έκαιγαν. Αυτός είχε πάει και στην Κέρκυρα για δουλειά. Σερβιτοράκι σε καφετέριες, ντίσκο και λοιπά.
Του θύμισα πως ο Ντάφλος ήταν τώρα εκεί για τον μήνα του μέλιτος και γέλασε.
-Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε.
-Τι εννοείς; Εσύ δεν τον ξέρεις …δεν τον γνωρίζεις καλά θέλω να πω…
-Κάτι ξέρω κι εγώ, άτι κατάλαβα μη νομίζεις ..έκλεισε την κουβέντα και μου έδειξε το Μανδράκι Πάμε να πιούμε έναν καφέ, συνέχισε προχωρώντας κατά εκεί.
Τον ακολούθησα αμήχανος. Για καφέ είμαστε τώρα; Σκέφτηκα. Εδώ δεν έχουμε που την κεφαλήν κλίνε ….αλλά δεν έβλεπα και τίποτε καλύτερο. Κι έτσι, καθίσαμε εκεί που αμέσως καταλάβαμε πως ήταν το νυφοπάζαρο της πόλης. Στο Μανδράκι μαζευόντουσαν  όλα τα καμάκια, νωρίς το απόγευμα να ψαρέψουν τις γυναίκες για να πάνε μετά για χορό και ότι συνεπάγεται. Εκείνο που μου έκανε μεγάλη εντύπωση, ήταν οι πολλές γυναίκες. Τουρίστριες βέβαια. Σπάνια άκουγες κάτι Ελληνικό, όλο Εγγλέζικα. Τα δικά μου, αυτά που είχα μάθει στο γυμνάσιο, πήγαιναν περίπατο. Γρι δεν έπιανα Που και που κανένα εύρυ μπάρι, τουγκεδερ, τα γνωστά Τίποτε άλλο. Ο Δούκας πέταγε κανένα μια λαβ, κανένα μπιουτιφουλ γκερλ και χειρονομούσε. Τα κατάφερνε αυτός, σκέφτηκα και μούδιασα. Έπιασε κουβέντα με μια ξανθιά- όλες ξανθιές ήταν- και σε λίγο την έφερε στο τραπέζι μου είχαμε καθίσει. Εγώ ένιωθα αμήχανα που δεν μπορούσα να καταλάβω τη γλώσσα. Ο Δούκας με μισά νοήματα, μισές λέξεις, συνεννοήθηκε μαζί της να βρεθούνε το βράδυ στο Σκορπιό. Ωραία πλάκα, σκέφτηκα εγώ και του το είπα όταν σηκωθήκαμε και περπατούσαμε στους δρόμους, μέσα στην παλιά πόλη. Τα καλντερίμια, τα πλακόστρωτα. Το Βενετσιάνικο κάστρο, με γύριζαν πίσω γλυκά-γλυκά αλλά η πραγματικότητα με τσιμπούσε σα μαχαίρι κοφτερό.
Περπατούσαμε χωρίς να ξέρουμε που πηγαίνουμε και γιατί, ώσπου, μας σταμάτησε μια κυρία κάπου εκεί σε μια μικρή πλατεία, μπροστά στο σιντριβάνι που έψαχνε για πελάτες για την πανσιόν της.
-Ελάτε, μας είπε. Είναι καθαρά και φτηνά.  Πόσο καιρό θα μείνετε; Θα μείνετε που; Ελάτε είναι φτηνά είκοσι δραχμές το κρεβάτι, ελάτε καλέ, πάμε, τι με κοιτάτε έτσι; Και μας τραβούσε απ τα χέρια απ τα πόδια απ τις βαλίτσες απ ότι μπορούσε.
Ανταλλάξαμε ένα βλέμμα με τον Πίθηκα και πήγαμε.
Έξω στην αυλή, ήταν καμιά τριανταριά κρεβάτια-ράντσα.
-Θέλετε εδώ; Ή επάνω; Μας έδειξε η κυρία.
Και μας έδειξε τον όροφο που κοιτάζαμε κι εμείς με υποψία γέλιου.
-Κάτω μένουμε εμείς. Ο άντρας μου που θα έρθει σε λίγο να σας πάρει τα στοιχεία και η κόρη μου. Δεν το νοικιάζουμε το κάτω.
Μπήκαμε εκεί στη μικρή καμαρούλα που χρησιμοποιούσε για γραφείο ο άντρας της, ακουμπήσαμε τις βαλίτσες. Ανάψαμε τσιγάρο και περιμέναμε τον συνταγματάρχη- ιδιοκτήτη. Έτσι μας συστήθηκε.
-Συνταγματάρχης εν αποστρατεία του Ελληνικού στρατού, Νικόλαος Καπαγέρωφ.


ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...