Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 18






Κιτρίνισα. Δεν πρόλαβα να του πω τίποτα. Δε μου άρεσαν αυτές οι ιστορίες. Αστυνομίες, δικαστήρια, μπλεξίματα. Κι ύστερα, τι να υποστήριζα εγώ;. Το μάρτυρας δε μου πήγαινε καθόλου, εκεί έπρεπε να πεις ψέματα χοντρά, όχι γλυκά, τα πρέποντα.
Εν πάση περιπτώσει ήρθε. Σταμάτησε το αυτοκίνητο μπροστά στο μαγαζί και κατέβηκε. Το άφησε αναμμένο με την πόρτα ανοιχτή. Όρμησε μέσα αναμαλλιασμένος.
-Πάμε, μη στέκεσαι, μου είπε. Θα δεις τι θα της κάνω εγώ της πουτάνας. Έχω κανονίσει να έρθει και ένας φίλος μου αστυνομικός. Πάμε σου λέω, τι με κοιτάς;
Σχεδόν τραβηχτόν από το μπουφάν με έσυρε έξω-ίσα που πρόλαβα να κλειδώσω. Σε όλη τη διαδρομή, δε σταμάτησε καθόλου. Έλεγε-έλεγε, φώναζε, έβριζε. Την πουτάνα, την έτσι, την αλλιώς, να με κερατώνει εμένα μ αυτόν τον βρωμιάρη τον Τσάβαλο. Θα τον κανονίσω εγώ, σε μένα δε χωράνε πουστιές, πάμε και θα δεις!
Προσπάθησα να τον ηρεμήσω αλλά δε γινόταν, είχε πάρει ανάποδες. Λίγο παραπάνω στο αστυνομικό τμήμα, άφησε το αυτοκίνητο του και μπήκαμε στο περιπολικό μαζί με δυο αστυνομικούς, ο ένας εκ των οποίων ήταν φίλος του. Ο Σωτήρης, ένα μούτρο κωλοπετσωμένο. Αυτό δε μου άρεσε, σκευωρία μυριζόμουν στη μέση.
-Ηρέμησε Δούκα, του είπε ο Σωτήρης. Αυτές οι δουλειές θέλουν ηρεμία, τι διάολο, ολόκληρος επιχειρηματίας είσαι, μην κάνεις έτσι. Η δουλειά θα γίνει μουλωχτά.
Όταν μπήκαμε στο σπίτι επικρατούσε ησυχία, σα να μην υπήρχε ψυχή.
-Εδώ! Φώναξε ο Δούκας κι έτρεξε προς την κρεβατοκάμαρα.
Τον ακολουθήσαμε αλλά δεν τον προλάβαμε.
Από την πόρτα της κρεβατοκάμαρας είδα όλη τη σκηνή. Είδα τον Τσάβαλο πράγματι αγκαλιασμένο με την Βασιλική. Ντυμένος ήταν αυτός κι εκείνη με αραχνοΰφαντο νυχτικό. Δεν έμοιαζε για ερωτικό σφίξιμο. Έτσι αντιλήφθηκα, έτσι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή.
-Παλιοτόμαρο! Ούρλιαξε ο Δούκας και άρπαξε μια καρέκλα.
Του την έφερε στα πόδια, πίσω από τα γόνατα και ο Τσάβαλος έπεσε στο δάπεδο σφαδάζοντας από τον πόνο. Η Βασιλική είχε προλάβει να τραβηχτεί ή μάλλον την έσπρωξε ο Τσάβαλος για να την προφυλάξει.
Έτσι έγιναν. Τα επακόλουθα είναι γνωστά. Αυτόφωρα, αστυνομίες, νοσοκομεία, δικηγόροι. Τρεις δικηγόροι, ένας για τον καθέναν. Και τρεις μάρτυρες προς το παρόν. Εγώ και οι δυο αστυνομικοί. Αργότερα μπορεί να προστίθενται κι άλλοι.
Μήνυση για μοιχεία ο Δούκας, για επικίνδυνες σωματικές βλάβες ο Τσάβαλος. Είχε σμπαραλιαστεί το δεξί του πόδι και οι γιατροί έλεγαν πως θα μείνει ανάπηρος, κουτσός.

Είχε ψιλογκριζάρει. Στους κροτάφους, στα γένια και λίγο μπροστά στο μέτωπο. Άσπρος, κάτασπρος, σχεδόν πελιδνός, φαινόταν από μακριά πως ήταν άνθρωπος του εξωτερικού, χωμένος μέσα στο ριγέ κουστούμι και τη μεγάλη καμπαρτίνα. Καλοκαιριάτικα βέβαια και καμπαρτίνα δεν πήγαινε αλλά για τους ανθρώπους που έρχονταν από τα κρύα, όλα πήγαιναν. Πιο αδύνατος ακόμα από ότι ήταν, σαν τσίχλα, βλογιοκομμένος με τα ζυγωματικά να εξέχουν και τον κόμπο στο λαιμό να πηγαινοέρχεται καθώς ρουφούσε αρειμάνια τον καπνό. Κάπνιζε συνέχεια, το ένα πάνω στο άλλο τα άφιλτρα τσιγάρα του, φυσώντας στον ουρανό τούφες και κυκλάκια. Συνήθως ήταν σκεφτικός. Έτσι έδειχνε μέχρι να πιει το πρώτο ποτήρι μπύρας κι αμέσως καπάκι το ουίσκι. Παρατηρούσα τα χέρια του ροζιασμένα, σκληρά σα να είχαν αρχίσει να σιγοτρέμουν. Όχι εμφανές, έπρεπε να το ξέρεις, να το προσέξεις ιδιαίτερα.
Στους κροτάφους ένα νεύρο σα φίδι, φούσκωνε προς το μπλε, ανάλογα με τους χτύπους του αίματος.
Δεν πήγε πουθενά αλλού, ήρθε σε μένα κατευθείαν- στη μάνα του πήγε μετά από κανένα μήνα.
Αγκαλιαστήκαμε και φιληθήκαμε. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλον σα να μη το πιστεύαμε. Στο αεροδρόμιο, στο δρόμο, μες το ταξί, στο μαγαζάκι μου μετά για να δει τα κατορθώματα μου. Δεν κουβαλούσε πολλές αποσκευές, μόνο μια βαλίτσα. «Τα πλέον απαραίτητα» μου είπε. «Τα άλλα θα έρθουν αργότερα, που να τα κουβαλάω τόσα πράγματα στο αεροπλάνο!» και με κοίταζε με λοξό βλέμμα.
Ο φίλος μου ο Ντάφλος.
Είχα να τον δω πάνω από δέκα χρόνια και λιποψύχησα με τα όνειρα του όταν μου τα λεγε. Δεν είχε πολύ πειθώ έτσι νόμιζα και φανταζόμουν μια κουρασμένη πορεία από εδώ και πέρα γι αυτόν. Έπειτα ήταν και το ποτό. Όπου κι αν στεκόμασταν ζητούσε κι ένα ποτήρι ουίσκι. Κάπου, λίγο πιο κάτω από τα μάτια, το δέρμα είχε αρχίσει να κοκκινίζει- σημάδια των μπεκρήδων.
Αόριστα περνούσε από το μυαλό μου η συνέχεια του αλλά την ξεχνούσα, την άφηνα στο υποσυνείδητο μου σαν μελλοντικό ταξίδι.
Τον πήγα σε ένα ξενοδοχείο, πρώτης τάξεως όπως μου ζήτησε, έχω λεφτά, μη νομίζεις. Έμεινε εκεί καμιά-δυο εβδομάδες και κάθε μέρα ήμασταν μαζί. Βγαίναμε, διασκεδάζαμε, σκορπούσε τα λεφτά του. Συζήτηση για τα άλλα δεν ήθελε. Άστα, μου είπε θα τα συζητήσουμε όταν έρθει ο καιρός τους. Προς το παρόν ήθελε να απολαύσει την πατρίδα, ξένοιαστος από σκοτούρες και έγνοιες. Ποτό, γυναίκες, κραιπάλη μέχρι τις πρωινές ώρες. Ώσπου ένα από αυτά τα βράδια μου ζήτησε να του φέρω τον Τίτο. Για τη Μαγδαληνή ούτε κουβέντα.
-Αμβράζη, θέλω να μου φέρεις το γιο μου. Ναι, μη κουνάς το κεφάλι, ξέρεις, εγώ δεν πάω σ αυτούς και εννοούσε τους Σταυρέους.
Προσπάθησα να τον πείσω πως ήταν δύσκολο και για μένα. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία με την Καίτη και όσο μιλούσα γι αυτήν με κοίταζε υποτιμητικά.
-Καλά που γλίτωσες, μου είπε. Μπράβο ρε Αλμύρα, ευτυχώς δεν την ολοκλήρωσες την κουτουράδα όπως εγώ. Αμβράζη, να σου πω την αλήθεια- μια με έλεγε Αμβράζη, μια Αλμύρα- αν έκανες τέτοιο πράγμα και παντρευόσουνα δηλαδή την Καίτη θα σε σκότωνα Τι δουλειά είχες εσύ μες τα σκατά;
- Δεν ήταν ακριβώς έτσι… προσπάθησα να δικαιολογηθώ
-Δε με νοιάζει ότι και να μου πεις για αυτή την ιστορία. Τέλος πάντων αφού κατάφερες να ξεγλιστρήσεις, εντάξει. Τώρα, κοίταξε να δεις τι θα κάνεις με τον Τίτο. Θέλω να δω το παιδί μου, κατάλαβες;
Μηχανεύτηκα διάφορους τρόπους. Όπως να πάω να τον πάρω απ το σχολείο ή από τη γειτονιά, την ώρα που θα έπαιζε στην αλάνα. Αλλά για πόση ώρα; Η Μαγδαληνή θ ανησυχούσε και τότε θα μπερδευόταν το πράγμα. Θα με θυμόταν άραγε ο Τίτος. Θα με αναγνώριζε αφού με είχε δει μόνο πέντε έξι φορές και μάλιστα όταν ήταν πολύ μικρός.
Τελικά, πήρα τη γενναία απόφαση να πάω στη Μαγδαληνή, στο σπίτι της. Θα της εξηγούσα, δεν μπορεί, θα με καταλάβαινε. Του Ντάφλου βέβαια, δεν του είπα τίποτε γι αυτό, εξ άλλου δεν τον ένοιαζε, αυτός ήθελε μόνο να δει το γιο του. Την παρακολούθησα λοιπόν απ το σχολείο που είχε πάει να πάρει το παιδί, μέχρι το σπίτι της. Στην είσοδο της πολυκατοικίας την πρόλαβα και της μίλησα. Μου είπε ν ανέβουμε πάνω. Έτσι και έγινε.
Δε με καλοδέχτηκε βέβαια αλλά ούτε και μου φέρθηκε ψυχρά. Δεν είχε αλλάξει πολύ, μόνο είχε χοντρύνει κάπως, η μέση της δεν ξεχώριζε κι έμοιαζε μεσόκοπη γυναίκα ενώ ήταν μόλις τριάντα πέντε –τριάντα έξι χρονών. Έφτιασε καφέ και το φέρσιμο της ήταν επίπεδο. Για την Καίτη δεν ανοίξαμε κουβέντα και η Μαγδαληνή που όπως έδειχνε δεν ήταν από τους ανθρώπους που κρατάνε κακία, χαμογελούσε που και που για να δείχνει άνετη.
-Δεν έχω ανάγκες, μου είπε. Δόξα τω θεώ τα καταφέρνω αν και η ζωή είναι δύσκολη, περνάνε τα χρόνια. Έχω αγοράσει το μισό ψιλικατζίδικο και έτσι τα φέρνω βόλτα.
Για το Ντάφλο ούτε μιλιά. Το ίδιο κι εγώ, τσιμουδιά. Στην αρχή, δεν ήξερα πως ν αρχίσω αλλά κάποια στιγμή που ξαναείπε πέρασαν τα χρόνια, μεγαλώσαμε, πιάστηκα από την κουβέντα της. Κάτι καταλάβαινε κι ας ήταν πράα, αγαθή με όλη τη σημασία της λέξης.
-Είναι εδώ; Με ρώτησε χαμηλόφωνα.
Έβαλα τα δυνατά μου και με όσο πιο ωραία λόγια της εξήγησα το σκοπό της επίσκεψης μου και πράγμα παράξενο δεν αντέδρασε άσχημα όπως λογικά περίμενα.
-Ώστε έτσι! Έκανε μονάχα. Ε, να τον πάρεις, να τον πάρεις να γνωρίσει και τον πατερούλη του. Έτσι πρέπει, κάποτε θα γινόταν κι αυτό. Έλα το απόγευμα που θα σχολάσει από το φροντιστήριο να τον πάρεις αλλά το βράδυ θα μου τον φέρεις, να μείνω ήσυχη, μη μου κάνεις καμιά λαδιά… δεν ξέρεις πως τον μεγάλωσα εγώ…
Τόσο εύκολα δεν το περίμενα. Μάλιστα, έφτασα στο σημείο κρυφογελώντας μέσα μου, να πιστέψω πως με συμπάθησε κιόλας η Μαγδαληνή. Κι εδώ που τα λέμε, εμείς οι δυο δεν γνωριζόμασταν παρ όλες τις σχέσεις που προϋπάρχανε. Λίγες φορές έτυχε να μιλήσουμε κι αυτό για τα τυπικά. Τι κάνετε, πως είστε, χρόνια πολλά. Γιατί λοιπόν να μη με συμπαθεί; Εγώ δεν είχα λόγους να συμπεριφέρομαι διαφορετικά απέναντι της κι όσο για το δεσμό μου με την αδερφή της την Καίτη, είπε πως κι αυτό ήταν δικός μας λογαριασμός αλλά καλά θα κάναμε να τα βρίσκαμε γιατί και συ φαίνεσαι καλό παιδί.
Παιδί, είπα κι εγώ μέσα μου και το σκεφτόμουν το απόγευμα που πήγαινα να πάρω τον Τίτο. Παιδί γύρω στα τριάντα τόσα μου χρόνια. Μπορεί. Μπορεί να έμενα για πάντα έτσι, μακάρι δε λέγανε οι περισσότεροι να είσαι πάντα παιδί; Να κάνεις τη ζωή παιχνίδι και να νομίζεις πως είσαι αθάνατος; Γιατί τα παιδιά μοιάζουν και νομίζουν πως είναι αθάνατα.
Η συνάντηση πατέρα και γιου ήταν πολύ συγκινητική. Αγκαλιάστηκαν και έκλαιγαν κανένα μισάωρο.. Δεν ξεκολλούσαν και φυσικά πιο πολύ ο Ντάφλος. Ύστερα έβαλαν τα γέλια ενώ εγώ έκανα να φύγω σαν τους είδα έτσι ευτυχισμένους.
-Δε θα πας πουθενά! Μου είπε ο Ντάφλος σα διαταγή. Θα βγούμε έξω σήμερα, εγώ κερνάω! Θα το γλεντήσουμε, τι διάολο, ολόκληρο γιο αντάμωσα, δεν τον βλέπεις; είναι παλικάρι!
Ο Τίτος ήταν ένα συμμαζεμένο παιδί- φαινόταν μια θλίψη στα μάτια του. Δωδεκάχρονος τότε τελείωνε το Δημοτικό, ψηλός για την ηλικία του αλλά αδύνατος, λιγνός. Όχι βέβαια καχεχτικός σαν τον Ντάφλο τον πατέρα του αλλά αδύνατος. Έδειχνε όμως πως θα ψήλωνε πιο πολύ ακόμα και ίσως αργότερα να γέμιζε, να έβαζε λίγο κρέας, έτσι που θα γινόταν κανονικός άντρας όπως είπε και ήθελε ο Ντάφλος. Γενικά ήταν ένα όμορφο παιδί ο Τίτος. Μελαχρινός προς το σκούρο- σ αυτό έμοιαζε στη μάνα του- ζυγωματικά εξογκωμένα, μύτη, στόμα και μάτια του πατέρα του. Μάτια προς το πράσινο, μελιά. Κάπως έτσι ήταν και του Ντάφλου, ίσως λίγο πιο καστανά.
Πανέξυπνος φαινόταν και ήταν ο Τίτος. Στο σχολείο, πρώτος στα γράμματα, πρώτος στον αθλητισμό. Πρώτος απ όλους θα καμάρωνε αργότερα ο Ντάφλος όπως όλοι οι πατεράδες του κόσμου. Πρώτος από τους πρώτους, έλεγε, θα τον κάμω εγώ γιατρό. Έτσι του είχε καρφωθεί στο μυαλό κι ο Τίτος χαμογελούσε για τα όνειρα που είχε αρχίσει να πλάθει ο πατέρας του γι αυτόν.
Έπαιζε λοιπόν εκείνο τον καιρό με το γιο του ο Ντάφλος. Τον σήκωνε ψηλά στα χέρια, τον πετούσε ψηλά, τον φιλούσε, του έδινε χρήματα.
-Να, πάρε, θέλεις κι άλλα; Έχει ο πατέρας σου μη νομίζεις…
Από εκείνο το βράδυ που βγήκαμε έξω κι ο Ντάφλος έγινε πάλι στουπί ως συνήθως, μια φορά τη βδομάδα πήγαινα κι έπαιρνα τον Τίτο. Τον άφηνα στον πατέρα του κι έφευγα. Αρκετές φορές πήγαινα μαζί τους και πάντα το ίδιο τροπάρι. Ο Ντάφλος φέσι.
-Που θα πάει αυτό; Τον ρώτησα μια μέρα.
-Να μη σε νοιάζει, μου απάντησε. Κοίτα το δικό σου δρόμο, εγώ τον δικό μου τον έχω χαράξει.
Δεν ήθελε να μιλάει γι αυτό- δηλαδή για το ποτό, γιατί έπινε, γιατί μεθούσε και λοιπά. Απ την άλλη είχε δίκιο να μου βάζει χέρι και να μιλάει για το δικό μου δρόμο. Έβλεπε την κατάντια μου, τις αναποδιές, την αφραγκία μου. Στην αρχή μου είχε πει πως θα με βοηθούσε να κάνουμε τη φυλλάδα πραγματική εφημερίδα. Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που μας έπιανε κι ονειρευόμαστε μεγαλεία. Την άλλη μέρα το είχαμε ξεχάσει κιόλας.
Που και που μου έδινε κανένα χιλιάρικο αλλά τώρα τελευταία είχε γίνει τσιγκούνης. Όχι ακριβώς τσιγκούνης- για τον εαυτό του ήταν σπάταλος- στους άλλους γύρω του σφιγγόταν κι όλο δεν έχω, δεν κάνω, δε ράνω έλεγε. Αυτό μου φαινόταν μεγάλη αλλαγή γιατί ο Ντάφλος ήταν ανέκαθεν γαλαντόμος, ανοιχτοχέρης.
Ο Τίτος στεναχωριόταν με όλα αυτά, το έδειχνε κι ας ήταν μικρός, το καταλάβαινε και δεν του άρεσε αυτό που έκανε ο πατέρας του. Αισθανόταν απέχθεια για το ποτό και σιγά-σιγά μούτρωνε. Είχε πάρει πάνω σ αυτό από τον θείο του τον Σταυρέα και το σόι της μάνας του. Κανένας δεν έπινε. Ή τουλάχιστον όσους γνωρίζαμε.  Έτσι, αργότερα θα έπαιρνε τελείως αρνητική θέση στο θέμα του πατέρα του. Σχεδόν θα τον απαρνιόταν κι εξόν από κάποιες αναλαμπές, ποτέ δε θα του συμπαραστεκόταν ούτε θα τον έβλεπε σαν πατέρα.
. Ο Ντάφλος από την πλευρά του μια έλεγε έτσι μια αλλιώς. Δε με νοιάζει ας κάνει ότι θέλει ή κάνε παιδιά να δεις καλό και συνέχιζε να μπεκροπίνει στις γειτονιές.
Εκείνο τον καιρό γνωρίστηκαν με τον Δούκα. Χρονικά δε θυμάμαι πότε ακριβώς είχαν πρωτοσυναντηθεί. Πιθανώς από τότε στα παιδικά χρόνια στον Άγιο Αρτέμιο αλλά στην ουσία τώρα άρχιζε η γνωριμία τους.
Βρεθήκαμε μια μέρα στο γραφειάκι μου κι αυτή τους η επαφή δεν ήταν καλή. Θέλω να πω, πως απ την αρχή ξεκίνησε μια αντιπάθεια που θα συνεχιζόταν στο μέλλον. Έτσι στα καλά καθούμενα.
-Δεν είναι σόι αυτός! Μου είπε ο Ντάφλος. Που τον βρήκες; Δεν κάνει για μας, το παίζει πολύ μάγκας, τον θυμάμαι από μικρόν. Το παίζει πολύ μάγκας και θα το φάει το κεφάλι του. Όλο κορδώνεται, ποιος νομίζει πως είναι;
Απ την άλλη πλευρά ο Δούκας πράγματι του συμπεριφερόταν με ξιπασιά και ειρωνεία. Συνήθως δεν κουβέντιαζαν, αρπάζονταν σαν τα κοκόρια.
-Εσύ ο μεθύστακας θα μας δείξεις το δρόμο για τη ζωή; Τον πρόσβαλλε μια μέρα εντελώς εχθρικά ο Δούκας. Τι έχεις να μας πεις εσύ; Τι ξέρεις εσύ, ένα ποτό στο χέρι είναι η ζωή; Αι χάσου από δω! Παράτα μας!
-Δεν πας στο διάολο! Του ανταπάντησε αυτός και με κοίταζε με νόημα.
Δεν ξέρω πόσα είχαν μιλήσει μεταξύ τους, πόσα ήξερε ο ένας για τον άλλον, πάντως οι διαφορές τους ήταν τεράστιες. Περισσότερο οι πολιτικές και σε συνάρτηση οι κοινωνικές. Ο ένας ήταν Αριστερός από τα γεννοφάσκια του όπως υποστήριζε κι ο άλλος Δεξιός και πιθανότατα έξω από την πολιτική χροιά, σχεδόν αδιάφορος γι αυτά.
Ο πρώτος, φυσικά ο Ντάφλος, αρνιόταν πεισματικά να υποστηρίξει πολιτικά οτιδήποτε διέφερε από τον Κομμουνισμό. Ανέπτυσσε τις θεωρίες του, είχε διαβάσει Μάρξ και Λένιν στη Γερμανία, πιο πολύ άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά. Βέβαια η ημιμάθεια του ήταν μεγάλη και τα μπέρδευε κι έτσι επέμενε να στηρίζει τις θέσεις του έστω και λαθεμένες. Σπάνια παραδεχόταν κάτι ακόμα κι αν του το απόδειχνες ουσιαστικά.
-Δε με νοιάζει, εγώ έτσι το ξέρω, ολοκλήρωνε.
Ο Δούκας ούτε που ήθελε να ακούει γι αυτά- έβγαζε σπυράκια. Καταγόταν από σόι Δεξιών αλλά ουδέποτε τον θυμάμαι, τουλάχιστον μαζί μου, ν ανοίξει πολιτική κουβέντα. Τώρα με τον Ντάφλο, κάτι λέγανε.
-Ποιόν Μάρξ και κουραφέξαλα, του απαντούσε. Αυτοί σκότωσαν τον παππού μου με κονσερβοκούτι, σε μας τα λες τώρα; Εδώ κυβερνάει το χρήμα οι Αμερικάνοι, ο καπιταλισμός τι μου λες τώρα εμένα! Κρίμα που πήγες και στη Γερμανία.
ΚΙ άναβε η κόντρα μεταξύ τους. Μέχρι και στα χέρια ήρθαν μια μέρα. Αρπάχτηκαν και παρ ότι ο Δούκας ήταν σχεδόν διπλάσιος, ο Ντάφλος δεν το βαλε κάτω. Ήταν σκληρό καρύδι.
Μπήκα στη μέση και τους χώρισα βέβαια αλλά ο Δούκας έφυγε χολωμένος. Το μάτι του γυάλιζε καθώς ίσιωνε τα ρούχα του κι αγριοκοίταζε τον Ντάφλο που βαριανάσαινε στο γραφείο βάζοντας ένα ποτό.
Όταν έφυγε και μείναμε μόνοι με το Ντάφλο του είπα πως ήμουν μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο που είχε και βγήκε από τα ρούχα του.
-Να υποστηρίξεις αυτό το καθίκι! Με αποσβόλωσε. Αυτός είναι παλιάνθρωπος κύριε Αμβράζη. Είναι ηλίθιος, ένα απόβρασμα της κοινωνίας είναι, τι νομίζεις πως είναι; Επειδή έκανε χρήματα έχει την εντύπωση πως είναι κάποιος; Αλλά βλέπω πως έχεις αντίθετη άποψη Τι να σου πω; Φίλος σου είναι κι αυτός, εσύ δεν μπορείς να κάνεις διαφορετικά. Εγώ όμως δε θέλω να τον ξαναδώ στην παρέα μας. Να το ξέρεις, όποτε θα είναι κι αυτός μαζί σου εγώ θα φεύγω.
Η αντιπάθεια τους μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ λίγες μέρες μετά που ο Ντάφλος γνώρισε την Έλεν Νασοπούλου. Βέβαια, εκείνο τον καιρό, φαντάζομαι πως δε θα ήξερε για το δεσμό της και τον παρ ολίγο γάμο της με τον άσπονδο φίλο του. Αργότερα θα του το φανέρωνε ο ίδιος με κάθε λεπτομέρεια αλλά τότε δε θα είχε πια καμιά σημασία.
Ήταν κάποιο Σαββατοκύριακο προς τα τέλη του Φθινοπώρου που είπαμε να πάμε βόλτα στο μουσείο της στην Κηφισιά. Για την αλήθεια με είχε πάρει τηλέφωνο η ίδια και το χάρηκα που με θυμόταν. «Πάρε» μου είπε και κανέναν φίλο, « θα έχω κρασί και μεζέ να το γλεντήσουμε"
Πήρα το Ντάφλο και τη Βαριεντίνα που στραβομουτσούνιασε στην αρχή αλλά ύστερα συμφώνησε παρ ότι δεν την χώνευε, πως άξιζε τον κόπο να δει το μουσείο. Φτάσαμε απογευματάκι θυμάμαι και μας καλοδέχτηκε στην αυλή. Ύστερα θαυμάσαμε το χώρο. Ήταν ένα τεράστιο χτήμα, με δέντρα, με βράχους και λοιπά. Σε μερικές μεριές περιποιημένο, αλλού άβατο, απερπάτητο με βάτσουνα και πουρνάρια. Στα βράχια- ορισμένα τοποθετημένα επίτηδες- χαμήλωνε το τοπίο και δημιουργούσε την πλατεία ενός υπαίθριου θεάτρου. Ένα ημικύκλιο με καθαρή ηχητική. Το υπερυψωμένο χώμα, οι βράχοι γύρω-γύρω έδιναν την αίσθηση από πραγματικές κερκίδες. Στο κέντρο της πλατείας ένα τραπέζι, δυο-τρεις καρέκλες παρατημένα εκεί. Σε μια από αυτές κρεμασμένο στην πλάτη ένα παλιό καπέλο, έδινε μια κάποια σκηνική παρουσία εγκατάλειψης. Ερημικό και παρατημένο στη μοίρα του φαινόταν όλο το περίγυρο. Όπως και μερικά αγάλματα, άλλα από ξύλο, άλλα από χαλκό και πέτρες, ξεθωριασμένα στον άνεμο, στη μοναξιά. Τα πέτρινα παρέμεναν πιο αγέρωχα και λογικό ήταν αφού βρισκόταν στο φυσικό τους χώρο. Φαντασμαγορικός χώρος! Μαγικός.
-Μη τον κοιτάτε έτσι, κάποτε έσφυζε από ζωή. Πέρασαν από εδώ, όλοι οι σημαντικοί καλλιτέχνες του καιρού μας και όχι μόνο. Και πολιτικοί και φιλότεχνοι, όλος ο κόσμος περνούσε από εδώ κάποτε, μας είπε η Έλεν Νασιοπούλου. Κι εγώ που τους ήξερα αυτούς τους χώρους, σκεφτόμουν πως εδώ θα αναβίωναν ορισμένα από τα απωθημένα μου: Η τέχνη, το θέατρο, οι βραδιές ποίησης, λογοτεχνίας, μουσικής. Σα να έβλεπα κιόλας την πλατεία γεμάτη από αόρατα βιολιά, γεμάτη από κλόουν και παντομίμες. Αυτά ήταν οι ανημπόριες μου, οι αθέατες πλευρές του εαυτού μου που συνέχεια με ξεγελούσαν και με πήγαιναν σε άλλους κόσμους. 

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...