Σάββατο 2 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 19





Παραμυθιαζόμουν πως κάποτε θα τα κάτεχα όλα αυτά, πως θα μπορούσα να κάνω κάτι μαζί τους, επειδή όσο και να το κρυβα, αυτά ήταν τα όνειρα μου. Ήμουν συνεπαρμένος στις ονειρικές μου τοποθετήσεις, όπως και ο Ντάφλος στην Έλεν Νασοπούλου- ο άτιμος, μια ζωή στο κεχρί ο νους του. Πήραν από ένα μπουκάλι κρασί ο καθένας στο χέρι, κάθισαν στο τσακισμένο τραπεζάκι, στο κέντρο της σκηνής του φυσικού θεάτρου και μου φάνηκε πως η παράσταση άρχιζε με αυτόν τον μεθυσμένο έρωτα. Κοιτάζονταν στα μάτια, τσούγκριζαν τα μπουκάλια, έπιναν στην υγειά τους σα να υπήρχαν μόνο αυτοί εκεί. Για μας δεν τους ένοιαζε που στεκόμαστε παραπέρα, όρθιοι θεατές ενός έργου του παραλόγου.
-Θα μείνεις για πάντα εδώ; Ρωτούσε με αγωνία η Έλεν.
-Ναι, εδώ θα μείνω, δεν πάω πουθενά χωρίς εσένα, απαντούσε εκείνος. Εδώ ήταν το σπίτι μου και δεν το ήξερα.
-Που ήσουν τόσον καιρό; Γιατί άργησες; Γιατί δεν ερχόσουν; Εγώ σε περίμενα…
-Το ξέρω Έλεν αλλά ήμουν μακριά.
-Θα μείνεις τώρα όμως ε; θα μείνεις, δε θα φύγεις πάλι… [παύση]. Δεν μπορώ άλλο μόνη μου.
Ναι, Έλεν, σου το είπα. Δε θα φύγω ποτέ. Και της χάιδευε τα μαλλιά.
Εγώ με την Βαριεντίνα, αφού κοιταχτήκαμε με κάποια απορία, τους αφήσαμε μόνους. Μπήκαμε μέσα στο παλιό κτήριο που ήταν ραγισμένο στους τοίχους, σε μερικές μεριές και κάμποσα τζάμια ήταν σπασμένα. Τα παράθυρα είχαν αντικατασταθεί με χάρμποτ ή παλιοσανίδες. Στο τζάκι έτριζε η φωτιά, σπινθηροβολούσαν τα κούτσουρα. Το πρόσεξα και θυμήθηκα τον Δούκα. Έζησα ακριβώς την εικόνα του εκείνο το βράδυ που είχε κάνει έρωτα με την Έλεν κατάχαμα και τελικά αποφάσισε να φύγει το πρωί. Η Βαριεντίνα δεν τα ήξερε όλα αυτά, έφτιαχνε καφέ στο τζάκι και μου φώναζε να βρω φλυτζάνια ή ποτήρια, κάτι τέλος πάντων να τον πιούμε. Βρήκα δυο μπακιρένιες κούπες, χύσαμε τον καφέ μέσα τους και κρατώντας τις στο χέρι τριγυρίσαμε στο εσωτερικό που ήταν αρκετά μεγάλο. Παντού υπήρχαν πίνακες, άλλοι κρεμασμένοι στους τοίχους, άλλοι κατάχαμα και δίπλα μικρογλυπτά μπρούτζινα, βιτρώ, αγαλματάκια μαρμάρινα μέσα σε γυάλινες βιτρίνες γεμάτες σκόνη και αράχνες.
Σταθήκαμε σε έναν πίνακα του Εγγονόπουλου, σε έναν άλλον του Χατζηκυριάκου-Γκίκα, πιο πέρα ένας Τσαρούχης με τα αιώνια ερωτικά του. Ναύτης ή στρατιώτης, εσατζής ή οικοδόμος με μάτια μεγάλα, απέριττα.
Διάφορες αφίσες και γκραβούρες στους τοίχους, οι πιο πολλές του περασμένου αιώνα και μια παραπεταμένη χάμω, τοσοδούλα, τη σήκωσε στην παλάμη της η Βαριεντίνα και διάβασε πάνω της τη Μεσαιωνική χρονολογία: Δεκαπέντε, πέμπτου το χίλια πεντακόσια τριάντα τρία. Ήταν το πορταίτο ενός ιεροεξεταστή, δουλεμένο με πενάκι.
Παντού κυριαρχούσε η εγκατάλειψη. Τα σπασμένα γυαλιά, οι ραγισμένες μποτίλιες, οι σκόρπιες θαλασσινές πέτρες, άλλες ζωγραφισμένες, άλλες σκαλιστές την δήλωναν ερμητικά. Αυτή η πικρή εγκατάλειψη μας είχε μαγέψει και η έλξη του παλιού, του πολυκαιρισμένου, μαζί με τους γρύλους που άρχισαν να λένε τον μονότονο  και ντρίλινο ήχο τους, χωρίς να το καταλάβουμε μα ς ένωσε τα χέρια. Αντιλήφτηκα μέσα στα δικά μου αυτά της Βαριεντίνας και μετά την κοίταξα στα μάτια. Ταράχτηκε Εγώ πρόσεξα πως τα χέρια της ήταν κρύα, γερασμένα και παλιά. Τόσο κρύα χέρια δεν είχα  ξανακρατήσει. «Κρύα χέρια, ζεστή καρδιά» μου χαμογέλασε αμήχανα. «Τα δικά σου είναι ζεστά» συνέχισε και μου τα σφιξε περισσότερο.
Καθίσαμε στο πέτρινο πεζούλι, δίπλα στο τζάκι, πάνω στα λαικά μαξιλάρια και στις ασβέστινες πετσούλες που έπεφταν εύκολα από τους τοίχους. Σε ένα σαμάρι είχαμε ακουμπήσει τα πόδια μας μισοαγκαλιασμένοι και πίναμε τον καφέ μας. Δεν τολμούσαμε να ξανακοιταχτούμε στα μάτια-αυτό που σκεφτόμασταν οι δυο μας δεν επρόκειτο να γίνει ποτέ. Βλέπαμε μόνο το ντουβάρι απέναντι με τους πίνακες, τη φωτιά που έκαιγε τριζοβολώντας. Η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, οι σκέψεις μας γίνονταν πιο σκόρπιες. Ύστερα δε μιλούσαμε πια, σα να είχαν στερέψει οι λέξεις κι έτσι κάποια στιγμή αποφασίσαμε να βγούμε έξω.
Διαβήκαμε τον πλακοστρωμένο διάδρομο προς το θέατρο να βρούμε τους άλλους. Σταθήκαμε εκεί στη νοητή είσοδο της πλατεία και κοιτάζαμε. Το θέαμα ήταν αποκρουστικό έως απαίσιο.
Ο Ντάφλος είχε μείνει μόνο με τη γραβάτα-κόκκινη να τη γυροφέρνει ο αέρας από εδώ κι από εκεί, έκανε ρυθμικές κινήσεις, κολλημένος, όρθιος, στη μέση της σκηνής, πίσω από τη γυμνή Έλεν. Γυμνή η Έλεν Νασοπούλου στην πλακόστρωτη σκηνή στα πενήντα της χρόνια. Και σκυφτή με τα χέρια κρεμασμένα μπροστά, σα να έκανε επικύψεις, βουβή μάλλον στο κλάμα. Χρόνια θα είχε να πάει με άντρα, ίσως από τότε με τον Δούκα κι έκλαιγε τώρα δυνατά, καθώς ο Ντάφλος βογκούσε σα δαμάλι που το έσφαζαν.


Πέρασε αρκετός καιρός από τότε που με τον Δούκα και τους αστυνομικούς είχαμε εισβάλλει στην κρεβατοκάμαρα και είχαμε κάνει τσακωτούς τον Τσάβαλο με τη Βασιλική. Αποκρυστάλλωμα ακριβώς δεν είχα βγάλει και για να πω την αλήθεια, κάπου ψιλοσυμπαθούσα τον Τσάβαλο. Και ακόμα πιο πολύ, επειδή μου είχε καρφωθεί η ιδέα πως δεν είχε τρέξει τίποτα μεταξύ τους. Η ιστορία θα έδειχνε αν πλανιόμουν ή όχι. Όλη η ιστορία που έμοιαζε με σκευωρία του Δούκα. Μπορεί η Βασιλική με κάποιον άλλον πρώην εραστή να τον είχε κερατώσει αλλά στην περίπτωση του Τσάβαλου μάλλον δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα.
Έτσι σκεφτόμουν λίγο μετά που με είχε καλέσει για κατάθεση ο ανακριτής στον οποίο βέβαια, κατέθεσα ότι ακριβώς είδα, χωρίς εικασίες. Ούτε για να μειώσω τη Βασιλική ούτε για να υπεραμυνθώ τον φίλο μου τον Δούκα που μούτρωνε όταν του τα έλεγα όλα αυτά. Ήθελε να είμαι πιο πειστικός, πιο εναντίον της δηλαδή. Και ο δικηγόρος του ακόμα πιο εμφατικά μου είπε: «Θα πεις ότι τους έχεις δει κι άλλες φορές, πως τους έχει πάρει το μάτι σου να κυκλοφορούν αγκαζέ, μη φοβάσαι, εμείς σε καλύπτουμε. Πες κι άλλα, πες ότι τους είδες να φιλιούνται στην ταβέρνα, στο κουτουκάκι, εκεί του φίλου σου του Λινάτσα. Έχουν πάει αρκετές φορές, δε θα πεις ψέματα, εξ άλλου θα τον καλέσουμε κι αυτόν για μάρτυρα.»
-Από τη στιγμή που δεν τους είδα δεν μπορώ να το ισχυριστώ, θα είναι ψέμα. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που θα έλεγαν εύκολα τέτοιο ψέμα. Εξ άλλου σας το είπα από την αρχή, δεν κάνω για μάρτυρας. Αν είναι έτσι δε θα έρθω καθόλου, είπα φανερά ενοχλημένος.
-Δεν μπορείς, είσαι αυτόπτης μάρτυρας και θα σε προσαγάγουν βιαίως, μου είπε αυτός κοιτάζοντας με μάλλον αντιπαθητικά.
Αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δεν τους συμπαθούσα αυτούς τους ανθρώπους, το σινάφι των δικηγόρων. Ούτε τους ανακριτές-στη δίκη θα παραβρεθείς, μη το σκέφτεσαι, μου είπε ο συγκεκριμένος που είχε αναλάβει την περίπτωση. Εγώ πάντως το σκεφτόμουν να μην πάω. Και το σκεφτόμουν τόσο πολύ, που πήγα να βρω τον Τσάβαλο στο νοσοκομείο. Ήταν ακόμα εκεί, νοσηλευόταν κι ας είχε περάσει περίπου ένας χρόνος από τότε που τον είχε σακατέψει ο Δούκας.
Τον βρήκα με πατερίτσες στο διάδρομο. Είχε αδυνατίσει πολύ, είχε αφήσει και τα γένια του να μεγαλώσουν κι έμοιαζε με ερημίτη. Μόλις με είδε ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Είναι συνταρακτικό να βλέπεις έναν άνθρωπο μεγάλον- εξηντάρη σχεδόν- να κλαίει. Εμένα πάντως με συγκινούσε, ίσως γιατί, είχα συνυφασμένο το κλάμα με τα παιδιά.
-Και συ ρε… μου είπε κι έκρυψε το πρόσωπο του και το κλάμα με την τραγιάσκα.
Με έπιασε ένας κόμπος, λύθηκαν τα γόνατα μου, δεν ήξερα τι να του πω.
-Τι δουλειά έχεις εσύ μ αυτόν; Αυτός είναι διάολου κάλτσα, παλιόπαιδο, τι σχέση έχεις εσύ μαζί του; Όλα αυτά είναι σκευωρίες δικές του κι όλα τα κάνει για το χρήμα. Τίποτε άλλο δεν τον ενδιαφέρει.
Δεν του απάντησα αν και αυτά αν και αυτά που έλεγε δεν τα πίστευα για τον Δούκα. Ο καθένας όμως έχει τις απόψεις του. έτσι πήγα και πήρα δυο καφέδες σε πλαστικά και τους ήπιαμε στο διάδρομο αμίλητοι. Η αλήθεια είναι πως τον παρατηρούσα και προσπαθούσα να τον ψυχολογήσω, να διεισδύω στα κατάβαθα του, μήπως και έβρισκα λίγο την πραγματικότητα των συμβάντων. Δεν έμοιαζε να κρύβεται αλλά πάλι που ξέρεις; Που ξέρεις πόσο καλά μπορεί να κρύβεται ένας άνθρωπος; Είχανε δει τόσα τα μάτια μας και περισσότερα είχαν ακούσει τα αφτιά μας που δεν μπορούσες να έχεις εμπιστοσύνη σε κανέναν και σε τίποτε. «Μη πιστεύεις σε κανέναν, όλοι κοροϊδεύουν» θυμήθηκα τη ρήση του πατέρα μου και ξανακοίταξα τον άνθρωπο που είχα απέναντί μου, στηριγμένο σε πατερίτσες.
-Την άλλη βδομάδα βγαίνω, μου είπε. Να έρθεις από το σπίτι να τα κουβεντιάσουμε. Εδώ δε λέγονται αυτά τα πράγματα, να έρθεις από το σπίτι, σε θέλω, εντάξει;
Είχα μια κάποια περιέργεια και πήγα. Έμεναν σε ένα διαμέρισμα μικρό, ημιυπόγειο. Φτώχεια και μούχλα επικρατούσε παρ ότι φαινόταν καθαρό. Τα έπιπλα ήταν παλιά και φθαρμένα από εικοσαετία ίσως και πλέον. Το φως δεν ήταν πολύ-σαν ημίφως- εκεί στο σαλόνι που καθίσαμε κι άνοιξα το σαθρό παράθυρο που έβλεπε στο στενό δρομάκι. Παρατήρησα κάποια σκουπίδια που είχε συσσωρεύσει εκεί ο άνεμος και μια γάτα με κοίταξε αλαφιασμένη.
-Είναι δική μας, μου είπε. Έλα εδώ μωρή! Κι εκείνη πήδηξε μέσα μαλιαρόγατη και γκαστρωμένη.
Γνώρισα και τη γυναίκα του την Ευτέρπη. Μια μεσόκοπη, χαροκαμένη και παλιά γυναίκα που περπατούσε με τα χέρια στους γοφούς. «Με πονάει η μέση μου παιδάκι μου» μου είπε όταν μας έφερε τους καφέδες κι εγώ την κοίταξα αλλήθωρα. Τι με νοιάζει εμένα, πήγα να σκεφτώ μα το κοψα. Παραγινόμουν κυνικός, λογάριασα τώρα τελευταία.
Η γυναίκα του έφυγε προς την κουζίνα σα δεν λέγαμε τίποτε και ο Τσάβαλος άρχισε να μου λέει μισοκλαίγοντας τα καθέκαστα.
-Δε φταίω εγώ, θέλω να το πιστέψεις αυτό κι έπαιζε με την πατερίτσα και την παντόφλα. Δε βλέπεις; Έμεινα κουτσός, ανάπηρος. Κοίτα πως με κατάντησε το κάθαρμα ο κουνιάδος μου Γιατί; Πες μου γιατί;
-Αυτός λέει άλλα πράγματα, του υπενθύμισα. Δεν μπορούσα να του μιλήσω κατάμουτρα γι αυτό που τον κατηγορούσαν. Εμένα μου φαινόταν πως θ άνοιγε η γη να με καταπιεί αν με κατηγορούσαν για τέτοιο πράγμα.
-Είναι παραμυθατζής. Τέτοιος ήταν πάντα μια ζωή κι όσο μεγαλώνει, ακόμα χειρότερα. Τα πιστεύεις εσύ αυτά; Εγώ τη Βασιλική την έχω σαν κόρη μου- έχω κόρη σχεδόν στην ηλικία της. Και απόδειξη γι αυτά που λέω; Έρχεται και με βλέπει συχνά που σημαίνει ότι δε φοβάται για τίποτε, δε ντρέπεται για τίποτε. Αν υπήρχε ντροπή ούτε που θα με πλησίαζε, έτσι δεν είναι; Αυτή όμως νοιάστηκε για μένα. Για φάρμακα, για γιατρούς, για όλα. Κι αυτός ο αλήτης δεν ήρθε να με δει ούτε μια φορά, ο αλήτης που με σακάτεψε. Πως θα ζήσω τώρα εγώ;
Αλλά θα το πληρώσει ακριβά, σκούπισε τα μάτια του. Θα το πληρώσει πανάκριβα μέχρι τον Άδη θα τον κυνηγάω, αν μπορέσω να τον καταστρέψω θα το κάνω. Ανασφάλιστο με είχε τόσα χρόνια το ξέρεις αυτό;
-Μα είναι και της Βασιλικής οι επιχειρήσεις, είπα.
-Δεν τα ξέρεις καλά, κούνησε το κεφάλι του. Τα κατάφερε ο παραμυθάς και δεν έχει τίποτε στο όνομα της. Μόνο το οίκημα, όλα τα άλλα, επιχειρήσεις, αντιπροσωπείες, καταθέσεις, όλα είναι στ όνομα του. Μέχρι λεφτά στην Ελβετία έχει, τι νομίζεις;… Και θέλησε τώρα μ αυτό το παραμύθι της μοιχείας να την εξοντώσει τελείως.
-Και συ; Απόρεσα, γιατί να μπερδέψει εσένα.
-Τι κι εγώ; Αγρίεψε. Εγώ επιστάτης ήμουν. Με φώναζε η Βασιλική σε διάφορες δουλειές. Έκανα τα πάντα, στο σπίτι, στα κτήματα, στα γραφεία, στο κότερο, έχουν και σκάφος, το ήξερες αυτό;
Ε, πήγαινα. Φτωχός άνθρωπος είμαι, τι να κανα, έχω γυναίκα, παιδιά, έξοδα. Από πού να βγούνε όλα αυτά με καταλαβαίνεις; Κι ο ίδιος μου έλεγε, «έλα αύριο από το χτήμα, έχουμε δουλειές». Και πήγαινα. Κακό έκανα;
-Κακό δεν έκανες του είπα εγώ και δεν ξέρω που βρήκα το θάρρος και του πέταξα κατάμουτρα: Πες την αλήθεια ρε Τσάβαλε, πήγες μαζί της;
-Άκουσε να δεις Αμβράζη, έσμιξε τα φρύδια του. Κοίταξε με καλύτερα: Μοιάζω για τέτοιος άντρας; [Η αλήθεια είναι ότι δεν έμοιαζε.]
-... και η αγκαλιά;
-Ποια αγκαλιά, έκανε ειρωνικά. Αφού και συ δεν κατάλαβες θα σου εξηγήσω. Εκείνη την μέρα η Βασιλική ήταν χάλια. Δεν ξέρεις εσύ πόσο χάλια γινόταν τελευταία με τα καμώματα του Δούκα. Την έπιανε κατάθλιψη, μελαγχολία, πως το λένε αυτό… μαράζι. Ο μεγάλος της καημός ήταν που δεν έκαναν παιδιά και δεν έφταιγε αυτή. Ο φίλος σου ο Δούκας έφταιγε με κατακεραύνωσε. Δεν ξέρω αν σου τα έχει πει αλλιώς, ότι δεν πιάνει η Βασιλική και τέτοια. Όλο τέτοια λέει στους άλλους χωρίς να ντρέπεται γιατί νομίζει πως θίγεται το αντριλίκι του να πει πως έχει αδύνατο σπέρμα. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν είναι μεγάλο το πρόβλημα αλλά επειδή φοβόταν τους γιατρούς κι ακόμα τους φοβάται, μου τα έχει πει, δεν πάτησε ποτέ πόδι στην πόρτα τους. Τον είχε φάει η κακομοίρα η Βασιλική επειδή τον αγαπούσε να πάνε στους γιατρούς να κάνει θεραπεία επειδή ήθελε να κάνουν παιδί. Έτσι είναι Αμβράζη, σπίτι χωρίς παιδιά τι να το κάνεις; Γι αυτό του τα έλεγε επειδή τον αγαπούσε και τον αγαπάει.
Σταμάτησε. Και σαν εγώ δε μιλούσα, ολοκλήρωσε:
-Εγώ; Εγώ την έχω σαν κόρη μου, δε σκέφτηκα ποτέ πονηρά, το ορκίζομαι στα παιδιά μου.

συνεχίζεται


2 σχόλια:

  1. Με κέρδισε πάρα πολύ η εντυπωσιακή εικόνα του ήρωα με την Βαριεντίνα μέσα στο παλιό σπίτι με τα κάδρα και τα έργα τέχνης. Ατμοσφαιρική εικόνα με μεγάλη ένταση και πλούτο. Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα φίλε Τζον. Δεν έχεις την αγωνία τι θα γίνουν οι ήρωες; και πολυηρωικό αυτό το μυθιστόρημα

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...