Τετάρτη 6 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 20




Στην αντρική του τιμή ορκιζόταν και ο Δούκας, «Μην ακούς τι σου λένε» μου ψιθύριζε συνωμοτικά. «Ξέρεις τι κουμάσια είναι και οι δυο τους; Μια μέρα θα σου τα πω όλα και τότε θα καταλάβεις, γιατί μέχρι τώρα κοιμάσαι Αλμύρα!»
-Ρε Πίθηκα, του είπα, τι να μου πεις, μη κάνεις τα πράγματα πιο περίπλοκα από ότι είναι. Πες ότι θέλεις ναχωρίσεις τη Βασιλική. Και κάτι άλλο: είναι αλήθεια αυτά περί γιατρών και ανικανότητας;
-Α, σου τα είπαν, έκανε. Εντάξει, περίπου έτσι είναι παραδέχτηκε. αλλά αυτό τι σχέση έχει με τη μοιχεία;
Η αλήθεια είναι πως είχα μπερδευτεί. Να ήταν τόσο καλός στην υποκριτική ο Τσάβαλος; Ο Πίθηκας δε φαινόταν ή δεν έδειχνε κάτι τέτοιο. Τουναντίον ζούσε τα γεγονότα με βρασμό, με μια ένταση ανθρώπου που έψαχνε το δίκιο του.
Από την άλλη πλευρά η Βασιλική, αυτή η παράξενη και σιβυλλική οπτασία ύπαρξης, έμενε παράμερα. Στην άκρη των γεγονότων, χωρίς να μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει, να μιλήσει, να βγει από τη σιωπή που όλο και περισσότερο την τύλιγε τελευταία. Ήταν και οι τρεις τους καλοί ηθοποιοί με πρώτο και καλύτερο τον Δούκα που παρέμενε αμετάπειστος-σχεδόν ανέκδοτος που έλεγε και ο πατέρας μου όταν ήθελε να πει ανένδοτος- για τις ένοχες σχέσεις της Βασιλικής.
Εγώ πάλι δεν μπορούσα να τη φανταστώ να κάνει έρωτα με τον Τσάβαλο, δε μου ερχόταν εύκολη αυτή η εικόνα. Και γιατί μ αυτόν; Δεν υπήρχαν τόσοι άλλοι; Έπρεπε να μπλεχτεί εκεί στο συγγενολόι του άντρα της; Τα ερωτήματα δεν εύρισκαν καθαρή απάντηση και το παράλογο είναι πως έγινε πρώτα η δίκη εναντίον του Δούκα για χειροδικία και επικίνδυνες σωματικές βλάβες. Αυτό ήταν που τον αντάριαζε περισσότερο και φώναζε στο δικαστήριο σαν τρελός.
Παρ όλα  αυτά φυσικά δε γλίτωσε. Παρ ότι ο δικηγόρος του, αυτή η μαϊμού, προσπάθησε να το παρουσιάσει σαν ατύχημα, πάνω στο βρασμό της ψυχής είπε, τον έσπρωξε κι αυτός  παραπάτησε και χτύπησε στο μάρμαρο, στις σκάλες- ποιες σκάλες; Τέτοιες δεν υπήρχαν στο δωμάτιο αλλά που να βρεις άκρη με τους δικηγόρους.
Εγώ βέβαια και οι δυο αστυνομικοί, μάλλον κακομοίρικα αυτοί, αμφέβαλαν είπαν για τις προθέσεις του Δούκα, πείσαμε τελικά τους δικαστές πως τον είχε χτυπήσει εσκεμμένα και επικίνδυνα.
Αυτό δε μου το συγχώρεσε ποτέ ο Δούκας.
-Ούτε ένα αθώο ψεματάκι δεν μπορείς να πεις, μου έγρουξε στο διάδρομο. Εσύ ένας ολόκληρος ψευταράς! Αλλά θα μάθεις κάποτε την αλήθεια και τότε θα έχεις τύψεις, επέμενε σα να μου έκρυβε κάτι.
Δικάστηκε ενάμισι χρόνο φυλακή εξαγοράσιμη. Συν τα υπόλοιπα, νοσηλείες, ασφάλειες, ψυχική οδύνη, συνταξιοδότηση του Τσάβαλου που δεν μπορούσε πια να εργαστεί. Την πλήρωσε πανάκριβα τη νύφη ή μάλλον την καρεκλιά αλλά δεν τον ενδιέφερε είχε τόσα χρήματα που αυτό ήταν το λιγότερο. Εκείνο που τον ενδιέφερ ήταν πότε θα εκδικαζόταν η δικιά του μήνυση για τη μοιχεία.
-Άκου ρε, έλεγε μπαρουτιασμένος. Είναι δικαιοσύνη αυτή Αμβράζη; Να πηγαίνεις για μαλλί και να βγαίνεις κουρεμένος; Που ακούστηκε από κατήγορος να πηγαίνεις κατηγορούμενος; Πουθενά. Μόνο εδώ συμβαίνουν αυτά αλλά θα τους δείξω εγώ, θα έρθει και η σειρά τους.
Εκείνη την εποχή, φυσικά είχε φύγει από το σπίτι και έμενε σε κάποιο πανάκριβο ξενοδοχείο. Ζούσε εν κραιπάλη. Καζίνο, χαρτιά, γενικά τζόγος. Έπαιζε μεγάλα ποσά, γυρνούσε με γυναίκες ευκαιριακές της μιας μέρας. Σιγά-σιγά παραμελούσε τις δουλειές του. Δεν τον αναγνώριζα αυτό το διάστημα και μου θύμιζε τον Δούκα των τελευταίων ημερών στη Ρόδο. Μίκραινε, πολύ, αυτός που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο.. Έχανε τη μεγαλοπρέπεια του, γινόταν κοινός, ασήμαντος ανθρωπάκος. «Θα τους δείξω εγώ ποιος είμαι!» έλεγε συχνά. «Ο Δούκας δεν πεθαίνει ρε! Ο Δούκας είναι αρσενικό!»
Αλλιώτικα μου φαινόταν όταν τα έλεγε τότε στις νεανικές μας παρορμήσεις. Τώρα που κόντευε τα τραντα πέντε το νόημα της φράσης άλλαζε, έχανε την εφηβική αφέλεια το τι θα γίνουμε σαν μεγαλώσουμε.
Έπειτα οι καιροί δεν ήταν ίδιοι. Ο Δούκας ήταν δηλωμένος Δεξιός και στην εξουσία τώρα είχαν ανέλθει οι Σοσιαλιστές. Έτσι δεν εύρισκε εύκολα  τις άκρες που αναζητούσε ή που είχε πριν.
-Τώρα θα δω τον φίλο σου! Θριάμβευσε ο Ντάφλος. Να δούμε πως θα τα βγάλει πέρα με τόσες λοβιτούρες που έχει κάνει.
Έμοιαζε μια εποχή ευτυχισμένη για τους Έλληνες. Η μεταπολίτευση προχωρούσε γοργά και τα όνειρα της επαναστατημένης γενιάς του Πολυτεχνείου που ήταν και η δικιά μας, φαίνεται πως έπαιρναν σάρκα και οστά. Κόκαλα που λέμε. Και οι Έλληνες πολίτες πίστευαν και νόμιζαν πως είχαν βάλει για πάντα στην άκρη τον συντηρητισμό- έτσι απλά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας όπως διατεινόταν ο Αντρέας Παπανδρέου, ο καινούργιος πρωθυπουργός. Και είναι αλήθεια πως ένας διάκοσμος πλουραλισμού μεγαλοποιούσε τις καταστάσεις και άφηνε να υφαίνεται μια καλύτερη κοινωνική ευμάρεια. Το χρήμα κυκλοφορούσε άφθονο, άνοιξαν οι εργασίες, η μεσαία τάξη πήρε επάνω της. Ακόμα και τα δικά μου τα τρισάθλια οικονομικά σα να καλυτέρευαν. Φυσικά πάντα εκεί, προσπαθώντας να στήσω τη φυλλάδα που μια έβγαινε και μια πήγαινε περίπατο, σύμφωνα με τις μεγαλοφωνίες των καιρών.
Θα ήταν Άνοιξη πια, όταν έγινε το καινούργιο δικαστήριο στην υπόθεση του Δούκα. Άλλα στοιχεία διαφορετικά από αυτά που είχαν ειπωθεί δεν παρουσιάστηκαν. Ίδιοι μάρτυρες, ίδιοι δικηγόροι, είπαν τα συνηθισμένα πράγματα σ αυτές τις περιπτώσεις και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να μη συνδικαζόταν δυο τέτοιες μηνύσεις ή γιατί να μην εκδίκαζε το ίδιο προεδρείο. «Είναι για να μας τα παίρνουν, να μαζεύουν χρήμα» μου είπε ο Δούκας και πιθανώς είχε δίκιο. Μόνο που εγώ δεν ήμουν πάντα τόσο καχύποπτος για τις πράξεις των ανθρώπων. Πίστευα ακόμα πως οι άνθρωποι ψάχνουν το καλό με εκείνη την παιδική ψευδαίσθηση.
Εν πάση περιπτώσει, άξιο λόγου και ταρακουνήματος, ήταν η απολογία του Δούκα.
-Πως ονομάζεσαι; Τον ρώτησε ο πρόεδρος.
-Κερατάς ή Π’ιθηκας! Είπε και έμεινε όλο το ακροατήριο.
-Είπα πως ονομάζεσαι! Προσπάθησε να τον επαναφέρει στην τάξη.
-Σας είπα κύριε πρόεδρε: Κερατάς! Κι έβαλε τα κλάματα, αυτός ένα ολόκληρο θηρίο.
Όταν συνήλθε και το δικαστήριο έβγαλε την απόφαση εις βάρος της Βασιλικής και του Τσάβαλου, έμεινε τελευταίος, συντετριμμένος. Αυτή η λέξη του ταίριαζε ακριβώς: Συντετριμμένος.
Εγώ δεν το περίμενα, αυτό δεν ήθελε, σκέφτηκα και θυμήθηκα τα περί αβύσσου της ψυχής.
Ο Δούκας έκλαιγε με αναφιλητά σα μικρό παιδί με το κεφάλι ανάμεσα στις φούχτες, πίσω από μια κολόνα. Τον παρακολουθούσα από μια απόσταση δίχως να κάνω κίνηση να τον πλησιάσω. Φοβόμουν την αντίδραση του μου είχε πολλά μαζεμένα, δεν ήξερα μέχρι που μπορούσε να φτάσει.
Εν τέλει έδιωξα τις ανασφάλειες μου, πήγα κοντά του. Τον έπιασα από τους ώμους κοιταχτήκαμε στα μάτια κι αργά-αργά τον παρέσυρα προς την έξοδο.

Ήταν ένα βράδυ σκοτεινό και κρύο. Την προηγούμενη μέρα είχε χιονίσει στην Αθήνα που έμοιαζε με μια βασανισμένη πόλη. Οι άνθρωποι της δεν ήταν συνηθισμένοι σε παρόμοιες καταστάσεις. Σπάνια χιόνιζε σ αυτή την πόλη κι όταν συνέβαινε θα ήταν για λίγο, το πολύ μια μέρα ή ένα βράδυ και τότε όλοι έτρεχαν να χαρούν την ασπράδα, τη λευκότητα. Μόνο που μερικοί είχαν άλλα πράγματα να σκεφτούν και να κάνουν, δεν τους ένοιαζε το χιόνι. Ένας απ αυτούς ήταν ο Δούκας που εκείνο το βράδυ ξεφάντωνε μέχρι αργά σε σκυλάδικο της περιοχής. Είχε χωθεί εκεί από νωρίς- στη Βασιλική είπε πως είχε δουλειά και θα αργούσε- αλλά δεν είχε και πολύ κέφι απόψε. Είχε βάλει ένα μπουκάλι μπροστά του κι έπινε. Έπινε και πετούσε βαριεστημένα λουλούδια στις τραγουδίστριες. Δίπλα του καθόταν η Φραντζέσκα. Όμορφη, στιλπνή και λυγερή. Η Φραντζέσκα που ήταν το παιδικό όνειρο του. Ο πρώτος του έρωτας και τώρα που είχαν ξαναβρεθεί εδώ και κάμποσο καιρό, είχε ξαναανάψει. Αυτή η γυναίκα του ταίριαζε, καμιά άλλη σκεφτόταν και όχι η Βασιλική αλλά πάντα τον τρόμαζε αν θα ζούσε κάποτε μαζί της.
-Μα τι έχεις; Του παραπονέθηκε μουτρωμένη κατεβάζοντας ένα ποτήρι.
-Δεν έχω τίποτε, μην πίνεις πολύ, της απάντησε.
-Πως δεν έχεις; Μούτρα είναι αυτά; Και μη μου λες εμένα να μη πίνω γιατί θα τα κάνω λίμπα εδώ μέσα!
Ήταν άγρια και ορμητική. Η μόνη γυναίκα που του μιλούσε έτσι.
-Δε φτάνει που δε με παντρεύτηκες αλλά συνεχίζεις και να μου κάνεις μαύρη τη ζωή με τα καμώματα σου. Σε βαρέθηκα! Δούκα έχεις γίνει ανίκανος, έχεις γίνει βλάκας το καταλαβαίνεις; Πάω να φύγω.
-Μη φεύγεις, μείνε, της είπε σαν την είδε να κάνει πως σηκώνεται. Εντάξει, έχεις δίκιο αλλά ξέχνα τα τώρα.
Η Φραντζέσκα όμως είχε πάρει φόρα. Κι όταν συνέβαινε κάτι τέτοιο άιντε να τη σταματήσεις Δεν την ένοιαζε τίποτε, τα λεγε όλα χύμα και τσουβαλάτα. « Τι λες μωρέ μαλάκα,» του είπε φωναχτά, «που θα μείνω εγώ μια ζωή να περιμένω εσένα. Υπάρχουν άλλοι που με ζητάνε, ένα σωρό άντρες που πιθυμάνε το κορμάκι μου, εσύ μια ζωή έτσι θα είσαι. Όλο θα χωρίσω και θα χωρίσω και συνέχεια στα φουστάνια της Βασιλικής είσαι. Τι μας λες τώρα ρε ηλίθιε, σε μας δεν περνάνε τα παραμύθια σου. Τι είμαι εγώ κανένα κοριτσάκι που βγήκε χτες στο σεργιάνι; Φεύγω και δε θέλω να σε ξαναδώ! Δε με ενδιαφέρεις Δούκα το κατάλαβες;
Μέσα στην οχλοβοή λίγοι πήραν μυρωδιά τον τσακωμό τους. Μερικοί που αντιλήφτηκαν τον σηκωμό της και το σπάσιμο του ποτηριού με δύναμη στο μωσαϊκό, γύρισαν το κεφάλι τους να δουν κι ύστερα επέστρεψαν στο ποτό τους.
Η Φραντζέσκα έφυγε φουρτουνιασμένη. Τον άφησε εκεί μόνο του κι απορημένο να συνεχίζει το πιόμα. Σε λίγο πήγε κοντά του και κάθισε στο τραπέζι μια κοπέλα του μαγαζιού. Της έβαλε να πιει κι άρχισε την κουβέντα μαζί της. Σιγά-σιγά τα ξέχασε όλα. Μπήκε μέσα στη ζάλη του ποτού, τον έπιασε το γέλιο, πήρε μπροστά ο παλιός Δούκας. Ανέβηκε στην πίστα και χόρεψε ζεϊμπέκικο, ήταν χορευταράς κι όλο το μαγαζί χειροκροτούσε. Σκόρπισε ένα κάρο χρήματα στις λουλουδούδες και κάποτε, όχι πάντως πολύ αργά, γύρω στις δυο ξεκίνησε τρεκλίζοντας για το σπίτι του. Ο παγωμένος αέρας τον χτύπησε στο μέτωπο και βιάστηκε να μπει στο αυτοκίνητο του, ζαλισμένος ακόμα περισσότερο. Σχεδόν με το ζόρι οδηγούσε στην αρχή, ούτε ταχύτητα δεν μπορούσε να βάλει, τόση ήταν η σούρα του.
Έφτασε παρ όλα αυτά σχετικά γρήγορα στο σπίτι του, ήταν γερό σκαρί και τα ξεπερνούσε εύκολα. Έτσι και τώρα κατάφερε να γίνει αξιοπρεπής για να μη δείξει στη γυναίκα του το παραμικρό- εξ άλλου είχε πει πως θα ήταν σε δουλειά. Αλλά για καλύτερα σκέφτηκε να μη μπει από την κύρια είσοδο για να μη την ξυπνήσει, έτσι κι αλλιώς έπρεπε να κοιμόταν τέτοια ώρα και πήγε πίσω από την κουζίνα. Έβαλε το κλειδί, άνοιξε αθόρυβα και στο σκοτάδι έβγαλε τα παπούτσια του. Πατώντας στις μύτες περπάτησε προς το σαλόνι και σκέφτηκε πως θα κοιμόταν εκεί στον καναπέ, το έκανε πολλές φορές, του άρεσε. Τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά του συνέβαινε θα είχε πάνω από δυο μήνες να πάει επάνω και να ξαπλώσει μαζί της. Κάτι όμως εκείνο το βράδυ τον έκανε να πάει προς την κρεβατοκάμαρα. Είδε και λίγο φως αναμμένο, αν και ενίοτε το ξεχνούσε η Βασιλική αλλά του φάνηκε πως άκουσε κάποιο θόρυβο σαν τρίξιμο κρεβατιού. Γύρισε λοιπόν και πήγε προς τα εκεί πάντα αθόρυβα. Από τον πλατύ διάδρομο είδε την πόρτα μισάνοιχτη, έφτασε κι έμεινε κόκαλο. Στο μισοσκόταδο είδε τη γυναίκα του γυμνή αγκαλιά με έναν άντρα στο κρεβάτι και δεν ήξερε τι να κάνει. Τόση ήταν η κατάπληξη του που έμεινε εκεί σα χαζός να βλέπει. Ποιος είναι; Αναρωτήθηκε πιο ηλίθια λες και αυτό είχε σημασία κι έπαθε το μυαλό του όταν αναγνώρισε τον Τσάβαλο, τον γαμπρό του. Παρ όλα αυτά, πράγμα περίεργο, δε θύμωσε. Δεν είχε σκεφτεί ποτέ πριν τι θα έκανε σε ανάλογη στιγμή και ούτε φανταζόταν πως θα του τύχαινε. Έπιασε τον εαυτό του μάλιστα να ερεθίζεται κάνοντας μπανιστήρι στη γυναίκα του και τον υπόμεινε μέχρι τέλος τον οργασμό τους. Η Βασιλική φώναζε και βογκούσε δυνατά, το ίδιο και ο άλλος, το γουρούνι, σκέφτηκε. Μαζί του δε θυμήθηκε να έκανε ποτέ της έρωτα έτσι η Βασιλική. Μια ζωή τη μυξοπάρθενη παριστούσε. « Την πουτάνα» ομολόγησε και παραδέχτηκε στον εαυτό του. «Ρε την πόρνη» συνέχισε και σαν ένιωσε τώρα τα νεύρα του να φουντώνουν επικίνδυνα πήρε των ομματιών κι έφυγε. Έφυγε το ίδιο αθόρυβα που είχε πάει. Βγήκε από την κουζίνα και ξαναπήγε στο σκυλάδικο. Έμεινε εκεί μέχρι το πρωί που τον πήραν σηκωτό τα γκαρσόνια κι ευτυχώς που βρέθηκε κάποιος φίλος να τον πάει στο ξενοδοχείο.
Την άλλη μέρα που ξαστέρωσε καθώς έπινε τον καφέ του τα ξανασκέφτηκε όλα. Μέσα στο σπίτι του σκεφτόταν, μέσα στο σπίτι του. Τουλάχιστον δεν πήγαινε σε κανένα ξενοδοχείο όπως αυτός! Αυτή ξεπερνούσε όλα τα όρια και δεν της φαινόταν της παλιοπουτάνας. Σιγά-σιγά όμως, χαμογέλασε. Πήρε την απόφαση να μην πει τίποτε, το έβλεπε ανώφελο εξ άλλου ποιος θα τον πίστευε αλλά θα ήταν και κοινωνική κατακραυγή, τέτοιο σκάνδαλο. Θα άφηνε να περάσει κάμποσος καιρός και θα ζητούσε διαζύγιο θα εύρισκε τρόπο να το πάρει αλλά περισσότερο τον πείραζε να τον πούνε κερατά. Μειωνόταν ο ανδρισμός του, δεν συνέφερε.
Τελικά δεν το κατάφερε, δεν άντεξε το βάρος όλης αυτής της πράξης καθώς μάλιστα συνεχιζόταν κι έτσι έφτασε στο γνωστό αποτέλεσμα των δικαστηρίων.
Όταν μου τα διηγήθηκε αυτά, εκείνη τη μέρα μετά το δικαστήριο, λυπήθηκα τον εαυτό μου που τόσο πολύ είχα αδικήσει τον φίλο μου, που τόσο είχα πλανηθεί και τώρα δεν μπορούσα να το αλλάξω.
- Δε χρειάζεται, μου είπε ο Δούκας, εγώ δε σου κρατάω κακία. Με τσάτισε όμως που δε με πίστευες και δε θα σου τα έλεγα όλα αυτά- δεν τα έχω πει σε κανέναν- αν ήξερα πως θα λυπόσουν τόσο που να γίνει μια παλιογυναίκα, εμπόδιο στη φιλία μας. Πάλι φίλοι είμαστε, εγώ τις γυναίκες τις έχω γραμμένες εκεί που πρέπει. Μην είσαι κορόιδο Αλμύρα και μη σε βάλει ποτέ καμιά γυναίκα από κάτω. Να το θυμάσαι: Δούκας.

συνεχίζεται

3 σχόλια:

  1. Μου άρεσε πάρα πολύ και η αναφορά σου στο κοινωνικό πολιτικό περιβάλλον της εποχής. Το κάνει απόλυτα ρεαλιστικό.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ναι, αυτό το μυθιστόρημα εξελίσσεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, οπότε λογικά μου έρχονταν αυτές οι αναφορές. Καλημέρα.

      Διαγραφή
    2. Και τελικά να που δικαιώθηκε ο Δούκας στην τελική. Αυτή του η εμπειρία στο σπίτι του ήταν απίστευτη. Καλησπέρα Κώστα.

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...