Κυριακή 31 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ 30



Δεν ξέρω πως και γιατί αλλά όποτε θυμόμουν τον Τασούλη- και τον θυμόμουν συχνά- ερχόταν στο νου μου η πάλη της γάτας με την ακρίδα. Και ποτέ δεν ήταν η γάτα.
Ήταν πια ένα έρμαιο της καταστροφικής, ερωτικής ζωής του. Ένας άνθρωπος που λες και ζούσε μόνο γι αυτό, χωρίς ιδανικά, δίχως κανένα σκοπό να ορίζει τον κόσμο του.
Έφυγε εκείνη την Κυριακή από το πατρικό του σπίτι. Πήγε κι έμενε εκεί στη βρώμικη γκαρσονιέρα, αλλάζοντας τεκνά, κάθε λίγο. Με την πάροδο του χρόνου είχε ασχημύνει, περισσότερο. Βούλιαζε μέσα στα κενά της ανυπαρξίας. Είχε γίνει ένας καθαρά αντεργκράουντ ομοφυλόφιλος.- μια ξεφωνημένη αδερφή. Σαν τον άγγελο, σαν όλους αυτούς που σύχναζαν στη Συγγρού. Ντυνόταν γυναικίστικα, μόνο όταν ήμασταν μαζί προσπαθούσε να κρυφτεί. Μερικές φορές όμως, του ξέφευγε καμιά ερωτική ματιά, κάποια ερωτική διάθεση απέναντι μου. Σκεφτόμουν πως κάποτε θα μου το έλεγε αυτό. Φαινόταν όμως από μακριά η αρνητική μου θέση για κάθε τι τέτοιου είδους σχέσεις κι έτσι έμενε αναπάντητο το ερώτημα μου αν ήταν ερωτευμένος μαζί μου, αν και η Βαριεντίνα μου είχε πει μεταξύ σοβαρού και αστείου πως ο Τασούλης με γούσταρε.
Στα μεταξ΄ύ διαστήματα, με έπαιρνε που και που τηλέφωνο η μητέρα του. Μου άρχιζε τα παράπονα. Αχ, παιδί μου, έτσι ο Τασούλης, αλλιώς ο Τασούλης, δεν ξαναπερνάει καθόλου από το σπίτι αλλά εγώ που είμαι μάνα ενδιαφέρομαι και μαθαίνω. Αχ, τι θα κάνω η δόλια μ αυτό το παιδί! Τι να σου πω, εσύ τον βλέπεις καθόλου; Την τελευταία φορά που ήρθε μας μαύρισε στο ξύλο, δεν είναι παιδί αυτός, είναι διάβολος, αχ, τι να κάνω;
Παρ ολίγο να γελάσω στην ιδέα και την εικόνα με τον Τασούλη να τις δέρνει. Φαντάστηκα τη σκηνή αλλά τελικά δε γέλασα, μου φάνηκε ανόητο.
Μου τα έλεγε αυτά η μητέρα του, με τη βραχνή, αγχώδη φωνή της και με έπιανε μια λύπηση. Δεν ήξερα, τι να της πω, δεν μπορούσα να της πω τίποτε. Εκείνη πάντα έμοιαζε σαν κάτι να περίμενε από μένα. Τη ρώτησα γιατί τις έδειρε, μου απάντησε πως γύρευε λεφτά από την πατρική περιουσία για να κάνει αυτά που έκανε με τα άλλα γουρούνια του σιναφιού του. Η φωνή της ήταν σκληρή όταν μου έλεγε όλα αυτά αλλά στον ίδιο ποτέ δε μιλούσε έτσι. Της έδινε κλωτσιές στα πισινά. Αστείο φαινόταν αλλά δεν ήταν.
Της είπα, πως είχε κι αυτός κάποιο δίκιο. Μου απάντησε κάπως εχθρικά πως, αν δεν άλλαζε ζωή, δεν είχε να λάβει τίποτε από αυτούς.
Χωρίς λεφτά, δίχως δουλειά, χωρίς φίλους, σερνόταν σε όλα τα γκέι καταγώγια. Κάπνιζα φτηνά, άφιλτρα τσιγάρα, λερός, ασήμαντος, διάβαινε τα βράδια στα υπόγεια, ντυμένος με παλιά, βρώμικα, ξεφτισμένα ρούχα. Εκείνο το γκρι, πιτσιλωτό μπουφάν που το φορούσε από τότε που τον είχα γνωρίσει, είχε γίνει ένα επάνω του ένα με τον εαυτό του. Πετσί και κόκαλο καθώς είχε γίνει, ξανθός, ασπρουλιάρης, έμοιαζε με κιτρινιάρη γέρο. Ναι, γερνούσε πρόωρα. Γερνούσε πριν της ώρας του, βιαστικά, δεν προλάβαινε το τραίνο. Ποιο τρένο; Αλίμονο, θλίψη και φρίκη κυλούσε η ζωή του, το ποτάμι που λέγαμε, τον παράσερνε στον πέρα κόσμο, τον αλήτευε σε σκοτεινούς διαδρόμους. Σε τέτοιους που τον έμπλεξαν τέσσερις-πέντε σαχλόμαγκες εκείνο το βράδυ, που είχε κάνει το λάθος να τους πάει στη γκαρσονιέρα του. Παλιόμουτρα του κερατά, φασιστοειδείς φάτσες, τατουάζ στα μπράτσα, σκουλαρίκια στ αφτιά. Κάπνισαν χασίς , ήπιαν κανα δυο μπουκάλες κονιάκ, αγρίεψαν περισσότερο. Του την έπεσαν, τον βίασαν, έκαναν ότι έκαναν, τον παράτησαν εκεί καταματωμένο και πρησμένο από το ξύλο.
Έτσι τον βρήκα την επόμενη από το συμβάν που έτυχε να περνάω από εκεί και σκέφτηκα να περάσω να τον δω. Κάθισα στο βρώμικο καναπέ, τον κοίταξα που προσπαθούσε να ανασηκωθεί και δεν τα κατάφερνε. Τον βοήθησα και ξανακάθισα στον καναπέ. Όλο το σκηνικό, κουβέρτες, σεντόνια, και λοιπά, βρωμούσαν ποδαρίλα και σεξ- ποιος ξέρει αν είχαν πλυθεί ποτέ τους.
Σκουπίδια κατάχαμα, περιοδικά, εξώφυλλα πορνό, στον τοίχο καρφωμένες μερικές φωτογραφίες. Σε μια από αυτές ήταν ο ίδιος ντυμένος γυναικεία σε σέξυ, ολόσωμη στάση. Δίπλα κάποιες άλλες από το θέατρο που είχαμε παίξει τότε δε θύμιζαν τίποτε από εκείνον τον Τασούλη , έστω και με βαμμένα κατάξανθα μαλλιά, έστω και γέρο να παίζει τον παππού, τον πατέρα του Μπρικ. Αλλά τι λέω, τώρα του έμοιαζε περισσότερο, τώρα που είχε γίνει γέρος, ρυτιδιασμένος, ανήμπορος λίγο πριν από τα σαράντα του χρόνια. Σε μια άλλη απέναντι, ήταν εικοσάρης, γερός, παχουλούτσικος, χαρούμενος. Πόσο είχε αλλάξει τώρα; δεκαπέντε χρόνια μετά; Ήταν τόσο απρόβλεπτος ο μαρασμός του, τα είχε όλα τόσο παρατημένα: Τη θέληση που είχε πριν, τη διάθεση να δημιουργήσει, να κάνει καριέρα, να σπρώξει τα πράγματα λίγο πάρα πέρα, όπως έλεγε. Τώρα είχε ξεχάσει τα πάντα. Καθόταν εκεί, μαυρισμένος στο ξύλο, ανακούρκουδα, μισόγυμνος, να μυξοκλαίει.
Πρέπει να σε δει κάποιος γιατρός, μίλησα κάποτε.
-Γιατρός; Απόρεσε και με κοίταξε σα φοβισμένο ζώο. Τα μάτια του τρεμόπαιξαν.
-Ναι, κάποιος γιατρός τέλος πάντων, να σου καθαρίσουν τα τραύματα, να δούμε τι έχεις…
-Δεν πάω εγώ σε γιατρούς, σταμάτησε να κλαίει. Δεν έχω καμιά σχέση μ αυτούς, είμαι μια χαρά, θα μου περάσει και με κοίταξε πιο προσεκτικά, πόσο καλοντυμένος ήμουν. Πάνε καλά οι δουλειές;
Σταμάτησε για λίγο.
-Δεν έχεις ανάγκη εσύ, τα κατάφερες, είσαι σκληρός, συνέχισε με κάποια δόση ζήλειας.
-Τι κατάφερα; Ρώτησα εγώ με ειλικρίνεια.
-Ε, πως! Σα να πειράχτηκε. Λεφτά, όνομα, αυτοκίνητα, πλούσια γυναίκα, μπήκες στο κλάμπ του κατεστημένου. Αλήθεια τι γίνεται η Λουτσία;
-Μια χαρά είναι, δεν έχουν ανάγκη οι γυναίκες. Όσο για μένα δεν είναι και τόσο ρόδινα όσο φαίνονται.
Έγινε λίγη σιωπή.
-Με πήρε τηλέφωνο η μητέρα σου, συνέχισα και πετάχτηκε πάνω κουτσαίνοντας.
-Δε με νοιάζει γι αυτή τη σκρόφα! Μούγκρισε. Τα ακούς; Ούτε γι αυτή ούτε για την άλλη. Κι αν είσαι φίλος μου να μη μου ξαναμιλήσεις γι αυτές. Με παράτησαν με έκαναν όπως με έκαναν. Μια ζωή κυνηγημένος, ένα καμένο χαρτί. Η ηλίθια η αδερφή μου και η μαλακισμένη μάνα μου!
Πως μιλάς έτσι για τη μάνα σου; Για την αδερφή σου;
-Έτσι μιλάω ρε! Έκανε περιφρονητικά Δεν τους χρωστάω τίποτε κι αν έγινα ρεμάλι απ αυτούς έγινα. Αλλά βλέπω πως ακολουθάς κι εσύ το δρόμο τους. Έγινες κωλοαστός! σάρκασε. Ο Αμβράζης κωλοαστός!
-Τι ήθελες να κάνω; Τον κοίταξα στα μάτια.
-Δεν ξέρω, είπε τώρα άσκεφτα, δε με νοιάζει, κάνε όπως θέλεις και ξανακάθισε.
Σχεδόν αμέσως σηκώθηκε. Πήγε στην κουζίνα και γύρισε με δυο σκουριασμένα κονιάκ.
-Θα τα πιούμε και θα φύγεις, μου είπε. Δε θέλω να ξανάρθεις. Δε θέλω να βλέπεις το χάλι μου, άσε με εμένα, έτσι έγινα εγώ. Τι θέλεις εσύ με τα σκουπίδια; Τράβα, έχεις άλλο δρόμο.
Δεν ήξερα τι να του πω, ούτε τι να κάνω, δεν ήμουν ποτέ ένας καλός παρηγορητής. Μέσα μου λυπόμουν βαθιά για την κατάντια του φίλου μου κι απ την άλλη κάτι σαν αδιαφορία με τσιμπούσε. Τι με νοιάζει εμένα; Ψυχανεμίστηκα. Δεν μπορώ να σώσω εγώ τον κόσμο, έτσι σκέφτηκα και ντράπηκα. Παλαιότερα ποτέ δε σκεφτόμουν έτσι. Τώρα έπιανα τον εαυτό μου πολλές φορές στα πράσα. Γινόμουν βολεψάκιας, ας τον κόσμο να κουρεύεται, έλεγα. Μετάπτωση σημαντική, κούραση μαζί με απογοήτευση από τους ανθρώπους. Κούραση, θες κι ανημποριά. Πάντως πολύ λυπήθηκα και τον εαυτό μου εκείνο το βράδυ.
-Τα ήπιαμε, φύγε τώρα, μου είπε πονεμένα κοιτάζοντας με στα μάτια.
-Μου έδωσε το χέρι, γύρισε την πλάτη να μη δω που έκλαιγε. Του έδωσα εγώ το δικό μου, χαιρετηθήκαμε και ήταν σα να τον έβλεπα για πρώτη και τελευταία φορά. Έβγαλα από την τσέπη μου ένα μάτσο χιλιάρικα, τα ακούμπησα στο τραπέζι και με σιγανά βήματα έφυγα.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...