Σάββατο 9 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 22





Ήταν και η άθλια οικονομική κατάσταση που πίεζε τον Τασούλη. Έψαχνε το μεροκάματο, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τώρα μάλιστα που έπρεπε να πληρώνει ενοίκιο για τη γκαρσονιέρα που είχε νοικιάσει μόνος του κάπου στα Πατήσια. Το μόνος του βέβαια ήταν σχετικό γιατί όλο και κάποιο «τεκνό» θα φιλοξενούσε για παρέα. Έμοιαζε όμως να μη τον νοιάζει, δε μιλούσε καθόλου γι’ αυτά. Το οικονομικό και το ερωτικό του πρόβλημα που γινόταν ένα. Μου τα είπε στα ίσια για πρώτη φορά, όταν πήγα στη γκαρσονιέρα για να του μιλήσω τα καθέκαστα για το θέατρο.
-Αμβράζη, αγόρι μου εγώ δε σκάω, δε με πειράζει ότι και να σκεφτείς, έτσι τι βρίσκω εγώ, τι χολοσκάς;
-Εγώ… δε χολοσκάω… τα μάσησα λίγο. Εγώ για άλλο πράγμα ήρθα, όχι για τα προσωπικά σου…
Η γκαρσονιέρα ήταν σε μια παλιά πολυκατοικία. Ανέβηκα στη σοφίτα, πάνω στο ρετιρέ με το παλιό ασανσέρ, εκείνο το κουβούκλιο που έβλεπες έξω τα μαυρισμένα ντουβάρια να σε κυκλώνουν. Μου θύμισε λίγο το δίχτυ των Μετεώρων. Έτσι ένιωθα σ’ αυτά τα ασανσέρ: εγκλωβισμένος. Και μια ανασφάλεια τεράστια.
Όταν χτύπησα το κουδούνι δεν ήμουν σίγουρος πως ήταν το σωστό. Ο Τασούλης μου είχε πει στο τηλέφωνο, χτύπα εκείνο που δεν έχει όνομα αλλά τέτοια ήταν δυο-τρία ακόμα. Φαίνεται όμως πως έπεσα διάνα αφού άκουσα τη φωνή του να μου λέει, έλα, ανέβα στο ρετιρέ.
Είπα ανασφάλεια προηγουμένως και σκέφτηκα πως αυτή ήταν η λέξη που τον χαρακτήριζε ολοκληρωτικά. Ανέκαθεν ήταν ανασφαλής και πεισιθάνατος. Οι περισσότερες διαλέξεις του ήταν γύρω από τέτοια πρόσωπα. Έντιθ Πιάφ, Καρυωτάκης, Τζέιμς Ντιν, Μοντκόμερι Κλιφτ- όλα τα είδωλα της τέχνης που τα είχε σημαδεμένα ο θάνατος όπως του άρεσε να λέει συχνά.
Είχε βάψει για ένα μικρό διάστημα τα μαλλιά του κατάξανθα σαν αγγέλου. «Για τις ανάγκες του ρόλου» μου είπε και μου έμοιαζε με κείνες τις ξεθωριασμένες σταρ του Χόλιγουντ. Μάλλον όμως το είχε κάνει από φιλαρέσκεια, ίσως επειδή πλησίαζε περισσότερο να δείχνει γυναίκα.
Κουβεντιάσαμε για το έργο που θα ανεβάζαμε και επέμενε να είναι οπωσδήποτε ξένου συγγραφέα, δεν είχε σε μεγάλη εκτίμηση τους εγχώριους.
-Θα παίξεις και συ; με ρώτησε μάλλον σαν επιβεβαίωση.
-Τι να παίξω; του απάντησα αιφνιδιασμένος. Εγώ μόνο στα σχολικά σκετς είχα δοκιμάσει την τύχη του ηθοποιού, τι μου λες;
-Δεν πειράζει, θα παίξεις, έχεις ωραίο παρουσιαστικό, σωστή άρθρωση. Ε, θα δούμε και το υποκριτικό σου ταλέντο στη σκηνή, μου χαμογέλασε και μου φάνηκε πως με κοίταζε κάπως ερωτικά. Έχει πλάκα αναλογίστηκα και θυμήθηκα τη Βαριεντίνα που κάποτε μου είχε πει πως με καλόβλεπε κι εμένα ο Τασούλης και έσκασε στα γέλια. Για να πω την πιο κουφή αλήθεια, επειδή τα ντρεπόμουν αυτά, συνήθως μου κολλούσαν οι «αδερφές» και τότε θωρακιζόμουν. Ή καλύτερα, γινόμουν σκληρός απέναντί τους, όχι ότι τους παρεξηγούσα, απλώς εμένα δε με ενδιέφεραν και δε μου πήγαιναν αυτά τα πράγματα.
-Τι λες για τη «Λυσσασμένη γάτα» του Τέννεσι Ουίλιαμς; Με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Το συζητήσαμε αρκετά, το ψάξαμε και τελικά το αποφασίσαμε. Αυτό θα ήταν το πρώτο έργο που θα ανεβάζαμε, το δεύτερο-τουλάχιστον εγώ- δεν είχα καμιά αισιοδοξία πως θα ερχόταν. Ακόμα και για το πρώτο που λέγαμε πως πάει, τέλειωσε, θα γίνει, εγώ κρατούσα τις επιφυλάξεις μου. Μόνον ο Τασούλης ήταν αισιόδοξος και είχε αρχίσει να ψάχνει τους ηθοποιούς.
-θα κάμουμε οντισιόν! Μου είπε, τέτοια τρέλα κουβαλούσε. Εδώ δεν είχαμε να φάμε, η οντισιόν του έλειπε! Που να ακούσει όμως αυτός. Το είπε και το έκανε. Δηλαδή ψευτοοντισιόν ήταν αλλά εμένα που τύχαινα για πρώτη φορά σε παρόμοια κατάσταση, μου άρεσε. Έτσι διαλέξαμε ηθοποιούς για τους περισσότερους ρόλους αλλά μας έλειπε η γυναίκα που θα έπαιζε τη Μάργκαρετ, την κεντρική ηρωίδα. Τρέχαμε λοιπόν, από παράσταση σε παράσταση, εύρισκε προσκλήσεις ο Τασούλης, γιατί λεφτά για εισιτήριο ούτε γι αστείο δεν το κουβεντιάζαμε.
Οπότε ένα κοντινό βράδυ, με πήρε τηλέφωνο και μου ανήγγειλε θριαμβευτικά- τρόπος του λέγειςν βέβαια γιατί ποτέ δε μιλούσε έτσι. Η φωνή του ήταν χαμηλή, αδύναμη. «Τη βρήκα» μου είπε, «έλα να τη γνωρίσεις, δε σου λέω τίποτε άλλο από το τηλέφωνο, έλα σύντομα.»
Του υποσχέθηκα πως θα πήγαινα, κοντά ήταν και ξεκίνησα με τα πόδια. Στο δρόμο σκεφτόμουν τι σόι τρέλα ήταν αυτή που έκανα αλλά άκρη δεν έβγαζα. Είχαμε κανονίσει με το Ντάφλο για τις πληρωμές. Ο Τασούλης επέμενε πως ο «θίασος» έπρεπε να πληρωθεί κανονικά κι όλο με έσπρωχνε συνωμοτικά να τον πιέζω να δίνει κανένα φράγκο. Κάτι έδινε αυτός αλλά όχι σπουδαία πράγματα αν και τα οικονομικά του πήγαιναν περίφημα. «Πρόσεχε Αλμύρα» μου έλεγε, «τα λεφτά δεν τα βρίσκεις στο δρόμο όσο και να ψάξεις, πρόσεξε μη φάμε κανένα πακέτο με τα θεατριλίκια σου και γονατίσουμε. Εσύ θα κάνεις κουμάντο στα οικονομικά του θεάτρου. Τον Τασούλη, εντάξει, δε λέω τον εμπιστεύομαι κι αυτόν αλλά άλλο είμαστε εμείς. Καταλαβαίνεις εσύ. Εντάξει θα πληρωθούν όλοι αλλά στην ώρα τους, πες του να μη βιάζεται.»
Η συντήρηση του μουσείου του κόστιζε αρκετά, επειδή δεν του είχε εγκριθεί ακόμα η επιχορήγηση από το υπουργείο πολιτισμού. «Έχω κάνει όλες τις απαιτούμενες ενέργειες, ετοίμασα όλα τα χαρτιά, δε θα μας το δώσουν οι κερατάδες;» μου έλεγε λες και ήταν και δικό μου το μουσείο. «Είναι που δεν μπορεί να βοηθήσει και η Έλεν. Ξέρεις την κατάσταση της, είναι από χρόνια ξετιναγμένη,» συνέχιζε κι εγώ τον κοίταζα με μισό μάτι. Συμφωνούσα μαζί του αλλά είχε ένα κάρο λεφτά η αλεπού, ο φίλος μου ο Ντάφλος. Πίστευα πως εκείνο τον καιρό ήταν στο απόγειο της δόξας του. Το όνομα του ακουγόταν συχνά στους οικονομικούς παράγοντες του τόπου, ακόμα και στις κοσμικές στήλες των περιοδικών εμφανιζόταν, συνήθως εκεί για τα σκάνδαλα με τις ξετσίπωτες στα καμπαρέ- το ξένο κεχρί δεν το ξεχνούσε ποτέ, αυτό με κρατάει ζωντανό, έλεγε.
-Και η Έλεν; τον ρωτούσα.
-Άστην Έλεν. Αυτή είναι η γυναίκα μου, ο άνθρωπος μου, μαζί θα περάσουμε τα γηρατειά. Άλλο η γυναίκα σου κι άλλο οι γκομενούλες που θα περνάς καλά μαζί τους. Ξύπνα Αμβράζη, τα χρόνια περνάνε!
Τα χρόνια περνούσαν όντως μα δεν το ένιωθα και πολύ. Αραιά κα που, κυκλοθυμικά έφερνα στο νου μου την εικόνα του μελλοντικού εαυτού μου και καμιά γυναίκα δεν έβλεπα στα όνειρα μου. Έτσι, όταν μου ανήγγειλε ο Τασούλης πως βρήκε την πρωταγωνίστρια δεν είχα κατά νου αυτό που θα επακολουθούσε και πόσο επικίνδυνο θα γινόταν στο μέλλον για μένα. Σίγουρα όμως, έφτασα βιαστικά, γεμάτος περιέργεια στη γκαρσονιέρα του.

Την είδα και δεν μπορώ να πω, πως δε θαμπώθηκα. Έμεινα σύξυλος και μαγνητισμένος της έδωσα το χέρι όταν μας σύστησε ο Τασούλης. Το ίδιο κατάλαβα πως ένιωθε κι εκείνη. Κάποια σιωπή και αμηχανία σκορπίστηκε στο μισοσκόταδο του φτωχικού διακόσμου. Κοίταξα γύρω, μια μεγάλη σχετικά βιβλιοθήκη, ξύλινη, δέσποζε στο χώρο- ο Τασούλης αγαπούσε τα βιβλία- ένα γραφείο, δυο παλιοπολυθρόνες, ο καναπές με το γυάλινο τραπεζάκι, συμπλήρωναν το σκηνικό. Όσο για το ημίφως που μας κύκλωνε ήταν προτίμηση  και γούστο του θυμίζοντας με αυτό τον Καβάφη με τα περίφημα «Κεριά» και το πόσο του άρεσε το μισοσκόταδο.
Ξαναγύρισα το βλέμμα μου πάνω της ενώ τα χέρια μας συνέχιζαν να είναι κολλημένα, ζεστά, παλάμη με παλάμη. Στη στιγμή ένιωσα το ταρακούνημα της ψυχής, το τρέμουλο των βλεφαρίδων. Ένα τσακ γλυκό, μια θέληση ένωσης, συγκατάνευσης σ αυτό που γινόταν την έκαναν να χαμηλώσει τα δικά της. Ταυτόχρονα στα χείλη της σχηματίστηκε το περίφημο χαμόγελο του έρωτα. Ανοιγόκλεισε ηδονικά τα χείλη, τα ύγρανε έτσι κατακόκκινα που ήταν, άνοιξαν περισσότερο σα γαρύφαλλο που το ‘γλειψε η πρωινή δροσιά.
Καστανομάλλα, ψηλή, λυγερόκορμη, τα μαλλιά της έφταναν σχεδόν στη μέση της, έλαμπε στα εικοσιπέντε περίπου χρόνια της η Λουτσία. Έτσι την έλεγαν.  Λουτσία Παπακυριακού, κόρη γνωστής, μεγάλης ηθοποιού του θεάτρου. Την ήξερα τη μητέρα της, την είχα δει πολλές φορές στο Εθνικό θέατρο, που να φανταζόμουν πως θα γνώριζα κάποτε την κόρη της και μάλιστα με αυτό τον τρόπο.
-Είστε ηθοποιός; με ρώτησε παιχνιδίζοντας τα μάτια της.
Τι να έλεγα; Ο Τασούλης μου έκλεισε το μάτι και στο φτερό, «ναι» είπα και ίσως να ψυλλιάστηκε πως έλεγα ψέματα αλλά εγώ είχα πάρει θάρρος από τον τρόπο που με κοίταζε. Πήρε όμως αμέσως το λόγο ο Τασούλης για να βάλει κάποια πράγματα στη θέση τους. «Ο Αλμύρας» είπε, «δεν είναι ακριβώς ηθοποιός αλλά θα γίνει. Λουτσία θα τον βοηθήσουμε εμείς, εσύ κι εγώ, έχει ταλέντο έχουμε κάνει και πρόβες, θα δεις. Του πάει και γάντι ο ρόλος κι έπειτα είμαι σίγουρος πως η παρουσία σου θα τον βοηθήσει. Η Λουτσία έχει τελειώσει τη δραματική σχολή του Εθνικού, γύρισε σε μένα.
-Αμβράζη σε λένε ή Αλμύρα; Με ρώτησε χαμογελώντας η Λουτσία. Αμβράζης δεν είπες; Γύρισε το βλέμμα της στον Τασούλη.
-Αμβράζης, Αντώνιος, Αλμύρας, είπα εγώ ίσως με κάποιο στόμφο ολόκληρο το όνομα μου αλλά είχα ήδη μουδιάσει με εκείνο το τελειόφοιτος Εθνικού θεάτρου.
«Τώρα τα κάναμε από κούπες» σκέφτηκα. «Δε θα γλιτώσω από την αποδοκιμασία της και την κριτική της.» Μου φάνηκε κάπως υπεροπτική η θέση της από τότε. Κοίταζε αφ υψηλού, έδειχνε την υπεροχή της. Αυτό το ύφος της πολύ αργότερα θα χαμήλωνε, προς το παρόν το αίσθημα της υπεροχής, της ομορφιάς, της δύναμης που της έδινε η θεατρική της παιδεία και η οικογενειακή της παράδοση, την έκαναν άτρωτη. Έμοιαζε ακριβώς με μια καστανόχρωμη γάτα. Γατούλα ναζιάρα, φιλική γεμάτη υποσχέσεις. Ίσως πιο ύστερα να γινόταν πραγματικά «λυσσασμένη».
-Αυτή δεν ψάχναμε; Μου γέλασε μια από τις επόμενες μέρες ο Τασούλης.
-Πρόσεξε καλά, αυτή δεν είναι σαν τις άλλες που είχες μέχρι τώρα, μου είπε και η Βαριεντίνα, όταν την γνώρισε.
Εμείς πάντως εκείνο το βράδυ που ο Τασούλης μιλούσε για το έργο, την παράσταση, τα λεφτά, συνεχίζαμε το δικό μας παιχνίδι, ζούσαμε έναν άλλο πυρετό και δε βλέπαμε την ώρα να φύγουμε, να βρεθούμε μόνοι. Μια ένταση σαν έξαψη, μια άλλη, αλλιώτικη έλξη κυριαρχούσε στο είναι μας. Εγώ μάλιστα, δε ντρέπομαι να το πω, την είχα γδύσει κιόλας. Και μάλιστα είχα προχωρήσει παρακάτω. Έφτασα στο κρεβάτι, την είδα γυμνή κάτω από το σώμα μου.
Δεν ένιωθα όμως μόνον εγώ έτσι. Η Λουτσία όσο περνούσε η ώρα καιγόταν σε μια φωτιά. Πόθος μεγάλος, ερωτικός παροξυσμός, ένα θέλω να γίνει ένα μαζί μου, το έδειχνε σε κάθε  κίνηση σε κάθε της λέξη. Για μένα δεν ήταν σαν τότε με την Καίτη, γιατί θυμάμαι πως πότε την ήθελα και άλλοτε όχι. Τώρα δε χωρούσε πουθενά το όχι. Θες ακόμα και η μαγεία του τίτλου, ηθοποιός, θες το μυστήριο που έκρυβε η μορφή, το σώμα της, έγινα εκείνο το βράδυ έρμαιο στις διαθέσεις της.
Ο Τασούλης το είχε καταλάβει πως κάτι έτρεχε μεταξύ μας, δεν ήταν βλάκας και πράγμα περίεργο για τον τύπο του έδειξε κάποια ζήλεια. Είπε όμως τελικά, βλέποντας τη δική μας πρεμούρα, να φύγουμε νωρίς και την άλλη μέρα να ξεκινούσαμε πρόβες.
Συμφωνήσαμε και βγήκαμε. Στο ασανσέρ που κατεβαίναμε, φιληθήκαμε προτού ακόμα κοιταχτούμε, προτού καν κλείσει η πόρτα και ο Τασούλης μας παρατηρούσε από την δική του πόρτα.
Το φιλί άγριο, σφοδρό, παρατεταμένο.
Στην είσοδο της πολυκατοικίας, σφιχταγκαλιασμένοι συμφωνήσαμε να πάμε κάπου. Σε ένα ξενοδοχείο είπα εγώ και η Λουτσία συμφώνησε. Περάσαμε την πρώτη νύχτα μας τρελά, αλλοπρόσαλλα, ολοκληρωμένα. Που σκέψη για φαγητό και τέτοια. Μόνο έρωτα μέχρι το πρωί.

 συνεχίζεται


2 σχόλια:

  1. Ο ερχομός της Λουτσίας. Εκτυφλωτικός και γεμάτος ορμή. Μένω να δω τι κύμα θα σηκώσει ολόγυρα γιατί κάτι αναταράξεις ήδη τις βλέπω.
    Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Τζον, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που με εκπλήσσει, δε θυμάμαι να έγραφα ξανά έτσι, το ανακαλύπτω και με πιάνει μερικές φορές εξ απίνης ο αυθορμητισμός της τότε γραφής μου. Πιστεύω πως με καταλαβαίνεις;

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...