Τρίτη 19 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 26





Οι τραπεζικοί μαζί με τους δικαστικούς επιμελητές κατέφτασαν μετά από λίγες μέρες για την κατάσχεση. Ο Δούκας τους αντιμετώπισε στωικά. «Πάρτε τα όλα παιδιά τους είπε και κάποιοι απ αυτούς τους κοιτούσαν αφηρημένα- αυτοί διαταγές εκτελούσαν, δε θα ήταν κάτι δικό τους απ όλα αυτά που έπαιρναν: γραφεία, καρέκλες, γούνες, μηχανές ταμείων. Ακόμα και τη μοκέτα ξεσήκωσαν, μόνο τη σκόνη άφησαν να κατακάθεται στο μωσαϊκό της μεγάλης αίθουσας. Ο αδειασμένος χώρος δημιουργούσε ένα κενό στην ψυχή του Δούκα που στεκόταν παράμερα με την Βασιλική-είχε σταματήσει το κλάμα- και παρακολουθούσαν όλη τη διαδικασία. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με λύπη και απόγνωση. Τα μάτια της ήταν υγρά, τα δικά του είχαν κόκκινο χρώμα στις άκρες, από τις αγρύπνιες, τα ξενύχτια. Με λυμένη τη μπλε του γραβάτα, της χαμογέλασε και της είπε πως δεν πειράζει, έτσι είναι αλλά θα φτιάξουμε άλλα. Έτσι έλεγε, μα δεν έπειθε. «Να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη σε νοιάζει» επανέλαβε τα λόγια μου και η Βασιλική που ποτέ δεν εντρυφούσε στις φιλοσοφίες, τον κοίταξε με συμφορά.
-Έγινες και φιλόσοφος τώρα! σάρκασε.
-Να μη μπαίνεις μέσα στα πράγματα, να είσαι παρατηρητής, αν θέλεις να ζήσεις, συνέχισε απτόητος ενώ κάθισε τώρα κατάχαμα. Ύστερα έμεινε αμίλητος. Έβαλε υπογραφές στα χαρτιά των δικαστικών κλητήρων οι οποίοι αφού τέλειωσαν τη δουλειά τους, έφυγαν σα νυσταγμένοι. Ποτέ δεν τους είχε συμπαθήσει αυτούς τους ανθρώπους, τι τον ένοιαζε; 
Άναψε ένα τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό, κι αργά αφού σηκώθηκε, άρχισε να χορεύει ένα ζεϊμπέκικο, μπρος στα έκπληκτα μάτια της Βασιλικής. Τρελάθηκε, σκέφτηκε φωνάζοντας του να φύγουν.
-Που να πάμε; της απάντησε συνεχίζοντας το χορό του. Φύγε εσύ, να πας στο καλό Βασιλική. Εδώ τελείωσε ο δρόμος μας, είπε σταματώντας με τα χέρια στην έκταση
-Δε θα ρθεις; Τόλμησε χωρίς να ξέρει γιατί.
-Θα φύγω για την Αμερική, θα πάω στον αδερφό μου. Μπορεί να γυρίσω κάποτε.
Έσκυψε, τη φίλησε. Η Βασιλική κατάλαβε πως θα ήταν ανώφελο να επιμένει. Πήρε την τσάντα της, τον κοίταξε απ την πόρτα για τελευταία φορά και πήρε των ομματιών της.
Σαν έμεινε μόνος ξανακάθισε κατάχαμα. Ακούμπησε τους αγκώνες στα γόνατα του, σαν τον σκεφτόμενο του Ροντέν, κράτησε με τα χέρια το κεφάλι. Κάρφωσε τα μάτια στο μωσαϊκό, ώρα πολλή. Είδε όλα όσα είχε φτιάξει μέχρι τότε να στροβιλίζονται ανάμεσα στα μικρά κι ακανόνιστα κομματάκια του. Καφέ, άσπρα και κάμποσα στο χρώμα της ώχρας. «Να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη σε νοιάζει!» μίλησε δυνατά κι αχολόγησε στην άδεια αίθουσα ο αντίλαλος. Χαμογέλασε πικρά καθώς ακόμα ο ήχος της φωνής του περιφερόταν στο κενό. Σηκώθηκε. Έριξε το σακάκι στον ώμο, βγήκε αφήνοντας ανοιχτή την πόρτα. Βγήκε στον παραλιακό δρόμο, περπάτησε κάμποσο χωρίς λεφτά, δίχως γυναίκα, δίχως σπίτι, χωρίς προορισμό, χώθηκε μέσα στο πολύβουο πλήθος. Στο λιμάνι έπιασε κουβέντα με κάτι φορτοεκφορτωτές. Δεμν έδειξε τίποτα απ όλα όσα του συνέβαιναν.
-Έχει δουλειά παιδιά; Ρώτησε τον επικεφαλής που τον κοίταζε παραξενεμένος.
-Με τη γραβάτα δε δουλεύουν εδώ, του είπε αλλά με συμπάθεια. Αν έχεις άλλα ρούχα, έλα, ξεκίνα τώρα.
-Δεν έχω άλλα ρούχα μα μη σε νοιάζει, δεν πειράζει αν χαλάσουνε.
-Εντάξει φίλε, αφού το λες εσύ, εντάξει… Πως σε λένε;
-Πίθηκα, είπε αυτός και οι άλλοι σκάσανε στα γέλια.

Τη θάλασσα δεν την είχα αγαπήσει όσο έπρεπε- την φοβόμουν. Για να είμαι πιο ειλικρινής, αγαπούσα μόνο τη θωριά της. Ήθελα να τη βλέπω ν απλώνεται πέρα από την αμμουδιά, ήσυχη, βολική ή τρικυμισμένη, πελώρια αλλά πάντα κοντά της θα ένιωθα αυτόν τον μικρό ή μεγάλο φόβο της απεραντοσύνης που όσο κι αν προσπάθησα ποτέ δεν κατάφερα να τον ξεπεράσω. Όσο κι αν έβλεπα τους άλλους ν αδελφώνονται μαζί της η δική μου σχέση μαζί της θα συνέχιζε να είναι αμφίδρομη: την ήθελα και δεν την ήθελα. Το βάθος της, η αγριάδα, τα τόσα ναυάγια που είχα ακούσει, οι θάνατοι με πνιγμούς, γινόταν αλύτρωτες και μόνιμες φοβίες μέσα μου. Ήταν που δεν είχα συγκατοικήσει από μικρός μαζί της, ήταν που δεν την ήξερα και το άγνωστο, λένε, πάντα φοβίζει.
Ταξιδέψαμε μετά από τη Ζάκυνθο για τα Κύθηρα και πάρ ολίγο να πνιγούμε.. Ευτυχώς ο καπετάνιος ήταν έμπειρος. Έριξε το βαποράκι στην Παχιά άμμο, αντί να πιάσει Καψάλι που ήταν ο προορισμός μας. Και όταν λέω το έριξε, το εννοώ στην κυριολεξία! Πρώτη φορά φοβήθηκα τόσο αλλά δεν τόλμησα να το πω στη Λουτσία- ποτέ δεν έδειχνα τους φόβους μου, προσπαθούσα να τους κρύβω, να είμαι ψύχραιμος και τα κατάφερνα απ ότι έλεγαν οι άλλοι και δεν έλεγα εγώ. Η Λουτσία είχε κιτρινίσει σαν το λεμόνι. Το ίδιο είχαν πάθει οι περισσότεροι από τους συνεπιβάτες.
Έφταιγε εκείνη η ωριαία καθυστέρηση στη Νεάπολη. Από τα μεγάφωνα μας είχαν ειδοποιήσει πως είχε θάλασσα κι έπρεπε να περιμένουμε εκεί, μέχρι νεωτέρας.
Ήταν πρωί, μόλις χάραζε  κι η θάλασσα έμοιαζε λάδι. Σιγομουρμούριζε ένα ψεύτικο αεράκι καθώς πίναμε αγουροξυπνημένοι τον βαπορίσιο καφέ μας κι απορημένοι την κοιτάξαμε και λέγαμε πως, δεν μπορεί, πλάκα θα μας έκανε ο καπετάνιος.
Εν τέλει όταν κάποτε πήραν την απόφαση να ξεκινήσουμε, πήγα μπροστά στην πλώρη και κοίταζα το ήσυχο μπλε της θάλασσας να φεύγει αργά, κάτω από το σάπιο βαποράκι. Ρώτησα έναν ναύτη, χαμογελώντας, πως, αφού δεν υπήρχε κύμα, προς τι η καθυστέρηση κι εξ άλλου ήμασταν τόσο κοντά στην ακτή. Εκείνος αντί να με καθησυχάσει μου είπε: «Περίμενε. Μπάνιο ξέρεις; Περίμενε να βγούμε στ ανοιχτά του Μαλέα και θα δεις!»
Δεν τον πίστεψα και ξαναγέλασα. Νόμισα πως αστειευόταν. Τι διάολο, λιακάδα, χαρά θεού ήταν…
Κι όμως ήταν αλήθεια όσα έλεγε. Μόλις ανοιχτήκαμε, τα ρεύματα χτυπούσαν με τόση δύναμη στο βάθος, στα πλευρά του βαποριού, λε και έπεφταν Ηφαίστειες σφυριές.
Έψαξα και βρήκα τη Λουτσία, γινόταν σούσουρο, όλοι ήταν θορυβημένοι, ανήσυχοι ακούγοντας το κόχλασμα και το βογκητό της θάλασσας αλλά δεν έκανε κανένας τίποτε, τι μπορούσε να κάνει άλλωστε. Μόνο καπετάνιος έκανε το δικό του: έριξε το βαπόρι στην Παχιά άμμο.
Με την ψυχή στο στόμα αλλά ήρεμοι τώρα, βιαστήκαμε να κατεβούμε στην ερημιά.
Περπατήσαμε με τις βαλίτσες στο χέρι, καλά που ήταν μικρές, δεν είχαμε πάρει πολλά πράγματα μαζί μας, τα πλέον απαραίτητα αλλά όσο και να ναι και χωρίς βάρος να περπατάς μέσα στην κάψα, είναι κουραστικό. Έκανε τρομερή ζέστη, πάρ ότι ο Σεπτέμβριος βρισκόταν στα τέλη του..
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε πουθενά.
Περπατήσαμε με τις βαλίτσες στο χέρι, καλά που ήταν μικρές, δεν είχαμε πάρει πολλά πράγματα μαζί μας, τα πλέον απαραίτητα αλά όσο και να ναι και χωρίς βάρος να περπατάς μέσα στην κάψα είναι κουραστικό. Έκανε τρομερή ζέστη, παρ ότι ο Σεπτέμβριος βρισκόταν στα τέλη του.
Ψυχή δεν κυκλοφορούσε πουθενά. Οι άλλοι συνταξιδιώτες είχαν αυτοκίνητα κι έφυγαν, χάθηκαν στην ανηφορική στροφή. Σου είπα εγώ, μουρμούρισε η Λουτσία αποκαμωμένη στη βρύση, κάτω από τη συκιά που σταματήσαμε να πιούμε νερό, να πάρουμε ανάσα, σου είπα να πάρουμε το αυτοκίνητο.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

  1. Μου άρεσε πάρα πολύ αυτό το κεφάλαιο. Πολλές και έντονες συγκινήσεις και συναισθήματα.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τζον κι εμένα με αιφνιδίασα! σ αυτό το κεφάλαιο. Το ξανα-διάβασα και μου φάνηκε ξένο. Τι ήρωες είναι αυτοί;

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...