Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 29






Η μητέρα του είχε ένα πλεχτό πανέρι γεμάτο με σύνεργα ραφτικής που το γυρόφερνε σε όλο το σπίτι. Απ την κουζίνα στο σαλόνι, απ την κρεβατοκάμαρα στο μπαλκόνι κι ύστερα πάλι στην κουζίνα. Εκεί μέσα σ αυτό το πανέρι, έβρισκες ότι ήθελες: Κουβαρίστρες, βελονάκια, κουμπιά διαφόρων ειδών, φερμουάρ και όλα τα τέτοια. Καθόταν με τις ώρες δίπλα στην τηλεόραση, έπλεκε και χάζευε αφηρημένα στην οθόνη. Συνήθως δεν πρόσεχε τι έβλεπε, απλά την είχε ανοιχτή σα συντροφιά, με την ιδέα να ξεπερνάει τον καιρό της, τις σκοτούρες που είχε στο μυαλό για τον γιο της.
Τον περισσότερο καιρό από τότε που είχε φύγει ο Τασούλης, τον περνούσε μόνη της. Η κόρη της η Έλλη σπάνια ερχόταν κι αυτή- κάποιες Κυριακές μεσημέρια για να φάνε παρέα και να τα πούνε λίγο. Έτσι η καλύτερη παρέα της ήταν το πανέρι, η τηλεόραση και μια λιάρα γάτα, η Λίγκα.
Όταν έβγαινε για ψώνια-μια φορά τη βδομάδα- την έπαιρνε για παρέα. Βάδιζε αργά, συνήθως δε μιλούσε σε κανέναν ή κουνούσε μόνο το κεφάλι, συγκαταβατικά, στις καλημέρες που της απηύθυνε ο μπακάλης, ο μανάβης, οι γείτονες.
Σπανιότατα ήταν χαρούμενη. Πώς να χαιρόταν με όλα αυτά που της τύχαιναν; Από τότε που είχε πεθάνει ο άντρας της -αλλά  κι αυτός μιλούσε σπάνια μιλούσε- και είχε πάρει το δρόμο που πήρε ο γιος της, τα πράγματα χειροτέρευαν. Την έτρωγε η μοναξιά, η απογοήτευση.
Όμως εκείνη την Κυριακή είχε λόγους να είναι χαρούμενη. Την είχε πάρει τηλέφωνο και της είχε πει πως θα πήγαινε για φαγητό. Είχε συνεννοηθεί με την Έλλη να περάσουν από το πατρικό για φαγητό
-Αμάν Παναγίτσα μου και πότε! Ανέκραξε με την ψυχή της και βάλθηκε να συγυρίσει όλο το σπίτι με φροντίδα για να τους υποδεχτεί. Η ώρα πέρασε γρήγορα, έφτιαξε φρικασέ που ήξερε πως τους άρεσε, σαλάτα, πατάτες, τυριά. Έστρωσε την τραπεζαρία, έβαλε τα καλά σερβίτσια και τους περίμενε. Πήρε και το πανέρι με τα σύνεργα της για το πλέξιμο κι άρχισε τη μονότονη εργασία της σιγοτραγουδώντας με την βραχνή φωνή της.
Πρώτος έφτασε ο Τασούλης. Ντυμένος άσχημα, βρώμικα. Το λερωμένο πουκάμισο κρεμόταν γύρω από ένα τρισάθλιο τζιν, τα λευκά του παπούτσια μουντζουρωμένα σα μικρού παιδιού που έπαιζε μπάλα. Η μάνα του το πρόσεξε αμέσως αυτό, δεν της άρεσε, σούφρωσε με απογοήτευση τα χείλη της. Κούνησε και το κεφάλι καθώς τον υποδεχόταν στην Αυλή. Το σπίτι τους ήταν μια παλιά μονοκατοικία με αυλή, δέντρα, κήπο.
-Τι έγινε μάνα; Της είπε αυτός και την παραμέρισε να περάσει.
Ήταν Μάρτιος μήνας βροχερός, κρύος. Ο Τασούλης είχε βραχεί. Τις περισσότερες φορές κυκλοφορούσε με τα πόδια, δεν τον ένοιαζε ούτε η βροχή, ούτε το κρύο εκείνο τον καιρό. Περπατούσε ώρες ολόκληρες στο δρόμο, μέχρι να φτάσει εκεί που ήθελε, όπως τώρα που είχε έρθει από τα Πατήσια στου Γκύζη.
Κοίταξε τη μάνα του με νεύρα καθώς εκείνη πήρε μια πετσέτα και του σκούπιζε το πρόσωπο, μουρμουρίζοντας κάτι σαν «βράχηκες παιδάκι μου!»
-Ναι, βράχηκα μάνα, της απάντησε. Είναι ‘έτοιμο το φαγητό; Η άλλη που είναι; Δε φάνηκε ακόμα;
-Εσύ είπες πως θάρθει… ξέρω εγώ; Έκανε μουδιασμένη. Γιατί βιάζεσαι παιδάκι μου, τόσον καιρό είχες να έρθεις στο σπίτι σου να δεις τη μάνα σου….
-Δε βιάζομαι, έχουμε να κουβεντιάσουμε
-Τι να πείτε; Τον κοίταξε αλαφιασμένη τώρα. Μην αρχίσετε πάλι τα ίδια και τσακωθείτε. Άκουσε με Τασούλη, δε σου φταίει τίποτε η Έλλη αν ο πατέρα σου τα άφησε όλα σε κείνη. Εσύ να κοιτάξεις να διορθωθείς…
-Τι να διορθώσω; Την έκοψε με νεύρα. Εσείς μου καταστρέψατε τη ζωή! Άστα τώρα αυτά, έλα, κάτσε να φάμε!
-Μα να έρθει και η αδερφή σου…
-Άστη αυτή, έχει να φάει, θα έρθει μη σκας, κάτσε.
Η μάνα του σέρβιρε το φαγητό, κάθισαν κι άρχισαν να τρώνε ανόρεχτα. Ο Τασούλης μασούσε ανόρεχτα, λες και δεν τον ένοιαζε αν έτρωγε ή δεν έτρωγε, Σα να μασούσε ξύλα. Η μάνα του τον παρατηρούσε σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Δεν έβαζε μπουκιά στο στόμα της, περίμενε να έρθει η κόρη της που δεν άργησε.
Μπήκε μέσα με αέρα ντίβας, περιποιημένη, ντυμένη στο σικ. Απίθωσε την ομπρέλα της, φιλήθηκε με τη μάνα της που σηκώθηκε να την υποδεχτεί, κάνοντας κι ένα νεύμα με νόημα ούτως ώστε να δει τον Τασούλη, που δεν είχε σηκώσει τα μάτια του να δει την αδερφή του.
-Γεια σου αδερφούλη, του είπε και τον φίλησε στο μάγουλο ενώ εκείνος τραβήχτηκε σα να τον τσίμπησε μύγα.
-Τι έπαθες ρε! Του ρίχτηκε αμέσως επιθετικά. Μύγα σε τσίμπησε; Δεν είπαμε από το τηλέφωνο πως θ αλλάξεις; Τι χάλια είναι αυτά; Πάλι τα ίδια αρχίζεις;
-Άμα μου δώσεις αυτά που δικαιούμαι, θ αλλάξω. Αυτό δε σου είπα;
-Πρώτα θ αλλάξεις στάση για τη ζωή, θα γίνεις ένας κανονικός άνθρωπος και μετά θα δεις αν εμείς δε σε αγαπάμε όπως λες.
- Ναι, το ξέρω. Το βλέπω, μη νομίζετε! Γέλασε ειρωνικά. Ψοφάτε για μένα, σας βλέπω.
-Τώρα τι να του πω; Γύρισε στη μάνα της η Έλλη. Κάθισε να φάμε μητέρα.
Κάθισαν αλλά ήδη η χαρά τους ήταν τελειωμένη κι έτσι ανόρεχτα, βουβά κύλισε λίγη ώρα. Έβλεπε κανείς πως η διάθεση για συμφιλίωση μεταξύ τους πήγαινε χαμένη.
-Θα έρθεις να μείνεις στο σπίτι σου παιδί μου; Ρώτησε επιτέλους κάποια στιγμή η μάνα του.
-Τι να έρθω να κάνω εδώ; Να βλέπω τα μούτρα σας; Να σας ακούω να μουρμουρίζετε συνέχεια για μένα;
Δεν του άρεσε η προοπτική, δεν τον βόλευε. Ποτέ δεν του άρεσε να μείνει μαζί τους και γι αυτό έφταιγε το ερωτικό του πρόβλημα. Που θα κουβαλούσε τους εραστές του; αν ήταν γυναίκες δε θα υπήρχε πρόβλημα αλλά τώρα; Τίποτα, ήθελε ένα χώρο δικό του, να μην υπάρχει κανείς άλλος και ιδιαίτερα η μάνα του και η αδερφή του.
-Να έρθεις να μείνεις εδώ, μην κοιτάς έτσι τη μαμά. Κι έπειτα να έρθεις και στο γραφείο. Σου είπα: θα σε προσλάβω υπάλληλο και συμφώνησες, τώρα γιατί το αλλάζεις;
-Δεν έρχομαι! Πείσμωσε. Αν έχετε να μου δώσετε σε μετρητά όσα μου ανήκουν, ακόμα και με λιγότερα, φεύγω. Φεύγω και δεν πρόκειται να σας ξαναδώ. Αυτό είναι το καλύτερο δε βλέπω να υπάρχει άλλη λύση για μας.
-Δεν ξέρεις τι λες! είσαι ηλίθιος όπως ήσουν πάντα. Για ποια μετρητά μιλάς; Ο πατέρας δεν άφησε δραχμή μετρητό και το ξέρεις. Εκείνα τα χτήματα και το οικόπεδο υπάρχουν, όπως κι αυτό εδώ το πατρικό μας σπίτι. Τι θες, δηλαδή, να σου τα δώσουμε να τα σπαταλήσεις άσκοπα και να μείνουμε όλοι στο δρόμο; Δε σφάξανε!
Του έλεγε ψέματα για τα μετρητά κι αυτό τον φούντωσε, τον έκανε μπαρούτι. Ο πατέρας του λίγο πριν πεθάνει πως άφηνε στο όνομα της μητέρας του, αρκετά μετρητά στην τράπεζα και τώρα αυτές οι δυο τον κορόιδευαν.  Τσίριξε λίγο αδερφίστικα με νεύρα και πετάχτηκε επάνω. Έσκασε ένα δυνατό σκαμπίλι στην Έλλη, την έσυρε στο δάπεδο καθώς εκείνη έπεσε. Πρόλαβε να της δώσει μερικές μπουνιές, κλωτσιές και στη μάνα του που μπήκε στη μέση να τους χωρίσει.
Στο μάλε-βράσε της περίπτωσης, ανάμεσα από νυχιές, σε τραβήγματα, κάποια στιγμή η Έλλη λευτερώθηκε. Με μάτι μπλάβο, γεμάτο θυμό, γεμάτο λύσσα, έχωσε μια γερή μούντζα στα μούτρα του Τασούλη. Ύστερα τράβηξε αναμαλλιασμένη, γεμάτη αίματα να φύγει. Από την πόρτα τους φώναξε πως δεν επρόκειτο να ξαναπατήσει το πόδι της εκεί, μέχρι να πεθάνουν.
Ο Τασούλης έκρυψε το πρόσωπο  του με τα δυο του χέρια, σωριάστηκε σε μια καρέκλα, γεμάτος νυχιές ενώ η μάνα του πήγε κοντά του, έκανε να του μιλήσει, μα σιώπησε.
-Φύγε! Μούγκρισε μέσα από αναφιλητά και δάκρυα. Φύγε! Ή καλύτερα να φύγω εγώ.
Εκείνη πήγε να τον σταματήσει.
-Σκάσε! Της είπε. Μη μιλάς! Εσύ φταις για όλα! Δε φεύγω τώρα, μη φοβάσαι, θα πάω έξω στην αυλή. Φτιάξε μου έναν καφέ.
Βγήκε έξω, περπάτησε δίπλα στη ροδακινιά που έσταζε ακόμα στάλες βροχής, αν και η βροχή είχε σταματήσει από ώρα.
Κάθισε σε μια ψάθινη καρέκλα. Πίσω από τα λερωμένα σύννεφα, είδε έναν λαμπρό ήλιο να ξεπροβάλλει.. Σκούπισε τα αίματα, πήρε βαθιές ανάσες σιγά-σιγά άρχισε να συνέρχεται. Πλησίασε κοντά του και η Λίγκα η γάτα της μάνας του. Τη χάιδεψε λίγο κι ύστερα την είδε ξαφνικά, να κάνει ένα σάλτο πάνω στη ροδακινιά. Παραξενεμένος προσπάθησε να δει το θήραμα της. Ήταν μια μεγάλη ακρίδα, σταχτιά, προς το χρώμα των βράχων. Η ακρίδα πήδηξε πιο πέρα, ξέφυγε από το θανατηφόρο χτύπημα της Λίγκας, που μισοκλείνοντας τα μάτια της έκατσε στα πισινά της πόδια, πάνω στο κλωνάρι κι άρχισε να την παραμονεύει. Ήξερε το θύμα της, το έδειχνε η σιγουριά στις κινήσεις της- δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως μπορούσε να της ξεφύγει.
Η ακρίδα έμεινε για λίγο στην ίδια θέση. Ύστερα πετάχτηκε στο διπλανό πεύκο να κρυφτεί αλλά η Λίγκα την είδε.Ήταν ένα μικρό, λιγό πεύκο που είχε φυτέψει πρόσφατα η μανα του. Κατέβηκε ήρεμα, αθόρυβα από τη ροδακινιά, έφτασε στον κορμό του πεύκου, κοίταξε ψηλά ψάχνοντας τρόπο ν ανέβει. Γύριζε από δω, κοίταζε από εκεί, μα πάντα η εγρήγορση αντιφέγγιζε στα πράσινα μάτια της. Δεν έχανε καμιά κίνηση της ακρίδας.
Ήρθε η μητέρα του, ακούμπησε τον καφέ στο τραπέζι μα δεν της έδωσε σημασία. Σαν να μην υπήρχε καθόλου, έμεινε προσηλωμένος στη γάτα. Ρούφηξε καφέ, άναψε τσιγάρο. Η μάνα του μπήκε στο σπίτι.
Ήταν μια όμορφη, τιγρέ γατούλα η Λίγκα. Ο Τασούλης απόρεσε, σχεδόν μαγεμένος από την σιγουριά της. Τι διάολο, σκέφτηκε. Η ακρίδα έχει φτερά, θα πετάξει. Δεν πρόλαβε όμως. Ταυτόχρονα με τη σκέψη του η Λίγκα ανέβηκε στην πλάτη της καρέκλας του, ζυγιάστηκε, κι από εκεί έδωσε το μεγάλο σάλτο.
Χτύπησε την ακρίδα με τα νύχια της. Δεν την γράπωσε, την έριξε δίπλα στον μαντρότοιχο κι άρχισε να παίζει μαζί της το κρυφτούλι, κάτι σαν ένα παιχνίδι μεταξύ δυνατών και αδυνάτων. Την πετούσε από εδώ, την παρατούσε από εκεί, αδιάφορη τάχα, προσπαθούσε να της δώσει το δικαίωμα ν ανοίξει τα μαδημένα φτερά της. Την γύριζε ανάσκελα, μόλις την έβλεπε που πήγαινε να ορθωθεί, καμώνοντας η ίδια την ανέμελη, ξαφνικά την μάζευε με τα πόδια και την πήγαινε κουτρουβαλώντας την, πηδώντας, γρυλίζοντας στο μάκρος του διαδρόμου, στο πλακόστρωτο της αυλής.
Θα την φάει τώρα, σκέφτηκε ο Τασούλης ανάβοντας άλλο τσιγάρο. Αυτό δε θέλει; Η Λίγκα όμως, ήρεμα, σχεδόν βασανιστικά έπαιζε το παιχνίδι του αργού θανάτου διαμελίζοντας το θύμα της. Ύστερα την παράτησε μισοπεθαμένη στην άλλη γωνιά και ήρθε κοντά του. Τον κοίτα με μάτια σαν της γάτας κι αυτός ανατρίχιασε. Είπε να πάει να πάει να πιάσει την ακρίδα μήπως και την έσωνε αλλά κίνησε μαζί του αμέσως και η Λίγκα, απειλητική. Άπλωσε το χέρι να την πιάσει από τα πόδια και του όρμησε Του την πήρε από τα δάχτυλα, χώθηκε μαζί της κάτω από τα πόδια του τραπεζιού, μπλέχτηκαν κι αυτά με τα δικά της. Ο Τασούλης είδε να της κόβει ένα κομμάτι απ την ουρά. Μετά μασούλησε τα φτερά της, ενώ η ακρίδα προσπαθούσε ακόμη να κουνηθεί, να φύγει. Αλλά δεν μπορούσε, ίσχυε ο νόμος του δυνατότερου. Νόμος κι αυτός! Το μεγάλο ζώο τρώει τα μικρά. Τα πολλά μικρά, ένα μεγάλο. Το λιοντάρι τις αντιλόπες, η γάτα τις ακρίδες, οι ακρίδες τα σιτάρια, ο άνθρωπος τις ακρίδες, τα λιοντάρια, τις γάτες, τα ποντίκια, τα σιτάρια.
Δεν ήξερε πόση ώρα γινόταν αυτό το άγριο παιχνίδι, πόση ώρα η Λίγκα ξεψάχνιζε τη ζωντανή ακόμα ακρίδα. Ως και το τελευταίο της χνούδι, κουνιόταν, προσπαθούσε να σωθεί.
Τελικά άφησε μόνο το κεφάλι. Ύστερα στάθηκε στα πίσω πόδια κι έγλειφε τα μουστάκια της. Τον έπιασαν κι αυτόν κάτι νεύρα που της έδωσε μια γερή κλωτσιά. Όσο την πρόλαβε δηλαδή, γιατί, σαν λάστιχο, σπρωγμένη κι απ την κλωτσιά, ξέφυγε πιο πέρα. Όχι πολύ μακριά, λίγο πιο εκεί. Ακούμπησε πάλι στην ίδια θέση-την αιώνια θέση της γάτα- και αμέριμνη τον παρακολουθούσε.

Συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Ανατριχιαστική η συμβολική σου περιγραφή του θανάσιμου παιχνιδιού της γάτας με την ακρίδα. Και των αναφορών στο παιχνίδι της φύσης. Πολύ δυνατό.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλησπέρα Τζον, έχεις δίκιο, είναι από τις πιο δυνατές σελίδες

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...