Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 27





Σε λίγο όμως ξαναβρήκαμε το κέφι μας και χαμογελάσαμε στην ερημιά. Είχε αρχίσει να μας αρέσει αυτή η περιπέτεια και πήραμε πάλι το δρόμο κουβεντιάζοντας.
Το τοπίο ήταν ξηρό, άνυδρο. Απλώνονταν λοφίσκοι δεξιά κι αριστερά, οι περισσότεροι γυμνοί από δέντρα, γεμάτοι πεζούλια, που χώριζαν τα χωράφια, τις ιδιοκτησίες ανθρώπων που φαίνονταν πως έλειπαν πολύ καιρό, χρόνια ίσως, μακριά από εδώ.
-Εγκαταλειμμένος δε σου φαίνεται ο τόπος; Είπε η Λουτσία σα να μάντεψε τις σκέψεις μου
-Παρατημένος, ναι, έτσι φαίνεται. Έχω ακούσει πως οι περισσότεροι κάτοικοι του νησιού είναι ναυτικοί και μετανάστες
-Εσύ θα ήθελες ποτέ να γίνεις ναυτικός ή μετανάστης;
-Δε νομίζω αν και δεν το σκέφτηκα ποτέ. Γιατί;
-Τι γιατί; έτσι σε ρώτησα. Εμένα θα μου άρεσε.
-Να γίνεις ναυτικός; Μετανάστης; Παραξενεύτηκα.
-Ναυτικός, χαμογέλασε. Έχουν μια γοητεία αυτοί οι άνθρωποι. Λένε ιστορίες που μοιάζουν ψεύτικες, παραμυθένιες. Τι γίνεται; Θα φτάσουμε πουθενά; Κουράστηκα
-Ένα χωριό, της έδειξα Κάτι θα βρούμε εκεί, ίσως κάποιο ταξί να μας πάει στο Καψάλι.
Φτάσαμε στο χωριό αλλά φευ! Μπαίνοντας στην είσοδο του, εντύπωση μας έκανε πρώτα η καθαριότητα κι δεύτερον η μεγάλη ησυχία. Ούτε κότα να κακαρίζει, ούτε σκύλου γαύγισμα, ακούσαμε. Πόσο μάλλον ν ακούγεται κάποια φωνή από τα καφενεία. Τίποτα. Απόλυτη ησυχία.
Παραξενεμένοι κάναμε μια βόλτα στον κεντρικό δρόμο που ήταν ασφαλτοστρωμένος αλλά δε συναντήσαμε ψυχή. Το χωριό ήταν παντελώς έρημο από ανθρώπους και ζώα. Μόνο μια κοκκαλιάρα, γκρίζα γάτα μας ακολουθούσε και μας κοίταζε. Σταματούσαμε εμείς, σταματούσε κι εκείνη παραπονεμένη να νιαουρίζει. Ώσπου η Λουτσία της πέταξε από μια τσάντα κάτι φαγώσιμο κι έτσι σταμάτησε να μας ακολουθεί
Βγήκαμε κι εμείς στην έξοδο του χωριού. Στη στροφή, παραβιάσαμε την εξώπορτα του τελευταίου καφενείου κι αράξαμε στην αυλή σα νοικοκυραίοι, να ξεκουραστούμε. Κάποιο αυτοκίνητο θα περνούσε να μας πάρει, τι διάολο στην άκρη του κόσμου είχαμε φτάσει; Αναρωτήθηκα. Εξ άλλου ο δρόμος φαινόταν κεντρικός, έστω μετά από μια δυο ώρες, κάποιος θα περνούσε.
Αργά το μεσημεράκι, αφού είχαμε απηυδήσει, μάλιστα εγώ βρήκα το κουράγιο ν αστειευθώ, λέγοντας πως θα μέναμε για πάντα εκεί, σταμάτησε ένας Ελληνοκαναδός με ένα κάραβαν και μας πήρε. Μας εξήγησε παρ ότι έλειπε πολλά χρόνια, πως έτσι ήταν τα περισσότερα χωριά στην ενδοχώρα. Τα παράλια όμως, θα δείτε, είναι γεμάτα ζωή.
Τα παράλια ήταν όντως φωνακλάδικα, ζωηρά. Όπως όλα τα παράλια όπου ο τουρισμός είναι μεγάλος. Όμορφο μέρος τα Κύθηρα, συναρπαστικό. Είχε τόσο πολύ κόσμο στο Καψάλι, όπως και στην Αγία Πελαγία που πήγαμε αργότερα μήπως και βρίσκαμε κάπου να μείνουμε αλλά τελικά καταλήξαμε σε ένα βορεινό χωριουδάκι. Ψάξαμε πολύ για κάποιο ξενοδοχείο της προκοπής, η Λουτσία πιο πολύ γκρίνιαζε γιατί ήθελε τις ανέσεις της, εμένα δε με ενδιέφερε και πολύ το που θα μέναμε αλλά δε μας απόμεινε παρά μόνο το φτωχικό δωμάτιο στην κυρά Ξένια.
Εκεί αφήσαμε τις αποσκευές μας κι αμοληθήκαμε σαν πουλάρια, να γνωρίσουμε το νησί.
Δεν είχαν τίποτε το ενδιαφέρον εκείνες οι μέρες των διακοπών στα Κήθυρα. Εξόν από τον αυθορμητισμό που ζούσαμε τον έρωτα, την αγάπη μας που μεγάλωνε, έμενε η ησυχία με την οποία πέρασαν. Φαίνεται πως, μόνοι μας, χωρίς την παρουσία συγγενών ή φίλων, τα βρίσκαμε καλύτερα. Δεν τσακωθήκαμε ούτε ανταλλάξαμε πικρές κουβέντες, καθόλου. Κι ας έπινα εγώ ορισμένα βράδια, παραπάνω παρέα με το γιο της κυρα-Ξένιας, τον Φοράδα, που ήταν ναυτικός αλλά τώρα είχε ξεμπαρκάρει. Αλήθωρος, χοντρομπαλάς, ασουλούπωτος ήταν γενικά ο Φοράδας. Τον κορόιδευαν τα παιδιά του χωριού κι αυτός τα κυνηγούσε με τις πέτρες Δεν ανεχόταν να τον φωνάζουν Φοράδα κι όσο αντιδρούσε εκείνος, τόσο τα διαόλια αλλά και οι μεγάλοι, τον περιέπαιζαν. Εμένα με είχε συμπαθήσει κι όλο μου έλεγε πως θα ερχόταν κάποτε στην Αθήνα να με βρει.
-Να έρθεις, του χαμογέλασα εγώ και του έδωσα σύσταση και τηλέφωνο, ενώ η Λουτσία, πράγμα παράξενο, συναίνεσε. Αυτή που δεν αγαπούσε το περιθώριο, γενικά τους τύπους του, γελούσε με τα καμώματα του Φοράδα κι αυτός της έδειχνε ζηλευτή αγάπη και σεβασμό. Έβλεπα πως σπινθήριζαν τα μάτια του, όταν μιλούσε μαζί του, πως του έπεφταν τα σάλια κι όσο να φαίνεται περίεργο, έμοιαζε να την είχε ερωτευθεί. Όλο με ρωτούσε για κείνη, που είναι τώρα, πότε θα έρθει , γιατί πήγε στη θάλασσα μόνη της και δε φοβόταν να εξομολογιέται πως θα την παντρευόταν κάποτε.
-Αλμύρα θα σου την πάρω τη γυναίκα, μου λεγε παρουσία άλλων μπροστά και τότε γινόταν χάχανο. Έπεφταν βροχή οι σφαλιάρες, οι πέτρες κι ανάμεσα τους να ξεχωρίζει η στριγγιά, πολύ λεπτή φωνή του να βρίζει τους πάντες και τα πάντα.
Έβγαινε από το στόμα του ένας χείμαρρος βρισιές, για τις μανάδες, τους πατεράδες όλων, όσων βρίσκονταν εκεί. Τόσες βρισιές μαζεμένες δεν είχα ακούσει ποτέ κι αν ήταν εδώ ο Δούκας θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι. Θα του παιρνε το μυαλό του Φοράδα, όσο του είχε απομείνει του κακομοίρη.
Δεν ήταν τόσο χαζός, όσο ήθελαν να τον παρουσιάζουν οι συγχωριανοί του αλλά γενικά οι άνθρωποι, σε όλον τον κόσμο, άμα βλέπουν κάποιον σαν τον Φοράδα, προσπαθούν να τον ξεκάνουν. Έτσι είναι.
Αυτός όμως ζήλευε τη μεγαλόπρεπη ζωή μας, έτσι φανταζόταν τη δική μας κι έκλαψε πολύ όταν φύγαμε. Δεν ήθελε να μας αφήσει με κανέναν τρόπο. Τρόμαξε να τον συγκρατήσει η μάνα του πριν πηδήξει στο καράβι για να έρθει μαζί μας.
Τότε εγώ, δεν είχα σκεφτεί πως θα τον ξαναέβρισκα μπροστά μου, μελλοντικά. Δεν μπορείς να προδιαγράφεις το μέλλον-σκοτεινή γαρ η τύχη και το μέλλον του καθενός, αόρατο- και περισσότερο δεν ξέρεις ποιοι άνθρωποι θα παίξουν κάποιο ρόλο στη ζωή σου, έστω και ασήμαντο.


Ο χρόνος παίζει ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή μας. Τι είναι τάχα ο χρόνος; Αυτό που εμείς ορίσαμε ή αυτό που πραγματικά υπάρχει; Αυθεντικά χρόνος δεν υπάρχει. Η μεταβολή, η φθορά του ανθρώπινου σώματος, μεταφράζεται σε χρόνο. Η διάρκεια για να φτάσει μια ακτίνα φωτός από τον ήλιο στη γη είναι χρόνος. Τα άσπρα μαλλιά, οι ρυτίδες στο πρόσωπο, στα χέρια, στα άτριχα λιγνά πόδια του πατέρα μου, έδειχναν το πέρασμα του χρόνου. Άφηνε επίτηδες ο ελεεινός, τα χνάρια του, πάνω μας.
Ο Τασούλης το φοβόταν πιο πολύ αυτό το πέρασμα του χρόνου.
-Ζούμε με το παρελθόν, μου είπε μια μέρα. Μου φαίνεται πως αυτό ορίζει περισσότερο τη ζωή μας. Σκέψου πόσες ώρες την ημέρα και τη νύχτα, γυρνάς πίσω! Χιλιάδες! Είναι το πίσω, μέσα μας. Το παρελθόν, η ιστορία που μας χαρακτηρίζει.
Δεν είχε άδικο, αν το καλοσκεφτείς. Κι εγώ γυρνούσα πάντα. Μου άρεσε το παρελθόν, η ιστορία μου έστω κι αν τις περισσότερες φορές με σύνθλιβε, εγώ επέμενα να γυρίζω πίσω. Αλλά έτσι είναι οι άνθρωποι, να ο πατέρας μου. Τι μου έλεγε όποτε τύχαινε να πάω; Όλο πίσω, γυρνούσε, μιλούσε για τη ζωή του, πως έκανε το ένα, πως το άλλο. Θα μου πεις γιατί άλλο να μιλούσε, ένας άνθρωπος που είχε περάσει τα ογδόντα. Τι μέλλον να είχε ο πατέρας μου. Κι όμως είχε κουράγιο ακόμα η σκέψη του λειτουργούσε σωστά ας είχε μόνο παρελθόν. Και βρήκε εκείνες, που εγώ ονειροβατούσα, να με πείσει να γίνω υπάλληλος. Να μπεις, μου είπε στο Δημόσιο, τώρα είναι ο καιρός. Τι κάνεις; Περιμένεις να σαρανταρίσεις Περνάνε τα χρόνια και η ζωή είναι λίγη παιδί μου Ξέρεις τι είναι να είσαι μόνιμος; Να πέφτει κάθε μήνα το παραδάκι; Έχω έναν γνωστό στην τράπεζα, να πας να τον βρεις, θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του.
Εγώ, μάλλον βερεσέ τα άκουγα όλα αυτά. Δηλαδή για το υπαλληλίκι και τέτοια. Αλλού έβοσκα, αλλού έτρεχε ο νους μου. Πήγα βέβαια για να μην του χαλάσω το χατήρι΄έτσι για το θεαθήναι που λένε αλλά η προσπάθεια μου  έμοιαζε με των απελπισμένων.
Συζήτησα με τον παλιό φίλο του πατέρα μου που είχε γίνει υποδιευθυντής, με καλοδέχτηκε ο άνθρωπος και μου υποσχέθηκε. Περίμενε, μου είπε, αφού είσαι γιος του παλιού μου συναγωνιστή, του Αμβράζη, θα κάνω ότι μπορώ. Θα κάνω ότι περνάει από το χέρι μου, να είσαι βέβαιος αλλά εσύ είσαι ζωγράφος ρε παιδί μου. Φοβάμαι μήπως καταστρέψεις την καριέρα σου, εδώ μέσα στη γραφειοκρατία. Εδώ είναι άλλα πράγματα, μονοτονία, λογιστικά. Άσε που δεν ξέρω αν θα κάνουν προσλήψεις, έχουν σκληρήνει τα πράγματα αλλά αν εσύ το αποφάσισες, εγώ απ τη μεριά μου θα κάνω ότι μπορώ, ότι περνάει απ το χέρι μου, επανέλαβε τη φράση τελειώνοντας.
Αυτός θα έκανε ότι περνούσε από το χέρι του κι εγώ ότι περνούσε απ το μυαλό μου, σκέφτηκα. Ματαιοπονούσα, συλλογίστηκα αφού κι αν ερχόταν ο διορισμός μου δε θα πήγαινα. Δεν μπορούσα να φανταστώ τον εαυτό μου υπάλληλο, να κάνω πράξεις σε χοντρά, λογιστικά βιβλία κατά τον Καβαδία.
Η Λουτσία όταν το συζητήσαμε, προσπάθησε να με πείσει, το δέχτηκε με ενθουσιασμό. Να πας, μου είπε. Άμα μπεις στην τράπεζα αλλιώς θα σε δει ο μπαμπάς. Να μην έρχεται να μου λέει συνέχεια με ειρωνεία, τι κάνει ο άνεργος Πικάσο σου!
Έτσι με έλεγε ο άτιμος.
Αλλά εγώ δε χολόσκασα, αν και ποτέ δε μου απηύθυνε το λόγο, μόνο πίσω μου μιλούσε για μένα, όταν πήγαινα να την πάρω από το πατρικό. Σε αντίθεση με τη μάνα της, την Εριέτα Παπακυριακού που με συμπαθούσε. Ήταν πάντα ευγενική μαζί μου, σωστή κυρία. Λυγερόκορμη, κοντά στα πενήντα της πια, καστανομάλλα κι αυτή όπως η κόρη της. Είχε μια παράξενη γλύκα στο πρόσωπο κι ένα χαλαζί χρώμα στα μάτια. Καλοζωισμένη, αρχοντοκυρία, έκανε αίσθηση όπου κι αν στεκόταν. Αντανακλούσε γύρω μια ακτινοβολία, ένα φως στο προφίλ της, λάμπρυνε το Ελληνικό της πρόσωπο.
Ήρθε κάποτε αυτός ο διορισμός, πράγματι. Το γιορτάσαμε με τη Λουτσία, τον Ντάφλο, την Έλεν, στου Λινάτσα. Όλοι ήμασταν χαρούμενοι και πιο πολύ η Λουτσία. Ή για να λέω την αλήθεια, όλοι εκτός από μένα, που την άλλη μέρα έπρεπε να κόψω το μούσι μου, φορέσω το καινούργιο κουστούμι και να παρουσιαστώ στον διευθυντή. Έτσι μου έλεγαν όλοι, πως έπρεπε να κάνω καλή εντύπωση, δεν πήγαινε τώρα τραπεζικός υπάλληλος, νεοδιορισμένος με μούσι και μακριά μαλλιά.
Έβαλα λοιπόν το ωραίο μου κουστούμι, συνιαρίστηκα, έκοψα λίγο τα μαλλιά μου, ψαλίδισα τα γένια μου και πήγα. Επ ουδενί δεν τους έκανα το χατήρι να τα κόψω τελείως. Αυτό ενόχλησε τον διευθυντή, τις πρώτες μέρες αλλά σιγά-σιγά το δέχτηκε γιατί αντιλήφτηκε την εργατικότητα μου, την προσήλωση μου στην καινούργια μου εργασία.
-Μπράβο! Μου είπε. Θα πας μπροστά, έχεις μέλλον σαν τραπεζικός υπάλληλος. Έξυπνος είσαι, θα πας μπροστά. Μόνο να προσέχεις τους άλλους κι ένα θα σου πω γι αυτούς: Σε λίγο θα θέλουν να σου βγάλουν το μάτι, γι αυτό πρόσεχε!
Εγώ τι να πρόσεχα, έβλεπα τον εαυτό μου περαστικόν από εκεί και χαμογελούσα όταν μου τα λεγε. Πάντως παραδέχτηκα πως ήταν από τους λίγους ανθρώπους που μου συμπεριφέρθηκε γνήσια. Ήταν άνθρωπος ντόμπρος, πράγμα σπάνιο για το είδος των ανθρώπων που αντιπροσώπευε. Όλοι οι άλλοι με μισοβλέπανε. Από τη σκουπίστρια, μέχρι τον κλητήρα και τον μπάτσο που στεκόταν στην πόρτα, φοβόνταν μη τους πάρω τη θέση, τα αξιώματα. Ο κλητήρας μάλιστα, παραπονιόταν συνέχεια, γιατί αυτός ήταν τόσα χρόνια στην υπηρεσία και έπαιρνε πιο λίγα χρήματα από  μένα που ήμουν νεοδιορισμένος, όπως κι ένας Χατζηχαραλάμπους είκοσι τόσα χρόνια στην ίδια θέση, όλοι έκαναν υπαινιγμούς για μένα και μου έβαζαν τρικλοποδιές. Δεν μπορώ να πω όμως πως δε με αγαπούσαν. Κατά βάθος δεν ήταν κακοί άνθρωποι και γενικότερα περνούσα καλά εκείνο το λίγο χρονικό διάστημα στην τράπεζα. Λέω λίγο, γιατί πράγματι δε θα είχαν περάσει εξ μήνες όταν ένα πρωινό ζήτησα να δω τον διευθυντή και πήγα στο γραφείο του.
Κάπνιζε το τσιμπούκι του και μόνο που δεν του έπεσε από το στόμα, όταν του ανακοίνωσα την απόφαση μου να φύγω, να δηλώσω παραίτηση. Έμεινε να με κοιτάζει μετέωρος, δεν ήξερε τι να πει. Πέρασε το χέρι του πάνω από τη φαλάκρα, ίσωσε τα λίγα μαλλιά, αμήχανος.
-Ώστε έτσι! Είπε μόνο.
Ύστερα μειδίασε, σα να συμφωνούσε και δεν έκανε καμιά προσπάθεια να με μεταπείσει εκείνη τη στιγμή. Θυμάμαι όμως πως μερικές μέρες αργότερα, με πήρε τηλέφωνο κι άρχισε όλα εκείνα τα δεν πρέπει και δεν κάνει. Είσαι καλός υπάλληλος, καλό παιδί, που θα πας, θα χαραμιστείς. Μίλησε στον πατέρα μου, προσπαθούσε να με βάλει στο σωστό δρόμο, έτσι πίστευε, έτσι έλεγε. Αλλά εγώ είχα πάρει τις αποφάσεις μου και μόνο στον πατέρα μου και τη Λουτσία εξήγησα γιατί έκανα αυτή την πράξη. Προτού γίνει αυτό, θυμάμαι τα έκπληκτα πρόσωπα των συναδέλφων, στην τράπεζα σαν έμαθαν το γεγονός. Ιδιαίτερα του κλητήρα και του Χατζηχαραλάμπους. «Φεύγεις αλήθεια;» με ρώτησε ο κλητήρας. «Αφήνεις αυτή τη θέση που άλλοι περιμένουν χρόνια για να την αποκτήσουν;» έκανε ο Χατζηχαραλάμπους παρ ότι αυτός έδειχνε πιο χαρούμενος, επειδή μάλλον θα ήταν ο αντικαταστάτης μου. «Ναι,» τους απάντησα κι απόρεσαν πιο πολύ. Τους χαιρέτησα όλους με συγκίνηση. Εκείνοι, είπαν να περνάω να τους βλέπω, να μη χαθώ, για να μαθαίνουν νέα μου αλλά ποτέ δεν ξαναπάτησα το πόδι μου από εκεί.
Στο σπίτι αναγκάστηκα να δώσω εξηγήσεις στον πατέρα μου Μιλήσαμε αρκετά γι αυτή μου την παραίτηση. Κάθισα εκεί στο κρεβάτι που ήταν ξαπλωμένος και προσπάθησα να μην το κάνω απολογία, να μην κρυφτώ. Του είπα πως δεν μπορούσα άλλο εκεί μέσα, πως σιγά-σιγά με έπιανε κατάθλιψη-μελαγχολία. Είχα απομονωθεί από τους άλλους κι ένιωθα ξένο σώμα. Κάθε πρωί μετά που πίναμε τον καφέ, αισθανόμουν αηδία. Ήμουν έτοιμος να το βάλω στα πόδια.
-Με έπιασε πανικός πατέρα, στρες, δεν ξέρω τι να σου πω, μη με ρωτάς, ολοκλήρωσα.
Κούνησε το κεφάλι του, δεν ήξερε τι να πει ο άνθρωπος. Δεν τα καταλάβαινε αυτά, πανικούς, μελαγχολίες και καταθλίψεις δεν είχε γνωρίσει η γενιά του.
-Τι να σου πω παιδί μου; Κάνε όπως καταλαβαίνεις, μεγάλος είσαι πια, τι να σου πω… Εμείς οι γέροι τα φάγαμε τα ψωμιά μας, δεν ξέρουμε να σε συμβουλεύσουμε πια. Μόνο να έχεις στο μυαλό σου πως η ζωή είναι δύσκολη.
-Δύσκολη, ξεδύσκολη, πρέπει να τα καταφέρουμε του είπα και χάρηκε που με άκουσε να μιλάω με κάποια αισιοδοξία
-Αφού έχεις κουράγιο, κάμε όπως μπορείς, μου χαμογέλασε και κλείσαμε αυτή την κουβέντα.
Με τη Λουτσία ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα. Μούτρωσε τόσο πολύ γι αυτή την ξαφνική μου απόφαση που τσακωθήκαμε άσχημα. Δε μιλούσαμε τρεις μέρες.
-Δικαιώνεις τον πατέρα μου, που λέει πως δεν έχεις σταθερό χαραχτήρα. Το βλέπω κι εγώ, μη νομίζεις. Το βλέπω που είσαι άστατος αλλά δε βγαίνει πουθενά έτσι. Γιατί υποβιβάζεις τον εαυτό σου; Οι άλλοι είναι καλύτεροι από σένα; Ή μήπως νομίζεις πως είσαι κάτι πιο σημαντικό χωρίς να είσαι;
Αυτό ήταν μια ωραία μπηχτή στα πλευρά μου και με ξάφνιασε. Το σκέφτηκα αρκετά και μονολόγησα πως μπορεί να είχε δίκιο Μέσα μου βαθιά, πίστευα πως ήμουν κάτι ξεχωριστό, είχα αυτή την υπεροψία και χρειαζόμουν αποδείξεις. Τέτοιες όμως δεν υπήρχαν αλλά εγώ τα σύννεφα μου τα χρειαζόμουν ότι να έλεγε η Λουτσία και όλοι οι άλλοι μαζί. Αυτά, βέβαια, παρέμεναν μέσα μου, στα μύχια και δεν τολμούσα να τα εκμυστηρευτώ πουθενά και ούτε πίστευα πως ήταν ανάγκη
-Και τι θα κάνεις τώρα; με ρώτησε όταν κάποτε πέρασε η πρώτη μπόρα. Τι θα κάνεις τώρα πάλι άνεργος; Δεν πιστεύω να ξαναγυρίσεις στη φυλλάδα… πάει, τέλειωσε αυτό το παραμύθι.
-Θα δω, της απάντησα κάτι θα βρω να κάνω και πήρα τους δρόμους.
Χωρίς να το καταλάβω, ασυναίσθητα με βγάλαν στο εργαστήρι του Θεοφάνη. Του παλιού ζωγράφου που είχε αδερφή την Κάθριν που με αγαπούσε. Είχα κάνει κάποτε μαθήματα μαζί του, με είχε βοηθήσει να μάθω να φτιάχνω εμπορικά έργα. Τοπία, θάλασσες, καραβάκια.

 

συνεχίζεται

1 σχόλιο:

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...