Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 21





Ότι γεννιέται πεθαίνει, γράφει τον κύκλο του και ενώνεται ξανά με το χάος. Ακόμα και οι πέτρες, τα αστέρια, οι βασιλιάδες, οι προύχοντες, όλα έχουν ένα τέλος. Έτσι είναι και οι ιδέες και οι σκέψεις, οι μνήμες. Έρχεται κάποτε η εκπλήρωση του χρέους. Γιατί;
Δεν τα πίστευα και πολύ όλα αυτά αν δεν ήταν ο θάνατος. Έξυπνη λύση ο θάνατος, η απόλυτη σιωπή. Αν δεν ήταν αυτός, σίγουρα η ζωή, λένε, θα ήταν ανούσια. Το απέραντο ερωτηματικό της, η αγωνία της θα πήγαιναν περίπατο. Ποιος θα νοιαζόταν να φτιάξει, να δημιουργήσει και ποιο θα ήταν τότε το χρέος; Και εξ άλλου τι θα γίνονταν όλοι αυτοί; Που θα χωρούσαν; Πάνω στη γη τουλάχιστον αδιανόητο Κι έτσι γεννήθηκε ο θάνατος που προϋπήρξε του ανθρώπου.
Όλα προϋπήρχαν του ανθρώπου ή ήταν παντοτινά έτσι;
Το χειρότερο βέβαια είναι ο πόνος και η δυστυχία. Αυτά μπορούσαν να μην υπάρχουν, όχι εξ αιτίας του θανάτου αλλά μάλλον περισσότερο για το τεντωμένο τόξο της ζωής, για την διάρκεια και την πορεία που διαγράφει ένα βέλος από τη στιγμή που φεύγει μέχρι που μπήγεται στην καρδιά ή στο χώμα.
Ένα άνυσμα είναι λοιπόν η ζωή-για τον πατέρα μου μια ευθεία- το πέταγμα μιας πέτρας η τροχιά ενός κομήτη που πέφτει και χάνεται στο χάος.
Περίεργο πράγμα το χάος, το κενό, η ανυπαρξία. Κανένας φαντάζομαι δεν το έχει συλλάβει, πόσο μάλλον ο πατέρας μου, κατάκοιτος πλέον, γέρος κι ανήμπορος. Δεν πιστεύω πως δεν τα είχε καταλάβει, όχι το χάος, γι’ αυτό είπαμε αλλά να, δεν μπορούσε να τα σκεφτεί με αυτές τις λέξεις, να τα εκφράσει με πολλαπλότητα. Αυτό μου τριβέλιζε το νου πως ίσχυε για τους περισσότερους ανθρώπους. Μπορεί να είναι φοβερό για όσους σκέφτονται και εγωιστικό για μένα αλλά ότι και να πεις είναι εντελώς ρεαλιστική άποψη για όσους εντρυφούν στις αφαιρετικές διαδικασίες του είναι. Οι άλλοι παραδέχονται την καρδιά, όπως ο Ντάφλος. Την τετράγωνη λογική τη θεωρούσε κατώτερη της καρδιάς, σε αντίθεση με μένα που για να πω τη μαύρη αλήθεια μου αρνιόμουν πεισματικά να δεχτώ πως ένας άνθρωπος σκέφτεται με την καρδιά. Η καρδιά έλεγα, είναι ένα όργανο που διοικείται από τον εγκέφαλο, όπως το δάχτυλο, όπως το χέρι, το νεύρο.
Ο Ντάφλος μιλούσε για την καρδιά, για το φιλότιμο που πηγάζει από αυτήν, για τους φτωχούς, για το θεό. Παλαιότερα δεν τα έλεγε, τώρα τελευταία όλο και πέταγε εκείνο το « ο θεός είναι μεγάλος», αυτός, ένας δεδηλωμένος αριστερός.
-Ποιος θεός; Του έλεγα. Ο Δίας, ο Βούδας, ο Αλλάχ, ο Χριστός;
-Αυτός ο τελευταίος, επέμενε. Μόνον ο Χριστός είναι θεός.
Εγώ απορούσα με την αφέλεια του. Σε άλλα πράγματα ήταν δαιμόνιος, εκεί σα να κολλούσε το μυαλό του. Στριφογύριζε σα σβούρα, έψαχνε ασταμάτητα, ιδιαίτερα εκείνη την εποχή.  Μια μέρα μου ανήγγειλε με στόμφο πως θ’ αγόραζε ένα ταξί κι εγώ πάλι απόρεσα. Τι διάολο, ταξιτζής θα γίνει σκέφτηκα, έτσι πιωμένος που ήταν συνέχεια; Για να μην πω μεθυσμένος, ντίρλα που λέμε και πως θα τα έβγαζε πέρα; «Δεν κάνεις» του είπα αλλά εκείνος ήρθε και άραξε με το καινούργιο μερσεντές έξω από το μαγαζάκι μου. Μου κλεισε το μάτι και με πήρε κούρσα μέχρι τα Φάληρα.
Ήπιαμε ένα ουζάκι κι ύστερα τον έχασα για κάμποσες μέρες. Δούλευε το ταξί και τα βράδια πήγαινε στην Κηφισιά. Έμενε πια με την Έλεν Νασοπούλου και μπεκρόπιναν τα βράδια και τις ημέρες οι δυο τους.
Προς το παρόν είχε ξεχάσει τον Τίτο, οι σχέσεις τους έγιναν τυπικές αν και ο ίδιος διαλαλούσε παντού πως είχε έναν γιο ξεφτέρι, έναν γιο που θα τον έκανε γιατρό, ενώ ο Τίτος σχεδόν δεν ήθελε ν’ ακούει τίποτα για τον πατέρα του. Είχε πάρει από τότε την κλίση προς τον Σταυρέα, εκεί έβλεπε το δρόμο του και όχι στα καμώματα του πατέρα του με τα ποτά, τα ξενύχτια, τις γυναίκες και τα λοιπά για τα οποία θα τον κατηγορούσε αργότερα.
Από τη μεριά του ο Ντάφλος όταν μιλούσε για τα οικογενειακά του τον έπιανε ναυτία, σκοτούρα. Σα να μη τον ενδιέφερε καθόλου πια αυτή η ιστορία, σα να ήθελε να ξεφύγει παντελώς. Τα οράματα του είχαν αλλάξει, η συγκίνηση, η αγάπη που περιέβαλλε κάποτε το γιο του, σιγά-σιγά ξέβαφε. «Θα κάνω ένα παιδί με την Έλεν» μου είπε ξαφνικά μια μέρα.
Άλλο και τούτο! Σκέφτηκα εγώ. Παιδί με την Έλεν. Αφού είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, πως θα γινόταν αυτό;
-Μη χολοσκάς, μου γέλασε. Είπα θα κάνουμε αλλά δεν είναι ακριβώς αυτό. Έχουμε συμφωνήσει να υιοθετήσουμε μια κόρη. Κόρη όχι αγόρι, αγόρι έχω. Έχει τον τρόπο της ή Έλεν, θα δεις.
Πράγματι, έτσι έγινε. Υιοθέτησαν ένα κοριτσάκι. Λεπτομέρειες δε μου είπαν και ούτε ζήτησα να μάθω. Μια των ημερών με πήρε με το ταξί και πήγαμε στην Κηφισιά για του λόγου το αληθές. Στην είσοδο του σπιτιού μας περίμενε η Έλεν με ένα κατάξανθο κοριτσάκι στην αγκαλιά- την Αγγέλα, έτσι θα την βάφτιζαν μου είπαν. Ήταν ένα πανέμορφο κοριτσάκι αλλά κλαψιάρικο. Ο Ντάφλος την έπαιρνε στην αγκαλιά μάλλον άγαρμπα. Έπαιζε μαζί της κουπεπέ και κουπεπέ κι εγώ ξεκαρδιζόμουν στα γέλια.
-Γιατί γελάς παλιοζωγράφε; Μου ξίνιζε τάχα τα μούτρα και παίρναμε τους δρόμους όπως τότε που ήμασταν παιδιά.
Το ταξί βέβαια, το πούλησε σε λίγο καιρό. Είχα προλάβει όμως μια μέρα στη λεωφόρο να σηκώσω το χέρι αναζητώντας ταξί και να με πάρει κούρσα.
-Έμπα μέσα ρε αλήτη!
Εγώ τι να του ‘λεγα; Έφερα κάποιες αόριστες αντιρρήσεις αλλά εκείνος με αποστόμωσε.
Μου είχε βγάλει καινούριο όνομα τώρα το μαχαραγιάς το είχε ξεχάσει.
- Αλήτης είσαι μην το σκέφτεσαι. Αλλά καλός αλήτης και με κοίταζε στα μάτια. Θέλω να πω πως δεν είσαι δεμένος ρε, αυτό θέλω να πω, δεν ξέρεις τι σημαίνει αλήτης; Εγώ το έμαθα, το διάβασα σε ένα λεξικό στη βιβλιοθήκη του μουσείου, τι νομίζεις έτσι είμαστε εμείς;
Εκείνες τις μέρες είχε ανακαινιστεί το μουσείο. Μόλις πούλησε το ταξί βάλθηκε με την Έλεν να το φτιάξουν. Αγόρασαν ένα φορτηγάκι και δούλευαν πυρετωδώς. Σιγά-σιγά διαμόρφωναν όλους τους χώρους, έλαμψε πια από ομορφιά και καθαριότητα  όλο το τοπίο, αναδείχτηκε ο χώρος, τα αγάλματα οι πίνακες- άσπρο χρώμα, μπλε και κεραμιδί κυριαρχούσε παντού.
Παράλληλα δεν έπαυε ν’ ασχολείται και με άλλες δουλειές που του απέφεραν χρήμα. Όπως για παράδειγμα να κάνει τον κτηματομεσίτη. Όταν ήρθε και με πήρε να πάμε στην Εύβοια ν’ αγοράσουμε ένα αγρόκτημα, πάλι δεν τον πίστεψα, νόμιζα πως καλαμπούριζε και απλώς ήθελε να πάμε για θαλασσινά και κανένα ούζο αλλά αυτός το είχε πάρει σοβαρά. Το αγόρασε. Ύστερα κι άλλο κι άλλο, τα περισσότερα από την πλευρά του Ευβοϊκού. Έστησε το γραφείο του εκεί στο μουσείο και διηύθυνε την καινούρια του επιχείρηση. Πουλούσε, αγόραζε, ενοικίαζε, έβαζε φωτιές. «Πάμε να βάλουμε μια πυρκαγιά;» μου είπε γελώντας μια άλλη μέρα. «Έχει πλάκα να το κάνεις αλήθεια!» παραξενεύτηκα έκπληκτος. Τον είχα ικανό για όλα. «Να σου πω την αλήθεια, έβαλα μια πριν από κανένα μήνα αλλά το μετάνιωσα. Τι μου φταίγανε τα δέντρα;» έκανε τάχα τον προστάτη της φύσης μα μέσα του γελούσε, το έβλεπα. Μεγάλη φάρα ο Ντάφλος! Και πάντα με ένα ποτήρι τσίπουρο στο χέρι, από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μόνο όταν κοιμόταν δεν έπινε. Από κοντά του και η Έλεν, αυτή σχεδόν αλκοολικιά πια. Τρεκλίζοντας ξεχορτάριαζε τις αυλές, κουβαλούσε πέτρες, έχτιζε πεζούλια, έστρωνε καινούριους δρόμους, κρεμούσε καινούριους πίνακες για τις εκθέσεις που έκαναν κάθε τόσο ή που αγόραζαν οι ίδιοι πλουτίζοντας την συλλογή του μουσείου. Και ήταν ελκυστικό να τους βλέπεις να συνεργάζονται οι δυο τους. Είχαν εκπληκτική διαύγεια, ζωντάνια παρ όλο το αλκοόλ που κατανάλωναν καθημερινά. Ανάμεσα τους μεγάλωνε και η Αγγέλα. Κουβαλούσε κι αυτή μικρές πέτρες και χώμα με το κουβαδάκι. Ώσπου μια βραδιά από τις πολλές που σύχναζα κι εγώ εκεί, Καλοκαιράκι ήταν πια, μου λέει ο Ντάφλος αναπάντεχα:
-Ρε Αλμύρα, εσύ που ασχολείσαι με τα βιβλία, τα θέατρα και όλους αυτούς δε φτιάχνεις μια παράσταση; Να καλέσουμε ένα βράδυ όλον τον καλόν κόσμο, τι την έχουμε τη σκηνή; Για λέγε…
-Με έπιανε εξ απήνης
-Ωραία ιδέα, είπα μουδιασμένος, σκεφτικός στις αντιθέσεις μου, τις αιώνιες αναστολές μου, εγώ που δεν έκανα τίποτε σπουδαίο εκείνη την εποχή. Απλά καιροσκοπούσα από εδώ και από εκεί.
Μόλις μου το πρότεινε, ήρθε στο μυαλό μου αμέσως ο Τασούλης. Από τότε που είχε φύγει, συναντιόμαστε που και που και μου ‘λεγε πως έκανε τον ηθοποιό σε παιδικά θέατρα. Δεν τον πίστεψα αλλά μια Κυριακή που με φώναξε, πήγα και τον είδα να παίζει σε κάποιο συνοικιακό θεατράκι στου Γκύζη. [Τελικά το έμαθα, τον άνθρωπο τον έλεγαν Γύζη, εκείνο που δεν έμαθα ήταν αν το συγκεκριμένο μέρος είχε πάρει την ονομασία του από τον ζωγράφο. Μάλλον όμως έτσι θα ήταν και κάποτε, δοθείσης ευκαιρίας θα το μάθαινα και αυτό.]
Ο Τασούλης λοιπόν είχε γίνει ηθοποιός με τη βούλα και άδεια εξάσκησης επαγγέλματος από το σωματείο. Και να δείτε που ήταν καλός, μάλιστα, είχε κάνει και τη σκηνοθεσία. Θυμάμαι πως μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση το παίξιμο του, μέχρι και τον κλόουν έπαιζε. Αλλά κι εμένα το θέατρο με μάγευε. Έτρεχα όταν υπήρχε ευκαιρία σε όλες τις παραστάσεις. Μια φορά είδα σε ένα μικρούλη θεατράκι ολόκληρο το έργο μοναδικός θεατής. Εκεί ένιωσα για πρώτη φορά τη δυστυχία να είσαι θεατρίνος, το μέσα και όχι τη φιγούρα και τα φώτα της σκηνής, τη δόξα και τα λοιπά. Το είπα στον Τασούλη για τη δυστυχία την ημέρα που πηγαίναμε για το μουσείο. Μου απάντησε πως πράγματι είναι πολύ δύσκολη η ζωή για έναν ηθοποιό. Ο περισσότερος κόσμος δεν αγαπάει το θέατρο ή μάλλον δεν υπάρχει θεατρική παιδεία και τρέχουν να δούνε μόνο τα ηχηρά ονόματα, τις φίρμες που φυσικά έχουν με το μέρος τους, την τηλεόραση, τον τύπο και γενικότερα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όταν είδε το μουσείο και ιδιαίτερα τον χώρο του θεάτρου, μόνο που δεν παραφρόνησε.
-Εδώ αγόρι μου είναι η ευκαιρία μας, μου είπε. Μην το σκέφτεσαι καθόλου. Θα ετοιμάσουμε παραστάσεις, θα ταρακουνήσουμε λίγο τους εγκάθετους στο κέντρο, μη φοβάσαι θα πετύχουμε. Είμαι σίγουρος πως θα φέρουμε κάτι καινούργιο στα θεατρικά δρώμενα της πρωτεύουσας. Θα φτάσουμε μέχρι το υπουργείο πολιτισμού να πάρουμε επιχορηγήσεις, μη νομίζεις πως οι άλλοι είναι καλύτεροι από μας ή ήταν όταν ξεκίνησαν. Όχι, μη νομίζεις. Έτσι θα κάνουμε, θα προσπαθήσουμε να ενταχτούμε στο πρόγραμμα του υπουργείου για να διεκδικήσουμε την επιχορήγηση. Ξέρεις πόσα παίρνει αυτό το μικρούλη θεατράκι που μου είπες πως είδες μόνος σου την παράσταση;
-Όχι, που να ξέρω…
-Άστα να μη σου πω καλύτερα γιατί δε θα με πιστέψεις. Άφησε τα αυτά σε μένα.
 Ύστερα απευθύνθηκε στο Ντάφλο που θα ήταν ο θεατρικός επιχειρηματίας κοιτάζοντας τον με μισό βλέμμα. Έπειτα κοίταξε και μένα σα να μου ‘λεγε τι είναι ετούτος που μου κουβάλησες. Εγώ τον καθησύχασα με ένα νεύμα. Είχα αρχίσει να το διασκεδάζω το πράγμα, μάλιστα κρυφογέλασα όταν είδα τα μούτρα του Ντάφλου σαν του ζήτησε τα πρώτα χρήματα.
-Θα κοστίσει τόσο πολύ; Έκανε χαμηλόφωνα, λες και του ‘παιρνες την ψυχή. Είπαμε πως είχε γίνει τσιγκούνης τελευταία.
-Ε, τι πολλά… δε θα πληρωθούνε οι ηθοποιοί; Τα σκηνικά, οι ενδυμασίες, ο φωτισμός και τόσα άλλα που δε μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Επιχείρηση είναι το θέατρο, έτσι εύκολα νομίζετε πως γίνεται μια παράσταση; Σκέψου όμως και τη διαφήμιση που θα γίνει στο μουσείο σας, σκέψου τις επιχορηγήσεις που θα εισπράξετε.
-Είσαι σίγουρος πως θα πάρουμε τουλάχιστον τα έξοδα πίσω;
-Όπως σε βλέπω και με βλέπεις, διαβεβαίωνε κάθε λίγο και λιγάκι.
-Ε, τότε να το κάνουμε ρε παιδί μου. Τι λες και συ Αλμύρα.
Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι μου.
-Ωραία, προχωράμε αλλά προσπαθήστε να περικόψετε κάποια από τα έξοδα.
-Ότι γίνεται θα το κάνουμε κύριε Ντάφλο- πρώτη φορά άκουγα άνθρωπο να τον λέει κύριο. Μόνο να ξέρετε πως το μεροκάματο των παιδιών και το δικό μου που θα σκηνοθετήσω κιόλας θα είναι σύμφωνο με το νόμο της αγοράς. Εντάξει; Κατά τα’ άλλα ότι μπορούμε θα περικόψουμε. 


συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Πάρα πολύ όμορφη η εισαγωγή στο κεφάλαιο αυτό Κώστα. Με πολλές σκέψεις και συναισθήματα.
    Την καλησπέρα μου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Οι αρχές των κεφαλαίων, με προβλημάτιζαν από παιδί, στα μυθιστορήματα και θυμάμαι πως βασανιζόμουν να τις ξεκινάω , όταν πια άρχισα να γράφω κι εγώ μυθιστορήματα. Είναι, ίσως από τα πιο δύσκολα μέρη αυτής της γραφής. Καλησπέρα Τζον.

      Διαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...