Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 23

Είναι αλήθεια βαθύτατα μελαγχολικό να χάσεις μια αυταπάτη. Οι άνθρωποι ζούνε χιλιάδες μέρες μ αυτές. Με τις αυταπάτες που είναι κάποια όνειρα στηριγμένα στο πουθενά. Ή μάλλον στο κάπου. Πόσο οδυνηρό είναι να χάσεις ένα τέτοιο όνειρο; Πάντα υπήρχε μια ελπίδα πως κάτι θα γινόταν κι όλα θ άλλαζαν.
Η αρχή στο μυθιστόρημα ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΟΙ.




Όλα τα Κυριακάτικα πρωινά, θυμάμαι από παιδί, πως ήταν κάτι ιδιαίτερο. Μικρός ακόμα μέχρι να πάω στο γυμνάσιο, σηκωνόμουν νωρίς, ετοιμαζόμουν με προσοχή, έφτιαχνα μια ωραία χωρίστρα στα μαλλιά μου και πήγαινα στην εκκλησία. Πήγαινα μέχρι τότε που ζούσε ο παπά-Σπύρος. Με συμπαθούσε αυτός ο παπάς, με έμαθε να ψέλνω, με έμαθε όλους τους ήχους, πλάγιους, δεύτερους, πρώτους, απολυτίκια, εξαποστολάρια. Εκφωνούσα τον Απόστολο Παύλο και γενικά με είχε κάνει δεξιό ψάλτη.
Έβγαινε στην ωραία πύλη με κοιτούσε χαμογελαστός. Όταν κολλούσα μου έδινε κουνώντας το χέρι του, τον τόνο, τον ρυθμό.
Πολλές φορές με έπαιρνε στους εσπερινούς και τότε ήμασταν μόνοι μας. Ευκαιρία για να με διδάξει περισσότερα και το έκανε. Ύστερα βγαίναμε στο προαύλιο, καθόμασταν σε ένα πεζούλι και συζητούσαμε μέχρι να σουρουπώσει. «Άιντε,
  πάμε να φύγουμε τώρα," έλεγε μόλις έβλεπε τις σοβαρές  αντιρρήσεις μου περί της ύπαρξης του θεού  και ξεκινούσαμε για τη γειτονιά μας.  Έμενε  λίγο πιο πάνω από μας.
Ήταν καλός αυτός ο παπάς και το τονίζω αυτό, επειδή από τότε και μετά, ένα που δεν πήγαινα ποτέ στις εκκλησίες και δεύτερο δεν μπόρεσα να συμπαθήσω κανέναν άλλο ρασοφόρο εκτός από τον Παπαφλέσσα. Αυτός κι αν υπήρξε παπαδότραγος! Είχα διαβάσει πάμπολλες φορές βιβλία που αφορούσαν την επαναστατική του δράση και ζήλευα τον τρόπο που έζησε κι ακόμα περισσότερο τον τρόπο που πέθανε. Ήταν ένας μεγάλος επαναστάτης κι εμείς που δεν είχαμε ζήσει καμιά επανάσταση, εκτός από εκείνη των λουλουδιών, τον βλέπαμε σαν μύθο. Ο πάπα-Σπύρος βέβαια, δεν είχε καμιά ομοιότητα με τον Παπαφλέσσα. Αυτός ήταν γλυκύς σαν το έαρ που σιανοέψελνε συνέχεια καθώς βαδίζαμε για τα σπίτια μας. «Ω, γλυκύ μου έαρ που έδει σου το κάλλος!»
Μου τα ξανάφερε στο νου όλα αυτά η Λουτσία που πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία. Δεν ήταν θεούσα, είχε, έλεγε ένα βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα που προσπάθησε να το μεταδώσει και σε μένα. Φυσικά και αρνήθηκα και θυμάμαι πως τσακωθήκαμε, ήταν ο πρώτος τσακωμός μας, γιατί επέμενε πως έπρεπε ν αγαπάω το θεό. Κάναμε ολόκληρες αναλύσεις, ήμασταν διαβασμένοι γερά και οι δυο και σ αυτό το θέμα. Μόνο σκοτωμός δεν έγινε κι εγώ αγνόησα για πρώτη φορά έναν απαράβατο κανόνα που είχα θέσει στον εαυτό μου: να μη τσακώνομαι με τις γυναίκες. Όμως τα πράγματα πήγαιναν εντελώς αλλιώτικα. Όσο άγρια, όμορφη ήταν η γνωριμία μας, τόσο σφοδρότεροι άρχισαν οι καυγάδες μας. Η Λουτσία είχε ένα γαϊδουρινό πείσμα και δεν άλλαζε εύκολα αποφάσεις. «Μοιάζω του μπαμπά, είναι και κείνος πεισματάρης» έλεγε περήφανα.
Η πρώτη φορά που αρπαχτήκαμε έγινε στη γκαρσονιέρα του Τασούλη εκεί που πρωτογνωριστήκαμε. Αιτία στάθηκε μια διαφωνία μας σε μια σκηνή όπου η Μάργκαρετ-Λουτσία, έπρεπε να πει στον Μπρικ-εμένα, παρουσία του παππού Τασούλη πως κάποτε θέλησε να τον απατήσει. Με έπιασε μια πραγματική ζήλεια γιατί μου φάνηκε πως κάπου θέλησαν να με ειρωνευτούν οι δυο τους. Η Λουτσία μάλιστα απέφευγε να με κοιτάζει κι έπαιζε αδιάφορα τη σκηνή. Καθώς τελειώσαμε και είχα τη μπουκάλα στο χέρι- είναι γνωστό πως ο Μπρικ ήταν πάντα με μια μπουκάλα στο χέρι- τους είδα να ξεκαρδίζονται στα γέλια και φούντωσα ακόμα περισσότερο. Κοκκίνισα από το κακό μου, ρούφηξα μια μεγάλη γουλιά που μου έκαψε τα σωθικά.
Οι άλλοι δε με πρόσεξαν. Σαν να μην ήμουν εκεί, άρχισαν να χορεύουν έναν ξέφρενο ερωτικό χορό που με κατάκαψε πιο πολύ από το ποτό. Κάθισα στον καναπέ, έπινα και τους κοίταζα. Σαν σε έπαρση τα κορμιά τους λικνίζονταν, πλησίαζαν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, αντάμωναν έκαναν τέλειες φιγούρες. Τότε ζήλεψα ακόμα περισσότερο, ήθελα να χόρευε μαζί μου έτσι αλλά αντ αυτού με κοίταξε εκδικητικά, επειδή δεν είχα συμφωνήσει με τον τρόπο που έπαιζε τη σκηνή. Γινόταν κόντρα μεγάλη, τα νεύρα μου τέντωσαν επικίνδυνα. Κάθισα κατάχαμα φανερά μουτρωμένος πια. Συνέχισα να πίνω, σχεδόν είχα αδειάσει τη μπουκάλα όταν τέλειωσαν καταϊδρωμένοι το χορό τους. Ο Τασούλης είχε βγάλει το πουκάμισο, ενώ της Λουτσίας είχαν ανοίξει όλα τα κουμπιά, έτσι που μάλλον εξεπίτηδες θα το έκανε,  να πεταχτούν έξω τα μεγάλα στήθη της.
Ανταριάστηκα πολύ με αυτή της τη στάση. Όχι ότι φοβόμουν τον Τασούλη, που περιττό να πω πως δεν τον ενδιέφεραν τα βυζιά της. Με κόλλαγε στον τοίχο η συμπεριφορά της. Δε μου άρεσαν αυτά, ήμουν πιο σεμνότυφος απ ότι έδειχνα και δεν γούσταρα η γυναίκα μου-έτσι την έλεγα- να δείχνει ασύστολα το σώμα της. Το κατάλαβε και τόσο χειρότερα επιδειχτικά, άφηνε να φαίνονται περισσότερα. Έκατσε στην καρέκλα κι έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο, προκλητικά. Εγώ την κοίταζα με μίσος ή μάλλον με μίσος, δεν την ένιωθα αυτή τη λέξη κι ακόμα και σήμερα δεν την καταλαβαίνω- και της είπα πως ήταν καιρός να φύγουμε.
-Γιατί; μου είπε. Νωρίς είναι ακόμη, βάλε μου κι μένα ένα ποτό, βάλε και του Τασούλη. Μόνο εσύ θα πίνεις;
-Πάμε να φύγουμε, είπα νευριασμένα, δε χρειάζεσαι ποτό και σαν είδα την άρνηση της, θόλωσα.
Δεν άντεξα , της έσκασα ένα φοβερό χαστούκι, εγώ που δεν είχα πειράξει άνθρωπο ποτέ, πόσο μάλλον γυναίκα.
Ποιος είδε το θεό και δεν τον φοβήθηκε-εγώ ήθελα να τον δω και δεν θα τον φοβόμουν, δεν ξέρω γιατί το έλεγαν αυτό οι άνθρωποι εμένα οι ίδιοι με σκιάζανε περισσότερο αλά τη Λουτσία εκείνη τη στιγμή τη φοβήθηκα. Έκανε σαν αγρίμι, όρμησε πάνω μου αμέσως μετά την πρώτη σαστιμάρα και τον πόνο. Με νεύρα τεντωμένα, μάτια θολά από το κλάμα, ούρλιαξε και μου φώναξε χτυπώντας με τις γροθιές στο στήθος.
-Τι σου έκανα ρε; Τι σου έκανα… και με χτύπησες. Με χτύπησες εσύ εμένα! Αυτό θα μου το πληρώσεις ακριβά!
Της είχα πληγώσει άσχημα τον εγωισμό, αυτό την έτσουζε περισσότερο γιατί ήταν περήφανη φοράδα η Λουτσία. Κατέβασα τότε κι εγώ τα χέρια, την άφησα να κάνει ότι θέλει. Θα καταλάγιαζε κάποτε ο πόνος της, συλλογίστηκα και δεν είχα άδικο.
Ο Τασούλης μας κοιτούσε αμέτοχος, μόνο επαναλάμβανε κάπου-κάπου παρακαλεστικά, «ελάτε ρε παιδιά πως κάνετε έτσι, δεν έγινε τίποτα» αλλά δεν τολμούσε να μπει ανάμεσα μας.
Η Λουτσία αφού έκλαψε κάμποσο, σήκωσε κάποτε τα μάτια και με κοίταξε εξουθενωμένη. Την κοίταξα κι εγώ λυπημένα, ήθελα να της ζητήσω συγνώμη για το λάθος μου, το κατάλαβε, μου μισοχαμογέλασε συγκαταβατικά. «Σςςς!» μου έκανε και μου έκλεισε το στόμα με τον δείχτη. Ύστερα σκούπισε τα μάτια της και με αγκάλιασε. Τη δέχτηκα κι εγώ στην αγκαλιά μου κι αφού καληνυχτίσαμε βουβά τον Τασούλη, φύγαμε. Αυτό αόριστα κάτι μου θύμιζε, σα να την είχα ξαναζήσει αυτή τη σκηνή. Α, ναι, ήταν τότε που είχε δείρει ο Ντάφλος την Μαγδαληνή στην αυλή του σπιτιού μας. Δεν άλλαζε και πολύ, τα ίδια καμώματα άρχισες και συ, είπα στον εαυτό μου  και ορκίστηκα να μη το ξανακάνω.
Από τότε δεν την ακούμπησα. Θέλω να πω δεν την ξαναχαστούκισα ούτε γι αστείο. Μου είχε μείνει φοβερή ανάμνηση ο τρόπος που αντέδρασε αλλά δεν ήταν και ίδιον του εαυτού μου να επιδίδομε σε τέτοια κατορθώματα. «Τις γυναίκες δεν τις χτυπάνε, όσο σκάρτες και να είναι» μου είπε ο Δούκας, κάποια μέρα που τον φώναξα να έρθει στις πρόβες για να γνωρίσει και την Λουτσία.
-Έλα να γνωρίσεις τη γυναίκα μου, του είπα με κάποια έπαρση
-Έχεις και γυναίκα; Έκανε περιπαιχτικά ο παλιοπίθηκας.
Άμα ήθελε να σε δουλέψει το έκανε στο άψε-σβήσε. Ιδιαίτερα αν έβλεπε κανένα άτομο λίγο μπόσικο, αγαθούλη ας πούμε, τρελαινόταν για καλαμπούρι. Όχι με τους εντελώς βλαμμένους αλλά μ αυτούς που τους είχε λασκάρει λίγο η βίδα, που ζύγιαζαν από την ελαφριά. «Να αυτός» έλεγε και σου δειχνε κανέναν αλαφροΐσκιωτο. Και αφού είχε περάσει τη μισή ζωή του στις λέσχες, στα μπιλιάρδα, στα μπάρ, γνώριζε πολλούς τέτοιους . Τους φώναζε στο δρόμο, έσπαζε πλάκα μαζί τους, πέρναγε την ώρα του και αν δεν τον ήξερες, νόμιζες πως τα έλεγε σοβαρά όλα αυτά. Μερικές φορές, αστειευόμενος πήγαινε να το κάνει και σε μένα αλλά τότε έπαιρνα κ εγώ την ανάλογη θέση. Έτσι και τώρα που μου είπε περιπαιχτικά αν είχα γυναίκα, του απάντησα πως όχι, κατσίκα έχω.
-Κατσίκα ε; έκανε τρίβοντας τις φούχτες του. Καλή είναι και η κατσίκα από το καθόλου. Μπράβο!
Με τα θέατρα, τα διαβάσματα και τέτοια δεν είχε σχέση ο Δούκας. Αμφιβάλλω αν θα είχε διαβάσει ποτέ κανένα βιβλίο. Στο θέατρο, ίσως να είχε πάει σε κάποιες επιθεωρήσεις, γι αυτό όταν του μιλούσες για βιβλία τον έπιανε ναυτία.
-Τι θέατρο είναι αυτό ρε Αλμύρα; Και τι θα κάνεις εσύ εκεί; Με ρώτησε.
-Πίθηκα να έρθεις και να δεις, να σου γνωρίσω και την ..κατσίκα μου, του απάντησα.
-Ωραία, εντάξει θα έρθω αλά δε μου είπες που γίνεται.
Μόλις του είπα το μέρος, στραβομουτσούνιασε. «Δεν έρχομαι, δεν έχω δουλειά εγώ μ αυτούς εκεί» μου είπε, αλλά παρ όλα αυτά ήρθε. Ήρθε όταν πια οι πρόβες είχαν προχωρήσει πολύ και ήμασταν λίγο πριν την πρεμιέρα και τις κάναμε κανονικά στην υπαίθρια σκηνή.
-Στην πρεμιέρα πρέπει να έρθεις, του υπενθύμισα.
-Θα έρθω και τότε απάντησε.
Του σύστησα τη Λουτσία, του έφυγαν λίγο τα μάτια και βρήκε την ευκαιρία να μου ψιθυρίσει στο αφτί, ένα, αυτή είναι η κατσίκα;
 Γελάσαμε πάλι κι ύστερα εκείνο το βράδυ, μας παρακολούθησαν σε γενική πρόβα, όλο τον θίασο, τους δυο μαύρους υπηρέτες, τη Μάργκαρετ, τον Μπρικ, τη Μάε, τον Γκούπερ, τον παππού, τη γιαγιά και πέντε-έξι ρολάκους ακόμα, αρκετός κόσμος. Ήταν εκεί, εκτός του Ντάφλου και της Έλεν Νασοπούλου, ένα φιλικό ζευγάρι, η Βαριεντίνα, ο επιστάτης του μουσείου, ο Δούκας και η Βασιλική. Ναι, μην εκπλήσσεστε ήταν και η Βασιλική. Είχαν πάρει κανονικά διαζύγιο αλλά συνέχιζαν να συναντιούνται μου είπε. Δεν έμεναν πια μαζί αλλά να τόσα χρόνια μαζί, έχουμε συνηθίσει ο ένας τον άλλον, καταλαβαίνεις δε γίνεται διαφορετικά, ολοκλήρωσε. Εγώ αυτό το δε γίνεται διαφορετικά, δεν το καταλάβαινα.
-Θα ξαναπαντρευτείτε; Τον ρώτησα.
-Όχι ρε, γέλασε, θα είμαστε έτσι.
Μεταξύ σοβαρού και αστείου, έλεγε πως οι δυο τους αγαπιόνταν πολύ και θα ήταν μια ζωή μαζί. «Κλασσική περίπτωση μαζοχισμού» του είπα εγώ και μπήκα στα παρασκήνια..
Ένιωθα περίεργα, πρώτη φορά θα παίζαμε έστω και σε λίγο κοινό. Φαντάσου στην πρεμιέρα, μονολόγησα με τόσο κόσμο στην πλατεία να σε παρακολουθούν όλοι. Δεν ένιωθα τόσο σίγουρος, σε αντίθεση με τη Λουτσία και Τασούλη που πέταγαν, εμένα έφευγε η γη κάτω απ τα πόδια μου κι όλο προσπαθούσα να θυμηθώ τα δύσκολα κομμάτια, ιδιαίτερα κάποιες μεγάλες ατάκες του Μπρικ. Για να πω τη μαύρη αλήθεια μου το χειρότερο στην περίπτωση, ήταν η τελειομανία μου Γι αυτό έδειχνα ανικανοποίητος. «Απίθανο, ωραίο!» έλεγαν οι άλλοι, «καταπληκτικό» συνέχιζαν κι αντί να με ανεβάσουν με χαμήλωναν πιο πολύ. «Χμ, καλούτσικο είναι» έλεγα αόριστα, ήταν που μου έλειπε η εμπιστοσύνη στον εαυτό μου γι αυτό που θα έκανα για πρώτη φορά και φοβόμουν μη τα θαλάσσωνα. Κάποια στιγμή, πήγα να το βάλω στα πόδια, ήμουν έτοιμος να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια αλλά με συγκράτησαν η Λουτσία με τον Τασούλη. «Τα πας περίφημα!» μου είπαν με ένα στόμα.
-Έχεις ένα ωραίο τρακ, μη φοβάσαι, ολοκλήρωσε η Λουτσία και μου έδωσε ένα φιλί.
Πιο πολύ με συγκράτησε η παραδοχή της, γιατί ξέχασα να σας πω, πως σε έναν από τους τελευταίους καυγάδες μας μου είπε πως ήμουν ο χειρότερος ηθοποιός που είχε γνωρίσει.
-Το παίζεις ωραίος, εντάξει, το ξέρουμε αυτό αλλά ηθοποιός είναι κι άλλα πράγματα, πιο σπουδαία. Υποκριτική, ταλέντο, ήθος, μάθηση και γνώση. Αυτά είναι ηθοποιός, όχι φρου-φρου κι αρώματα, μου είπε.
Κι έτσι με πλήγωνε.
Τότε της είπα κι εγώ, τρέμοντας από τα νεύρα μου, πως αφού είναι έτσι τα πράγματα, τότε τα παρατάω. Αφού δεν κάνω γι αυτή τη δουλειά κι έχω το γνώθι σ εαυτόν και τη δύναμη να τα παρατήσω. Τα παρατάω, είναι καλύτερα έτσι, να βρείτε κάποιον άλλον για το ρόλο του Μπρικ.
Με κράτησε όμως γιατί κατά βάθος δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε για μένα, δηλαδή τα εναντίον μου. Πιο πολύ ήθελε να με κεντρίσει, να δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα, να σκεφτώ πως αυτό που έκανα ήταν πιο σοβαρό απ όσο το έπαιρνα.
-Τι εννοείς σοβαρό; Τη ρώτησα. Εγώ δε σκέφτομαι να κάνω καριέρα ηθοποιού, έχω άλλα στο μυαλό μου. Αυτή η προσπάθεια γίνεται, πρώτα για να βοηθήσουμε το μουσείο του Ντάφλου κι ύστερα εσένα και τον Τασούλη που είσαστε κατ εξοχήν επαγγελματίες του είδους.
Κατά βάθος όμως, πίσω απ το κρανίο μου, υπήρχε η κρυφή γοητεία- ίσως η αλαζονεία. Που ξέρεις; όλα γίνονται, γιατί να μη γίνω κι εγώ ηθοποιός; με λεζάντες, φωτογραφίες, συνεντεύξεις στα περιοδικά, μόστρες στην τηλεόραση;
Αυτό κι αν ήταν αλαζονεία!
Έτυχε όμως τα πράγματα να πάρουνε τη σωστή τους θέση και η περιπέτεια της θεατρικής μου καριέρας τελείωσε άδοξα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία μου πρεμιέρα από τότε δεν ξανασκέφτηκα να λειτουργήσω έτσι. Ήταν ίσως κάτι παραπάνω για τον εαυτό μου ή κάτι ξένο προς τις δυνάμεις μου. Δεν μπορούσα να λέω κάθε βράδυ τα ίδια λόγια, να κάνω τις ίδιες κινήσεις. Μπούχτισα και το θεώρησα βασανιστικό. Από τότε εκτίμησα ακόμα περισσότερο την εργασία του ηθοποιού που οι περισσότεροι βλέπουμε μόνο την εξωτερική της θωριά. Αυτή της δημοσιότητας και της φανφάρας.


συνεχίζεται

2 σχόλια:

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...