Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 28




Είχαν περάσει αρκετά χρόνια θα ήταν εκεί αναρωτήθηκα καθώς πήγαινα και βάλθηκα να τον φέρω στη μνήμη μου. Ο Θεοφάνης ήταν ένα ήσυχο ανθρωπάκι, καλοβαλμένο, σιγανομίλητο. Δεν έλεγε πολλά, συνήθως άκουγε και συμφωνούσε ή διαφωνούσε με νεύματα.
Έτσι έκανε και τώρα. Μόλις με είδε, έμεινε μετέωρος με την παλέτα στο χέρι.
Ήταν πράγματι ακόμα εκεί αλλά βέβαια είχε γεράσει. Θα πλησίαζε τα εξήντα πέντε μα κρατιόταν καλά. Κοντούλης, ασυνήθιστος, μικροκαμωμένος, άφηνε τις φαβορίτες μακριές, παλιομοδίτικα κι έδειχνε ακόμα πιο κοντός
Τρεμόπαιξε τα μάτια του να με θυμηθεί. Ύστερα σα να θυμήθηκε , άφησε την παλέτα και μου δωσε το χέρι. Δεν έδειξε να χαίρεται αλλά ούτε και το αντίθετο. Ήταν άνθρωπος που έκρυβε τα συναισθήματα του, δεν μπορούσες να ξέρεις τι σκέφτεται, πως νιώθει. Αυτή η φαινομενική αδιαφορία του με έκανε μια στιγμή να σηκωθώ να φύγω. Σα να το κατάλαβε, άφησε ξανά την παλέτα, έγινε πιο ζεστός. Μισοχαμογέλασε, κάθισε μου είπε, που θα πας; Θα φτιάξω καφέ.
Πισωγύρισα τη σκέψη μου. Κάθισα. Κοίταξα το έργο που ζωγράφιζε στο καβαλέτο, ενώ εκείνος έψηνε τον καφέ.
-Δε ζωγραφίζω πια εμπορικά, μου είπε σαν τους έφερε. Κουράστηκα. Έχω βγάλει αρκετά, κουράστηκα αλλά τώρα μπορώ να ζωγραφίζω ότι θέλω. Τις ιδέες που είχα από παλιά, αυτές θέλω να μεταφέρω στο πανί, ξέρεις εσύ. Αυτά δε σου άρεσαν πάντα; Και μου δειχνε τον πίνακα στο καβαλέτο.
Έφτιαχνε ένα μεγάλο, δίμετρο, σουρεαλιστικό, ανθρωποκεντρικό έργο. Είχε άριστη τεχνική, πείρα στο σχέδιο, στο χρώμα και υπομονή. Έτσι ήθελα να ζωγραφίζω κάποτε, σκέφτηκα και του το είπα.
-Θα τα καταφέρεις, μου είπε, θα γίνεις ο καλύτερος-αν και οι άνθρωποι της τέχνης είναι φειδωλοί στα παινέματα τους. Θα γίνεις ο καλύτερος, επανέλαβε. Αλήθεια, τι κάνεις τώρα; δεν πιστεύω να τα παράτησες;
Του τα είπα μέσες-άκρες. Όχι πολλά για να μη τον κακοκαρδίσω. Μου φάνηκε πως καταλάβαινε πολύ περισσότερα απ όσα του έλεγα και διαισθάνθηκα πως κάτι σκεφτόταν για μένα. Κάτι που ίσως τον βόλευε κι αυτόν.
-Εντάξει, αποφάνθηκε.
-Τι εντάξει; Έκανα.
-Ετοιμάσου. Το εργαστήρι είναι εδώ, το βλέπεις. Από αύριο πιάνεις δουλειά. Θα σε βοηθήσω αλλά κοίταξε με το αζημίωτο. Θα τα βρούμε αυτά, τα οικονομικά θέλω να πω. Θα σε βοηθήσω, θα σου γνωρίσω τους εμπόρους, τους πελάτες και σιγά-σιγά να πάρεις τη θέση μου. Να βγάλεις πρώτα λεφτά! Αυτό θα σκέφτεσαι μόνο! Αν έχεις τίποτε άλλο στο μυαλό σου να μου το πεις. Προς το παρόν, μόνο αυτά χρειάζεσαι, αργότερα βλέπουμε. Τι λες;
Ενθουσιασμένος του έγνεψα, ναι, θα τα καταφέρω δεν υπάρχει περίπτωση να μη τα καταφέρω.
Κι έτσι άνοιξε ένας καινούριος ουρανός. Μια φέτα φωτός, αχνή, αυτή που ήθελα να δω. Ένας κόσμος που μου πήγαινε, ένας κόσμος που λάτρευα: τα πινέλα, τα χρώματα, η μαγεία του καμβά, η μυρουδιά του εργαστηρίου και του χρήματος. Ναι, ήταν καιρός να βγάλω χρήματα. Μόνο μ αυτά μπορείς να κάνεις ότι θέλεις, μη το ξεχνάς, μου επαναλάμβανε συνέχεια ο Θεοφάνης. Κι εγώ απ την άλλη μέρα στρώθηκα στη δουλειά από το πρωί, μέχρι το βράδυ. Ζωγράφιζα πίνακες με την υπογραφή «Μισέλ», δεν ήθελα να βάλω σ αυτούς το πραγματικό μου όνομα. Αυτό θα το έβαζα αργότερα στους πραγματικά δικους μου πίνακες. Τώρα έφτιαχνα ότι ζητούσε η αγορά και στην αγορά τα έργα μου γινόταν ανάρπαστα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έβγαζα πολλά χρήματα, τα σκεφτόμουν, τα λογάριαζα. Άρχιζε μια άλλη άγρια πάλη μέσα μου. Να είσαι ή να έχεις; Πριν έλεγα να είσαι, μόνο αυτό αξίζει στη ζωή. Τώρα διαμόρφωνα το έχειν για το ευ ζειν και μεγάλωνα τη σκέψη μου. Να είσαι και να έχεις είναι καλύτερα, έλεγα. Είναι πιο άξιο, πιο ικανό. Αυτή έπρεπε να είναι η φυσιολογική συνέχεια των ανθρώπων που μελετούσαν σωστά τα πράγματα.
Γνώρισα μέσα από αυτή την εργασία μου έναν άλλο περίπλοκο κόσμο. Εμπόρους, γκαλερίστες, φιλότεχνους, μαστροπούς της τέχνης, αρχαιοκάπηλους, αντικέρ, γενιά όλο το σινάφι της τέχνης. Ένα τέτοιο μελισσολόι κινιόταν πίσω μου και μπρος μου. Πήγαν δε τόσο καλά οι δουλειές που σύντομα αγόρασα αυτοκίνητο, νοίκιασα ένα καθώς πρέπει σπίτι που το επίπλωσα ακριβά, με γούστο. Περνούσα ωραία, όλα πήγαιναν ρολόι. Χαιρόταν γι αυτή μου την κατάσταση πιο πολύ, φυσικά, η Λουτσία. «Έτσι, τώρα μάλιστα! Κάνεις αυτό που πρέπει» και μεγάλωνε η αγάπη της για μένα, που έβλεπα πως δικαιωνόταν η παιδική μου φαντασίωση να γίνω κάποτε ζωγράφος.
Θυμάμαι πως έκανε την πρώτη φορά που πήγα να την πάρω με το δικό μου πλέον αυτοκίνητο για να πάμε στον Ντάφλο. Μόνο που δεν τρελάθηκε από τη χαρά της. Έλαμπαν τα μάτια της, χαμογελούσε όλο το πρόσωπο της. Για να πω την αλήθεια, κι εγώ αισθάνθηκα λίγο περήφανος που είχα αυτοκίνητο. ‘Άιντε, φτου σου να μη σε ματιάσω, ζωγράφε της πυρκαγιάς! Καιρός ήταν να κάνεις κι εσύ κάτι. Άιντε με το καλό να παντρευτείτε κιόλας!» μου είπε ο Ντάφλος.
Η Λουτσία μαζευόταν, απέφευγε ανοιχτά τέτοιες κουβέντες για γάμο, για τα προσωπικά μας. Είναι νωρίς ακόμα μου έλεγε, άσε να στρώσουν κι άλλο τα πράγματα, σε αντίθεση με μένα που δεν είχα καμιά αμφιβολία πως έπρεπε να παντρευτούμε τότε. Αργότερα που θα την έπιανε η βιασύνη, το πουλάκι θα είχε πετάξει.
Εργαζόταν τότε στο Εθνικό θέατρο. Στη αρχή έτρεχα κι εγώ μαζί της, στις πρόβες, στις πρεμιέρες, παντού, όταν είχα χρόνο. Αργότερα θα βαριόμουν. Θα τα βαριόμουν όλα αυτά που τότε μου άρεσαν. Ήταν μέσα σ  αυτά οι κοσμικές παρέες που είχαμε αποκτήσει, τα πάρτι υψηλών προσώπων, επιχειρηματιών και παραγόντων του πολιτικού χώρου. Ήταν ένας κύκλος φωνακλάδικος, επιτηδευμένος. Δε μου πήγαινε τόσο πολύ αλλά τον άντεχα γιατί ήταν στη μέση και το οικονομικό. Οι γνωριμίες φέρνουν χρήμα, έλεγαν όλοι. Θα είχε περάσει ένας χρόνος ίσως παραπάνω, όταν είπα στη Λουτσία πως ήμουν έτοιμος για την πρώτη ατομική μου έκθεση με έργα υπογεγραμμένα με το πραγματικό μου όνομα αυτή τη φορά: Αμβράζης-Αντώνιος-Αλμύρας. Ενθουσιάστηκε πολύ, πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά για τη διοργάνωση της έκθεσης. Εκείνη μου βρήκε μια από τις καλύτερες αίθουσες-γκαλερί κι εγώ συνέχισα να αποτελειώνω μερικά έργα. Έπειτα τυπώσαμε καταλόγους, φτιάξαμε σλάιτς, στείλαμε δελτία τύπου στις εφημερίδες ν αναγγέλλουν το γεγονός. Το όνομα μου φιγουράριζε στις καλλιτεχνικές και στις κοσμικές στήλες. Με έπαιρνε και με σήκωνε ένας άλλος κόσμος. Μου μιλούσαν άνθρωποι που δεν τους γνώριζα, με πλησίαζαν άτομα περίεργα, γινόμου ένα δημόσιο πρόσωπο, ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, μια διασημότητα. Μετά, όσο πλησίαζε η μέρα των εγαινίων όλο πιο πολύ ανέβαινε η εινόνα μου και θυμάμαι πως ένα από κείνα τα βράδια πήγα στον πατέρα μου στο πατρικό σπίτι, κουβαλώντας αποκόμματα από εφημερίδες, περιοδικά που γράφανε για μένα.
Του τα έδειξα με κάποια περηφάνια. Εκείνος ανασηκώθηκε στο κρεβάτι
-Φέρε να πιούμε! είπε στη μάνα μου. Ο γιος μας έγινε μεγάλος. Κοίτα εδώ; Το γράφουν οι εφημερίδες.
Η μάνα μου έφερε τσίπουρο. ‘Ήπιαμε πολύ, παρέα με το γέρο μου κι εγώ που δεν είχα σταματήσει καθόλου να πίνω όλον αυτό τον καιρό- είχε αρχίσει να μου γίνεται μεγαλύτερη συνήθεια το ποτό- μέθυσα. Ήμουν που ήμουν μεθυσμένος από την επιτυχία, με έπιασε το ποτό, με πήρε η έπαρση κι άρχισα να πετάω ότι εύρισκα μπροστά μου: Πιάτα. Ποτήρια, βάζα, τα έσπασα όλα! Ο πατέρας μου δεν έλεγε τίποτε αλά η μάνα μου που δεν ήθελε να πίνω, μούτρωνε.
-Μην πίνεις άλλο παιδάκι μου, δεν κάνει, το ποτό καταστρέφει τους ανθρώπους.
-Δεν πειράζει μανούλα, έλεγα εγώ. Μητέρα είναι κάποιες φορές που ο άνθρωπος βγαίνει από τον εαυτό του.
Ο πατέρας μου όλο κοίταζε με καμάρι τις εφημερίδες και κάπου-κάπου πέταγε εκείνο το, να το βγάλεις το Αλμύρας, τι το θέλεις, σκέτο Αμβράζης, φτάνει! Εγώ χαμογελούσα, τσέβδιζα, χόρευα. Μόνο την άλλη μέρα ήμουν ένα ράκος. Δεν μπορούσα να συνέλθω από το ποτό και δεν πήγα στη δουλειά. Έμεινα στο σπίτι να κοιμάμαι μέχρι αργά. Όταν σηκώθηκα, είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη, τα κατακόκκινα μάτια μου και τρόμαξα Ούρλιαξα μόνος μου στο μέρος λέγοντας πως δε θα το ξανακάμω αυτό. Δε θα ξαναέπινα γιατί με έριχνε χαμηλά, γινόμουν ντάουν που λένε. Η αισιοδοξία μου πήγαινε στράφι, είχε δίκιο η μάνα μου έλεγα συνέχεια, γι αυτό δεν πρόκειται να ξαναπιώ.  Αλίμονο όμως, ήταν λόγια της στιγμής γιατί από τότε και πέρα θα ήμουν εγώ με ένα ποτήρι στο χέρι όπως ο φίλος μου ο Ντάφλος. Κρυφά ή φανερά, άρχιζε μια πάλη που θα συνεχιζόταν πολλά χρόνια.
Τους παλιούς φίλους δεν τους έβλεπα πια, είχαμε σχεδόν χαθεί. Για τον Δούκα, άκουγα να μου μιλάνε μόνο για δυσάρεστα. Κάποιος μου είπε πως ήταν ένα διάστημα στη φυλακή για τα χρέη, άλλος ένας πως είχε φύγει για την Αμερική. Όσο για τον Τασούλη, αυτός ερχόταν κάπου-κάπου για δανεικά και τότε πηγαίναμε για κρασί στου Λινάτσα για να θυμηθούμε τα παλιά. Αλλά αυτές οι συναντήσεις μας ήταν λίγες που όσο πήγαινε λιγόστευαν ακόμα περισσότερο. Ακόμα πιο σπάνια έβλεπα τη Βαριεντίνα. Δεν ξέρω για ποιο λόγο αλλά από τότε που είχα γνωρίσει τη Λουτσία, είχε αποτραβηχτεί. Σαν κάτι να την είχε πειράξει και της το είπα ένα βράδυ που είχαμε πάει στου Λινάτσα παρέα και με τον Τασούλη. Μάλιστα είχαμε πάει τρικάβαλο με την καινούρια μηχανή, μεγάλων κυβικών που είχα αγοράσει πρόσφατα. Μισομεθυσμένος καθώς ήμου, οδηγούσα απρόσεχτα στο γυρισμό. Έτσι σε κάποια στροφή, σκάσαμε κάτω σαν καρπούζια στον βρεγμένο δρόμο-σαν πατάτες θα έλεγα καλύτερα- και οι τρεις μας ένας εδώ κι άλλος εκεί να ροβολάμε τον κατήφορο. Ευτυχώς δεν είχε χτυπήσει κανείς μας σοβαρά και θυμάμαι τα γέλια που κάναμε όταν επιτέλους καταφέραμε ν ανασηκωθούμε. Εγώ κοίταζα ζαβλακωμένος το σχισμένο μου κουστούμι, ο Τασούλης έπιανε τα πονεμένα κωλομέρια του, η Βαριεντίνα σκούπιζε αμήχανη το πρόσωπο της κι έψαχνε τα γυαλιά της στο σκοτάδι.
Τους είχα καλέσει όλους στα εγκαίνια της έκθεσης. Με λύπη διαπίστωσα ποως δεν είχαν έρθει ούτε ο Τσαούλης ούτε η Βαριεντίνα. Μόνο ο Ντάφλος με την Έλεν  ήρθαν από τους παλιούς αλά μέσα στην παραζάλη, το τεράστιο πλήθος που μου μιλούσε ασταμάτητα, τους δημοσιογράφους, τον πατέρα της Λουτσίας, την Εριέτα Παπακυριακού που ν αντιληφτώ την απουσία τους. Δε μου έμενε πια καιρός για τέτοια πράγματα. Ζούσα σε έναν άλλον κόσμο με ένα ποτήρι στο χέρι, έβλεπα ευχαριστημένος τους πίνακες μου να πουλιούνται ο ένας μετά τον άλλον, όλοι. Λέω ευχαριστημένος αλλά στην ουσία-δεν ξέρω γιατί-λυπόμουν για όλα αυτά τα κομμάτια που έφευγαν από μένα.
-Δεν πειράζει, μου έλεγε η Λουτσία, θα φτιάξεις άλλα αγάπη μου. Έτσι είναι, τα έργα ενός ζωγράφου πρέπει να τα απολαμβάνουν πολλοί, μη λυπάσαι, θα φτιάξεις άλλα.
Ο πατέρας της ήρθε κοντά μου, με πλεύρισε, να μου μιλήσει αλλά εγώ ήμουν αδιάφορος. Κάτι δε μου πήγαινε καλά στην επαφή μας, σα να μη τον συμπαθούσα αυτόν τον άνθρωπο, όσες τσιριμόνιες και να μου έκανε. Εξ άλλου ποτέ δε συμπαθούσα τους κόλακες, αυτούς που μόνο κάποια συγκεκριμένη στιγμή με πλησίαζαν, όταν πια δεν τους είχα ανάγκη. Μου θύμιζαν εγγαστρίμυθους που δεν ήξερες από πού έρχεται η φωνή τους. Έτσι μιλούσε κι ο πατέρας της Λουτσίας-βραχνά, ένρινα, από το εσωτερικό, μπάσα. Έμοιαζε με παλιό κοτζαμπάση βγαλμένο από παλιές κιτρινισμένες σελίδες και εικόνες του κοντινού παρελθόντος μας.
Αλλά και μένα ο εγωισμός μου έσπαγε καρύδια εκείνη την εποχή. Είχα καβαλήσει για τα καλά το καλάμι και πήγαινα. Πήγαινα όπου με καλούσε η μοίρα μου. Μιλούσα υπεροπτικά, κοίταζα τον κόσμο αφ υψηλού φορώντας πάντα μια γκρίζα καπαρντίνα. Γκρίζα καπαρντίνα, κόκκινη γραβάτα. Έτσι με είχε αποθανατίσει ο φακός στη φωτογραφία που μου τράβηξε ο φωτογράφος την ώρα που μου έπαιρνε συνέντευξη ο γνωστός δημοσιογράφος μεγάλης και έγκυρης εφημερίδας.
Και τι δεν είπα σε κείνη τη συνέντευξη. Κατ αρχήν έγινα επιθετικός κι αντί να ρωτάει εκείνος, ρωτούσα εγώ.
- Γιατί θέλεις να μου πάρεις συνέντευξη; Γιατί από μένα; Οι συνεντεύξεις είναι ηλίθια πράγματα, είναι σάπιες κουβέντες για το καταναλωτικό κοινό!
-Αυτό είναι αλήθεια, παραδέχτηκε. Αλλά δεν μπορούμε να κουβεντιάσουμε για την αλήθεια; Για την ελευθερία και την τέχνη;
-Για την ελευθερία; Γι αυτή ναι, μπορεί να ενδιαφέρει τους πιο πολλούς επειδή δεν την έχουν. Την αλήθεια δεν την ξέρουμε και ούτε θα τη μάθουμε ποτέ. Η τέχνη δεν ενδιαφέρει αυτούς που δεν έχουν να φάνε. Και τότε με ποια σοβαροφάνεια θα δείξουμε στους άλλους  που μας κυβερνούν πως έχει κάποια αξία η τέχνη; Αυτούς τους ενδιαφέρει πως θα κλέψουν τον ψήφο του λαού, το αίμα του κόσμου. Κατάλαβες; Οι νεροκουβαλητές της εξουσίας.
-Νομίζεις πως η τέχνη είναι ακαταλαβίστικη γι αυτούς;
-Νομίζω πως τίποτε δεν είναι ακαταλαβίστικο. Εγώ φτιάχνω πίνακες, ζωγραφίζω έργα, μόνο για να βγάλω λεφτά, μόνο για το χρήμα. Γι αυτό και τους πουλάω πανάκριβα.
-Σοβαρά ε; άνοιξε τα μάτια του. Κι εγώ που είχα την εντύπωση πως ανήκετε στους ποιοτικούς ζωγράφους κι ο κόσμος νομίζω έτσι σας ξέρει όμως αυτό που λέτε είναι μια ωμή αλήθεια. Πόσο ακριβά είναι τα έργα σας;
-Ποιοτικός ζωγράφος! Σάρκασα. Παραμύθι για τους φτωχούς. Σήμερα η ζωγραφική είναι μία, δεν υπάρχουν ρεύματα, όλοι ζωγραφίζουμε τα πάντα. Εξπρεσιονισμούς, ρεαλισμούς, φοβισμούς, όλα τα –ισμους.
Σε λίγο όποια γραμμή να τραβάω θα μυρίζει χρυσάφι- ο Πικάσο πλήρωνε με σκίτσα σε χαρτοπετσέτες πανάκριβα γεύματα που πρόσφερε στους φίλους του. Αυτές τις γραμμές που θα σέρνω πάνω στα χαρτιά και θα μυρίζουν χρυσάφι, όλοι εσείς τα λυκόσκυλα θ ακολουθάτε την αφή τους.
-Σας παρακαλώ! Κύριε Αμβράζη θα τα γράψω όλα αυτά;
-Γι αυτό σου τα λέω για να τα γράψεις αν έχεις κώλο….και επανέρχομαι σ αυτό που λέγαμε. Στις γραμμές της ζωγραφικής που θα με κάνουν διάσημο και πλούσιο. Ναι. Τότε λοιπόν, επειδή θα βαριέμαι να ζωγραφίζω πια, ότι θα φτιάχνω θα είναι για τα μπάζα. Αυτή είναι η φοβερή μοίρα του καλλιτέχνη σήμερα. Εμένα με λέτε καλλιτέχνη κι ανατριχιάζω. Μου φαίνεται σαν παρατσούκλι και πονάω!
-Γιατί μιλάτε τόσο δηκτικά; Οι άνθρωποι της τέχνης δεν πρέπει να είναι πιο απλοί;
-Όχι. Ποτέ δεν ήταν απλοί, όσο κι αν αυτό φαντάζει αληθινό-το να είναι δηλαδή απλοί. Είναι ξιπασμένοι. Γεννιούνται με το ταλέντο…
-Αλήθεια κύριε Αμβράζη, τι είναι το ταλέντο;
-Τι είναι το ταλέντο, είπα αργά. Είναι το κουστούμι ενός αιχμαλώτου. Είναι μια πανοπλία ανώτερου ενστίκτου. Εγώ, όπως σου είπα, πονάω, ασφυκτιώ μέσα σ αυτήν πανοπλία. Μερικές φορές σφίγγω τα μάτια μου και ρίχνω μπουνιές στον τοίχο που με περικλείει. Προσπαθώ να ξεφύγω, μα γελιέμαι. Κανένας δεν ξεφεύγει. Ούτε θεός ούτε άνθρωπος.
-Πιστεύετε στο θεό;
-Όχι, δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Δεν είναι ώρα όμως να σου μιλήσω γι αυτές μου τις θεωρίες. Δε θα ενδιαφέρουν το κοινό σας.
-Ίσως. Ας αλλάξουμε θέμα. Μιλήστε μας λίγο για τα παιδικά σας χρόνια.
-Να, αυτό που είπες τώρα με εξοργίζει. Τι να σου πω για τα παιδικά μου χρόνια; Αν ήταν ευτυχισμένα και τέτοιες αηδίες; Όχι δεν ήταν. Καλύτερα να μονολογήσω αόριστα για όλα όσα με ενδιαφέρουν χωρίς να θέτεις ηλίθιες ερωτήσεις…
-Μονολογήστε, χαμογέλασε.
-Θα μονολογήσω. Θα σου πω μερικά πράγματα.
Να, συχνά-πυκνά επιστρέφω στην καταθλιπτική μου πολιτεία-θέση: τίποτε δεν ορίζει το άπειρο. Όλα είναι ένα μηδέν και το αντίστροφο, όλα είναι τα πάντα.
Κάνει πολύ ζέστη και κάποιοι άνθρωποι πεθαίνουν απ αυτό. Ούτε κι αυτό με λυπεί ιδιαίτερα είναι γνωστό πως πολλοί άνθρωποι πεθαίνουν από τη ζέστη.
Η μονοτονία διαδέχεται τις μικρές μου κρίσεις. Ήμουν πάντα ένας αμφιλεγόμενος εραστής της τέχνης και της ζωής. Ποθούσα κι έφευγα. Δε γυρνούσα ποτέ πίσω, φοβούμενος την πέτρα του Σίσυφου.
Έλεγα πάντα είναι αργά, δεν προλαβαίνεις και οριστικά δε μαθαίνω τίποτε πια.
Σκέφτομαι να ορίσω τη ζωή μου κάπως έτσι: σε πηχτά-ανύπαρκτα και σε στιγμιαίες λύσεις καφέ-μπύρας. Ο τρόμος ουρλιάζει μέσα μου, τι είναι αυτό; Τι είναι το άλλο; Τι απ όλα είναι το τίποτα; Ποια απ όλα χρειάζομαι; Όλα γίνονται θύμησες, πιθανότητες, απολογισμοί.
Συνέρχομαι για λίγο κι ακούω τους άλλους να συναρμολογούν τις μηχανές τους. Τι ωραίοι που είναι οι άνθρωποι! Λέω Τι ηλίθιοι που είναι καθώς τρέχουν να ξεφύγουν απ το κουρνιαχτό του πόνου!
Ορίζω την αρχική μου αίσθηση, μεγαλώνω την άποψη των επιστημόνων για την απόλυτη μοναξιά που χρειάζεται η ελευθερία, που ζητάς να εξηγήσουμε τώρα εδώ, εσύ κι εγώ. Ορίζω την αρχέγονη αίσθηση, δεν έχω το θάρρος να πολεμήσω στα ίσια το θάνατο γιατί δεν είμαι γενναίος. Έτσι γνωρίζω τη δολοφονία του εαυτού μου. [Κυρίαρχο στοιχείο, το ανίδεο τέλος.]
Εγώ, λοιπόν, ο ένας, ο αρτιμελής άγριος των συνόρων, ήρθα εδώ. Έγινα κάτι μεταξύ τέλειου και αορίστου ζώου. Εν όψει δε κρισίμων διαπραγματεύσεων, πενθώ ξαπλωμένος στο αναπαυτικό μου κρεβάτι για όλα αυτά. Για τον άδικο θάνατο των άλλων Ο θάνατος όμως έχει ηθικές αρχές; Και τι είναι η ηθική του σύγχρονου και του παντοτινού ανθρώπου;
Δεν πιστεύω πως υπάρχει χρόνος. Δεν πιστεύω πως υπάρχει θεός στον αιώνα τον άπαντα. Γι αυτό αρέσκομαι στο δικό μου μόχθο και πενθώ για τις χαμένες ώρες των μαλακιζομένων έως εμού. Κρύβομαι παντελώς κι άλλοτε φωνάζω, φωνή μεγάλη. Φοβάμαι τον μικρό μου εαυτό αναγνωρίζω το μεγάλο δέοςκαι θλίβομαι για την οριστική πραγματικότητα. Απώλεσα την διάνοια μου μέχρι εσχάτων μοιρολογώντας την αιώνια λύση. Και όλα αυτά, τα οποία εγώ έχω πράξει κατά κάποιον τρόπο, ως άνθρωπος με λογικό, μου αφαιρούν τη δυνατότητα του ευ ζειν. Διότι δεν είναι σοφόν το πράττειν αντίθετα τοις νόμοις
Κι εγώ πράττω πάντα το αντίθετο.
Προσπαθώ πάλι να ορίσω τον αόριστο του ορίζω. Αν οι όντες δέχτηκαν την πράξη σαν λύση στο πρόβλημα μεταξύ καλού και κακού, συμβατικού και ωραίου, γιατί κάποιος θα ήθελε να εμπλακεί σε μια τέτοια περιπέτεια του νου; Και αφού καλώς έχουσι τα πράγματα εις τας αποικίας γιατί να ξανανομοθετήσουμε εκεί; Εγώ, σαν ύφος και χαρακτήρας εναντιώνομαι σε όλα αυτά. Εναντιώνομαι σε μια τέτοια συνέχεια, σωστά ή όχι. Πιο νέος ακόμη θα μπορούσα ν αλλάξω τη ροή της ζωής μου, ν αρνηθώ αυτό που έγινα-πράγμα που σε πολλούς θα άρεσε- αλλά επειδή είναι αβάσταχτη η οριοθέτηση του είναι, εξακολουθώ αυτόν τον δρόμο της αντίστασης. Δεν αρκεί η πιθανότητα του ενός. Δεν αρκεί πάλι τίποτε. Αυτό είναι το μηδέν του όλου.
Έχω γνωρίσει την πραγματικότητα. Αυτή τη στιφή, ανθρώπινη πραγματικότητα. Δε νομίζω πως εσείς δεν την ξέρετε. Άρα δεν έκανα κάτι ξεχωριστό για να μου επιρρίπτετε ευθύνες. Όλοι εμείς τα ξέρουμε αυτά. Άρα, είμαστε ίσοι.
Εκεί, κάπου σταμάτησε το παραμιλητό μου κι ο δημοσιογράφος, μάλλον αλλόφρων, μου είπε πως θα μου έκανε την τελευταία ερώτηση, για το τι χαρακτηρίζει τελικά, έναν άνθρωπο σαν εμένα. Κι εγώ, αλαζών, σαρδόνιος, του είπα πως το γλυκύτερο απ όλα είναι το λάθος. Το σεβαστότερο είναι αυτό που γίνεται. Κι ακόμα πιο σεβαστό, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε. Εγώ, λοιπόν είμαι ένας ακαταλαβίστικος.
Πάντα.
ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

4 σχόλια:

  1. Καλησπέρα Κώστα. Μου αρέσει, που κάθε φορά, θα έρθω εδώ να συναντήσω τους "Αποτυχημένους" σου. Σε αυτό τους το μακρύ ταξίδι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρόνια Πολλά !! Κώστα για την ονομαστική σου γιορτή . Εύχομαι υγεία , δημιουργία , χαρά όπως επιθυμείς ! :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...