Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 24




Η πρεμιέρα είχε επιτυχία. Μαζεύτηκε κόσμος πολύς, ήρθαν κριτικοί από εφημερίδες, περιοδικά, ακόμα και από την τηλεόραση. Γέμισε η πλατεία μέχρι τα βράχια επάνω, η Λουτσία έλαμπε και ο Τασούλης ήταν στα καλύτερα του. Μόνο εμένα με έτρωγε το σαράκι της απογοήτευσης, της αποτυχίας. Δεν ξέρω γιατί ένιωθα έτσι.. Μεγάλο ρόλο βέβαια, έπαιζε η άθλια οικονομική μου κατάσταση που δεν έλεγε να βελτιωθεί κι έτσι μου φαινόταν όλα ξένα και παράδοξα όσα μου συνέβαιναν. Όλα μου τα αγόραζε η Λουτσία, ακόμα και τα τσιγάρα, είχε οικονομική ανεξαρτησία, αυτό μου είχε χωθεί καλά στο μυαλό. Αυτοκίνητα, σπίτια, πατέρα πλούσιο, ήταν μοναχοκόρη, μητέρα καταξιωμένη παντού. Κι έτσι όλα δικά της θα έμεναν. Σ αυτή τη σκέψη έκανα και τις δικές μου τις απατηλές, γύρω από το χρήμα, εκτός που ένιωθα πως την αγαπούσα, πράγμα που το ομολογούσα για πρώτη φορά στον εαυτό μου. «Θ ανέβω» σκεφτόμουν. «Μαζί της ανοίγουν άλλοι δρόμοι, μεγάλοι κι όλα αυτά κάποτε θα γίνουν δικά μου!»
-Ο μπαμπάς και η μαμά δε θα σε δεχτούν έτσι. Έχουν άλλες ιδέες για μένα, μου έλεγε η Λουτσία όταν συζητούσαμε το θέμα του γάμου.
Και το συζητούσαμε πολύ συχνά, παρ ότι ήταν μικρό το χρονικό διάστημα που γνωριζόμαστε- ούτε τρείς μήνες. Είχαμε φτάσει ακόμα και στον αν θα γίνει στην εκκλησία ή πολιτικός και φυσικά γι αυτό η Λουτσία δε δεχόταν επ ουδενί το δεύτερο. Εγώ που έχω πάντα τις αντιρρήσεις μου για τις εκκλησίες και θυμάμαι πως είχα πολύ πλάκα ένα μεσημέρι που πήγαμε σπίτι μου στον Άγιο Αρτέμιο και γνώρισε τον πατέρα και τη μάνα μου. «Αυτή να πάρεις!» μου είπε συνωμοτικά στην κουζίνα η μάνα μου. «Μπράβο παιδί μου, τούτη δεν είναι σαν την Καίτη, το βλέπω εγώ, να την πάρεις, έχει λεφτά; Προίκα;» με ρώτησε ακόμα πιο συνωμοτικά κι εγώ γέλασα με την ψυχή μου. «Τι γελάτε εσείς οι δύο;» μας είχε ρωτήσει χαρούμενα η Λουτσία που μάλλον είχε κολλήσει με τη μάνα μου
-Μου λέει πως είσαι η καλύτερη νύφη που της έχω φέρει, της απάντησα γελώντας.
-Γιατί, έφερνες κι άλλες; Ρώτησε σοβαρά. Όλες σου τις γυναίκες τις γνώριζες στους γονείς σου;
-Όχι παιδάκι μου, άστον να λέει, βιάστηκε να προλάβει η μάνα μου. Μόνο εσένα έφερε, τι λες!
Έλεγε και ψέματα η μάνα μου! Αυτό πρώτη φορά το αντιλαμβανόμουν. Η Λουτσία δεν της είπε πως γνώριζε περισσότερα, πως ήξερε σχεδόν τα πάντα για μένα. Δεν της είχα κρύψει τίποτε και το δεσμό μου με την Καίτη τον είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές. Μόνο για το γράμμα και τον τρόπο που χωρίσαμε προσπάθησα να της αποκρύψω και το κατάφερα μασώντας τα κάπως, ενώ αυτή έδειχνε πως δε με πίστευε αλλά και δεν την πολυένοιαζε.
Αυτά ήταν κάποια γεγονότα, τα δύσκολα άρχιζαν από εκείνο το βράδυ της πρεμιέρας που γνώρισα τους δικούς της. Ο πατέρας της φαινόταν και ήταν ένας δύσκαμπτος, σκληρός άνθρωπος, σε αντίθεση με τη μητέρα της την Εριέτα Παπακυριακού, αυτή τη μεγάλη ντίβα του θεάτρου, που ήταν διαφορετική. Μια πραγματική κυρία που μου έδειξε από την αρχή συμπάθεια της.
Ο πατέρας της με κοίταξε μάλλον επιτιμητικά, έως αδιάφορα, μισόκλεισε κιόλας το μάτι του καθώς με παρατηρούσε σκεφτικά. Ίσως σκέφτηκε πως κάτι του έλεγα. Μπορεί στο μέλλον να με εύρισκε μπροστά του.
Προείχε όμως η πρεμιέρα, που όπως είπα πριν, έγινε με μεγάλη επιτυχία. Για μας εκείνο το βράδυ, φάνταζε εξαιρετικό. Το πρωί και τις μετέπειτα μέρες θα γινόταν έως αποκρουστικό γιατί θα παίζαμε τις περισσότερες φορές σε άδεια πλατεία. Μια, δυο, τρεις πέντε, δέκα. Τίποτε Αλλά αυτά είναι μεταγενέστερα. Το βράδυ της πρεμιέρας, με τα φώτα, τον πυρετό της δόξας, τους δημοσιογράφους στους οποίους μίλησε λίγο ο Τασούλης πρώτα και μετά έδωσε συνέντευξη η Λουτσία. Είχε πάρει ύφος μεγάλης σταρ κι αυτό δε μου άρεσε και της το είπα.
-Να είσαι σεμνή, την προέτρεψα.
-Εσύ να είσαι σεμνός, με αντέκρουσε. Εγώ ξέρω τι θα πω και τι θα κάνω.
Επιθετικά.
Έτσι αντιδρούσε όταν προσπαθούσες να την θίξεις, να της μειώσεις την υποκριτική της αξία, το ταλέντο, την προσωπικότητα. Είχε έναν τρόπο επιθετικό, σε προλάβαινε κι έτσι εξουθένωνε όλους τους αντιπάλους της. Έβλεπε παντού αντιπάλους όπως και ο Τασούλης: Αυτός δε μας χωνεύει, η τάδε θέλει το κακό μας, ο δείνα μας εχθρεύεται. Πάντα με ύφος συνωμοτικό, κουτσομπολίστικο, αυτό το τελευταίο ταίριαζε περισσότερο στον Τασούλη. «Αυτός καλέ θέλει να μας καταστρέψει! Καλέ, τέτοιος είναι δεν τον ξέρεις; μαύρη ψυχή έχει δεν τον βλέπεις;» Κι αναφερόταν πιο πολύ σε μερικούς κριτικούς που μας είχαν θάψει.
Έδειχνε μια κακία και τάσεις εκδίκησης πολλές φορές. Εγωκεντρισμός αλλά και απλότητα. Χαμήλωνε συχνά, δεν τα πίστευε αυτά που έλεγε με κακία απλώς παραδεχόταν έναν κόσμο φτιαγμένο όπως ήταν. «Άμα θέλει να σου βγάλει το μάτι, βγάλτο του εσύ πρώτος» ολοκλήρωνε. Φως, φανάρι, λόγια της στιγμής και του αέρα. Της αδυναμίας για περάτωση πράξης γιατί όλοι ξέραμε πόσο θεωρητικός ήταν.
Βγήκαν όμως και μερικά καλά απ αυτή την ιστορία όπως κάμποσες προτάσεις που έγιναν στη Λουτσία να παίξει σε επαγγελματικούς θιάσους. Έτσι άρχισε μια ίνα, ένας μίτος να ξετυλίγεται μπροστά της- αν και αυτό την έκανε περισσότερο υπεροπτική.
Εμένα με πείραζε και τσιμπιόμουν για την επιτυχία της, δεν ξέρω γιατί αλλά δεν ήθελα να συνεχίσει την καριέρα της σαν ηθοποιός πράγμα που συμφωνούσε και η μητέρα της που γνώριζε όσο κανένας τις πίκρες και τις δυσκολίες αυτού του επαγγέλματος και της έλεγε συχνά να σταματήσει αυτό το τροπάρι. «Δεν ξέρεις εσύ τι αγκάθια κρύβει αυτός ο δρόμος, άκουσε και τη μάνα σου που είναι τόσα χρόνια στο σανίδι.»
Αλλά η Λουτσία δεν άκουγε, τραβούσε το δρόμο της, το μεγάλο δρόμο όπως έλεγε, αυτόν που θα την έβγαζε στην ευθεία. Για μας τους άλλους τα πράγματα συνέχιζαν όπως πριν. Εγώ στη φυλλάδα, ο Ντάφλος στα μεσιτικά, ο Τασούλης στα μικροθέατρα να βολοδέρνει πότε με τη μια αδερφή και πότε με την άλλη.
Οι παραστάσεις συνεχίστηκαν κανονικά για κανένα μήνα, μέχρι τα μέσα του Σεπτέμβρη, αν θυμάμαι καλά. Ύστερα σκόρπισαν όλα, μου έμεινε η πικρή γεύση στα χείλη, ο ρόλος του Μπρικ, και κάμποσες φωτογραφίες που είχαμε βάλει με προσοχή σε κάποιο άλμπουμ με τη Λουτσία.Τις κοίταζα πολλές φορές κι αναπολούσα όλο το σκηνικό μα πιο πολύ τον Μπρικ με τις μπουκάλες του. Παρ ολίγον να εξομοιωθώ μαζί του. Ένας τύπος στωικός που τα υπόμενε όλα, που τα στήριζε όλα στο ποτό αφήνοντας τους άλλους να επεμβαίνουν, να δρουν.
-Άκουσε με! Η ζωή είναι σπουδαίο πράγμα, τίποτε δεν αξίζει σαν τη ζωή. Και όποιος πίνει την πετάει στα σκουπίδια. Μη το κάνεις αυτό Μπρικ! Του λεγε ο πατέρας του .
Σα να άκουγα τη μάνα μου και όχι τον πατέρα του Μπρικ που τα έλεγε όλα αυτά.
-Κρατήσου απ τη ζωή, δεν υπάρχει τίποτε άλλο στον κόσμο Μπρικ…
-Εμένα ξέρεις τι μου αρέσει πάνω από όλα; έλεγε ο Μπρικ.
-Τι; ρωτούσε ο παππούς.
-Η σιωπή. [έβαζε ποτό]. Η τέλεια σιωπή. [κι άλλο]. Η απόλυτη. [κι άλλο]. Να, όμως κάθε φορά μου λες: Μπρικ θέλω να μιλήσω μαζί σου, μα όταν μιλάς, ποτέ δε λες τίποτα. Φλυαρείς για το ένα, για το άλλο κι εγώ κάνω πως σε ακούω… Πατέρα είναι πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν δυο άνθρωποι και, κατά πως φαίνεται, εσύ κι εγώ δε θα το καταφέρουμε ποτέ!
Τέτοια έλεγε ο Μπρικ, ο σακατεμένος αθλητής, ο μέγιστος πότης του Τέννεσι Ουίλιαμς κι εγώ σκεφτόμουν πως ταιριάζανε σε μένα και στη Λουτσία πως δε θα καταφέρναμε να συνεννοηθούμε ποτέ. Ίσως όμως, μέσα στην ασυνεννοησία μας, την αντιθετικότητα μας, να πρυτάνευε, [τι λέξη κι αυτή] η λογική. Να γινόταν η συμβίωση μας και γενικότερα η έλξη να υπάρχουμε μαζί, μέχρι να δούμε ο ένας το τέλος του άλλου.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...