Σάββατο 16 Μαΐου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΜΟΙ 25




Η καταστροφή, λένε, όταν ξεκινάει δεν αργεί να ολοκληρώσει το έργο της. Όταν αρχίσεις να ροβολάς από την κορυφή, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να σταματήσεις, παρά ο λάκκος, το ρέμα, η λάσπη κι άμα στη ζωή αυτά που φτιάχνεις είναι ανεμομαζώματα, τα παίρνει πιο εύκολα ο ίδιος ο άνεμος που τα συμμάζωξε και τα σκορπάει στους πέντε τόπους. Θέλει γερό θεμέλιο η ρημάδα, ρίζες πλατάνου και όχι λεύκας. Πλατιές ν απλώνουν ολόγυρα, να κρατούν το νερό, να συμμαζεύουν, να ομορφαίνουν τη σκληράδα της.
Ο Δούκας τα έβλεπε όλα αυτά σαν φιλολογία, σαν το παραμύθι της γιαγιάς. Γι αυτό και πήγε χαμένος. Από τότε με τα γεγονότα, τα δικαστήρια και το σκοτεινό  σακάτεμα του Τσάβαλου, τον είχε πάρει η κατηφόρα. Σιγά-σιγά, τα παραμελούσε όλα, δεν πρόσεχε τις δουλειές του, έτρεχε, σκορπούσε αυτά που είχε οικονομήσει, στις λέσχες, στα πανηγύρια, στις γυναίκες της μιας νύχτας και την Φραντζέσκα που αυτή κι αν ήταν μεγαλύτερη καταστροφή του. Η γυναίκα των παιδικών του ονείρων.. Σπάταλη, ανικανοποίητη, απρόβλεπτη, τον έσπρωχνε αργά αλλά σταθερά στο γκρεμό. Ο χαλασμός του φαινόταν και μόνο αυτός δεν τον έβλεπε- ήταν μέσα στο χορό και χόρευε όπως του χτυπούσαν το ντέφι. Τα χρέη άρχισαν να πληθαίνουν, οι ακάλυπτες επιταγές γινόταν στοίβα, το μέγαρο του Δούκα έτριζε συθέμελα.
Ήρθε λοιπόν, γύρα το καράβι και μισοτσακισμένο έδεσε κάπου στη Ζάκυνθο. Το Φθνοπωράκι έσβηνε στη μελαγχολία του όταν φτάσαμε εκεί, εγώ, ο Δούκας, η Βασιλική, η Λουτσία, που δεν ήθελα να την πάρω μαζί μου αλλά εκείνη επέμενε. Έχω λίγες μέρες ελεύθερες γιατί να μη κάνουμε διακοπές μαζί; Μου είπε. Εμείς βέβαια μόνο για διακοπές δεν πηγαίναμε στο φιόρε του Λεβάντε, την ομορφιά του Ιονίου, όπως έλεγαν τη Ζάκυνθο. Της τα εξήγησα όλα αυτά, μέσες άκρες, συμπόνεσε το φίλο μου αν και δεν έδειχνε να τον συμπαθεί. Δεν πειράζει, μου είπε, θα κάνετε εσείς τις δουλειές σας κι εγώ τα μπάνια μου.
Προσπαθήσαμε οι δυο μας, με τον Δούκα, ν αναστήσουμε το
ALASKA FURS, ένα από τα τελευταία υποκαταστήματα που του είχαν απομείνει. Στη Θεσσαλονίκη, την Κρήτη είχαν γίνει εξώσεις από την τράπεζα. Του έμενε το κεντρικό, κι αυτό εδώ στη Ζάκυνθο. Σε λίγο θα τα έχανε όλα. Ίσως το διαμέρισμα της Βασιλικής στο Κολωνάκι να γλίτωνε και τότε θα ζούσε εκεί, παρέα με τον συνταγματάρχη Παπγέρωφ Νικόλαο, εν μαλακίνσει και τη μάνα της την ασήμαντη κάποτε πλασιέ, ενοικιαζομένων δωματίων στη Ρόδο.
Προτού γίνουν όλα αυτά, το Φθινόπωρο της Ζακύνθου διαρκούσε εφιαλτικά. Η κατάρρευση διαγραφόταν παντού και δεν υπήρχαν πια άνθρωποι να ακολουθούνε τον Δούκα. Η υπεροψία του τους είχε διώξει μακριά.
Έτσι μου είπε.
-Πάμε εκεί ρε Αλμύρα, να βοηθήσεις κι εσύ, μπας και περισώσουμε τίποτε.
Δεν έχει ανάγκη αυτός, μου είπε κάποια στιγμή στην παραλία, η Λουτσία. Θα φτιάξει, είναι διορατικός, τον εαυτό σου να φοβάσαι.
Δεν ενδιαφερόταν και πολύ για την κατηφόρα του φίλου μου ή καλύτερα δεν ενδιαφερόταν καθόλου για τους άλλους. Πολλές φορές με έπιαναν τα νεύρα μου που την έβλεπα τόσο άκαρδη, τόσο ασυμπόνετη.
-Έτσι είναι ρε κορόιδο! γνωμάτεψε ο Δούκας. Αυτοί που έχουν, δε σε λογαριάζουν ποτέ. Όχι αυτοί που τα έφτιαξαν με τον ιδρώτα τους, αυτοί που τα βρήκαν έτοιμα, είναι τα μεγαλύτερα αρπακτικά. Μην περιμένεις τίποτα από αυτούς.
Με εξέπληττε που και που, γιατί δεν τον είχα ικανό να κάνει τέτοιες σκέψεις και αυτή του, τώρα η σκέψη, μάλλον με τρόμαζε, επειδή πράγματι φαινόταν η φιλαργυρία, η διαφορετική πίστη στα κεκτημένα, στον τρόπο και στην συμπεριφορά της Λουτσίας. Δεν έδινε του αγγέλου της νερό μη της μιλούσες για φτωχούς, για κατατρεγμένους και περιθωριακούς- έστριβε στη γωνία. Η ψηλομυτιά της δεν τρωγόταν κι εγώ που είχα μάθει στη φτώχεια και τη μιζέρια, δεν ανεχόμουν εύκολα τα καμώματα της: Μη καθίσουμε εδώ να φάμε, μην πιούμε στον καφενέ τον καφέ μας, ποιοι θα είναι εκεί που θα πάμε, δεν τρώω εγώ στα σουβλατζίδικα.
Γινόταν σπαστική, με νευρίαζε. «Εδώ!» της είπα μπαϊλντισμένος ένα απόγευμα που είχαμε βγει οι δυο μας να πιούμε καφέ και άραξα σε κάποιο βρώμικο, τρισάθλιο καφενέ. «Άμα δε θέλεις, πήγαινε αλλού! Παράτα με!»
-Μα δεν καταλαβαίνεις ότι δεν το κάνω από σνομπισμό; Προσπάθησε να μου εξηγήσει κοιτώντας ένα γύρω. Αν μας δούνε εδώ, λέω αν μας πάρει κανένα μάτι και φτάσει στ αφτιά του μπαμπά, καήκαμε.
-Βέβαια! Έχουμε τον μπαμπά! Σάρκασα εγώ. Δε με νοιάζει, δεν υποδουλώνω τον εαυτό μου σε κανέναν. Ή θα γίνεις ελεύτερη ή θα πάρει ο καθένας το δρόμο του. Διάλεξε. Έπειτα, τι ανελευθερία είναι αυτή; Δεν το περίμενα από σένα. Εντάξει, ο μπαμπάς σου έχει σκουριασμένα μυαλά, είναι άλλης ηλικίας, άλλης γενιάς. Εσύ όμως να σκέφτεσαι έτσι, είναι ανεπίτρεπτο.
-Δεν έχει σκουριασμένα μυαλά ο πατέρας μου. Είναι σοβαρός άνθρωπος και μη νομίζεις πως τα βρήκε στο δρόμο. Αν θέλεις να σου πω περισσότερα, ήταν πιο άφραγκος από εσένα όταν ξεκίνησε.
-Ναι, είπα. Εξόν από τα οικόπεδα, τα αχανή χτήματα που κληρονόμησε από τον πατέρα του, πήρε και τα υπόλοιπα από τη μάνα σου, έριξε τα αδέρφια του, τα ξέρω όλα αυτά, τα έμαθα!
-Τα ξέρεις; έκανε εξοργισμένη. Από πού τα ξέρεις; Δε σου επιτρέπω να ψάχνεις τι έχουμε και τι δεν έχουμε. Άκου, ξέρει ο κύριος! Που πάει να πει πως σε ενδιαφέρουν τα λεφτά μου! Μου πέταξε κατάμουτρα.
Αυτό έλειπε, να φτάσουμε και στα μελό, ειρωνεύτηκα τον εαυτό μου κι εκείνη αλλά να έλεγα πως δε με ενδιέφεραν τα λεφτά της θα έλεγα ψέματα κι αυτό δεν το μπορούσα. «Αλμύρα συνεχίζεις να είσαι χαζός, μη της δείχνεις τίποτε απ όλα αυτά. Πούλησε της έρωτα, τέτοια θέλουν οι γυναίκες, σου το έχω ξαναπεί, είναι όλες βλαμμένες, τι ψάχνεις να βρεις;» μου είπε ο Δούκας όταν το συζητήσαμε, εν μέρει το θέμα. «Τι μου κρύβεσαι; Δεν τα ξέρω εγώ όλα αυτά;. Τα πέρασα πριν από σένα, γι αυτό άκου και κανέναν άλλον, μην είσαι αγύριστο κεφάλι!» συνέχισε.
-Είδα πως κατάντησες! Του απάντησα με πείσμα. Εγώ πιστεύω σε άλλα πράγματα, μη τα βλέπεις όλα ίδια.
Εντέλει κάθισε η Λουτσία να πιούμε τον καφέ μας στο βρώμικο καφενείο κι εγώ ένιωσα πως κέρδισα μια μικρή μάχη- έστω μικρή. Κουβεντιάσαμε αρκετά σε ανεβασμένους τόνους, συνήθως δεν κουβεντιάζαμε, τσακωνόμαστε αλλά όλο και κάπου βρίσκαμε τρόπους να επανερχόμαστε. Έτσι και τότε. Μόλις έπιασε η βροχή, εκείνη η παράξενη Φθινοπωριάτικη νεροποντή, χαμογελάσαμε και πήραμε τους δρόμους. Κατεβήκαμε κάτω, στο βάθος, στην ερημιά. Τη λαχταρούσα- όπως κι εκείνη εμένα. Της χάιδευα τα βρεγμένα μαλλιά και κείνη με κοίταζε στα μάτια ώρες πολλές, ατέλειωτες.
Είχε νυχτώσει, η βροχή συνέχιζε να ψιχαλίζει όταν αποφασίσαμε να σηκωθούμε, με τη γλύκα του έρωτα μες στη βροχή, στην άκρη της θάλασσας, μέσα στα μάτια μας, να δηλώνουν όλα αυτά μια μεγάλη και μια μικρή ευτυχία. Αυτές ήταν από τις πιο όμορφες και υπήρχαν πολλές, που ζήσαμε με τη Λουτσία. Ήταν οι ώρες, που λες και στον κόσμο, ζούσαμε μόνο εμείς. Κανένας άλλος. Έξω από κάθε είδους ενοχές και προβλήματα του σύγχρονου ανθρώπου. Ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, εκεί που κάθομαι, στη βεράντα ή μπροστά στο καβαλέτο μου, έρχονται ζωντανά τα γαλάζια της μάτια να μου θυμίζουν τις υπέροχες μέρες της νιότης.
Μαζί της είχα γίνει πολύ ρομαντικός. Της μάζευα λουλούδια, πέτρες, κοχύλια στην αμμουδιά, της έπαιρνα μικρά δωράκια. Αυτές ήταν οι κρυφές χαρές μου, εμένα που πίστευα πως ποτέ δε θα έκανα τέτοια πράγματα, μια και θεωρούσα τον εαυτό μου πιο ρεαλιστή. Αυτό έγινε μόνο εκείνη την εποχή, γιατί, ανέκαθεν έλεγα πως ο άντρας πρέπει να είναι άντρας και να μη παιδιαρίζει με ερωτικά σαχλοπράγματα. ‘Εξ άλλου έλεγα ακόμα, πως ο άντρας που δεν έχει ξεπεράσει το ερωτικό του πρόβλημα κι ενώ είναι ήδη τριάντα χρονών, δεν πρόκειται να γίνει ποτέ ένας πετυχημένος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν είχα δίκιο ή άδικο, πολλοί υποστηρίζουν το αντίθετο, πως αυτό είναι ταμπού και πως ο άντρας πρέπει να είναι τρυφερός, ότι μπορεί να κλαίει.
Διαφωνούσα και θα διαφωνώ πάντα- ήταν δικές μου σκέψεις που όσο κι αν μεγάλωνα, δε θα τις άλλαζα. Σεβόμουν τον εαυτό μου κι αυτό μου άρεσε, αν έχανα αυτό το κομμάτι, το παζλ της ζωής μου δε θα είχε κανένα νόημα.
Το νόημα της ζωής.
Και ήρθε μια από τις επόμενες μέρες το μαντάτο ενός θανάτου να μας το ξαναθυμίσει πιο έντονα. Ο θάνατος του συνταγματάρχη Παπαγέρωφ Νικολάου.
Εμάς πιθανώς, ούτε κρύο, ούτε ζέστη μας έκανε η είδηση αλλά της Βασιλικής της κόστισε. Πατέρας της ήταν κι έκλαιγε με τις ώρες και μένα για να πω κάποια αλήθεια με ψυχοπόνεσε, άνθρωπος ήταν και με είχε βοηθήσει κάποτε.
-Πέθανε χτες τα χαράματα, μου είπε ο Δούκας. Πρέπει να φύγουμε.
Η Βασιλική δίπλα του δεν έβγαζε μιλιά. Κόκκινη, κλαμένη, στο μαύρο της το χάλι. Ο Δούκας σχετικά αδιάφορος, έκανε ότι έκανε από ανάγκη και περισσή δυσφορία. «Τώρα έτυχε κι αυτό;» είμαι σίγουρος ότι θα σκεφτόταν.
-Εμείς θα φύγουμε, επανέλαβε σαν ηχώ. Δεν ξέρω αν θέλεις να έρθεις αλλά πρέπει κάποιος να μείνει εδώ, στο μαγαζί. Τι λες;
-Δεν ξέρω, του απάντησα. Ήθελα να έρθω, πέθανε ένας άνθρωπος που καλώς ή κακώς, κάποτε μας είχε βοηθήσει. Αλλά έτσι όπως είναι οι καταστάσεις, είναι και η Λουτσία εδώ, τι να πω….
-Γιατί, τι θα πάθει; με ειρωνεύτηκε και δε μου άρεσε. Θα πάθει τίποτε αν λείψεις; συνέχισε. Τέλος πάντων εμείς φεύγουμε, πάμε Βασιλική. Θα επιστρέψουμε σε τρεις –τέσσερις μέρες. Έχε το νου σου στις δουλειές.
Έφυγαν.
Σαν έμεινα μόνος, θυμήθηκα κάμποσες στιγμές που είχαμε ζήσει στη Ρόδο με τον συνταγματάρχη και τη μια έλεγα δε βαριέσαι, πέθανε τώρα ο άνθρωπος ας συγχωρεθούν οι πράξεις του και απ την άλλη θυμόμουν τις κακίες του, περισσότερο όταν με έδιωξε κι εμένα κι έλεγα πάλι, τέτοιος ήταν, παρόμοιο τέλος θα είχε. Παλιάνθρωπος υπήρξε ο συνταγματάρχης, συμφωνούσε και ο Δούκας όπως οι πιο πολλοί που τον ήξεραν. Αλλά όταν πεθαίνει ένας άνθρωπος, τα μισά τουλάχιστον συγχωρούνται αν κι εγώ δεν ήμουν σίγουρος αν συμφωνούσα. Γιατί δηλαδή; Τι νόημα είχε αυτή η συγχώρεση; Έτσι κι αλλιώς ούτε θα τον ενδιέφεραν πια. Γι αυτό το έβλεπα άσκοπο αλλά τέλος πάντων ας το πάρει κι αυτό το ποτάμι.
Ο Δούκας με τη Βασιλική γύρισαν πράγματι σε τρεις μέρες. Δεν κουβεντιάσαμε άλλο για τον συνταγματάρχη αλλά για τα δικά μας. Βγήκαμε ένα από τα επόμενα βράδια οι δυο μας να τα πούμε. Πήγαμε στο Αγκάσι σε ένα ταβερνείο. Ο καιρός στένευε και ήθελα να μιλήσω μαζί του.
-Μείνε σε παρακαλώ, είπα στη Λουτσία. Έχουμε να κουβεντιάσουμε τα δικά μας, δε νομίζω πως θα σε ενδιαφέρουν.
Έδειξε να καταλαβαίνει αλλά πάλι μούτρωσε. Δεν ήθελε να την αφήνω μόνη, ίσως με αγαπούσε παραπάνω απ όσο έπρεπε.
Ο Δούκας ήταν πολύ λυπημένος. Τσιμπούσε ανόρεχτα τους μεζέδες, έπινε το κρασί συλλογισμένος. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Σωπαίναμε σα να μη μπορούσαμε να μιλήσουμε κι από πού ν αρχίσουμε.
-Αυτός τα είχε φάει τα ψωμιά του Αλμύρα, εννοώντας τον συνταγματάρχη. Εμείς οι ζωντανοί τι κάνουμε; Είπε σε κάποια αόριστη στιγμή
-Τι εννοείς; Τον ρώτησα πιο πολύ για ν ανοίξει η κουβέντα μας.
Τον είδα που τον έπιανε το παράπονο, το πάθαινε συχνά τελευταία. Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο απελπισμένο, τόσο απογοητευμένο.
-Τι με ρωτάς; Έκανε πικρόχολα. Όλα στραβά μου πήγανε. Πάνε όλα φίλε το καταλαβαίνεις αυτό; Κουράστηκα πολύ για να τα φτιάξω και τα χάνω σε τόσο λίγο χρόνο. Αύριο, μεθαύριο θα έρθουν από εδώ οι τραπεζικοί για κατασχέσεις. Δε γλιτώνω, στο τσακ προλαβαίνω να γλιτώσω τη φυλακή. Ευτυχώς που δε με κυνηγάνε και οι έμποροι αλλιώς θα πήγαινα σίγουρα μέσα.
-Χρωστάς τόσα πολλά; Απόρεσα. Πως έγιναν, θέλω να πω, πως τα κατάφερες…
-Δεν ξέρω, έκανα πολλά λάθη, το αναγνωρίζω. Τώρα δε διορθώνεται τίποτε.
Είχα αντιληφτεί από καιρό πως η κατάσταση του ήταν σχεδόν τραγική αλλά έλεγα πως έστω την τελευταία στιγμή, κάτι θα έκανε για να προλάβει το μεγαλύτερο κακό.
-Δεν τα ξέρεις καλά σε δικαιολογώ. Άμα σε πάρει όμως ο κατήφορος, δύσκολα σταματάς. Κι εμένα με πήρε από τότε που έγινε αυτή η ιστορία, με το γαμπρό μου, τον Τσάβαλο. Από τότε πήγαν όλα στραβά, τίποτε δεν έμεινε όρθιο.
Είχαμε συναισθηματική φόρτιση κι ένιωθα πως θα τον έχανα τον φίλο μου για καιρό.
Σα να μυρίστηκε τις σκέψεις μου, είπε πως θα έφευγε. Θα πήγαινε μακριά, σε άλλους κόσμους. Ίσως στην Αμερική, στην Αυστραλία, όπου τον έβγαζε ο δρόμος. Λέγοντας αυτά, τον έπιασε το κλάμα και ήταν η δεύτερη φορά που τον έβλεπα να κλαίει-η πρώτη ήταν στο δικαστήριο.
Προσπάθησα να τον πείσω πως δεν ήταν τόσο τραγικά όσο τα βλεπε, δεν μπορεί θ αλλάξουν πάλι οι καταστάσεις. Και μου φάνηκε ωραίο, να λέω πως τον νοιαζόμουν, πως είχε κι αυτός έναν άνθρωπο να του συμπαραστέκεται. Εμένα δε μπορούσα να δω ποιος θα μου συμπαραστεκόταν κάποτε. Μοιάζαμε πολύ σ αυτό, έπρεπε να κάνουμε εμείς πράξεις για τους άλλους, σπάνια κάποιοι για μας. Σκόρπιοι, μείναμε τελευταίοι στο ταβερνείο να πίνουμε. Είχαμε πιει πολύ κι ο Δούκας που μέχρι τότε σπάνια μεθούσε, είχε γίνει στουπί. Τσέβδιζε, τρέκλιζε, καθώς πήγαινε για το μέρος, συχνά, όλο έλεγε στον ταβερνιάρη να μας φέρνει κι άλλο. Ο άνθρωπος ήθελε να κλείσει αλλά που να καταλάβαινε ο Δούκας. Εντάξει, μάστορα, φέρε ένα ακόμα, πιε και εσύ, του έλεγε κάθε φορά που μας τέλειωνε το κρασί.
Μας είδε αυτός έτσι, δεν έκανε άλλες κινήσεις να μας διώξει καθώς μπήκαν και μερικοί ξενύχτηδες ακόμα.
Έτσι μας πήρε η νύχτα η μεγάλη. Πέντε το πρωί, χάραζε ο τόπος όταν πήραμε τους δρόμους, παίρνοντας παραμάσχαλα και μια μπουκάλα ακόμα.
Περπατήσαμε λίγο, φτάσαμε σε ένα μικρό λιμανάκι. Καθίσαμε στην άμμο. Πλάι στη θάλασσα που μας έλουζε τα πόδια, κουβεντιάσαμε, φιλοσοφήσαμε, φτάσαμε στ αστέρια.
-Και τι είναι η ζωή; Έλεγε συνέχει ο Δούκας. Τίποτε δεν είναι, σήμερα ζεις, αύριο πεθαίνεις. Κόλπο έκανε ο θεός και μας έβαλε στη λούμπα, ε Παλιοαλμύρα;
-Να σου πω Πίθηκα, το σοβάρεψα κάπως το θέμα. Εγώ πιστεύω πως δεν πρέπει να μπαίνεις μέσα στα πράγματα, αν θέλεις να ζήσεις. Παραδείγματος χάριν να βλέπεις το σπίτι σου να καίγεται και να μη καίγεσαι εσύ. Θέλω να πω αφού δεν μπορείς να το σώσεις..
-Α, έτσι, άνοιξε τα μάτια του. Αυτό δε γίνεται..
-Γίνεται, επέμενα. Πρέπει να είσαι δυνατός, να μην αφήνεις να σε παρασέρνουν, να λες θα τα ξαναφτιάξω όλα από την αρχή, για σκέψου το αυτό;
-Ναι αλλά είναι κι αυτός ο πούστης ο πόνος, είναι η απελπισία της καταστροφής. Δε βλέπεις που δε μένει τίποτε όρθιο; Τα γκρέμισαν όλα οι απατεώνες. Αυτοί φταίνε για όλα.
-Ποιοι;
-Αυτοί που μας κυβερνάνε.
Φυσούσε άνεμος που έπαιρνε τα λόγια μας, τα σκορπούσε στην έρημη παραλία, στα αρμυρίκια τα λιγνά που ψυχαλισμένα από το κύμα, θρόιζαν τη βουλιμία της ζωής. Το νόημα της ζωής που ψάχναμε τόσα χρόνια, που κουβαλούσαμε αυτό τον καιρό αλλά και που το ανιχνεύαμε με σιγανά βήματα, σαν του σαλίγκαρου. Κι επειδή, φυσικά δε μας έβγαιναν τα πράγματα όπως θα θέλαμε, τότε μας έπιαναν οι απελπισίες μας.
-Αύριο θα φύγω, του είπα όταν πήραμε το δρόμο του γυρισμού, εκτός απ αυτόν της απελπισίας.
-Που θα πας; Με ρώτησε ξαφνιασμένος. Μείνε λίγο ακόμα.
-Δεν μπορώ, δεν τα αντέχω αυτά. Δεν είπες πως θα έρθουν οι τραπεζικοί.
-Αυτό είναι που έλεγες πως πρέπει να είσαι δυνατός; Α, ρε Αλμύρα, όλο απ έξω τη βγάζεις την ουρά σου!
-Δεν είναι έτσι, δεν κατάλαβες τι σου είπα. Αυτή τη στιγμή, είναι καλύτερο να μείνεις μόνος, να συγκεντρωθείς, να σκεφτείς τι θα κάνεις. Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις. Εντάξει Πίθηκα;
-Εντάξει ρε, εντάξει. Θα τα καταφέρω, είμαι μάγκας εγώ…
Όταν τελικά φτάσαμε στο ξενοδοχείο, εννιά η ώρα περίπου το πρωί , μας είδα έτσι η Λουτσία, σ αυτό το χάλι, ξενύχτηδες και μπαϊλντισμένους από το πιόμα, μόνο που δεν έβαλε τις φωνές. Δεν είπε τίποτε εκείνη τη στιγμή, το άφησε γι αργότερα. Όταν ξύπνησα, αργά το μεσημέρι, με πήρε παράμερα και μου τα ψαλλε.
-Μα δε ντρέπεσαι; Πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, δεν αντέχω να σε βλέπω να γίνεσαι χάλια. Δεν το καταλαβαίνεις πως δεν έχει νόημα;. Δεν έχει νόημα αγάπη μου να φορτώνεσαι τις στεναχώριες των άλλων. Κι έπειτα να πίνεις με τους φίλους σου, να γίνεσαι σκουπίδι. Αν θες να μ ακούσεις, μη καταστρέφεσαι, μου θύμισε τα λόγια του παππού και του Μπρικ-δε βλέπεις μπροστά σου; Ας τους αυτούς, εμείς έχουμε άλλο δρόμο, εντάξει; Και για να τελειώνω σου το λέω πως δε θ ανεχτώ άλλη φορά τέτοιες καταστάσεις!
Εγώ την κοίταζα με ένα πικρό γιατί. Αντιλαμβανόμουν την κατάσταση μου αλλά επ ουδενί να την παραδεχτώ. Δεν είναι τίποτα, έλεγα. Όπως τρώω έτσι και πίνω, δεν υπάρχει κανένας ιδιαίτερος λόγος να το κουβεντιάζουμε.
-Μα αφού πίνεις! Μου ρίχτηκε. Πίνεις, σε πειράζει, σε βάζει κάτω το ποτό, σε ξέρω, το βλέπω πως σε χαμηλώνει το ποτό, γιατί δεν το κόβεις;
Είναι αλήθεια πως έπινα. Δεν υπήρχε μέρα να μη πιω έστω ένα ποτηράκι αλλά δεν το σκεφτόμουν. Μάλιστα, προσπαθούσα ν αποφεύγω τέτοιες συζητήσεις γύρω από το αλκοόλ
Έτσι εκείνη τη μέρα απέφυγα πάλι να δώσω συνέχεια σ αυτή την κουβέντα. Απλώς, μουρμούρισα κάποιο εντάξει, μέσα από τα δόντια μου και το θέμα έληξε εκεί, τουλάχιστον προσωρινά.
Την άλλη μέρα φύγαμε. Χαιρετηθήκαμε για άλλη μια φορά με τον Δούκα. Φιληθήκαμε και δεν ξέραμε αν θα ξανασυναντηθούμε. Τώρα ήταν αυτός στην προκυμαία να μου κουνάει το χέρι κι εγώ πάνω στο κατάστρωμα, να τον κοιτάζω με τη μαυροφορούσα Βασιλική δίπλα του, στεγνωμένη στο κλάμα, από το θάνατο του πατέρα της.
Η Λουτσία πιο πέρα, τραβούσε φωτογραφίες αποθανατίζοντας τη σκηνή.

συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ 3

  ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ ΓΙΑ ΕΥΠΛΑΣΤΟΥΣ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΥΣ   Τα σου΄πα μου΄πες μη μου λες Εμεις τελειώσαμε εχτές Μη μου τ΄αρνιέσαι Σε άλλους φίλους που θα πας...