Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 7



Το τέλος μιας εποχής σημαίνει την απαρχή μιας καινούριας. Μεγάλωσα πια, αν και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, ποτέ δεν το καταλάβαινα αυτό το μεγάλωμα. «μεγάλωσες παιδί μου»  μου λεγε η μάνα μου. «Ο άνθρωπος άμα γυρίσει από φαντάρος, πρέπει να παντρευτεί, να κοιτάξει, να δει τι θα κάνει στη ζωή του. Να παντρευτεί, να κάνει οικογένεια, αυτός είναι ο προορισμός του ανθρώπου» Και σταυροκοπιόταν. Ο πατέρας μου κουνούσε κι αυτός συναινετικά  το κεφάλι του, γέρος πολύ τώρα, μισοανάπηρος, με μια πατερίτσα στο χέρι. «Κάμε ότι θέλεις, εσύ διαφεντεύεις τώρα ..κι απ εμείς… πάει, τα φάγαμε τα ψωμιά μας.»
Σπάνια μιλούσε έτσι παλιά. Τώρα είχε γίνει πιο απόμακρος και απέφευγε να σου λέει κάνε τούτο, κάνε εκείνο.
Δεν ήξερα και πολλά πράγματα για τον πατέρα μου κι ας φαίνεται περίεργο. Δεν είχαμε ποτέ πλησιαστεί τόσο, ώστε να καταλάβω την έννοια πατέρας. Όταν ήμουν πολύ μικρός, μου φαινόταν πολύ δύσκολος άνθρωπος. Δε χάιδευε εύκολα, δεν έλεγε λόγια γλυκανάλατα και τέτοια. Κάτι σταράτες κουβέντες άκουγες μόνο από το στόμα του. Και στο καφενείο με τους άλλους αν και τότε απαγορευόταν στα παιδιά να πηγαίνουν στα καφενεία, δεν είχε πολλές κουβέντες. Σα να σκεφτόταν πιο πολύ. Μια φορά να θαυμάζει, να ζηλεύει κάτι, δεν τον είχα δει. Θαύμαζε βέβαια ή περισσότερο ήταν περήφανος για το σόι του αλλά στα παιδιά δε μιλούσε. Αυτά είναι δουλειές των γυναικών, έλεγε Μόνο τώρα που είχα γυρίσει από φαντάρος με κοίταξε μια μέρα εκεί έξω στην αυλή που πίναμε καφέ με κάποια ζήλεια ή και φθόνο. «Έτσι ήμουν κι εγώ στα εικοσιπέντε. Σαν εσένα! Άντρας!» Και ζήλευε τα χρόνια μου, την κορμοστασιά μου. Τότε είδα τον πόθο του να ξαναζήσει, να γυρίσει πίσω, να γίνει σαν εμένα.. Τότε που έκλεβε τη μάνα μου- ναι την είχε κλέψει- κι έφυγε αντάρτης στο βουνό. Κομμουνιστής ήταν ο πατέρας μου Δεν ξέραμε και πολλά μου είχε πει κάποτε, έτυχε να πάμε ο ένας από εδώ κι ο άλλος από εκεί, να πολεμήσουμε τους Γερμανούς. Λίγοι είχαν από τα πριν την ιδεολογία, στο βουνό την αποχτήσαμε. Εμεις όμως είχαμε το δίκιο, μην κοιτάς που ήρθαν οι Άγγλοι να βάλουν άλλη σειρά στα πράγματα. Έφταιγε κι ο Βελουχιώτης με τη συνθήκη της Βάρκιζας. Όλοι οι αρχηγοί φταίγανε αλλά τελικά, αυτός αποδείχτηκε παλικάρι. Τον είχα γνωρίσει από κοντά. Έτυχε μια μέρα, αλλά τι μέρα ήταν κι αυτή! Κάποιος σύντροφος είχε πειράξει τη γυναίκα ενός χωρικού που ήρθε παραπονούμενος. Ο Βελουχιώτης δεν τον δίκασε. Έβγαλε το πιστόλι και τον εκτέλεσε, εκεί, επί τόπου. Τέτοιος ήταν ο Βελουχιώτης! έτσι απένειμε δικαιοσύνη. Εμένα δε μου άρεσε αυτό και του το είπα αλλά εκείνος έβαλε το χέρι ανάμεσα στα μαλλιά του σκεφτικός και μουρμούρισε κάτι σαν εσείς οι νέοι δεν ξέρετε από αυτά, τα μάθατε από τα βιβλία κι έκλεισε την κουβέντα.
Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, όμως, περνούσαν γοργά. Άλλαζε ο πολιτικός χώρος της πατρίδας, γινόταν καινούριες ανακατατάξεις, μέσα από πολλά γεγονότα, απεργίες και κινητοποιήσεις των μαζών. Τα ζούσα όλα αυτά, καθημερινά, στο κέντρο της πόλης. Είχα ξαναπιάσει δουλειά στο βιβλιοπωλείο αλλά πάλι τα παράτησα.
Τότε ήταν που είχα την πρώτη συνάντηση με τον Δούκα. Άνοιξε τα πελώρια χέρια και με αγκάλιασε γελαστός. Η συγκίνηση μας ήταν πραγματική. Κοιταχτήκαμε στα μάτια και γελούσαμε σαν παιδιά. Σαν να μην πιστεύαμε πως ξαναβρεθήκαμε. Ύστερα πρόσεξα πως ήταν πολύ καλοντυμένος, στο σικ.
-Φαίνεται τα κονόμησες, του είπα χρησιμοποιώντας τη δική του φράση
-Που να στα λέω, έκανε και κοίταξε ένα γύρω. Πάμε για καφέ; Έχει ένα ωραίο μαγαζί εδώ πιο πάνω. Παντρεύτηκα, συνέχισε καθώς προχωρούσαμε. Μάντεψε ποια…
-Πότε; Που; Τώρα; Με έπιανε αδιάβαστο
Είδε την έκπληξη μου και θέλησε να με παιδέψει λίγο
-Μάντεψε, συνέχισε και να με κοιτάζει μισοειρωνικά. Τέτοιος ήταν ο Πίθηκας.
Δεν ήταν είρων, πιο πολύ του έβγαινε σαν παιδική αυταρέσκεια και ξιπασιά. Τον παρατήρησα ακόμα καλύτερα, σα να είχε παχύνει και έμοιαζε τεράστιος μέσα στο μεγάλο σακάκι, την κόκκινη γραβάτα. Χρυσή καδένα στο χέρι, χρυσό ρολόι, αλυσίδα να κρέμεται στο πλάι, στην τσέπη του καλοσιδερωμένο παντελονιού. Εγώ είχα τα χάλια μου. Τζινάκι τριμμένο, μπουφάν κίτρινο, χιλιοφορεμένο. Το πρόσεξε και κείνος.
-Τη Βασιλική! Θριάμβευσε όταν είχαμε καθίσει. Μένουμε τώρα σε δικό μας σπίτι, στο Κολωνάκι. Θα ρθεις κανένα βράδυ από το σπίτι;
Μου τα λεγε όλα μαζεμένα και φλόμωνα. Σε λίγο, άρχισε να μου διηγείται για τότε που μας έδιωξαν από τη Ρόδο. Μετά, πως πήγε φαντάρος στην Αλεξανδρούπολη. Τριάντα μήνες υπηρέτησε, τόσους κι εγώ του είπα και μιλήσαμε κάμποσα για το στρατό. Ξέρετε πως είναι όταν αρχίσουν να μιλάνε οι άντρες για το στρατό! Χιλιάδες πράγματα, ηρωικές κοπάνες, κατορθώματα, φυλακές.
-Και με τη Βασιλική; Τον ρώτησα. Πως έγινε και συμφώνησε ο συνταγματάρχης;
-Εδώ είναι, μου απάντησε. Έπαθε μαλάκυνση εγκεφάλου, εκεί τον έχουμε, μισότρελο. Και σώπασε για λίγο, ενώ εμένα μου ερχόταν στο νου ο συνταγματάρχης Καπαγέρωφ, μισότρελος. Δεν την περίμενα αυτή του τη μοίρα.
-Μόνο που δεν έχουμε παιδί, είπε με κάποια θλίψη ο Δούκας. Τέσσερα χρόνια προσπαθούμε, τώρα φίλε. Έχω φάει μια περιουσία, γιατρούς, παραγιατρούς και τίποτα. Δεν κρατάει λένε, η Βασιλική, δεν ξέρω τι να κάμω..
Δεν ξέρω γιατί αλλά μου φάνηκε ψεύτικος σ αυτό το σημείο. Κάτι άλλο θα έτρεχε.
-Δεν πίνουμε κανα ούζο; Με ρώτησε και κοιταχτήκαμε πάλι ζεστά στα μάτια. Ήμασταν φίλοι.
-Να πιούμε, του απάντησα κι εγώ, που φαίνεται πως έπαιρνα τα χνάρια του πατέρα μου και του φίλου μου του Ντάφλου. Άμα εύρισκα παρέα, στρωνόμουν και τα πινα.
-Κι από δουλειά; Τον ρώτησα μόλις κοπανίσαμε το πρώτο ουζάκι.
-Φίνα! Χαμογέλασε. Μεγαλεία ο φίλος σου ο Δούκας, τι νομίζεις, δε σου τα έλεγα; Έχω έναν εμπορικό οίκο. Σχεδιαστές, μοντέλα, πασαρέλα! Ένα ολόκληρο εργοστάσιο, δε σου τα έλεγα; Τι νομίζεις, μια μέρα θα τους πατήσω.Έτσι είναι φιλαράκο, άμα έχεις το χρήμα κάνεις ότι θέλεις. Θα σε πάρω και σένα μαζί μου. Ζωγραφίζεις, δε ζωγραφίζεις;. Ε, λοιπόν, θα σε πάρω, να γίνεις σχεδιαστής μόδας. Εφημερίδες, περιοδικά, τηλεόραση. Είσαι;
Του γνεψα χαμογελαστά, όχι.
-Γιατί; Παραξενεύτηκε.
-Δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Εγώ έχω άλλα όνειρα.
 -Τι; Να πεθάνεις στην ψάθα; Με κορόιδεψε πειραγμένος από την άμεση άρνηση μου. Αλλά και μένα το πείσμα μου ήταν διαφορετικό.
-Έχω φτιάξει μια γκαλερί του είπα με στόμφο για να τον πικάρω. Δε διαβάζεις τα καλλιτεχνικά;
-Αυτά τα διαβάζουν άλλοι, οι συνεργάτες μου. Ο Δούκας δεν έχει καιρό για χάσιμο. Εγώ, ρίχνω καμιά ματιά στη μόδα, στις γούνες. Αυτά έχουν ενδιαφέρουν και οι κοσμικές στήλες. Που ήταν χτες βράδυ ο Δούκας με τα μοντέλα του, τι έφαγε το ζεύγος Δούκα και γελούσε πλατιά, γέρνοντας πίσω την καρέκλα του.
Για τη γκαλερί δε με πίστεψε. Όλο κοιτούσε τα φθαρμένα ρούχα μου και τα ασβεστωμένα παπούτσια.
-Τι χάλια είναι αυτά ρε; Δεν άντεξε, μου το είπε. Μεγαλώσαμε, δεν το πήρες μυρωδιά; Πρέπει να είμαστε κύριοι, σένια, με γραβάτα, με κουστούμι και λοιπά, Πως θα σε υπολογίζουν οι άλλοι; Α, φίλε, πρέπει ν αλλάξεις! Για πάμε να δούμε αυτή τη γκαλερί που λες…
Πήγαμε. Είχα πράγματι νοικιάσει ένα μικρό μαγαζάκι  στου Γκύζη. Πέντε επί πέντε. Είχε και πατάρι, εκεί κοιμόμουν τις περισσότερες φορές που βαριόμουν την κατάθλιψη και τη μαυροφορεσιά της μάνας μου. Τελευταία, όλο λιβάνι και δεντρολίβανο μύριζε το σπίτι. Μόνο το θυμιατό που έβλεπα, ανταριαζόμουν. «Θα το φας το κεφάλι σου που δεν πιστεύεις» τολμούσε ν ανοίει κουβέντα κάπου-κάπου κι εγώ δεν της απαντούσα. Τι να της έλεγα; Να έπιανα φιλολογική κουβέντα μαζί της; Τους ανθρώπους αυτούς, δεν μπορείς αν τους ξεβολέψεις και δεν πρέπει να αποβάλεις από μέσα τους τη μεταφυσική ιδιότητα και την πίστη. Έτσι, δεν έλεγα τίποτα, στη μάνα μου. Στο μικρό όμως κύκλο που είχε δημιουργηθεί γύρω μου, οι φιλοσοφικές συζητήσεις, έδιναν και έπαιρναν. Εγώ μετά μανίας, αρνιόμουν να παραδχτώ οτιδήποτε μεταφυσικό και απέρριπτα ανεπιστρετί την ύπαρξη του θεού.
-Δεν υπάρχει τίποτα, τελείωνα, αφού είχα εξαντλήσει όλα τα λογικά επιχειρήματα για να τους πείσω.
Το Δούκα, δεν τον ενδιέφερε κι αυτόν ο θεός. Όχι σαν εμένα, απλά αυτός έλεγε πως πιστεύει, έτσι, κάπως αόριστα. Δεν μπορεί,  έλεγε, κάτι θα υπάρχει, αλλά εγώ δε μπερδεύομαι μαζί του, ούτε και κείνος προς το παρόν. Έτσι βολευόταν απέναντι στο θεό. Δεν είχε την αγωνία να δει παραπέρα ή μάλλον δεν είχε καμιά αγωνία. Ζούσε το σήμερα όπως του ερχόταν. Γιατί να ψάχνουνε; Έλεγε και σήκωνε τους ώμους.
Όταν φτάσαμε στη γκαλερί, έκανε τη βόλτα του με τα χέρια στις τσέπες, εξετάζοντας το χώρο με το βλέμμα ειδικού.
-Α, ρε φίλε; Είπε μονάχα.
Τι έκανα εγώ εκεί μέσα; Ούτε κι εγώ ήξερα ακριβώς. Είχα βάλει ένα μικρό γραφειάκι, έναν μικρό πάγκο για να φτιάχνω τις κορνίζες. Ένα στραβό καβαλέτο, χρώματα πεταμένα εδώ κι εκεί. Στους τοίχους μεριά έργα μου, ημιτελή, πρωτόλεια τα περισσότερα. Στην αρχή δεν τους έδινα και καμιά μεγάλη αξία, ούτε εγώ.
Έναν- δυο μήνες, είχα πάει στον Θεοφάνη για μαθήματα ζωγραφικής. Αυτός έφτιαχνε τα λεγόμενα εμπορικά έργα. Τοπία, νεκρές φύσεις, λαϊκές παραστάσεις.. Δεν ήταν και πολύ μεγάλος, γύρω στα πενήντα, συνήθως λιγομίλητος, στημένος στο καβαλέτο, στον καμβά με τις ώρες ατέλειωτα. Εγώ τον παρακολουθούσα. Πιο πολύ με ενδιέφερε το χρώμα, εκεί ένιωθα πως είχα αδυναμίες. «Το χρώμα δε μαθαίνεται, εκτός από τις βασικές αρχές» μου είπε. «Το σχέδιο διδάσκεται αλλά από αυτό ξέρεις, είσαι καλός.» Και μου έβαλε την ιδέα.
-Δε θα μπορέσεις να σταθείς μόνο με τη ζωγραφική, μου είπε. Θα πάρεις κι ένα σφυράκι, καρφιτσούλες, χαρτόνια και λοιπά, θα σου δείξω. Ύστερα και μερικά δείγματα από κορνίζες, θα δεις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...