Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 14



Ήταν άσχημος, κακοφτιαγμένος. Πρόσωπο όλο στρουμπουλές γωνίες, λίγα γένια, όχι ακριβώς σπανός, είχε αραιά γένια,αν και ποτέ δεν τον είχα δει αξύριστο. Αυτό το πρόσεχε. Τα μάτια του ήταν λιάρα, μικρά σαν κουμπότρυπες δέρμα του ασπριδερό  και ο κόμπος στο λαιμό εξογκωμένος. Σε αντίθεση με το πρόσωπο του που ήταν στεγνό, το σώμα του ήταν πλαδαρό και σχετικά παχύ. Ιδιαίτερα τα μπούτια και ο πισινός. Αυτό μου δημιουργούσε μια μικρή υποψία, μια αμυδρή αχτίδα, ύπουλης σκέψης που όμως την απέρριπτα κατευθείαν.
Μια μέρα που είχε έρθει στο γραφείο, όταν το είχαμε ανοίξει πια, με μια «αδερφή», παραξενεύτηκα. Μου ξαναμπήκανε ψύλλοι στ αφτιά. Λες; είπα και το αναίρεσα πάλι αμέσως. Δεν πολυέμοιαζε για τέτοιος ή τουλάχιστον δεν το έδειχνε. Έκανε παρέα με γυναίκες αλλά στο πολύ φιλικό, δε μιλούσε όπως όλοι οι άντρες γι αυτές. Αν είναι όμορφες, αν έχουν ωραία μάτια ή πως κάνει έρωτα η τάδε και πόσο ψηλό και τουρλωτό πισινό έχει η Κατερίνα.
Δεν μπορούσες να μιλάς με σιγουριά για τον Τασούλη, σα να έκρυβε κάτι. Τα ανακάλυπτα όλα αυτά σιγά-σιγά, όπως και την οικονομική του κατάσταση. Ο πατέρας του ήταν συνταξιούχος δικηγόρος, ένας ξερακιανός ψηλολέλεκας του παλιού καιρού.. Φαίνεται πως εξ επαγγέλματος θα είχε μιλήσει πολύ στη ζωή του, και για αυτό, τώρα δε μιλούσε σχεδόν καθόλου. Μόνο τα τυπικά κι αυτά με το ζόρι. Εξ άλλου το κουμάντο στο σπίτι δεν το έκανε αυτός. Κουμάντο έκανε η μάνα του Τασούλη. Αυτή κι αν ήταν ιδιάζουσα περίπτωση. Κοντή, χοντρή, ανοικονόμητη, ασχημογυναίκα. Πόσο μετράει άραγε μια ωραία μητέρα; Φαντάζομαι πολύ, πάρα πολύ. Η δική μου η μητέρα, μπορεί να είχε τους αγίους της τώρα πια, αλλά στα νιάτα της είχε υπάρξει όμορφη γυναίκα. Ακόμα και τώρα στα εξήντα της φαινόταν αυτό. Πόσο ρόλο λοιπόν παίζει στη ζωή μας η ομορφιά; Αυτό που λέμε εξωτερική εμφάνιση;
Πάλι εγώ, δεν ήθελα να τα πιστεύω αυτά. Έλεγα πως δεν έχουν σημασία, πως όλοι είμαστε φτιαγμένοι από τον ίδιο πηλό, καλοί και κακοί, άσχημοι ή ωραιοφτιαγμένοι. Έπεφτα όμως έξω, έξω απ το πεζούλι κι έπρεπε να καταφέρνω να πιάνομαι από το γκρεμό, απ τις άκρες των χειλιών των ανθρώπων.
Έλεγα λοιπόν, για τη μάνα του Τασούλη. Φωνή βραχνή, σα να έβγαινε από τα έγκατα της γης, όλο μαράζι, κακία και παράπονο, όλο κλάμα και παρωδία. Πως συμμαζεύονταν όλα αυτά δεν ξέρω αλλά φαινόταν και πρέπει να ήταν μια σκληρή γυναίκα. Όχι ακριβώς κακή, κάτι ανάμικτο, ποτέ δεν την είδα ευχαριστημένη και ιδιαίτερα όταν μιλούσε για τον Τασούλη.. Ένα βράδυ-ίσως να ήταν εκείνο που είχαμε πάει στου Λινάτσα ή μάλλον πολύ αργότερα, δε θυμάμαι και καλά- ο Τασούλης ήταν τύφλα στο μεθύσι και τον είχα κουβαλήσει μέχρι το σαλόνι τους.. Έκανε εμετό εκεί, λέρωσε το ακριβό χαλί τους. Η μάνα του τον κοίταζε με σιχασιά, ναι αυτή είναι η λέξη, όσο κι αν τρομάζει. Κι έπειτα κοίταξε και μένα με ζήλεια
-Εσένα ήθελα να είχα γιο μου, μου είπε όλη παράπονο, κι εγώ τα χασα.
-Γιατί; Της λέω, μια χαρά είναι ο Τασούλης.
-Δεν ξέρεις εσύ παιδάκι μου, έκανε κι έβαλε τα κλάμματα.
Ύστερα σφουγγίζοντας τα μάτια, μπήκε στην κουζίνα να μας ψήσει καφέ, ενώ εμένα πολύ ψεύτικα μου φάνηκαν τα δάκρυα της. Πολύ εύκολα τα είχε.
Γνώρισα εκείνο το βράδυ και το τέταρτο μέλος της ευτυχισμένης οικογένειας του Τασούλη, την αδερφή του Έλλη, που ήταν η λίγο μεγαλύτερη του και είχε σπουδάσει αρχιτέκτων. Διατηρούσε δικό της γραφείο στην Ομόνοια, με υπαλλήλους και λοιπά. Με τον Τασούλη ποτέ δεν τα πήγαιναν καλά, λες και δεν ήταν αδέρφια οι δυο τους. Ο ένας αρνιόταν πεισματικά να δεχτεί το βίο του άλλου. «Ο αδερφός μου ο Τασούλης!» γελούσε ειρωνικά και τον έδειχνε. «Ποια  είναι αυτή; Χέστην μωρέ, παράτα μας! Μόνο τον εαυτό της κοιτάζει.»
Η αλήθεια ήταν πως και η Έλλη φαινόταν να είχε περίεργα ερωτικά μπλεξίματα. Στην παρέα της ακούγονταν κάτι για λεσβιακούς έρωτες. Εγώ, στην αρχή, φανταζόμουν πως η οικονομική του κατάσταση θα ήταν τουλάχιστον καλύτερη από τη δικιά μου, μα γελάστηκα. Πράγματι τα οικονομικά της οικογένειας ήταν σχετικά εύρωστα, του Τασούλη είχαν το μαύρο τους το χάλι. Δεν τον βοηθούσαν καθόλου, ότι του έδιναν ήταν σαν φιλανθρωπία.
-Έτσι ήταν πάντα; Τον είχα ρωτήσει κάποτε.
-Όχι, μου απάντησε. Τώρα τελευταία γίνεται αυτό. Από τότε που παράτησα τις σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Φιλολογία και πιο συγκεκριμένα σημειολογία. Δε μου το συγχωρήσανε ποτέ. Ούτε ο πατέρας, ούτε η μάνα, αυτή η σκρόφα, έτσι μιλούσε για τη μάνα του κι ακόμα περισσότερο η άλλη, η έξυπνη αδερφή μου. Όταν ήμουν μικρός με είχαν χαϊδεμένο, όλο ο Τασούλης και ο Τασούλης έλεγαν, ο άντρας της οικογένειας. Μεγάλωσα μέσα σ αυτή μικρομεγαλοαστική σιχασιά. Θέατρα, παραθέατρα, Ηρώδεια, Λυρική, Επίδαυρο, με ένα βιβλίο στο χέρι. Αρνήθηκα όλες τις πολιτικές θεωρίες- ο πατέρας μου είχε κάποτε πολιτευθεί χωρίς επιτυχία με το κέντρο- σ αυτό στηρίζονταν οι πολιτικές αρχές της οικογένειας. Εγώ στάθηκα για λίγο στον υπαρχτό σοσιαλισμό κι ύστερα προχώρησα σ αυτό που είμαι: Μισοαναρχικός, μισοδιανοούμενος.
Τελικά, τυπώθηκε κάποτε το πρώτο τεύχος της φυλλάδας με χίλια ζόρια. Και πως αλλιώς μπορούσε να γίνει, αφού η οικονομική μας ανέχεια φαινόταν από μίλια μακριά. Πως τα καταφέραμε, ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω. Σύγκρυο με έπιανε αργότερα, όταν σκεφτόμουν αυτή μας την απκοτιά.. Ψιλοβοήθειες από εδώ, βερεσέδες από εκεί, χρέη, σκοτούρες για δύσκολα μυαλά, σαν τα δικά μας. Και η γκρίνια δεν άργησε να φανεί για να δείξει με τον πιο περίτρανο τρόπο τις μεγάλες διαφορές που είχαμε με τον Τασούλη. Εγώ, είχα παρατήσει βέβαια την γκαλερί, θυμάμαι πόσο είχε χαρεί ο νοικοκύρης μου, ο κυρ-Αλέκος.
-Αφού δεν μπορείς παιδί μου, είπε. Δεν μπορείς να το κρατήσεις το μαγαζί. Κοίτα να βρεις καμιά δουλειά, να δουλέψεις, να κάνεις προκοπή. Άιντε στο καλό!
Προκοπή, γέλασα εγώ. Που να την εύρισκα την προκοπή έτσι αχαΐρευτος που ήμουν; Λες και είχα κατουρήσει στο πηγάδι. Τι έκφραση κι αυτή! Να κατουρήσεις στο πηγάδι… γιατί, δηλαδή  σε ποτάμι θα ήταν καλύτερα; Ή στη θάλασσα, εκεί που κατουρούσαν όλοι… Δεν ξέρω.
Τα συμπράγκαλα τα συμμάζεψα τα περισσότερα στης Καίτης. Τα υπόλοιπα- βιβλία, μερικούς πίνακες, το γραφειάκι και το τζου-μποξ, τα πήγα στο καινούργιο μαγαζί, λίγα μέτρα παρακάτω, στα Εξάρχεια. Κάναμε και εγκαίνια, ήρθαν όλοι οι φίλοι, ακόμα και ο Δούκας με την Βασιλική, που δεν τα πήγαιναν τα κουλτουριάρικα. Τους γνώρισα με τον Τασούλη, την Καίτη και την Βαριεντίνα.
Απρόσκλητη ήταν η Έλεν Νασοπούλου αλλά όχι ακριβώς. Την είχε προσκαλέσει η Βαριεντίνα, που είπε πως γνωρίζονταν από παλιά, από τότε στα κολλέγια. Μετά είχαν χαθεί. Και μου φάνηκε φυσικό, μια και διέκρινα μια υποψία ζήλειας ή έχθρας μεταξύ τους. Πιο πολύ η Βαριεντίνα που έδειξε μια αδιαφορία, πράγμα που το έκανε απέναντι σε όλες τις γυναίκες της παρέας. Ήθελε αν ήταν δυνατόν, να είναι η μοναδική, να έχει την εύνοια και τον θαυμασμό όλων των αρσενικών.
Ο Δούκας-δεν είναι παράξενο;- έκανε σα να μη γνώριζε καθόλου την Έλεν Νασοπούλου. Μάλιστα τις συστάσεις τις έκανε η Βαριεντίνα και ο Δούκας βρήκε την ευκαιρία να δαγκώσει προς εμένα τα κάτω χείλη του. «Τσιμουδιά!» μου έγνεψε.
-΄Ελεν Νασοπούλου, ο κύριος Δούκας, είπε η Βαριεντίνα.
Και δώσανε τα χέρια. Στα μάτια του Δούκα είδα την αδιαφορία και το ψεύτικο, εγκάρδιο χαμόγελο. Σε κείνης την πικρία. Έμοιαζε γερασμένη πρόωρα. Ρυτίδες, άσπρα μαλλιά με χωρίστρα στη μέση, που κατέληγαν σε έναν μεγάλο κότσο-ουρά- στην πλάτη. Θα είχε πολύ καιρό να πάει στο κομμωτήριο και το ντύσιμο της ήταν ατημέλητο, παλιό. Έδειχνε μια ιστορία, μια εποχή, αυτή η γυναίκα.
Εμένα με συμπάθησε. Όποτε συναντιόταν τα μάτια μας. Μου χαμογελούσε και σήκωνε το ποτήρι της που το είχε συνέχεια στο χέρι. Το χαμόγελο της ήταν σπάνιο, γλυκό. Στις άκρες των χειλιών, δημιουργούσε δυο μικρές βούλες και στα μάτια της μια λεπτοκόκκινη υγρασία. Θα πρέπει να ήταν πολύ όμορφη κάποτε, σκέφτηκα.
-Μια από τις ωραιότερες γυναίκες των Αθηνών, μου είπε η Βαριεντίνα, παρ όλο που δεν την χώνευε, σαν έπιασε το βλέμμα και τις σκέψεις μου. Και σαν βέρα Αθηναία, πράγμα που το καυχιόταν, δεν έχανε την ευκαιρία κάθε λίγο και λιγάκι ν αναφέρεται στην Αθήνα και ειδικότερα την παλιά. Αργότερα αυτό της έγινε πάθος κι έγραφε παντού άρθρα για τη σωτηρία της- ακόμα και στην παλιοφυλλάδα μας ήθελε ειδική στήλη.
Ο Δούκας δεν έμεινε πολύ ή σχεδόν καθόλου. Καμώθηκε πως είχαν κάποια επείγουσα δουλειά και φύγανε.
-Θα τα πούμε, μου είπε.
Σε αντίθεση με την Έλεν Νασοπούλου που έφυγε με τους τελευταίους τρεκλίζοντας.
-Τώρα που ξέρω που είσαστε, θα σας επισκέπτομαι συχνά, αν φυσικά είμαι ευπρόσδεκτη, μας είπε φιλικά σε μένα και την Βαριεντίνα.
Ο Τασούλης είχε φέρει πάλι εκείνη την «αδερφή». Παράξενη αδερφή, με σκληρά γένια και μουστάκι- το δειχνε όμως, ήταν ξεφωνημένη. Εμένα δε με πολυενδιέφερε, μάλλον δεν τους χώνευα αυτούς τους ανθρώπους και μπορεί να μου βγαινε και καμιά κακία. Έτσι έλεγε ο Τασούλης. Δεν ξέρω, μπορεί να είχε δικό του καπέλο. Το δικό μου καπέλο μου έλεγε πως η φυλλάδα δεν πήγαινε καλά. Και πώς να πήγαινε; Πούλησε δεν πούλησε καμιά τρακοσαριά αντίτυπα και τα έξοδα ήταν μεγάλα. Απλήρωτα ενοίκια, φωτοσυνθέσεις, χαρτί, έμποροι, όλα συνωμοτούσαν εναντίον μας.
συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...