Κυριακή 19 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 12






Έμεινα κεραυνόπληκτος όταν τέλειωσα την πρώτη  βιαστική ανάγνωση. Το ξαναδιάβασα πάλι και πάλι. Και γιατί με έλεγε μαχαραγιά; Θα του είχε κολλήσει η λέξη από τα τουρκομπλεξίματα του. Αλλιώς δεν εξηγιέται η επιμονή του, όλο μαχαραγιά και κοπρόσκυλο με έλεγε αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Τα άλλα οι φυλακές, τα ανθρακωρυχεία, η Εμινέ, ο Αλής μου φαινόταν πρόσωπα και πράγματα μυθικά. Με παραμύθιαζε ο Ντάφλος σκέφτηκα, με γέμισε μύγες. Αλλά αυτός δεν ήταν ποτέ ψεύτης, τώρα γένηκε; Κοίτα ρε, ζωή ο φίλος μου Ντάφλος. Και επιστρέφει στην πατρίδα- αυτό το πατρίδα το είχε υπογραμμίσει- αυτός ποτέ δε μιλούσε για πατρίδες- με λεφτά πολλά, καζαντισμένος. Αυτό τι σου έλεγε; Τι θα έκανε εδώ; Θα ξαναγύριζε στη Μαγδαληνή; Αλλά για αυτήν δεν έκανε κουβέντα, μόνο για το γιο του τον Τίτο έγραψε δυο αράδες.
Το κουβέντιασα με την Καίτη, δεν της διάβασα το γράμμα, κι έδειξε αδιαφορία. Δεν τον χώνεψε ποτέ της. Ούτε καν ήθελε να ξέρει αν ζει ή αν πεθαίνει. Παραξενευόμουν μ αυτή της την αντιπάθεια. Σπάνια τη θυμάμαι να έπαιρνε ακραίες θέσεις απέναντι στους ανθρώπους. Την θεωρούσα περισσότερο ουμανίστρια. Και, ίσα-ίσα με τον συνδικαλισμό που είχε μπλέξει εκείνο τον καιρό, έκανε και κάποιες τσιριμόνιες στους επαΐοντες. Έτσι, μου φαινόταν πως είχε αποκτήσεις τις διπλωματικές σχέσεις της. «Γεια σας κύριε Αργυρόπουλε, τι κάνετε; Είστε καλά; Πως πάει η εφημερίδα; Η σύζυγος; Μπράβο, χαίρομαι!». Ευγενική, ευπροσήγορη, καλοσυνάτη. Σε κάτι άλλους, μπεμπέδες και τέτοιους δεν έδινε σημασία. Τους αγνοούσε, σα να φυλαγόταν από τις κακοτοπιές και δίκιο είχε. Εγώ δεν είχα δίκιο και έπεφτα συνέχεια από τα σύννεφα. Όπως τώρα, που νόμιζα πως η Καίτη συμπαθούσε το Ντάφλο. Για τι να τον συμπαθεί; Σκέφτηκα πιο ρεαλιστικά. Επειδή της παράτησε την αδερφή; Μερικά πράγματα, μου φαίνεται πως τα έπαιρνα πολύ επιπόλαια. Δε σεβόμουν τον πόνο κάποιων ανθρώπων από αυτή την άποψη. Κατά βάθος δεν ήθελα να το παραδεχτώ αλλά έτσι ήταν, έτσι έδειχναν τα πράγματα. Το λογικό θα ήταν να σκεφτώ πως η Καίτη και γενικά όλο το Σταυρέικο δε συμπαθούσε το Ντάφλο. Εδώ στην αρχή ο Σταυρέας έψαχνε να τον βρει να τον σκοτώσει και εγώ τώρα της μιλούσα γι αυτόν! Ένα καθίκι είναι μου τελείωσε την κουβέντα και εγώ μούτρωσα. Δεν είναι καθίκι ο Ντάφλος, φώναξα. Έκανε ένα λάθος που παντρεύτηκε την αδερφή σου, αυτό είναι όλο!
-Ένα λάθος το λες εσύ αυτό; Που την παράτησε γκαστρωμένη και ξυλοφορτωμένη στην Κέρκυρα; Μου όρμησε. Ένα λάθος το λες που έσπειρε ένα παιδί κι έφυγε σαν αλήτης για τη Γερμανία; Ωραίος είσαι! Τι νομίζεις πως είναι η ζωή μωρέ; Τι νομίζεις; Αυτός είναι εγκληματίας για μένα, ένας μπεκρής, ένας άνθρωπος που τον κυβερνάει το ποτό, τι περιμένεις; Περιμένεις εσύ από κάτι τέτοιους σαν εσένα να του δίνουν δίκαιο. Όσα και να φτιάξει, λεφτά και τέτοια, πάντα ίδιος θα μείνει και τολμάς εσύ να μου μιλάς γι αυτόν και να έχεις πάρε-δώσε μαζί του! Μ αυτόν και τον άλλον, το Δούκα… ωραίους φίλους έχεις Αμβράζη, να τους χαίρεσαι, εμένα δε μου κάνουν, να το θυμάσαι!
Άμα την έπιανε, μου τα λεγε. Δε χάριζε κάστανα σε κανέναν η Καίτη. Όλα κατάμουτρα τα πέταγε και τα καλά και τα κακά. Εμένα μου κόστιζε πολύ να μου μιλάει έτσι για τους φίλους μου. Νευρίαζα, σηκωνόμουν κι έφευγα.
Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το Φθινόπωρο. Είχε τελειώσει ένα ακόμα Καλοκαίρι της νιότης μας κι ερχόταν πάλι το Φθινόπωρο, μελαγχολικό όπως πάντα. Στου Γκύζη-ακόμα δεν μπορώ να θυμηθώ αν θέλει Κ, ή όχι- έπαιρναν σβάρνα τους κατηφορικούς δρόμους, τα λερωμένα νερά των πρώτων βροχών. Ξέπλεναν τα πάντα κατεβαίνοντας ορμητικά τις γειτονιές.
Μια τέτοια βροχερή μέρα, ήταν που είχε έρθει στη γκαλερί, ο ιδιοκτήτης, ο κυρ-Αλέκος. Άραξε εκεί μπροστά στη φάτσα, στη βιτρίνα και με κοίταζε χαμογελαστός, καθώς στεκόμουν στην πόρτα. Τον καταλάβαινα αλά δεν μπορούσα να πω πως, μου λεγε κάτι ιδιαίτερο η παρουσία του. Ίσως επειδή δε χώνεψα ποτέ τους ιδιοκτήτες, όσο καλοί κι αν ήταν. Έτσι τον έπαιρνε η μπόρα κι αυτόν, σαν αυτή που έπεφτε τώρα ασταμάτητα. Δεν είχα τίποτε με τον άνθρωπο αλλά να, αυτή ήταν η αντίληψη μου για τους ιδιοκτήτες.
Πάλι του χρωστούσα μερικά ενοίκια. Τα λεφτά που είχα πάρει από τον Δούκα είχαν σκορπιστεί στους πέντε ανέμους και τώρα ο κυρ-Αλέκος, είχε έρθει να ζητήσει τα δικαιούμενα.  Μπήκε στο μαγαζί, του έφτιαξα καφέ, έφτιαξα και δικό μου. Τον ήπιαμε λέγοντας αοριστίες, κοιτάζοντας έξω τη βροχή που δεν έλεγε να σταματήσει.
-Θα χουμε βαρύ Χειμώνα εφέτος, οριστικοποίησε τις απόψεις του για τον καιρό.
-Ναι, μουρμούρισα εγώ. Τι να έλεγα;
Σε λίγο έφυγε. «Κοίταξε να δεις τι θα κάνεις» μου είπε απ την πόρτα. «Τα περιθώρια στενεύουν,  περνάει ο καιρός αγόρι μου. Χρωστάς τώρα τέσσερα ενοίκια κι ένα του Οκτώβρη που μπαίνει σε λίγο, πέντε. Δεν πειράζει, εμένα μη μου τα δώσεις αν φύγεις. Δεν ξέρω τι να σου πω, κάνε όπως καταλαβαίνεις, τι να σου πω. Αλλά κάνε κάτι, το βλέπεις ότι δε βγαίνει που θα πάει αυτή η κατάσταση;» Κι έφυγε. Με άφησε μόνο μου στις μαύρες απελπισίες. Τώρα βρέθηκε κι αυτός; Πάνω που είχα την έμπνευση να τελειώσω τον πίνακα της γυναίκας με τη λάμπα; Μου έφυγε η όρεξη, η έμπνευση, χάθηκαν τα πάντα. Κάθισα στο γραφείο και κοίταζα έξω, έτσι ακατανόητα. Ύστερα παρατήρησα αυτό που είχα φτιάξει και το λεγα γκαλερί. Ένας χώρος γεμάτος τζιμπράγκαλα. Τελευταία ούτε σκούπιζα και είχαν μαζευτεί εκεί τα πιο παράξενα πράγματα, αφού είχα τη μανία να συλλέγω ότι εύρισκα μπροστά μου. Πέτρες, ξύλα, ριζάρια- μερικά τα είχα ψευτοσκαλίσει με το σκαρπέλο- παλιές λαμαρίνες σκουριασμένες, σύρματα, παλιές εικόνες, γκραβούρες, αφίσες, περιοδικά. Ότι έβαζε ο νους. Ακόμα κι ένα παλιό, σαραβαλιασμένο τζου-μποξ είχα εκεί, που το επισκεύασε μια μέρα- μέρα ήταν ή νύχτα;- ένας φίλος που είχε λόξα μ αυτά τα πράγματα. Κατάφερε όμως να το φτιάξει να παίζει. Είχα και μερικούς δίσκους, πεταμένους στο δάπεδο, στη γωνιά. Μόνο έναν Ραχμάνινοφ τον πρόσεχα μέσα στο συρτάρι- τίποτα δεν ήξερα για δαύτον και ούτε έμαθα ποτέ. Έβαζα το δίσκο και τον άκουγα πολλές φορές. Μου άρεσε και ήθελα κάποτε ν αγοράσω μια δική του κασέτα, όταν θα είχα λεφτά, να την ακούω από ένα γουόκι-τόκι, όπως τα λένε αυτά τα μικρά κασετόφωνα. Το σκεφτόμουν πολλές φορές, πάνω στη μηχανή, όταν μου τη δάνειζε η Καίτη. Είχε πάρει και μηχανή, μια ολοκαίνουρια μηχανή μεγάλων κυβικών, μη νομίζετε.. Μου την έδινε κι εμένα μερικές φορές κι έκανα κάτι μακρινές βόλτες στην παραλία αλλά συνήθως ερχόταν κι εκείνη μαζί μου.
Τι άλλο είχα εκεί μέσα; Όλη μου την περιουσία. Μερικές εκατοντάδες βιβλία, άλλα τόσα περιοδικά, από Ρομάντσο μέχρι Μάσκα, Τέχνη και λόγος, διάφορα. Σε αυτό το τελευταίο ήμουν συνδρομητής αλλά δεν είχα πληρώσει ποτέ. Ακόμα και λίγες τσόντες υπήρχαν, κρυμμένες όμως να μη φαίνονται.
Η βιτρίνα είχε γεμίσει αράχνες και μυρμήγκια. Κάπου-κάπου, πηγαινοερχόταν καμιά κατσαρίδα, γρήγορα, ξαφνικά να χαθεί. Πρέπει να είχα και καμιά εικοσαριά πίνακες, άλλοι στη βιτρίνα, άλλοι στους τοίχους, ίσως να ήταν περισσότεροι. Ναι, βέβαια, τώρα που θυμάμαι καλύτερα, πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα. Μεγάλη περιουσία, χλεύαζα τον εαυτό μου, μπροστά στο μαυρισμένο καθρέφτη της τουαλέτας που είχε πιάσει παντού κρότσια. [ Λέξη παλιά για τη βρωμιά, τη λίγδα, τη δυσωδία.]
Στο πατάρι, ένα ράντσο σαραβαλιασμένο, βούλιαζε, καμπούριαζε, από βάρος δυο κορμιών τις περισσότερες φορές. Παχυλή σκόνη γύρω-γύρω, κομμάτια πλαστικά, σακούλες, εφημερίδες. Από τα πλαστικά, είχα φτιάξει δυο τρεις φιγούρες του Καραγκιόζη. Πρώτα τις είχα ζωγραφίσει και μετά τις έκοψα σιγά-σιγά με τη σέγα. Έλεγα κάποτε να κάνω παραγωγή, να τις πουλάω και στην αρχή το είχα πάρει σοβαρά το θέμα, καθώς πούλησα ένα σε κάποιο γέρο. Ερχόταν είπε συχνά να αγοράσει αλλά έλειπα. Είχε μαζί  του και το εγγονάκι που έκλαιγε και όλο του λεγε, «να μου τον πάρεις παππού, να μου τον πάρεις.» Μόλις του είπα ένα χιλιάρικο του γέρου του φυγε η ανάσα.
-Δεν τα πουλάω αυτά, του είπα αλλά μια και φωνάζει ο μικρός, μια και εσένα σου θυμίζουν τα παιδικά σου χρόνια οι Κραγκιόζηδες, πάρτον, χαλάλι σου. Δώσε μου ένα χιλιάρικο και πάρτον.
Έκανε να φύγει και τον λυπήθηκα. Τον λυπήθηκε η ψυχή μου που τον είδα να μετράει τα ψιλά στην πόρτα και τον πρόλαβα. Έδωσα τον Καραγκιόζη στον μικρό που μέρωσε αμέσως και σκούπισε τα δάκρυα του. Ο Γέρος μου βαλε ένα κατοστάρικο στο χέρι και συνεννοηθήκαμε βουβά, πως, εντάξει, καλά είναι, να βολευτούμε και οι τρεις. Κι έκλαψε κι εκείνος.
Δεν τον λυπήθηκα αυτόν τον Καραγκιόζη. Ένα άλλον Καραγκιόζη, σημερινό, τον συλλέκτη και γείτονα Μπρέκα, τον λυπήθηκα. Όχι ακριβώς τον λυπήθηκα, τον σιχάθηκα.
Ήρθε κάποιο απόγευμα και στάθηκε στο άνοιγμα της πόρτας κρατώντας το χερούλι. Είμαι συλλέκτης μου είπε.
-Θέλω αυτόν τον πίνακα, συνέχισε κρατώντας πάντα το χερούλι, χωρίς να μπει μέσα, έτοιμος να φύγει. Έχω περάσει πολλές φορές και δε σε βρίσκω, δεν το ανοίγεις το μαγαζί; Τέλος πάντων, δικό σου καπέλο. Λέγε πόσα θέλεις αλλά πρόσεξε την τιμή. Εξόν από συλλέκτης, είμαι και γείτονας. Εδώ στη λεωφόρο έχω μια έκθεση αυτοκινήτων. Λέγε, πόσα;
Καιγόμουν για τα λεφτά και τι να του λεγα; Δεν ήθελα να μου τον πάρει τον πίνακα τσάμπα. Ήταν αυτός με τη γυναίκα και τη λάμπα που δεν είχα προλάβει να τον τελειώσω. Δεν πειράζει, μου είπε, εμένα μου αρέσει έτσι, σεις οι ζωγράφοι δεν ξέρετε πότε τελειώνει ένα έργο. Μάλιστα, σκέφτηκα εγώ, του αρέσει κι έτσι. Κάτι είχα καταλάβει για δαύτους. Το σινάφι τους είναι το πιο σκληρό στην αγορά. Αγόραζαν φτηνά και δεν πουλούσαν, εκτός αν έπιαναν κάποια εξαιρετική τιμή.
-Να τον πάρεις, του είπα απερίφραστα. Δώσε πενήντα χιλιάδες και πάρτον, είναι μια πολύ καλή τιμή για σένα. Εβδομήντα θα σου έλεγα αλλά μια και είσαι και γείτονας, δώσε πενήντα και πάρτον.
-Θα σου δώσω εντεκάμισυ χιλιάδες, είπε σμίγοντας τα φρύδια. Ούτε δραχμή παραπάνω. Σε δέκα λεπτά, επιστρέφω, σκέψου κι αποφάσισε.
Κι έφυγε.
Εγώ σηκώθηκα επάνω ανατριχιασμένος. Τι λέει; Μονολόγησα. Τι λέει ο άνθρωπος, είναι με τα καλά του; Εντεκάμισυ χιλιάδες αυτό το έργο; Εδώ μόνο ο μουσαμάς έκανε δυο χιλιάδες.. ένα είκοσι επί ογδόντα… όχι δε γίνεται, άστον να πάει να κουρευτεί. Δεν του τον δίνω, φώναξα κι έκοβα βόλτες πέρα-δώθε. Πήρα κι ένα ποτήρι, έβαλα λίγο σκουριασμένο κονιάκ, ήπια.
-Δεν τον δίνω! Φώναξα πάλι δυνατά. Όχι, δεν τον πουλάω!
Με τα χέρια στις άδειες τσέπες πηγαινοερχόμουν. Ρε, τον κερατά το Μπρέκα, σκεφτόμουν, ρε τον άτιμο πάει να μου φάει το έργο. Σιγά μην του τον δώσω. Τέτοια έλεγα και σκεφτόμουν, για να πείσω τον εαυτό μου και πρέπει να ήμουν πολύ αστείος, δε χωράει καμιά αμφιβολία γι αυτό. Έπρεπε να ήμουν από κάποια άλλη πλευρά, να έβλεπα πως συμπεριφερόμουν. Θα γελούσα οπωσδήποτε. Ή θα έκλαιγα. Αλλά, μόλις γύρισε ο Μπρέκας, «πάρτον» του είπα και τον ξεκρέμασα από την βιτρίνα.
Μου μέτρησε εντεκάμισυ χιλιάδες, ούτε δραχμή παραπάνω. Όσα είπε. Όμως τον περιποιήθηκα ύστερα από λίγους μήνες που ήρθε να του σκιτσάρω μερικές γκραβούρες παλιών αυτοκινήτων για την έκθεση του. Εκεί του πήρα τριπλάσια λεφτά από το κανονικό, για να βγάλω το άχτι μου. Γι αυτό είπα παραπάνω πως δεν τον λυπήθηκα.
Αυτά ήταν τα αλισβερίσια μου εκείνον τον καιρό. «Τω καιρώ εκείνω», φράση βιβλική που την αντέστρεφα. Έλεγα εκείνο τον καιρό. Στην Αιτιατική.
Παρ όλα αυτά, ψιλοχάρηκα εκείνο το βράδυ. Πετάχτηκα στο παντοπωλείο, αγόρασα ένα μεγάλο μπουκάλι κονιάκ- να έχω να κερνάω τους φίλους, έλεγα- τσιγάρα και μερικές λαδόκολλες. Μου είχε σφηνωθεί η ιδέα να ζωγραφίσω πάνω τους. Και το έκαμα, έπιανε πιο καλά το χρώμα. Κι ακόμα πιο πολύ, επειδή μου άρεσε το γλίστρημα του πινέλου πάνω στη γυαλάδα.. Όπως αργότερα θα ζωγράφιζα σε καφετιά στρατσόχαρτα από κούτες. Ήταν μια εμπειρία κι αυτή, όπως αργότερα με τις λινάτσες. Τι το θυμήθηκα τώρα αυτό; Είχα έναν φίλο που τον έλεγαν Λινάτσα και θύμωνε γιατί αυτό ήταν το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει. Το πραγματικό του όνομα δεν το έμαθα ποτέ. Ωραίο όνομα, του λεγα και με κοίταζε με γουρλωμένα μάτια. Νόμιζε πως τον κορόιδευα και μούτρωνε. Να βάλεις και μια επιγραφή με το όνομα σου, του είπα. Λινάτσας! Είχε μια ταβέρνα εκεί στου Γκύζη. Γελούσε και συνέχιζε να νομίζει πως τον δουλεύω. Ακόμα δεν μπορώ να καταλάβω γιατί τον πείραζε, εγώ του το έλεγα σοβαρά. Μετά από χρόνια που το πήρε χαμπάρι και το κανε, ταβέρνα ο Λινάτσας, έγινε φίρμα και κονόμησε. Πάμε στου Λινάτσα, έλεγαν όλοι.
Μαύρη περίπτωση κι αυτός. Κούτσαινε από το δεξί πόδι, έπινε, γινόταν σταφίδα, είχε κι έξι παιδιά. Πέντε κορίτσια κι ένα αγόρι, το τελευταίο. Γι αυτό είχε σταματήσει, έβγαλα το διάδοχο, έλεγε και γελούσε. Λινάτσας ο νεώτερος, αυτός θα συνέχιζε την οικογενειακή του ιστορία.
Είχα προαποφασίσει πως θα πήγαινα εκεί εκείνο το βράδυ. Λεφτά είχα, τι με ένοιαζε; Να, τώρα θα φύγω έλεγα, όπου να είναι φεύγω αλλά δεν παρατούσα το κονιάκ και το πινέλο. Ώσπου κάποια στιγμή το αποφάσισα. Την ώρα όμως που πήγαινα να κλειδώσω την πόρτα, χτύπησε το τηλέφωνο. Ντρίίν! και το κοίταζα. Ντρίίίν! Και το ξανακοίταξα. Να το σηκώσω ή να μην το σηκώσω; Κι αν ήταν η Καίτη; Δεν είχα καμιά όρεξη να την έβλεπα εκείνη την ώρα., άλλα πράγματα κυριαρχούσαν μέσα μου, Να ξεφαντώσω ήθελα, να δω κανέναν παλιόφιλο, να πούμε καμιά κουβέντα, να μην είμαι μόνος μου.
Παρ όλα αυτά, το σήκωσα. Ήταν ο Τασούλης. Έρχομαι μου είπε από εκεί, μη φύγεις, σε δέκα λεπτά, έφτασα. Είναι καιρός να βάλουμε σε εφαρμογή εκείνη την ιδέα. Θυμάσαι τι μου είχες πει; Που να θυμόμουν, τόσα είχαμε πει. Έλα καημένε, συνέχισε ο Τασούλης, δεν είχες πει να εκδώσουμε μια φυλλάδα για τα εικαστικά και τις τέχνες; Ε, λοιπόν, είναι ώρα να το κάνουμε. Έρχομαι από κει, μη φύγεις.

ΣΥΝΕΧΊΖΕΤΑΙ

2 σχόλια:

  1. Πάντα ενδιαφέρουσα αυτή η πλοκή που αποκτά και χαρακτηριστικά δράσης παρασκηνίων, ανθρώπων δρώντων, πόθων αδάμαστων και συγκρούσεων.
    Χριστός Ανέστη Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...