Παρασκευή 24 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 15






Θα είχε περάσει καιρός και ετοιμάζαμε το δεύτερο τεύχος, ανυποχώρητοι, δίχως να μας τρομάζει η αποτυχία του πρώτου. Κάπου, στο μεταξύ, με είχε πάρει τηλέφωνο ο Ντάφλος. Θα καθυστερούσε, είπε να έρθει. Του είχαν έρθει λίγο ανάποδα τα πράγματα και γι αυτό να τον περίμενα προς το Καλοκαίρι. Δεν είπαμε και πολλά, ήμουν κι εγώ ανακατωμένος με τα προβλήματα μου. Σαν να μου φάνηκε πως είχε ατονήσει κάπως το ενδιαφέρον της φιλίας μας. Είναι που όταν δυο άτομα τα χωρίζει μεγάλη απόσταση, αρχίζει ένα είδος λησμονιάς, που είχα κατά νου για τις σχέσεις των ανθρώπων εκείνο το διάστημα, που τις περισσότερες φορές κοιμόμουν εκεί στο γραφείο. Έτσι και κείνο το βράδυ αποφάσισα να μείνω εκεί. Πίσω από το παραβάν, στον μικρό υπερυψωμένο διάδρομο είχα τοποθετήσει το σαραβαλιασμένο ράντσο για όλες τις τυχόν ανάγκες που ήθελαν προκύψει. Από νωρίς είχα ξαπλώσει με ένα βιβλίο αγκαλιά και σύντομα με είχε πάρει ο ύπνος. Θα ήταν μεσάνυχτα όταν με ξύπνησε κάποιος θόρυβος. Σαν κάποιος να προσπαθούσε να ξεκλειδώσει την πόρτα. Ο Τασούλης, σκέφτηκα αλλά δεν κουνήθηκα. Έμεινα στο σκοτάδι να περιμένω. Άκουσα ομιλίες κι αναγνώρισα τη φωνή της «αδερφής». Θα ήταν λίγο πιωμένοι και τότε, για πρώτη φορά, άκουσα και τον Τασούλη να μιλάει έτσι: Αδερφίστικα.
Σηκώθηκα αθόρυβα, στάθηκα κρυφά στο τζάμι της πόρτας. Δεν έβλεπα, δεν υπήρχε φως, δεν τους ενδιέφερε να το ανάψουν, μα εμένα η περιέργεια μου φούντωνε, έπρεπε να δω. Άκουγα φιλιά, συρσίματα, χαϊδέματα κι έσκυψα στην κλειδαρότρυπα. Α!
Αποσβολώθηκα.
Ήταν και οι δυο καθισμένοι στην καρέκλα του γραφείου, αγκαλιασμένοι, ημίγυμνοι. Φιλιόντουσαν στα χείλη. Όπως ένας άντρας με μια γυναίκα. Μόνο που στην περίπτωση ήταν και οι δυο άντρες. Ευτυχώς η κουρτίνα της βιτρίνας ήταν κλειστή αλλά τόσο αραχνοΰφαντη έτσι που άφηνε να περνάει το φως της αντικρινής λάμπας του δρόμου.. Κι έτσι έβλεπα τα πάντα μπροστά στα μάτια μου, ήταν πολύ κοντά η κλειδαρότρυπα, σκεφτόμουν. Όπως ακριβώς σκεφτόμουν πως ποτέ άλλοτε δεν είχα ξανακάνει τέτοιο πράγμα κι ένιωθα ηλίθια. Αυτοί όμως, είχαν τον δικό τους ρυθμό καθώς τους είχε πιάσει ένα ερωτικό ντελίριο. Είδα να σηκώνονται, να γυμνώνονται τελείως κι ύστερα η «αδερφή» να έχει βάλει κάτω τον Τασούλη, μπρούμυτα, κατάχαμα στο μικρό χαλί. Και μετά το αντίθετο, δεν έβλεπα και καλά, είχαν συρθεί λίγο έξω από την ακτίνα θέασης που μου επέτρεπε η κλειδαρότρυπα. «Πάλι καλά που δεν πηδιέται μονάχα» σκέφτηκα πιο ηλίθια. Αυτό τάχα μετρούσε; Και με έζωσαν τα φίδια. Τώρα που θα τελείωναν θα έρχονταν στην τουαλέτα.
Με έλουσε κρύος ιδρώτας. Τι να κανα; Που να κρυβόμουν; Μέρος άλλο δεν υπήρχε κι έψαχνα γύρω μου με αγωνία αλλά δεν πρόλαβα. Πρώτος ήρθε ο Τασούλης. Έπιασε το πόμολο και μισάνοιξε. Μισάνοιξε επειδή τον εμπόδισα με το πόδι μου.
-Τι διάολο.. πήγε να πει
Στο άνοιγμα της πόρτας συναντήθηκαν τα βλέμματα μας στο σκοτάδι. Τα δικά του έκπληκτα, απορημένα. Τα δικά μου σκληρά, νευρωτικά.
Ύστερα, έκλεισε την πόρτα ή μάλλον την κλείσαμε  απαλά μαζί. Πανικοβλημένοι, μισοντυμένοι, το έβαλαν σχεδόν στα πόδια. Βγήκα κι εγώ από την κρυψώνα, από την κλειδαρότρυπα. Άναψα τσιγάρο, άναψα το φως ή αντίθετα, πρώτα το φως, μετά το τσιγάρο ή πρώτα κάθισα και μετά άναψα το φως, άναψα τσιγάρο και κάθισα; Κάθισα εκεί στην καρέκλα του γραφείου, μέχρι τα ξημερώματα που με πήρε ο ύπνος αποκαμωμένο, με το κεφάλι μπρούμυτα, στο κρύο και τσίγκινο έπιπλο. Έτσι με βρήκε το πρωί η Βαριεντίνα.
Της τα είπα μέσες-άκρες.
-Δεν τα ήξερες; Με ρώτησε απλά.

Τις πιο πολλές μέρες τις περνούσα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Στον άσσο γενικά και αόριστα. Από το πατρικό μου σπίτι, σπάνια διάβαινα, η μάνα μου φαντάζομαι τα ίδια και τα ίδια θα έκανε. Θυμιατά, λιβάνια και τα λοιπά αλλά κι εγώ τα ίδια . Η οικονομική μου κρίση συνεχιζόταν αμείωτη μα , δε φαινόταν να με ένοιαζε και πολύ.
-Θα φτιάξουν τα πράγματα, έλεγα.
Αργότερα θα την άλλαζα αυτή μου τη ρήση: «Θα φτιάξουμε καινούργιους ανθρώπους θα έλεγα.» Προς το παρόν βολόδερνα, πισωγυρνούσα μεταξύ ανέχειας και εγωισμού. Δεν μπορεί, σκεφτόμουν, έχω προσόντα, κάποτε θα πάω μπροστά, δεν μπορεί να είναι συνέχεια έτσι, έχω προσόντα. Αυτά έλεγα κι έδινα αυτοπεποίθηση, ελπίδες στον εαυτό μου-κούφιες πορδές προς το κοινώς λεγόμενο.
Που και που, πήγαινα στου Κεδρινού. Είχε ένα μικρό ατελιέ γραφικών τεχνών, λίγο πιο κάτω, σε μια υγρή, παλιά μονοκατοικία. Τον βοηθούσα στις σελιδοποιήσεις, στο μοντάζ, καθάριζα κανένα φιλμάκι, έβαζα μάσκα. Μου έδινε μερικές φορές μεροκάματο ο Κεδρινός που ξέχασα να σας πω ότι ήταν μουγγός. Ωραία ήταν να δουλεύεις με κάποιον μουγγό, δε σε ενοχλεί καθόλου. Από ώρα σε ώρα, μπορεί και ολόκληρη μέρα να έκανες ν ακούσεις φωνή ανθρώπου, αν τύχαινε να μη μπει πελάτης. Πολλές φορές που δυσκολευόμουν σε κάτι, λες και το καταλάβαινε από μόνος του, ερχόταν κοντά μου και μου έδειχνε πάντα χαμογελαστός. Είχε και την κοπέλα του, μουγκή κι αυτή. Ερχόταν αρκετές φορές, συνήθως απογεύματα κι έπινε καφέ μαζί μας. Τους παρατηρούσα πόσο ωραία συνεννοούνταν μεταξύ τους και πάθαινα πλάκα. Τότε, βάλθηκα να μάθω λίγα από τη γλώσσα τους και με συμπάθησαν πιο πολύ. Μάλιστα βγαίναμε κάποια βράδια σε κανένα ταβερνάκι για κρασί κι ένιωθα άνετα μαζί τους, ήταν έξυπνοι, βολικοί άνθρωποι. Σιγά-σιγά, έμαθα να συνεννοούμαι αρκετά καλά μαζί τους. Όλη η εργασία για τη φυλλάδα γινόταν εκεί. Λεφτά για τα έξοδα, τα φιλμ και τα λοιπά δε μου είχε ζητήσει ποτέ ο Κεδρινός.
-Είμαι κι εγώ σκατοφιλότεχνος, συμπονάω τους άγνωστους ποιητές που γράφουν, τους άσημους ζωγράφους που ζωγραφίζουν. Γενικά, τους περί την τέχνην, μου έγραψε μια μέρα στο χαρτί, γιατί αυτό, όσο κι αν προσπάθησε να μου το πει με νοήματα, χαμπάρι δεν έπαιρνα.
Δεν έβγαινε όμως πουθενά έτσι. Πλησίαζε το Καλοκαίρι και η πόλη σιγά-σιγά, αραίωνε.
Τον Τασούλη από εκείνη τη μέρα που ήρθε και μάζεψε τα πράγματα του, τον έβλεπα αραιά και που, τυχαία. Θυμάμαι πως ήταν το πρωινό που τα μάζευε. Φοβισμένος. Σχεδόν τρομαγμένος- για πρώτη φορά στη ζωή μου είχα δει τόσο φοβισμένο άνθρωπο. Στην αρχή είχε σταθεί στην πόρτα και με κοίταζε με βλέμμα λαγού, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Έτσι και του έλεγα: «άει χάσου από δω!», πράγμα που το μισοσκέφτηκα, θα έβγαζε φτερά!
Αλλά δεν του το είπα. Φέρθηκα σα να μη συνέβαινε τίποτε.
-Θα πάρω τα πράγματα μου και θα φύγω, θα τα καταφέρεις εσύ, είσαι δυνατός, μου είπε.
Όλοι, έτσι έλεγαν ή σχεδόν οι πιο πολλοί. Εγώ δεν έβλεπα πουθενά αυτή τη δύναμη μου.
Ήρθε και η Βαριεντίνα πάνω στην ώρα.
-Τι κάνεις Τασούλη; Του χαμογέλασε και τον φίλησε.
Όλο χαμογελούσε, σπάνια να κατεβάσει τα μούτρα. Δεν την ένοιαζε και πολύ. Για την ακρίβεια, καρφάκι δεν της καιγόταν. Τι να με νοιάξει; Έλεγε. Τα παιδιά μου τα μεγάλωσα, δεν έχω πια άλλα τέτοια όνειρα. Να φτιάξω σπίτια, οικόπεδα, χρήματα. Εμένα μου αρέσει η δημιουργία, και η ποίηση και ο σύλλογος. Έχω κάτι να γεμίζω το χρόνο μου, δε θέλω άλλα ψεύτικα όνειρα.
Πρέπει να της άρεσε και ο έρωτας. Αναπάντητο έμεινε το ερώτημα μου, αν είχε πάει έστω και μερικές φορές ή έστω μία με τον Τασούλη. Αγκαλιαζόντουσαν πολλές φορές σε χρόνο ανύποπτο με τρόπο που να δικαιολογούσε κάτι τέτοιο. Είχε μια παράξενη ηδυπάθεια η Βαριεντίνα, το έβλεπες στα μάτια της πως λαχταρούσε τον έρωτα, κι όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο περισσότερο λαχταρούσε. Δεν προλαβαίνω, φαινόταν να λέει και φλέρταρε δεξιά κι αριστερά. Πάντα όμως με νέους, τους ηλικιωμένους τους απέφευγε. «Ρε, τον παλιόγερο!» μου έλεγε κι έδειχνε έναν κοντά στα πενήντα. «Τι θέλει αυτός από μένα; Δε βλέπει που είμαι όμορφη;»
Κουβεντιάζαμε πολλές φορές για τον Τασούλη, τον αγαπούσαμε και οι δυο. Για μένα δεν ήταν τόσο σίγουρο, τελευταία είχαν μπερδευτεί τα συναισθήματα μου αλλά οπωσδήποτε δεν έπαψα ποτέ να τον συμπαθώ. «Τουλάχιστον να ξέρουμε που είναι, τι κάνει, που βρίσκεται…» έλεγε η Βαριεντίνα, όταν πηγαίναμε για καφέ και πιάναμε κουβέντα το θέμα του.
-Ε, ο Τασούλης έχει το πρόβλημα του, συνέχιζε. Είναι μεγάλο κουσούρι αυτό, δεν το ξέρεις; Τον είδα τις προάλλες με κάποιον άλλον. Τα χάλασε μου είπε με τον προηγούμενο… χα, χα, χα.. βρήκε καινούργιο γκόμενο.. τι να πω, ξέρω κι εγώ;
Στα ενδιάμεσα με έπαιρνε κάπου-κάπου τηλέφωνο η μητέρα του. «Τι κάνεις παιδί μου; Είσαι καλά; Πως πάει το έντυπο; Αχ, τον βλέπεις καμιά φορά τον δικό μου;» μου έλεγε κε κείνη τη βραχνή φωνή που μου θύμιζε έγκατα.
-Μερικές φορές, ναι τον βλέπω της απαντούσα. Δεν μένει πια σπίτι σας ε;
-Όχι παιδί μου, δε μένει εδώ, έφυγε. Νοίκιασε, λέει, μια γκαρσονιέρα, δε μας θέλει πια εμάς. Έχεις δει εσύ κανένα παιδί να μη θέλει τους γονιούς του;; τι να πω… Ούτε ξέρω τι κάνει. Μόνο για λεφτά έρχεται και τσακωνόμαστε.
-Μην τον αποπαίρνεις κι εσύ; Της έλεγα εγώ.
Τόσες ήταν οι κουβέντες μας περίπου, τίποτα παραπάνω. Δε γνώριζα εκείνη την εποχή, αν ήξερε για τις ερωτικές περιπέτειες του γιου της. Κάποτε μου είχε πει, όταν είχε επιστρέψει από τη Ρώμη, πως προσπάθησε να τον παντρέψει με μια χοντρή.
-Τι να σου πω μωρέ, χοντρή, τεράστια, αλλόκοτη, μου είπε γελώντας ο Τασούλης. Βγήκα έξω μαζί της, σε ένα ταβερνείο με πήγε κι έφαγε, να, μα την Παναγία, ένα κατσικάκι ολόκληρο μόνη της.. Ήπιε και δυο κιλά κρασί κι ύστερα πήγαμε στο ξενοδοχείο. Είδα κι εγώ, σαν είχαμε ξαπλώσει στο κρεβάτι, το μουνζιό της και τρελάθηκα. Τι ήταν αυτό; Σαν πηγάδι, δεν είχα ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Δεν ήξερα τι να κάνω μαζί της και να σου πω την αλήθεια, γέλασα. Γέλασα και το βαλα στα πόδια. Ακόμα τρέχω!
Αυτή θα ήταν  η συνταρακτική γνωριμία του Τασούλη με το μουνζιό, που ακόμα τότε δεν είχε πάει φαντάρος. Αλλά κι αυτό δεν το έμαθα ποτέ- τους τέτοιους λένε δεν τους παίρνουν φαντάρους, δεν τους θέλουν, τους διώχνουν μη χαλάσουν και τους άλλους.
συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Βίος και πολιτεία έτσι; Παράλληλες δράσεις ανθρώπων, διαπλοκή στη σχέση τους, έρωτες, πάθη, παρεκτροπές.
    Ολάκερη ιστορία Κώστα.
    Καλησπέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...