Κυριακή 26 Απριλίου 2020

ΟΙ ΑΠΟΤΥΧΗΜΈΝΟΙ 16






Μέσα σ αυτό το γενικό συνονθύλευμα, πήραμε την απόφαση με την Καίτη να παντρευτούμε. Δηλαδή, περισσότερο εκείνη, το σκέφτηκε.
-Ε, ας παντρευτούμε μου είπε, να μη φωνάζουνε και οι δικοί μου.
Οι δικοί της. Η μάνα της, ο πατέρας της είχε πεθάνει. Ο Σταυρέας, η Μαγδαληνή και η Αννούλα. Η Αννούλα που είχε μεγαλώσει τώρα και είχε γίνει μια πανέμορφη γυναίκα. Σαν αυτές που νομίζεις πως δεν υπάρχουν παρά μονάχα στα παραμύθια. Σαν νεράιδα αλλά μυαλό κουκούτσι. Μου θύμιζε το μύθο- ή δεν είναι μύθος;- της στρουθοκαμήλου, που έκρυβε το κεφάλι της στην άμμο, νομίζοντας πως δεν την βλέπουν.
Εργαζόταν σε μια βιοτεχνία και κάπου-κάπου περνούσε από το σπίτι μας. Καθόταν στο σαλόνι, σταύρωνε τα πόδια κι έπινε τον καφέ της αμίλητη. Πολλές φορές δεν έλεγε ούτε γεια. Αγαθότητα και του θεού το χέρι κι όταν μιλούσε τι έλεγε; Κουβέντες του αέρα, όλα επιφανειακά. Τι κάνετε; Είστε καλά; Άδειες κουβέντες, απλά για να ειπωθούν, στερημένες από κάθε συναίσθημα.
Υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι; Αναρωτιόμουν σιγανά από μέσα μου και συχνά. Και η απάντηση ήταν ναι. Ναι, τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο. Να ζεις στην ευθεία, επίπεδα σα να μη σκέφτεσαι, μόνο να δρας.
Άιντε καμιά φορά να πέταγε η Αννούλα και κανένα, αυτός είναι ο τάδε τραγουδιστής ή ηθοποιός κι εκεί το μάτι της το αλάργο σα να ξυπνούσε, σα να ζούσε. Την παρατηρούσα τις λίγες στιγμές που την έβλεπα και η απορία μου ήταν μεγάλη. Τι διάολο, σκεφτόμουν, δε λέει τίποτε άλλο; Δεν μπορούσες να συζητήσεις τίποτε άλλο μαζί της. Θα μου πεις τώρα, έτσι δεν ήταν και η αδερφή της η Μαγδαληνή; Μόνο για τις αγκινάρες και τα μαρούλια της λαϊκής δε μιλούσε;
Αυτές καλά έκαναν, εγώ τι δουλειά είχα εκεί; Τι πήγαινα να κάνω; Να παντρευτώ την Καίτη! Βέβαια ήταν διαφορετική αλλά ποιος μου έλεγε ότι σε λίγο δε θα έμοιαζε της Αννούλας και της Μαγδαληνής; Κι όσο το σκεφτόμουν αυτό, μ έπιανε ανατριχίλα καθώς έβλεπα ότι δεν έστεργε. Δεν έπρεπε δηλαδή να κάνω αυτό το γάμο.
Εν πάση περιπτώσει, στις αρχές εκείνου του Καλοκαιριού, Ιούνιος ήταν θυμάμαι, το αποφασίσαμε. Άιντε να τελειώνουμε, σκέφτηκα. Να νοικοκυρευτείς κιόλας, συμπλήρωνε κι η μάνα μου. [Το βιολί της αυτή, που είχε ζωηρέψει εκείνες τις μέρες με την υποψία του γάμου μου.]
-Είναι καλή κοπέλα η νύφη- είχε αρχίσει να τη λέει νύφη. Θα στρώσεις κι εσύ, θα βρεις μια καλή δουλειά- η νύφη δουλεύει- να φτιάξετε το σπιτικό σας. Γιατί αυτός είναι ο σκοπός του ανθρώπου, ο προορισμός του. Να κάνει γάμο, παιδιά, οικογένεια. Γιατί, τι άλλο θα κάμεις εσύ;
Μου έβαζε δύσκολα ερωτήματα, σαν αυτό και είχε δίκιο. Τι άλλο θα κάμεις εσύ…. Κατά βάθος σκεφτόμουν δύσκολα πράγματα για τον εαυτό μου και μάλλον αιθεροβατούσα. Πάντως, δεν ξέρω γιατί αλλά όλες οι μανάδες του κόσμου μου φαινόταν ίδιες. Κι όλες ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους: Πώς να παντρέψουν τα παιδιά τους, να τα νοικοκυρέψουν, να γίνουν καλοί άνθρωποι στην κοινωνία.
Είχε ζεστάνει το θέμα του γάμου μας κι εγώ στριβόμουν, όλο προσπαθούσα να ξεγλιστράω και για να πω τη μαύρη αλήθεια μου, δεν πίστευα κατά βάθος πως θα γινόταν κάποτε. Το Ντάφλο ούτε σκεφτόμουν να τον πάρω τηλέφωνο να του το πω. Φοβόμουν πως θα το παιρνε πολύ ανάποδα.
-Μαχαραγιά, θα σου φυτέψω σφαίρες στο κεφάλι, στα φρύδια, θα μου έλεγε. Άιντε χάσου από κει πέρα.
Με τη Βαριεντίνα που το κουβέντιασα, σήκωσε τους ώμους. Σαν να την πείραξε κάτι όμως, σα να τσιμπήθηκε, έδειξε πως δεν ήθελε, πως δε μου έπρεπε. «Δεν κάνεις εσύ γι αυτά» σα να μου ψιθύριζε απ έξω απ έξω.
-Και γιατί κάνω; Μονολογούσα εγώ. Γιατί κάνω εγώ;
Τέτοιες ώρες, τέτοια λόγια.
Εντέλει όμως, αφού το είχαμε αποφασίσει με την Καίτη, κανονίσαμε να μιλήσει στον Σταυρέα τον αδερφό της - αυτός ήταν το κουμάντο της οικογένειας. Είπαμε να συναντηθούμε.
Δεν ξέρω τι είχε τρέξει αλλά σα να είχε αλλάξει μυαλά εκείνη την εποχή ο Σταυρέας. Σα να είχε βάλει λίγο νερό στο κρασί του. Είχε ξεχάσει τις αγριάδες, αν κι εδώ που τα λέμε δεν ήταν ποτέ και κανένας άγριος της προκοπής. Ίσως φωνακλάς ναι, αλλά άγριος με όλη τη σημασία της λέξης δεν ήταν ποτέ. ‘Όταν συναντηθήκαμε μάλιστα, μου είπε  πως αν ήθελε ο φίλος μου ο Ντάφλος, τώρα που θα γινόμαστε μπατζανάκηδες, να ξαναγυρνούσε. Η Μαγδαληνή τον ήθελε κι ο γιος του ο Τίτος, ακόμα πιο πολύ. [Για τη Μαγδαληνή δεν τον πίστεψα, αυτή τον μισούσε το είχα καταλάβει προ πολλού.]
Είχε έρθει στο σπίτι που μέναμε με την Καίτη, εκεί στις παρυφές του Λυκαβηττού.
-Δεν είσαστε και άσχημα εδώ, κοίταξε γύρω το χώρο. Φαίνεστε νοικοκυρεμένοι. Εσύ άλλαξες καθόλου μυαλά; Γύρισε στην Καίτη Ακόμα με τα κομούνια τρέχεις; Δεν πιστεύω να είσαι και συ ίδιος; Έσμιξε τα φρύδια του προς εμένα.
-Άστα αυτά αδερφέ, του απάντησε η Καίτη. Ο καθένας έχει την ιδεολογία του, τα πιστεύω του Δε σου κάναμε ποτέ  προσηλυτισμό, ούτε και σύ θέλουμε να κάνεις σε μας. Δεν έχει νόημα, τα έχουμε συζητήσει πολλές φορές. Τώρα γι άλλα πράγματα σε φωνάξαμε.
-Ναι, σύμφωνοι… δε λέω, ο καθένας έχει τις ιδέες του, έκανε μουδιασμένος. Εντάξει, αφού τα βρήκατε εσείς, να γίνουν τότε οι αρραβώνες και σύντομα ο γάμος. Τι λες και συ γαμπρέ;
Παράξενα ηχούσε στ αφτιά μου αυτή η λέξη. Γαμπρέ!
-Τι να πω… εντάξει… αλλά τους αρραβώνες τι τους θέλουμε; Μια και καλή γάμος και αρραβώνες, δεν είναι καλύτερα έτσι;
-Όπως τα κανονίσετε εσείς. Μεγάλοι είστε, ξέρετε τι κάνετε, είπε μισοαδιάφορα και σηκώθηκε να φύγει. Για προίκες, έξοδα και κουμάντο, ούτε λέξη. Κάπου στα ενδιάμεσα, μου έλεγε η Καίτη πως της είχαν γράψει ένα οικόπεδο στο Χολαργό, που της αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Πάντως ο Σταυρέας δε μου έμοιασε να νοιάζεται και πολύ για την τύχη της αδερφής του αλλά κι εγώ δεν πήγαινα πίσω. Δε σκεφτόμουν ούτε το οικόπεδο που μου έλεγε η Καίτη, ούτε περί νοικοκυρέματος που μου έλεγαν οι άλλοι. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δε θα γίνει αυτός ο γάμος. Τώρα γιατί προχωρούσα, βρείτε το εσείς. Παράλογο, ξεπαράλογο, έτσι γινόταν.
Είχε αρχίσει λοιπόν να με τρώει πολύ αυτή η ιστορία του γάμου και δεν ήξερα πώς να ξεφύγω. Δε μου πήγαινε να πω ένα ξερό όχι και να πάρω των ομματίων μου, δίσταζα, δεν ήθελα να τη λυπήσω. Παρ όλες αυτές τις σκοτούρες, κανονίσαμε να πάμε διακοπές, όλοι μαζί στη Μονεμβασιά. Από εκεί ήταν η καταγωγή των Σταυρέων.
-Πάμε γαμπρέ, μου είπε ο Σταυρέας. Έλα, θα δεις θα περάσουμε ωραία.
Ο Σταυρέας που είχε αποκτήσει ένα άλλο πάθος τελευταία που δεν το ήξερα. Το είχε ρίξει στο χαρτί, στο τζόγο, αυτός που δεν είχε αγγίξει τράπουλα στη ζωή του, τώρα στρωνόταν στο πράσινο τραπέζι μερόνυχτα. Εκεί στη Μονεμβασιά το είδα με τα μάτια μου. Όλη μέρα στο καφενείο ήταν και έπαιζε μεγάλα ποσά. « Θα καταστραφεί μια μέρα, να μου το θυμηθείς» μου είπε η Καίτη.
Καθόμουν μερικές φορές κοντά του, έλα να σε κεράσω καφέ μου έλεγε και παρακολουθούσα. Τι πάθος ήταν αυτό; Συνήθως έχανε και τότε νευρίαζε, φώναζε σα μεθυσμένος. Αυτός που δεν έβαζε ποτό στα χείλη του.
-Εγώ δεν έχω μεθύσει ποτέ! Καυχιόταν. Τέτοια φάρα ήταν, ανάποδος, στριμμένος άνθρωπος, αγύριστο κεφάλι κι εγώ απορούσα τότε πως πήγαιναν μπροστά τέτοιοι άνθρωποι.
Τέλος πάντων. Εκείνος ο Ιούνιος στη Μονεμβασιά μου έμεινε αξέχαστος, μου άρεσε πολύ το μέρος. Τόσο πολύ ενθουσιάστηκα που όταν είδα ένα πωλητήριο σε ένα μαγαζί με αντίκες και πίνακες, ζωγραφικής, είπα στην Καίτη να το πάρουμε.
-Εδώ να μείνουμε, συνέχισα. Είναι χώρος που μου ταιριάζει. Να πείσουμε τον αδερφό σου να μας βοηθήσει
Η Καίτη στραβομουτσούνιασε. Τι μου λέει; Θα σκέφτηκε. Και με το δίκιο της γιατί αυτά που της έλεγα ήταν όνειρα θερινής νυχτός αλλά είπαμε, πάντα νυχτωμένος εγώ. Έτσι και τότε, παρέπαια. Έψαχνα τον εαυτό μου, ανέβαινα λαχανιασμένος στο βράχο της Μονεμβασιάς και προσπαθούσα να ξεφύγω. Από πού; Απ τον εαυτό μου; Από τους άλλους; Απ τις αγάπες μας;
Από τις αγάπες μας δεν ξεφύγαμε ποτέ, έλεγα. Είναι οι Ερινύες μας, το ίδιο βασανιστικό κουβάλημα της αιώνιας πέτρας του Σίσυφου. Κι εμένα αυτή η πέτρα ήταν η περιπέτεια, η εξήγηση, η γνώση και η μοναξιά. Ψαχούλευα λοιπόν, τα βράχια της Μονεμβασιάς, μέσα στην παλιά πόλη, πάνω στο ύψωμα, να καίει ο ήλιος κατακαλόκαιρα, να σφύζουν οι τζίτζικες τη ζωή.
Το κυανούν της θάλασσας, το Βενετσιάνικο στυλ, οι πειρατές, οι άλλες εποχές έρχονταν μπρος μου κι εγώ συνέχιζα να ψαχουλεύω τον παλιό κόσμο. Σα να έβλεπα τώρα όλα τα κανόνια να χτυπούν και τις άγριες φάτσες των πειρατών με τα σπαθιά στα χέρια να ορμάνε στο βράχο. Τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι απ αυτόν τον βράχο καταμεσής στη θάλασσα σ αυτή την άκρη της γης; Πολύ θα ήθελα να ζούσα σε μια τέτοια εποχή.
Την Καίτη όλα αυτά την ενοχλούσαν. Όχι ακριβώς αυτά, επειδή τελευταία είχε αρχίσει να μπαίνει στο πετσί της ιδιαίτερης κουλτούρας μου αλλά πιότερο ενοχλούνταν επειδή, ίσως είχε καταλάβει πως αυτά που ποθούσε μαζί μου, δε θα γινόταν ποτέ πραγματικότητα έτσι ανέστρεφε τα αισθήματα της. Εκεί που ήταν απλή, αγαπημένη μαζί μου, ξαφνικά γινόταν επιθετική, ιδίως όταν άρχιζα να ψάχνομαι στον αέρα, όπως τότε με το μαγαζί. Εγώ, απαθής κι αδιάφορος.
-Τι θέλεις; Της έλεγα. Όταν γυρίσουμε πίσω θα γίνουν όλα, θα φτιάξουν τα πράγματα.
Αυτή η αοριστία μου ήταν που την νευρίαζε περισσότερο
-Μου τσακίζεις τα νεύρα, μου έλεγε Τα κάνεις σμπαράλια, δεν είσαι άνθρωπος εσύ.
Αλλά με αγαπούσε, το καταλάβαινα. Και με πονούσε, έβλεπα στα μάτια της την αγωνία και το αιώνιο ερώτημα στα χείλη:
-Μ αγαπάς; Με ρωτούσε ακόμα και σε άσχετες στιγμές.
Εν ευθέτω χρόνο.
Δεν της απαντούσα, τι να της έλεγα; Καμιά φορά, σπάνια, απαντούσα με ένα σιγανό ναι, χωρίς ποτέ να τολμήσω να προφέρω την τεράστια λέξη σ αγαπώ κι έβλεπα τότε τα μάτια της να μαραζώνουν και λυπόμουν κι εγώ κατάβαθα. Της γύριζε η ψυχή ανάποδα, της φαινόταν ο κόσμος βουνό αλλά είχε μεγάλο πείσμα και γρήγορα συνερχόταν. ‘Θα τα καταφέρω και μόνη μου αλλά αν δε θέλεις, αν δε μ αγαπάς να μου το πεις. Δε θέλω τη λύπηση σου Αμβράζη!» άλλαζε την όψη της και το είναι της.
Επιστρέψαμε κάποτε, γυρίσαμε φορτωμένοι αναμνήσεις. Εγώ κουβάλησα και μερικές πέτρες. Μια απ αυτές που την είχα διαλέξει ειδικά γι αυτό, τη σκάλισα με σφυρί και καλέμι, δίνοντας τη μορφή ενός πειρατή. Την έχω ακόμα εκεί στο ραφι της βιβλιοθήκης και γύρω της κάμποσες άλλες. «Τι τις θέλεις τις πέτρες;» απορούσε η Καίτη κι εγώ γελούσα. «Ωραίες δεν είναι;» και τις κοίταζα με μισόκλειστα μάτια, τις χάιδευα με τα χέρια. «Ωραίες είναι» μουρμούριζε περισσότερο απορημένη.
Όλα όσα επακολούθησαν έγιναν γρήγορα. Τάχιστα. Στο μικρό διαμέρισμα των παρυφών του Λυκαβηττού, ένα πρωινό της ανάγγειλα, πως τελείωσε, φεύγω δεν κάνω εγώ για τέτοια πράγματα. Κι εκείνη έκλαιγε. Κλάμα πικρό και μαύρο.
Το προηγούμενο βράδυ είχε έρθει ο Σταυρέας. Καθίσαμε στο μικρό σαλόνι, μιλήσαμε για το γάμο. Εξ επίτηδες άφησε πάνω στο τραπεζάκι ένα πιστόλι. Είπε πως τον βάραινε στην τσέπη αλλά εγώ δε φοβόμουν, είχα τον τρόπο μου και ξεγλιστρούσα σα χέλι. Θα δούμε, έλεγα, έχουμε καιρό, δεν υπάρχει θέμα βιασύνης, κορόιδευα τον εαυτό μου και κείνους. Δεν το καταλάβαινα ότι ήταν έτσι για κείνους, για μένα το σωστό και το καλύτερο ήταν να φύγω, να μη γίνει αυτός ο γάμος και απλώς προσπαθούσα να κρυώσω το σίδερο, νη μην είμαι μες τη φωτιά ακριβώς.
Δεν θυμάμαι να έγινε κάτι άλλο σπουδαίο. Λίγο αργότερα, ο Σταυρέας έφυγε. Είπε πως ήταν κουρασμένος και θα πήγαινε για ύπνο αλλά μάλλον για χαρτί θα πήγαινε. Συμφωνήσαμε σε όλα. Να συντομεύσουμε το γάμο., να βρω μια δουλεία της προκοπής, ν’ αγοράσουμε τα έπιπλα και τα κουζινικά-λεφτά θα μας έδινε ο Σταυρέας- και να ησυχάσουμε και εμείς και αυτός από αυτές τις σκοτούρες. Μόνο που όλα αυτά το πρωί, έγιναν σκόνη, αέρας κοπανιστός και το μόνο πραγματικό ήταν το κλάμα-το μαύρο και πικρό της Καίτης που σας έλεγα-και το δικό μου φευγιό.
Μάζευα τα πράγματα μου, όσα μπορούσα, τα υπόλοιπα θα τα έπαιρνα μια άλλη μέρα, σύντομα της είπα. «Μια μέρα που να μην είμαι εδώ!» μου απάντησε μέσα στο κλάμα της γεμάτη οργή. Εγώ συνέχιζα να γεμίζω τη βαλίτσα και προσπάθησα να της εξηγήσω για άλλη μια φορά, πως δεν έκανα για κείνη, ήθελα να την πείσω, πως άξιζε καλύτερη τύχη κι έριχνα όλα τα λάθη στον εαυτό μου. Κάποια στιγμή, νόμισα ότι τα κατάφερα αλλά τελικά, ύστερα από πολλά χρόνια κατάλαβα πως ποτέ δεν την έπεισα. Πάντως, λίγο μετά που προσπαθούσα ν αποφύγω τους μελοδραματισμούς, τα αντίο και τα τέτοια, δεν το γλίτωσα. Κύλισε και μένα ένα δάκρυ στην πόρτα.
Τι το ήθελα;
Μέχρι τη λεωφόρο μπροστά στα έκπληκτα μάτια του πλήθους με κυνηγούσε η Καίτη, κλαίγοντας. Έφτασε στο σημείο να μου τραβάει το πόδι κι εγώ με τη μικρή βαλίτσα στο χέρι να προχωράω και να τα έχω χαμένα. «Τι κάνει;» σκεφτόμουν… « είναι λογικά πράγματα αυτά;»


συνεχίζεται

2 σχόλια:

  1. Μεγάλη συναισθηματική ένταση.
    Η αλήθεια είναι ότι πήρα και εγώ λίγο το μέρος της Καίτης, την ένιωσα, την πόνεσα. Σκληρή η στάση του ήρωά μας. Και μάλιστα μετά από τόσο καιρό. Δεν ξέρω βέβαια, κριτής δεν είμαι.
    Ελπίζω οι συνέπειες της απόφασης μετά να ήταν διαχειρίσιμες.
    Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κοίταξε όλο το μυθιστόρημα είναι στηριγμένο σε ένα στίχο του Κίπλινγκ από το ΑΝ...Αν μπορείς όλα να τα γκρεμίζεις κι απ την αρχή να ξαναρχίζεις. Έτσι θα δεις στη συνέχεια την άνοδο και του Αμβράζη και όλων αλλά και το γκρέμισμα τους! Συγγραφικά έχουν πει πολλοί πως είμαι σκληρός με τους ήρωες μου, και μπορεί να είναι έτσι. [Πιθανώς είμαι και στη ζωή μου αδέκαστος.] Καλησπέρα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...