Δευτέρα 23 Μαΐου 2022

ΙΩΝ ΚΑΙ ΦΛΏΡΑ

 


Βραδάκι ήταν, ο καιρός δεν έλεγε τίποτε. Πήρα το αυτοκίνητο μου να πάω στο πουθενά. Οδηγούσα το σαράβαλο μου σε δρόμους ξένους, δεν είχα τι να κάνω. Έβαλα μουσική, δε με ευχαρίστησε, άνοιξα στη διαπασών το Στέλλα μωρ Στέλλα, κακιά κοπέλα, θυμήθηκα κάποια πραγματική Στέλλα που είχα γνωρίσει πριν χρόνια. Χάιδεψα τα γένια μου που τη θυμήθηκα; καλή ήταν είχαμε περάσει μερικούς μήνες μαζί, ύστερα χάθηκε, παντρεύτηκε κάποιον Βαγγέλη. Εγώ παρέμενα ανύπαντρος, μεγάλωνα όμως κι αυτό μου κακοφαινόταν. Πλησίαζα τα σαράντα δύο, γυναίκες; πολλές είχα αλλά εκείνη τη μία, τη μοναδική δεν την είχα βρει ακόμα. Και που να την εύρισκα; όλο στα κακόφημα καταγώγια της πόλης σύχναζα με κάτι αργοπορημένους φίλους σαν τον Περικλή που τον είδα μόλις πάρκαρα να κάθεται στο ακριανό τραπέζι του λεριασμένου καφενείου στην πέρα γειτονιά. Τον καλησπέρισα, δε μου απάντησε, μιλούσε στο κινητό,...με κάποια κοπέλα, με τη Φλώρα μιλάω μου είπε, θες να της πεις καλησπέρα; εγώ; παραξενεύτηκα, που την ξέρω την κυρία; Μίλα της ! μου έγνεψε σαν να μου έλεγε, μην κάνεις το βλάκα..σαν να μην καταλάβαινα, σαν να ήμουν από χωριό και μου την έδωσε. Μίλησα με μια άγνωστη φωνή, είπε πως της άρεσε η δικιά μου, πήγαινε να την πάρεις έλεγε σιγανά ο Περικλής από δίπλα κι εγω ασυναίσθητα κανόνισα να πάω να την πάρω κάτω απ το λιμάνι που περίμενε. Έκλεισα το κινητό και γύρισα στο φίλο μου. Άσε με του είπα, εγώ ήρθα να πιω ένα ποτό, δεν πάω πουθενά! Ποια είναι αυτή; καμιά ξενέρωτη; και τι με νοιάζει εμένα που είναι μόνη της απόψε! να πάω; Πήγαινε! επέμενε ο Περικής, είναι καλή και κατεβάσαμε στα γρήγορα δυο τεκίλες. Ας πάω αν και βαριέμαι, αν και δεν έχω εμπιστοσύνη στην κρίση των άλλων για το ποια είναι καλή. Πήρα το σαράβαλο και κίνησα. Έφτασα στο λιμάνι, πήγα στο απέναντι περίπτςερο που είπε πως θα στεκόταν, μια ξανθιά είχε πει πως ήταν με μπλέ Καλοκαιρινά ρούχα. Η Φλώρα. Ναι, Φλώρα. Εγώ σταμάτησα λίγο παράμερα να τη δω, μήπως ήταν κανένα σούργελο και δεν είχα καμιά διάθεση για τέτοια. Από τη φωνή όμως δε φαινόταν για τέτοια και μόλις την είδα, έπαθα! Ένα θεοκόριτσο, μια όμορφη γυναίκα με περίμενε στο περίπτερο κι εγώ καθόμουν σαν χαζός να την κοιτάζω!
Μπήκε στο κάθισμα δίπλα μου, δε με κοίταζε συνέχεια. Εγώ την έβλεπα προφίλ. Με λένε Ίων, είπα. Χαχα, γέλασε, λουλούδι είσαι; εμένα ξέρεις το όνομα μου γέλασε πάλι κι έσφιξε τα γόνατα της με τις δεμένες παλάμες της. Είχε σκύψει και με κοίταζε αστραφτερή από χαμηλή λήψη. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στο δάπεδο του αυτοκινητου. Είσαι πολύ γλυκιά! της χαμογέλασα και ξεκίνησα σίγουρος για το που θα πήγαινα και τι θα έκανα μαζί της. Περάσαμε το λιμάνι, σε πανοραμικό πλάνο, άναψε τσιγάρο, ήταν πολύ ευχάριστη, όπως κι εγώ για κείνη. Φτ'ασαμε στο βρώμικο καφενέ, δε στραβομουτσούνιασε, κάθισε αφού χαιρετήθηκαν με τον Περικλή. Ως εδώ όλα καλά, σκεφτόμουν και λέγαμε διάφορα, πίνοντας ένα ποτό ακόμα. Εγώ, παρότι είχα διάθεση να πιω παραπάνω εκείνο το βράδυ, συγκρατήθηκα. Σε λίγο ο Περικλής αφού κατάλαβε πως περίσσευε, καμώθηκε πως είχε κάπου να πάει. Έφυγε, μας άφησε μόνους. Πάμε να φύγουμε από εδώ; μιλήσαμε ή σκεφτήκαμε κι οι δυο ταυτόχρονα, πλησιάζοντας τα πρόσωπα μας. Οι δυό ανάσες έσμιξαν, α, τι ωραία!είπα και είπε.
-Τι ωραία που είναι η ζωή! Ίων; δεν είναι ωραία η ζωή; αναφώνησε εντελώς ξεδιάντροπα στο σκοτάδι και σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της να με φιλήσει
-Ναι, είπα κι εγώ, ρουφώντας μια πικροδάφνη από τα ζεστά χείλη. Ναιααα! είναι πολύ ωραία η ρουφιάνα! Πάμε!
-Φύγαμεεεε και μστριφογύρισε στα πεδιλά της σαν κοπέλα του μπαλέτου
Μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο, φτάσαμε στην παραλία της πόλης με τα πολλά μαγαζιά, τα φώτα, τις φωνές των ανθρώπων. Ήπιαμε κάπου ένα ακόμα ποτό και επειδή βιαβόμασταν για την ωραία ζωή, περπατήσαμε στην παραλία. Καθώς το κ΄ύμα βούρκωνε πίσω από τα βούρλα, της ανασήκωσα το λινό φουστάνι. Της κατέβασα το κυλοτάκι. Ενα από τα πιο ηδονικά μέρη όλης της διαδικασίας και κεί, όρθια. πισωκολλητά, σεβαστήκαμε το σπουδαίο του έρωτα. Ύστερα, φύγαμε κι απο εκεί, αναψοκοκκινισμένοι συνθέμελα. Φτάσαμε σε κάποιο κρεβάτι, σε κάποιο ξενοδοχείο, ούτε μας ένοιαζε που. Κι ώρα πέρασε γοργά. Είχε φτάσει τρεις, όταν σηκωθήκαμε, να πάμε κάπου, για ένα ποτό, να μη χωρίσουμε, να ήμασταν μαζί λίγο ακόμα.
-Ναι, ίων, πάμε εκεί που θέλεις εσύ.
Μπήκανε στο λιμάνι, ένα σκοτεινό μαγαζί, δε σκεφτόμουν τίποτα, γιατί να σκεφτώ; Καθίσαμε στα σκοτεινά να κοιταχτούμε. Στο ημίφως το γκαρσόνι μας σερβίρησε και μας κοίταξε μάλλον περίεργα. Περισσότερο τη Φλώρα. Ήπιαμε μια στάλα ποτό και σφίχτηκε πάνω μου.
-Πάμε να φύγουμε από δω Ίων! είπε παρακαλεστά.
-Γιατί; απόρεσα κι άνοιξα τα χέρια μου. Μη φοβάσαι..
-Πάμε Ίων..
Μα δεν προλάβαμε. Τα φώτα άναψαν όλα και γύρω μας όρθιοι καμιά δεκαριά άντρες μας κοιτούσαν. Τι τρέχει; σηκώθηκα προς το μέρος τους. Κανείς δε μίλησε. Γέλασαν όλοι μαζί απαίσια, περπατώντας κύκλο γύρω-γύρω μας. Το γέλιο βρόντησε απειλιτικό. ο πρώτος με χτύπησε άξαφνα από πίσω κι ύστερα, έκαναν πιο γρήγορες κινήσεις, δεν πρόλαβα ν αμυνθώ με χτύπησαν στο πρόσωπο, γέμισα αίματα, κύλισα χάμω, στο δάπεδο ενώ η Φλώρα ούλιαζε: Ίωωωων!
Άκουγα τη φωνή της, δεν έβλεπα, είχα τυφλωθεί από τα χτυπήματα, ένα ολόκληρο μαύρο πλάκωνε την ύπαρξή μου, ταξίδευα στο κενό, χανόμουν στο υπερπέραν κι όταν το μαχαίρι μπήχτηκε στην καρδιά μου, κατάλαβα το τελευταίο μου αίμα ν αναπηδά στο στήθος μου ενώ ακουγόταν στον αέρα η σπαραχτική φωνή της Φλώρας!
-Ίωωωωωωωωων!
Από τα διηγήματα που έγραφα τότε. Σήμερα επ ουδενί λόγο θα έγραφα έτσι.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...