Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021

ΈΝΑ ΦΙΛΊ ΣΤΟ ΜΆΓΟΥΛΟ



Έχω ένα χωριό και πηγαίνω μερικές φορές το χρόνο να δω τους ανθρώπους μου. Λίγοι έχουν απομείνει εκεί, άνθρωποι με πολλές μνήμες από τον πόλεμο. Χτες πήγα και μόλις έφτασα, πάρκαρα τη σακαράκα μου στο κτήμα και πήγαινα με τα πόδια για το σπίτι. Έτσι έκανα γιατί η μάνα μου άκουγε το βου, αυτοκινήτου κι έβγαινε στη ράχη, σφουγγίζοντας τα χέρια στην ποδιά να με καλωσορίσει. Αυτή τη φορά ήθελα να της κάνω έκπληξη. Έλα όμως που ο δρόμος όλο και μάκραινε! Περπατούσα και περπατούσα και τελειωμό δεν είχε. Τι δρόμος ήταν αυτός; Εγώ ποτέ δεν τον θυμόμουν έτσι; Κάπου πιο πέρα, συνάντησα το Σωτήρη κι αφού χαιρετηθήκαμε, τα λέγαμε βαδίζοντας. Μου φάνηκε πιο νέος, σαν όπως τότε που ήταν παιδί και παίζαμε μπάλα. Έτσι, είμαι κι εγώ; τον ρώτησα. Ναι μου απάντησε κι εγώ απόρησα. Ύστερα, μετά από λίγο, αυτός έστριψε για τον κάμπο. Γεια, είπε θα τα ξαναπούμε και χάθηκε από τα μάτια μου. Ο δρόμος δεν τελείωνε, τα βράχια συνεχίζονταν, πουθενά το χωριό. Έκοψα ένα κλωνάρι σκίνο-τι ωραία που μύριζε! και εκεί ήρθε δίπλα μου, χαμογελαστή η πρώτη κοπέλα μου, η Αντωνία. Ήταν πολύ όμορφη, ξανθιά, καλοσυνάτη, λυγερόκορμη. Με φίλησε στο μάγουλο, την φίλησα στα χείλη. Ταχύναμε το βήμα να φτάσουμε στο σπίτι μου. Εκεί πήγαινε κι εκείνη, ήθελε να δει τη μάνα μου. Φτάσαμε έξω το σπίτι, παλιό πάντα, χτυπημένο χρόνια από τους αγέρηδες. Η μυρουδιά, ψημένου κρέατος έσπασε τα ρουθούνια μας. Η μάνα μου μαγείρευε στον παλιό φούρνο, που είχε χτίσει ο πατέρας, χρόνια πολλά πίσω. Αλλά τώρα εκείνος είχε πεθάνει πριν αρκετό καιρό. Κατεβήκαμε τα λίγα σκαλιά, περπατήσαμε στην πλακόστρωτη αυλή, χωθήκαμε στο σπίτι. Η μάνα μου είχε πάρει θέση δίπλα στο τζάκι. Πήγαμε δίπλα της, την φιλήσαμε ο ένας από δω κι η άλλη από κει. Να σου γνωρίσω τη γυναίκα μου, της είπα, σα να μη γνωρίζονταν και η Αντωνία βρήκε ένα ρόδο που το φύτεψε στο αφτί της μητέρας μου, που ήταν λίγο απόμακρη. Ύστερα, βγήκα έξω στην αυλή. Πήγα στο φούρνο που τώρα, είχε μαυρίσει κι οι μυρουδιές του ψημένου άνηθου, είχαν εξαφανισθεί. Άνοιξα την είσοδο, κοίταξα μέσα. Μόνο στάχτη και κρύο. Τίποτα άλλο. Γύρισα μέσα στο σπίτι. Κανείς.
[Μικρά Διηγήματα του Κώστα Πλιάτσικα.]

2 σχόλια:

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...