Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

ΠΑΛΑΙΟΚΚΛΉΣΙ

  


 

Ποδοβολητά των αλόγων, στην παχυλή σκόνη, κουρνιαχτό. Χούγιαξε τ άλογα! φρουμ! φρούμ! φρούμ. Το δικό μου σπίτι είναι γκρεμισμένο σ αυτό το χωριό. Έπεσε. Μισό. Δε θυμάμαι;
Όλα καλά στη σκαμνιά τρέχουν τα παιδιά στον κωλόριζο. Κωλόριζο. Η ρίζα του κώλου. Τρώγαμε κάτω από τον ίσκιο με τον Φώτη τον πατέρα μου και η μάνα. Ω! η μάνα. Σφούγγιζε στην ποδιά τα χέρια και χαμογελούσε σαν εγώ. Οι πέτρες έτριζαν, τα σχίνα σέρνονταν στο δρόμο για το σχολειό, για την εκκλησιά. Την παλιά. Γι αυτό και Παλαιοκκλήσι. Ένας χώρος που ήταν πολύ μεγάλος όταν ήμουν μικρός και μικρός όταν μεγάλωσα. Τώρα. Τι απίστευτα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή μας; όλα αληθινά.  στη Γκορτζοπούλα λίγο πιο πάνω απ τα ριζά του βουνού Αη-Λιά, ένα δέντρο, μόνο αυτή και γύρω-γύρω ασφάκες, ασφάκες, ασφάκες με κίτρινο λειρί στο άνθος των.
Στην πλατεία όλα είναι λεία κι ο Βασίλης Πλιάτσικας πίνει ένα τελευταίο τσίπουρο προτού τραβήξει για τον κάμπο. στο καφενείο του. Ω! Ω! Ω! είχαμε καφενείο. Πίναμε, παίζαμε, γελούσαμε, οι μεγάλοι φώναζαν, τραβούσαν αφτιά, ήταν μια ωραία ζωή, μπλούμ! στο ποτάμι, στον Καλαμά, στον κάμπο που δε ζωγράφισα, που είναι στην άλλη ανατομία κι ο Τσιάβος με τον Φωκά μεγάλοι άνθρωποι έστριβαν τσιγάρο, Δεξιοί κι Αριστεροί, ο Τέλιος, ο Θωμά Ζαχάρως, ο Στέφος κι ο Μέλης με το Ελαιουργείο! χα! φρέσκο, καινούργιο, μηχανήματα, όχι άλογα πια κι η θεία Λευκοθέα, όμορφη πανέμορφες ήταν όλες οι γυναίκες η Ασημούλα, η Ντίνα, η Τασία κι έρχονταν από πέρα ο Θωμα-Φώτος έεεεειεειεειιιειιιιι! ακούγεται ακόμα η φωνή στον Αη-Λιά, στα γίδια για να πάρουν τον ίσιο δρόμο, τον ίδιο λόγγο.
Ήταν όλοι τους παληκάρια ο Λία Μποροδήμος ο πατέρας του Κώστα, ο Ζήκο Αυγέρης τι ονόματα κύριε, και οι Χαλασταναίοι, ώουου! το θυμάσαι το καφενείο του Λάμπρου Χαλαστάνη; χαχαχαχα. με την οκά τι πούλαγαν οι παλιοί άνθρωποι και τι οι νέοι; κινητά. Πέντε δεκάρες ο χρόνος, ο Πάντο Μποροδήμος με τα δυο παιδιά του τον Βασίλη δάσκαλο και τον Σωτήρη Δικηγόρο, καλοί φίλοι. ποδοβολητά άλόγων, τα γαιδούρια και οι ημίονοι στέναζαν κάτω από το βάρος, κάτω από το φόρτωμα των δεματιών, προεξείχαν μόνο τα κεφάλια τους. Τι γαϊδούρια! το δικό μου το γαιδούρι η Μάρκοβα για τον Νικηφόρο, χαιδευτικά, τι άλλο; κι ο Θωμα Γιέπης, η Σόφω, ο Τσιάβο Κύλλας, οι Κυλλαίοι, φίλοι παιδικοί, ο Νάσιος κι ο Σπύρος, όλοι μαζί κι Λάμπρο Πλιάτσικας, ο θείος μου με την άτυχη θεία την όμορφη Ντίνα αλλά κι ο παπα-Σπύρος! με τον Γιώργο Μποροδήμο την θεϊκή φωνή; και την Γιαννούλα, αυτή και η Έφη Πλιάτσικα, και η Αγαθή Τσιάτση, είχαν κάψει καρδιές. Ώοοουου ! αυτές οι γυναίκες, η θεία Βασίλενα με τις τέσσερις κόρες και τον μονάκριβο ξάδερφο, τον Άλκη και πέρα, πέρα όπως βλέπεις στο κάδρο, εκεί που χαληλώνει το βουνό, είναι το Χλωμό, το χωριό των Μπαλαούρηδων, τι Χλωμό ήταν αυτό και γιατί το έβγαλαν έτσι; Α, ναιααααιαιαιαι όλοι μαζί, αστείρευτο πάθος,  οι Τσιουτσαίοι, στο τελευταίο σπίτι προς την Κάτω Βρύση η μάνα του Γρηγόρη, της Βασιλικής και της Έλενας, που έλεγε εκείνα τα φοβερά και πονηρά αστεία κι ο πάππου-Φίλης, εσμέ κι εστέν ω Έλληνες, κωμωδία των αχράντων μυστηρίων και, ίσως ο πιο γενναίος ο θείος μου ο Γρηγόρης Κούλας μαζί με τον Περικλή και τον Βαγγέλη, αχ αυτός ο Κυριάκος, παρέα με τον Χαρίλαο Πλιάτσικα, πέθαναν απ το ποτό σκασμένοι σε έναν κόσμο παράλογο.

Ποδοβολητά αλόγων και οι παλαιοί Πλιατσικαίοι πολεμούν τον Τούρκο. Σημάδι στο κούτελο, στην Κουμαριά, στο μετερίζι περιμέναμε τον εχθρό. Ποιος ήταν; ποιος είναι ο εχθρός; το κρύο σφύριζε, ο αέρας κίτρινο μπαρούτι, ο εχθρός, ο εχθρός, ο εχθρός, οι άσπρες πέτρες στους τοίχους, οι γκρίζες στις σκεπές, τα Καλοκαίρια και οι Χειμώνες, πόσα νερά, πόσοι χείμαρροι δεν κατρακύλησαν στις καρδιές των παλιών αυτών ανθρώπων που έζησαν στο Παλαιοκκλήσι;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΑ ΣΊΔΕΡΑ ΝΑ ΜΙΛΟΥΝ

    Να γράψω κάτι, βέβαια όχι αναγκαστικά αλλά ούτε επίτηδες. Τίποτε δεν με εκπλήσσει πια, τα περιμένω όλα, ακόμα κι αυτό ότι μεγάλωσα. Στην...