Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2019

ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΕΎΚΟΛΟ Ν ΑΛΛΆΞΕΙς ΧΑΡΑΚΤΉΡΑ.







Υπάρχουν άνθρωποι μονάχοι. Άνθρωποι που σου σπάνε τα νεύρα, στα κάνουν τσατάλια. Η μάνα μου, ο πατέρας μου, οι φίλοι μου. Τέλος πάντων, είχα μια γυναίκα εκείνον τον καιρό. Ευανθία την έλεγαν, χοντρή, ασουλούπωτη, την είχα γνωρίσει στο σταθμό του μετρό. Καθόμουν εκεί και περίμενα το βαγόνι όταν μου μίλησε.
-Εσείς πάτε στον Πειραιά; με ρώτησε χωρίς λόγο.
Εγώ που είμαι στρατιωτικός υπάλληλος, είχα διαμορφώσει την στρατιωτική πειθαρχεία μέσα μου και έξω μου. Με λένε Χρήστο Ευγενόπουλο, για να συστηθούμε κιόλας. Είμαι λεπτός, αδύνατος μπορώ να πω, κι αυτή η γυναίκα μου ζάλισε τον έρωτα. Εγώ δεν είμαι για πολλά. Τα σύκα- σύκα και η σκάφη σκάφη, να πούμε. Τώρα τι ήθελε αυτή χοντρή κυρία;
-Ναι, της είπα, πάω στον Πειραιά.
-Α, τι ωραία! αναφώνησε. Τότε θα πάμε παρέα. Και με πιασε αγκαζέ.
Ήμουν τότε περίπου σαράντα δυο χρονών. Τον γάμο τον σιχαινόμουν. Παιδιά δεν ήθελα να κάνω με τίποτα, τι ανάγκη είχα; Σιγά-σιγά, όμως,  μου κάθισε στο σβέρκο η Ευανθία. Την πήγα στο σπίτι της, ήρθε στο δικό μου, τη γάμησα με το ζόρι. Ανάθεμα την ώρα που το κανα και τη γνώρισα, τι δουλειά είχα εγώ στον Πειραιά; Τέλος πάντων η Ευανθία είχε και μερικά σκυλιά. Πέντε -έξι, δε θυμάμαι και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Δε ροχάλιζε, πράγμα περίεργο για χοντρή, κοιμόταν σαν πουλάκι. Τι κοιμόμασταν δηλαδή, κοιμόντουσαν αυτοί, γιατί εγώ είχα χάσει τον ύπνο μου όλον αυτόν τον καιρό. Παρ όλα αυτά συνέχιζα να πηγαίνω εκεί, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Η Ευανθία δούλευε στη λαϊκή. Είχε έναν πάγκο και πουλούσε αγγούρια, μελιτζάνες και τα λοιπά. Να δεις που πήγαινα κι εγώ εκεί, στην αρχή κρυβόμουν πίσω από τον πάγκο να μη με δούνε οι γνωστοί κι αρχίσουν τα πειράγματα. Ρε το Χρήστο, που κατάντησε! Ντρεπόμουν αλλά η Ευανθία, μου έκανε όλες τις χάρες: Πίπες, πίτες, με χαρτζιλίκωνε κιόλας γιατί εγώ τρεις κι εξήντα έπαιρνα ενώ αυτή έβγαζε του κόσμου τα λεφτά στη λαϊκή. Μου πήρε καινούριο κουστούμι κι απ την αγάπη μας ομόρφυνε κιόλας. Γελούσε ολόκληρη αλλά χοντρή ρε παιδί μου, τι να σου πω, άλλο πράγμα.
-Πρέπει να χάσεις κιλά, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Αααα! δε με θέλεις, θα πάω να σκοτωθώ, θα πάω στη μάνα μου, να της το πω.
-Αλήθεια λες; τη ρώτησα με ορθάνοιχτα μάτια. Έχεις μάνα;
-Εμ, τι, δεν έχω; απόρησε και με κοίταζε με τα γαλάζια μάτια της. Δε με γέννησε μάνα εμένα;
-Μην κλαις μωρή, της είπα και την συμπονούσα ειλικρινά. Αν μου ορκιστείς πως θα χάσεις είκοσι κιλά μπορεί να σε παντρευτώ.
-Αλήθεια λες; και μου όρμησε πάνω μου, εκατόν είκοσι κιλά βουνό. Με σύνθλιψε.
-Πως θα τα χάσω;
-Θα πάμε στη θάλασσα, μου ήρθε μια ιδέα ξαφνικά. Εκεί θα περπατάμε στην άμμο, μέρα-νύχτα. Που θα πάει; θα τα χάσεις.
Κι αρχίσαμε να πηγαίνουμε στη θάλασσα. Πήραμε και δυο ρακέτες να παίζουμε. Τακ-τουκ, τακ-τουκ το μπαλάκι όλα τα Σαββατοκύριακα. Ωραία ήταν η Ευανθία, ομόρφαινε από την αγάπη μας. Μου αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο, γαμώ το κέρατο μου μ αυτή τη γυναίκα που γνώρισα μια μέρα στο μετρό. Τι το ήθελα να πάω εκείνη τη μέρα στον Πειραιά; Τα σκυλιά, της είπα θα τα διώξεις, τι να κάνω Χρήστο μου, ότι πεις εκείνη. Και τα διωξε. Μείναμε μόνοι, χωρίς σκυλιά. Πηγαίναμε στη θάλασσα αλλά κιλά δεν έχανε. Ίδρωνα, ξεΐδρωνα, τίποτε. Τη γαμούσα με μανία μήπως κι αλλάξει παρελθόν, πρωί, μεσημέρι, βράδυ, με είχε ρέψει η σκύλα. Ήμουν που ήμουν αδύνατος, με είχε κάνει τσίρο, δε βλεπόμουν.
-Να βάλεις κανένα κιλό αγόρι μου, τι θα γίνει με σένα; έμπασες. Εμένα λες να χάσω κιλά αλλά εσύ πρέπει να πάρεις και με πλάκωνε με τα μπούτια της που ήταν δυο φορές σαν εμένα. Έτσι αποφάσισα εκείνο τον καιρό ν αλλάξω χαραχτήρα.
Δεν είναι εύκολο όμως, ν αλλάξεις, χαραχτήρα. Τόσα χρόνια είχα συνηθίσει τον εαυτό μου έτσι. Με το μουστακάκι μου περιποιημένο, τα κοντά μαλλάκια μου, ωραίος ήμουν αλλά τώρα με την Ευανθία που είχα μπλέξει τα πράγματα σκούραιναν. Είχα βαλθεί να την ξεπαχύνω.
-Μέχρι να χωρίσουμε θα σε κάνω εγώ λιανή σαν την βέργα, της είπα μια μέρα κι έβαλε τα κλάματα.
-Ααααα! δε με θέλεις! γιατί θα χωρίσουμε αφού εγώ σ αγαπάω!
-Σκάσε μωρή, της λέω, ήμασταν στο δρόμο, μας έβλεπε ο κόσμος. Πάντα με ενοχλούσε να με βλέπει ο κόσμος, ήμουν ένα μυστήριο τρένο- δεν έσκαγε. Πήγαμε σπίτι της στον Πειραιά- αυτός ο Πειραιάς με φαγε πια- κι αναγκάστηκα να την γαμήσω αλλιώς δε σταμάταγε το κλάμα.. Ανάμεσα κάπου εκεί, της είπα πως δεν θα χωρίζαμε ποτέ και ησύχασε για καμιά βδομάδα. Μου πήρε μια καινούρια γραβάτα που την φοράω ακόμη για να τη θυμάμαι. Έτσι λοιπόν, περνάγαμε περίφημα. Πηγαίναμε συνέχεια στη θάλασσα με τα μπαλάκια μας και τις ρακέτες. Τάκα-τουκ, τακα τουκ, ξέρετε πέρα δώθε το μπαλάκι. Μετά τρώγαμε στα μπιφτεκάδικα, στη Γλυφάδα και αλλού. Έτρωγα εγώ δηλαδή, γιατί Ευανθία, Χρήστο, μου είπε, αποφάσισα να κάνω δίαιτα, για να με παντρευτείς και δεν έβαζε τίποτε πια στο στόμα της. Την κοίταζα κι απορούσα, δεν μπορούσα να της επαναλαμβάνω πως ήμουν εναντίον του γάμου, έβαζε τα κλάματα. Και να δεις που σιγά-σιγά, άρχισε ν αδυνατίζει, ενώ εγώ πάχαινα. Ότι έχανε εκείνη το έπαιρνα εγώ. Έχει πλάκα έλεγα μέσα μου, να αδυνατίσει αυτή και να γίνω εγώ χοντρός. Δεν το βάσταγε η ψυχή μου αλλά τα πράγματα έτσι έγιναν. Η Ευανθία αρρώστησε από την πολλή δίαιτα, βαθούλωσαν τα ματάκια της, έρεψε. Αντίθετα εγώ, ο Χρήστος Ευγενόπουλος μέσα σε ένα χρόνο πήρα είκοσι κιλά, ίσως και περισσότερα, πλησίαζα τα ενενήντα, εγώ που ήμουν πάντα γύρω στα εξήντα πέντε κιλά. Ή Ευανθία μου άλλαξε όλα τα ρούχα, δε με χώραγαν πια τα κουστούμια μου.
-Δεν πειράζει Χρήστο, μου έλεγε, εσύ να είσαι καλά. Πως να ήμουν καλά έτσι που είχα καταντήσει; Έκανα κοιλιές, σταματήσαμε τις ρακέτες, οι φίλοι και οι γνωστοί με κορόιδευαν, εμ, το αιδοίο αυτά κάνει, ας πρόσεχες, μου είπε ένας κολλητός μου στην υπηρεσία. Πήγα να τον βουτήξω, έγινε σαματάς, μας ξεχώρισαν κάτι άλλοι και από τότε δε μιλιόμαστε, γίναμε μαλλιά-κουβάρι. Γύρισα στο σπίτι, με είδε η Ευανθία έτσι- μου είχε ρίξει μια μπουνιά στο δεξί μάτι ο άτιμος- κι έβαλε πάλι τα κλάματα.
-Αααά! ποιος σε έκανε έτσι Χρήστο μου και δώστου ν ουρλιάζει. 
Είχε γίνει μια σταλιά, φάε κάτι μωρή, της έλεγα, φτάνει πια με τις δίαιτες. Δεν την μπορούσα πια άλλο, τι να κανα;
-Καλύτερα που ήσουν χοντρή, της πέταξα μια μέρα. Ήμασταν στην Λαϊκή και με κοίταξε περίεργα. Απόρησε με τα καμώματα μου, μάζεψε τα πράγματα της κι έφυγε για πάντα από κοντά μου.
Από τότε δεν την ξαναείδα.
Να ζει άραγε ή να πέθανε σε καμιά γωνιά.
ΤΕΛΟς

2 σχόλια:

  1. Κοίτα να δεις πως αλλάζει η ροή στη ζωή ε; Τα πράγματα και οι ρόλοι αντιστράφηκαν και ο κύριος Χρήστος έγινε αυτό που ....κυνηγούσε.
    Καλησπέρα Κώστα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΟΤΙ ΘΥΜΆΣΑΙ, ΧΑΊΡΕΣΕ

  Η ΑΘΩΌΤΗΤΑ ΤΗΣ ΜΝΉΜΗΣ.    Η μνήμη μας φαινομενικά είναι αθώα. Η επιστήμη μας πληροφορεί πως βασική αιτία της μνήμης είναι η συλλογή πληροφ...