Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

ΟΥΊΣΚΙ Ή ΒΌΤΚΑ;




ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ


Απόγευμα Πέμπτης ήταν και δεν είχα καμιά διάθεση να ζωγραφίσω. Έτσι πήρα τους δρόμους και γύριζα άσκοπα. Ανέβηκα την Σκουφά, προς το Κολωνάκι, ενώ κόσμος πολύς διάβαινε, πέρα-δώθε αλλά εγώ δεν τους έβλεπα. Συμβαίνει αυτό καμιά φορά, δεν είναι τίποτε, απλώς δεν χρειάζεται να τους βλέπεις ιδιαίτερα εγώ, που είχα κατά ου χιλιάδες πρόσωπα που ζωγράφιζα τόσα χρόνια.
Ο ζωγράφος είπα μέσα μου, δεν είναι πάντα χρώματα, σχέδια και πινέλα. Είναι πάνω απ όλα σκέψη. Είναι ιδέα. Κι εγώ που πλησίαζα τώρα τα πενήντα, όλο πιο συχνά έκανα απολογισμό, τι έκανα , τι θα κάνω  για την προσφορά μου στο ανθρώπινο είδος. Απογοητευμένος δεν έπρεπε να ήμουν, ίσα-ίσα η φύση με προίκισε με αυτό το χάρισμα αλλά ούτε και μπορούσα να της το ανταποδώσω. Ένιωθα ελαφρά ανήμπορος γι’ αυτό. Όσο για την ίδια μου την εφήμερη ζωή, λεφτά δεν είχα κάνει πολλά, ούτε καμιά σπουδαία καριέρα αλλά ζούσα καλά εγώ και η οικογένεια μου, η γυναίκα μου, η Στέλλα, τα δυο μου παιδιά μεγάλα τώρα πια, ταχτοποιημένα.
Φτάνοντας στην πλατεία Κολωνακίου σκέφτηκα να καθίσω κάπου , να πιω μια μπύρα ή έναν καφέ. ΤΟ αλκοόλ το απέφευγα συνήθως επειδή κάνει κακό στην διαύγεια της σκέψης ιδιαίτερα εν ώρα εργασίας αλλά  μια μπυρίτσα που και που την  έπινα. Έτσι αποφάσισα να πιω μια μπύρα, λίγο  παραπάνω απ’ την πλατεία  σε ένα σνακ-μπαρ. Κάθισα λοιπόν ,παράγγειλα την μπύρα μου και την έπινα συνεχίζοντας να σκέφτομαι σκόρπια για την ζωή μου.
Απέναντί μου, μετά από λίγο ήρθε και κάθισε ένας νεαρός. Ή καλύτερα, ένας ωραίος νεανίας. Βολεύτηκε με σίγουρες κινήσεις στο τραπέζι του, έριξε μια ματιά ανωτερότητας στο γύρο. Παράγγειλε ουίσκι ή βότκα. Δεν θυμάμαι. Πάντως φαινόταν να απολαμβάνει το ποτό του και κάποια στιγμή τα μάτια μας συναντήθηκαν. Δεν ξέρω γιατί αλλά το μέσα τους δεν μου άρεσε. Μάλλον , για να λέω αλήθειες ένιωσα κάποιον αόριστο φόβο. Έναν παράξενο φόβο χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.
Στην πρώτη ανταλλαγή της ματιάς, διέκρινα κάτι υποτιμητικό και ενοχλημένος γύρισα πίσω  απ’ την πλάτη μου, μήπως κοιτάζει κάποιον άλλον. Πίσω μου όμως δεν ήταν κανείς. Άρα, εμένα κοίταζε έτσι. «Δε βαριέσαι» συλλογίστηκα. «Ποιος ξέρει τι προβλήματα να έχει» και δεν έδωσα συνέχεια. Εγώ, έτσι κι αλλιώς δεν τον ήξερα. Τι μπορεί να ζητούσε από μένα ένας άγνωστος νεανίας; Και μάλιστα τόσο ωραίος;
Ήμουν λίγο σκόρπιος αλλά δεν ξέρω γιατί, μου άρεσε η ώρα και σαν είδα να αδειάζει η μπύρα, παράγγειλα μια δεύτερη και πίνοντας ξέχασα για λίγο τον νεαρό. Όχι όμως για περισσότερο από δυο-τρία λεπτά. Τα μάτια μας συναντήθηκαν πάλι όσο κι αν προσπάθησα να το αποφύγω. Δεν γινόταν. Ήταν ακριβώς απέναντί μου και το βλέμμα του, συνέχιζε να είναι υποτιμητικό και ταυτόχρονα ειρωνικό. Πάλι εγώ είπα να μην δώσω σημασία, ούτε ιδιαιτερότητα. Σκεφτόμουν βέβαια, τι διάολο να ήθελε, εγώ ομοφυλόφιλος δεν ήμουν, ούτε έμοιαζα αλλά ούτε κι αυτός, παρ’ ότι ήταν ένας πανέμορφος νεανίας.
-Τι θέλεις; Του έγνεψα με το βλέμμα, δεν μίλησα, ούτε αυτός. «Θα σου πω σε λίγο» έγνεψε με ανάλογο βλέμμα και το ύφος του είχε αρχίσει να γίνεται σκοτεινό.
Κανονικά έπρεπε να φοβηθώ. Έπρεπε να σηκωθώ να φύγω και το σκέφτηκα… αλλά, τι διάολο, έτσι θα το έβαζα στα πόδια; Εγώ δεν θυμάμαι να είχα βλάψει κανέναν  γι αυτό ούτε και φοβόμουν. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας με το σκοτεινό βλέμμα, παράγγειλε ένα ποτό ακόμα. Ουίσκι ή βότκα, δεν θυμάμαι. Ύστερα, κρατώντας το ποτήρι στο χέρι του, ήρθε στο τραπέζι μου.
-Στην υγειά σου, μου είπε τείνοντας το ποτήρι.
Αμήχανος, τσούγκρισα.
-Εσύ δεν είσαι ο Τσιβγήρας;. Ο Βασίλης Τσιβγήρας ο ζωγράφος;;
-Εσύ ποιος είσαι; Αντιρώτησα γνέφοντας ναι.
-Καραβατζίδης Αντώνιο.
-Χαίρω πολύ, ακολούθησα το σκοτεινό του ύφος. Και τι θέλεις ;
-Χρειάζεται να θέλω κάτι; Με περιέπαιξε, μισογελώντας ψεύτικα.
-Είναι σίγουρο ότι κάτι θέλεις αλλά τι;
-Λοιπόν, έκανε με απειλητικό ύφος τώρα, θέλω να ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα.
-Γιατί θα πεθάνω;
-…θα ζωγραφίσεις τον τελευταίο σου πίνακα με το αίμα μου, συνέχισε απτόητος. Θα έρθω στο εργαστήριο σου αύριο το βράδυ. Θα ανοίξω τις φλέβες μου, έχω καλό αίμα και με αυτό θα φτιάξεις ότι θα σου πω. Ύστερα θα σε σκοτώσω.
-Ελπίζω να μην μιλάς σοβαρά, προσπάθησα να ελαφρύνω την κατάσταση.
-Μιλάω πολύ σοβαρά. Αύριο το βράδυ θα είμαι στο εργαστήρι σου να με περιμένεις.
Κοίταξα γύρω μου ψιλοαναστατωμένος. Κόσμος αρκετός υπήρχε, δεν ήμουν μόνος, κάποιος θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ωστόσο ο πανέμορφος νεανίας είχε σηκωθεί.
-Σύμφωνοι; Με ρώτησε κοιτάζοντας με βαθιά στα μάτια και καθώς εγώ δεν απαντούσα, αποχώρησε με στητά, όρθια βήματα.
 Τον παρακολούθησα με το βλέμμα μέχρι που χάθηκε στην γωνία. Εξαφανίστηκε. «Άλλο και τούτο..» μονολόγησα και τσιμπήθηκα λίγο να δω αν ήμουν ξύπνιος, πετάζοντας μπρος και έξω το κάτω χείλος απορημένος.
-Να σου πω… πήγα να μιλήσω στο γκαρσόνι.
-Παρακαλώ.. ρώτησε ευγενικά.
Τι να του έλεγα;
-Μου φέρνεις μια μπύρα ακόμα, ψέλλισα πραγματικά σαν να μην άκουγα ούτε εγώ την φωνή μου.
-Αμέσως, απάντησε.
Μου έφερε την μπύρα, την ήπια και ψιλοσυνήλθα. Δεν γαμιέται, σκέφτηκα. Ένας τρελός νεανίας ήταν και τίποτα παραπάνω. Σιγά μην ερχόταν αύριο στο εργαστήρι. Ποιος ξέρει πόσοι ανόητοι κυκλοφορούν και μάλιστα Καραβατζίδηδες.
-Καραβατζίδης; αναρωτήθηκα δυνατά
-Τι είπατε; Πετάχτηκε το γκαρσόν, ενώ μερικοί θαμώνες με κοίταζαν παράξενα.
-Τίποτα, ψέλλισα ωχρός. Τι σας χρωστάω, συνέχισα σύγκριος και αφού πλήρωσα κατηφόρισα την Σκουφά, προσπαθώντας να συγκεντρωθώ. «Ώστε Καραβατζίδης» μονολόγησα φτάνοντας έξω από το σπίτι μου στα Εξάρχεια. «Από τον Καραβάτζιο. Τον υποχθόνιο συνάδελφο της Αναγέννησης, που είχε διαπράξει και φόνο»! Ανοίγοντας την πόρτα, σκέφτηκα πως μπορεί να έλεγε αλήθεια. Άρα, έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου, να προφυλαχτώ.
Η επόμενη μέρα, ήταν Παρασκευή. Μαύρη Παρασκευή. Μοιρολάτρης δεν ήμουν ούτε προκαταλήψεις έχω αλλά σκοτεινός ο νους του ανθρώπου, σκοτεινό το παρελθόν και το μέλλον. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα για το τι έπρεπε να κάνω. Να πήγαινα στην Αστυνομία; Είχα έναν φίλο, μικρομπάτσο δηλαδή στο τμήμα των Εξαρχείων αλλά τι να τους έλεγα; Μάλλον θα γελούσαν μαζί μου. Θα με έπαιρναν για ασόβαρο. Πως ζυγιάζω από την ελαφριά.
Ο Καραβατζίδης το πανέμορφο τέρας, είχε πει πως θα ερχόταν το βράδυ. Και εντάξει, σκέφτηκα, πες πως ήρθε  Θ άνοιγε τις φλέβες του κι εγώ θα ανακάτωνα την παλέτα μου με αίμα και χρώμα. Τι θα ζωγράφιζα; Κι έπειτα ένας πίνακας θέλει μέρες ,μήνες και χρόνια για να τελειώσει…αυτός πότε θα με σκότωνε; Εγώ μπορούσα να μην τελειώσω ποτέ τον πίνακα, άσε που αυτός μπορούσε να πεθάνει από αιμορραγία!
Με αυτή την σκέψη έφτασα κατά τις δώδεκα-δωδεκάμισι στο εργαστήρι. Έφτιαξα καφέ, άναψα την πίπα μου, φόρεσα τα ρούχα της δουλειάς. Κάθισα μπροστά στο καβαλέτο όπου είχα μισοτελειωμένο το πορτρέτο ενός Δημάρχου. Πεθαμένος ήταν αλλά η παραγγελία είχε δοθεί από εναπομείναντες συγγενείς.. Ήταν μια καλοπληρωμένη δουλειά.
Πήρα τα σωληνάρια με τα χρώματα, τοποθέτησα τα βασικά στην παλέτα, κόκκινο, κίτρινο μπλε, δίπλα-δίπλα. Παραδίπλα, ώχρα και λευκό. Ανακάτεψα κόκκινο ώχρα λίγο κίτρινο και λευκό. Τα χρώματα της σάρκας. Αυτά ολοκληρώνουν την σάρκα. Εγώ συνήθως, πρόσθετα λίγο μπλε. Ελάχιστο. Στην ουσία πράσινο αλλά αφού υπήρχε το κίτρινο το χρώμα της σάρκας γινόταν όπως ήθελες αλλά όταν ζωγραφίζεις, το δύσκολο είναι στην αρχή, μέχρι να πιάσεις τον ρυθμό, το νόημα  γιατί ζωγραφίζεις και για ποιον, τις ελαχιστότατες αποχρώσεις. Κάθε μια πινελιά πρέπει να είναι προσεκτική. Αλλιώτικα θα διορθώνεις συνέχεια. Κι αυτό δεν μου άρεσε ποτέ, πόσο μάλλον τώρα. Ασυγκέντωτος καθώς ήμουν ακόμα,μια τέτοια αδέξια πινελιά, μου ξέφυγε στην αριστερή παρειά του Δημάρχου. Μισοβλαστήμησα προσθέτοντας λίγο άσπρο για να δώσω τον τόνο του εξογκώματος. Τραβήχτηκα λίγο πίσω, μισόκλεισα το μάτι να δω το αποτέλεσμα. Μου φάνηκε πως το δεξιό ζυγωματικό ήταν έτοιμο να πεταχτεί έξω. «Θα το διορθώσω» ηρέμησα ανακατεύοντας πάλι τα χρώματα της σάρκας στην παλέτα μου. Έτσι, σιγά-σιγά, ίνα την ίνα διόρθωνα την φάτσα του Δημάρχου, σύμφωνα με την φωτογραφία που είχα τσιτωμένη πάνω στον καμβά. Η ώρα περνούσε κι εγώ καρφωμένος στη δουλειά και στα πινέλα μου, έπιασα τον ρυθμό που ήθελα.
Τώρα οι αποχρώσεις του φωτός πάνω στον καμβά, στο πρόσωπο του Δημάρχου, έτρεχαν ασταμάτητα. Δούλευα πυρετωδώς. Τραβιόμουν πίσω, διόρθωνα τις λεπτομέρειες, αφουγκραζόμουν την οσμή ενός πεθαμένου ανθρώπου, καταλάβαινα ποιος ήταν τι είχε κάμει, είναι δύσκολο να φτιάξεις ένα πορτρέτο, όχι με αφέλεια, στα θολά, στο πρόσωπο πρέπει να διαφαίνεται το μέσα, η ψίχα, αλλιώς δεν έχει νόημα.
Κάποια στιγμή, κουρασμένος τα παράτησα για λίγο.
Στο εργαστήρι φρόντιζα να υπάρχουν πάντα φρούτα. Πάνω στον πάγκο μια φρουτιέρα δέσποζε του χώρου, για τις νεκρές φύσεις, κορόιδευα τον εαυτό μου, γεμάτη από δαμάσκηνα, σταφύλια της οργής, σύκα της Ιουδαίας, μήλα του Αδάμ, πορτοκάλια, ανάλογα την εποχή. Στα μεσοδιαστήματα της δουλειάς, έπαιρνα ένα φρούτο και το έτρωγα για ν αλλάξει η γεύση από το κωλοτσιμπούκι που το έκανε φαρμάκι.
Έτσι και σήμερα.
Πήρα ένα μήλο και το μαχαίρι να το καθαρίσω, ενώ εξέταζα το πορτρέτο με μάτι μισό όπως κάνουμε εμείς οι ζωγράφοι. Απρόσεχτος καθώς ήμουν μου ξέφυγε μια μαχαιριά, κάτω από την φλούδα του μήλου κι έσκαψε βαθιά τον αριστερό δείχτη. Το αίμα μου πετάχτηκε, πιτσίλισε το πορτρέτο, το δάπεδο. Νευριασμένος ακούμπησα το μήλο και το μαχαίρι στο γραφείο. Πήρα μια χαρτοπετσέτα, την τύλιξα γύρω από τον δείχτη να σταματήσει το αίμα. Και κοίταζα μια το αίμα μια τα πινέλα. Ξαφνικά, ασυλλόγιστα, βούτηξα τα πινέλα κι άρχισα να δουλεύω τις πιτσιλιές του φρέσκου αίματος πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, μπέρδεψα την ώχρα, το κίτρινο, το λίγο μπλε με το πραγματικό κόκκινο, το κόκκινο του αίματος το κόκκινο της  φωτιάς, το κόκκινο του ήλιου όταν βασιλεύει πίσω από τα μπλε απογευματινά βουνά, δε φαινόταν τίποτε, δεν άλλαζε τίποτε, κανείς δεν θα καταλάβαινε το αίμα μου πάνω στον καμβά, πάνω στο πρόσωπο του Δημάρχου, πάνω στο πρόσωπο μιας εξουσίας, που βρισκόταν απέναντι σε μια άλλη εξουσία, αίμα κυλούσε, αίμα έτρεχε από τον δείχτη η σχισμή ήταν βαθιά, κι εγώ με το πινέλο στο δεξί αντίχειρα και δείχτη μάζευα λίγο-λίγο το αίμα που στέρευε, σκούπιζα το ιδρωμένο μου πρόσωπο, κοίταζα τις ανταύγειες του αιμάτου και μαρμάρωνα, σκότωνα τις μικρές θελήσεις των ανθρώπων., τίποτα δεν άλλαζε ζωγραφίζοντας τον κόσμο με το αίμα, ίσα-ίσα το πρόσωπο του Δημάρχου, το πρόσωπο το δικό μου και το πρόσωπο του Καραβατζίδη, έμπλεκαν σε μια ωραία συμφωνία, ίσως Εαρινή, μπορεί και Καλοκαιρινή, πάντως πάνω στον καμβά, το αίμα δεν φαινόταν, μόνον οι Χημικοί και οι αναλυτές πινάκων μπορεί να το καταλάβαιναν αλλά αυτό θα γινόταν αργότερα. Πολύ αργότερα. Όταν εγώ θα είχα πεθάνει.
ΤΕΛΟΣ



1 σχόλιο:

  1. Το άναρχο και ανατρεπτικό της σκέψης σου σε ένα καμβά αφηγήματος.
    Θαυμάζω πολλές φορές την εκφραστική σου φαντασία Κώστα.Καλησπέρα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

ΑΝΤΊΘΕΤΗ ΣΚΈΨΗ

  Μόνο ένας έξυπνος και αυθόρμητος κόσμος μπορεί να δίνει τη χαρά. Πολλές φορές, εμείς οι μεγάλοι υποτιμούμε τους μικρούς. Τους πολύ μικρούς...