Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2019

ΦΟΡΑΣ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΑΝΑΠΟΔΑ....






Βράδυ, θεοσκότεινο. Τα νεύρα μου τεντωμένα. Τσίτα. Στο μπαλκόνι μας ο γέρο Μπαντκρεπ, γρυλίζει ανήσυχα. Ποιος είναι; Ποιος να είναι, κανείς. Τον κοιτάζω λίγο, έτσι πως γέρασε και δεν τον λυπάμαι. Εδώ μεγάλωσα εγώ. Μπαίνω μέσα. Η Αμαντέα με κοιτάζει με μάτια γεμάτα μίσος. Τα νεύρα της είναι τσίτα. Η υπερένταση της κοκκινίζει τα μάτια. Προσπάθησε να ηρεμήσεις! της φώναξα. Αντί απάντησης ένα παπούτσι περνάει σύρριζα στο αυτί μου. Αν με έβρισκε μπορεί να με κούφαινε αλλά δε με βρήκε. Πρόλαβα να κρυφτώ πίσω από το τραπέζι. Αμαντέα, της φώναξα και δεν άντεξα. όρμησα και την άρπαξα από τα μαλλιά. Ήταν χοντρή, είχε γίνει χοντρή, τα τελευταία χρόνια δεν πρόσεχε καθόλου τη σιλουέτα της. Αυτή με άρπαξε από τον λαιμό κυλιστήκαμε στον καναπέ, στο δάπεδο, πως γίνονται έτσι οι άνθρωποι πρόλαβα να σκεφτώ, γιατί με μισείς ρε; Είχαν γίνει πολύ άσχημα τα πράγματα, κάθε μέρα τσακωνόμαστε. Με το παραμικρό σα να ψάχναμε αιτία. Εγώ είπα να χωρίσουμε, εκείνη όχι. Όσο κι αν προσπάθησα δεν την έπεισα πως είχα δίκιο. Ύστερα ηρεμήσαμε κάπως, ο Μπάντκρεπ σταμάτησε να γρυλίζει, εμείς σταθήκαμε ο ένας απέναντι στον άλλον. Ωραία στιγμή του χωρισμού, στο μυαλό μου ένα τρένο, στο μυαλό της ένα μονοπάτι. Εγώ κρατούσα τη βαλίτσα στο χέρι. Η Αμαντέα δεν έκλαιγε. Φιληθήκαμε για τελευταία φορά.
Καθόμουν στο μπαλκόνι. Είχαμε ένα πολύ ωραίο μπαλκόνι που έβλεπε στον Υμηττό. Τόσο κοντά, που τα δέντρα του κρέμονται σχεδόν στα κάγκελα μας. Πότισες τα λουλούδια; με ρώτησε η Αμαντέα με κάποιο χαμόγελο. Έβαλες στον Μπαντκρεπ να φάει. Ύστερα κάθισε απέναντι μου. Συμβαίνει κάτι Αγησίλαε; Οι γυναίκες πάντα καταλαβαίνουν πως κάτι συμβαίνει. Όλο διαταγές είσαι, της χαμογέλασα. Μμμ, διαταγές! μιμήθηκε τη φωνή μου. Πάντα έλεγες πως αυτές είναι οι δικές σου δουλειές μέσα στο σπίτι. Τις άλλες τις άφηνες για μένα. Καμιά φορά φτάνει η στιγμή να τα βαριέσαι όλα, της απάντησα. Κι εμένα; είπε όλη παράπονο, λαχταρισμένη. Όχι, της χάιδεψα τα μαλλιά. Εσένα δε θα σε βαρεθώ ποτέ.. Αλήθεια μου λες; ζωντάνεψε τα μάτια της που είχαν αρχίσει να κάνουν ρυτίδες. Όχι, πως είχε μεγαλώσει πολύ αλλά είχε μεγαλώσει. Όπως και να το κάνεις και συ μεγάλωσες. Δε βλέπεις τους γκρίζους κροτάφους σου; με κάρφωσε. Πράγματι, τελευταία άσπριζαν ταχύτατα. Εντάξει όμως, είναι γοητεία, μου χαμογέλασε. Πάμε για πρωινό έξω, στη Γλυφάδα; πρότεινα, σαν πάλι άρχιζα να βαριέμαι. Η Αμαντέα σηκώθηκε κι αυτή κάπως βαριεστημένα. Πήγαμε στο Πλάζα καφέ, πήραμε το πρωινό μας αμίλητοι. Το πολύ ν ανταλλάξαμε δυο-τρεις κουβέντες κι επιστρέψαμε στο σπίτι μας. Εγώ αποτελείωσα το πότισμα κι εκείνη μαγείρευε ψιλοτραγουδώντας. Ύστερα ήρθε έξω. Να σου πω; στάθηκε στο άνοιγμα με νόημα. Σήκωσα τα μάτια, κατάλαβα. Παλιό παιχνίδι, δε μου άρεσε και μου άρεσε. Πήγα κοντά της, παρασυρθήκαμε στο κρεβάτι. Κάναμε έναν έρωτα χωρίς πάθος.
Ο Μπάντκρεπ ήταν ένα τέλειο κουτάβι. Ακόμα κι εγώ που δεν αγαπούσα τα ζώα τόσο, όσο η Αμαντέα, συμφώνησα να τον κρατήσουμε κοντά μαςνα μεγαλώσει. Ήταν μια ηλιόλουστη Καλοκαιρινή μέρα. Η Αμαντέα ήταν πανέμορφη. Τα μαλλιά της κυλούσαν στους λευκούς της ώμους, τα μάτια της πρασίνιζαν χιλιάδες αχτίνες. Είσαι μία, μοναδική, αξιαγάπητη, της φώναξα. Και συ είσαι ένας, μοναδικός, αξιαγάπητος, μου απάντησε. Με αγαπούσε. Ήξερε πως την αγαπούσα κιεγώ. Ένιωθα κοντά της να πετάω.  Σ ευχαριστώ, μου είπε μέσα στο αυτοκίνητο και με φίλησε πίσω από το αφτί. Ανατρίχιασα καθώς οδηγούσα. Μη! θα σκοτωθούμε, διαμαρτυρήθηκα. Δε με νοιάζει! αναφώνησε. Αν σκοτωθούμε παρέα, δε με νοιάζει τίποτε αλλά τώρα ζούμε! Και με αγκάλιασε ολόκληρο έτσι που μου φυγε το τιμόνι, το αυτοκίνητο έκανε ζιγκ-ζαγκ και το σταμάτησα στου δρόμου την άκρη, μέρα μεσημέρι. Δε μας ένοιαζε. Κάναμε έρωτα, το αυτοκίνητο ταρακουνήθηκε, ο Μπάντκρεπ μας κοίταζε και χαμογελούσε. Ναι, χαμογελούσε. Χαμογελούν και τα σκυλιά όταν βλέπουν τ αφεντικά τους ευτυχισμένα.
Το πατρικό σπίτι της Αμαντέας ήταν απέναντι από το δικό μου. Από όταν ήμασταν μικροί δε νομίζω πως της είχα δείξει ενδιαφέρον. Ούτε κι εκείνη, έτσι νόμιζα. Αργότερα κατάλαβα πως δεν ήταν έτσι. Ήταν Σαββατόβραδο του Σεπτέμβρη που δεν είχα τι να κάμω και στεκόμουν αναποφάσιστος στη μέση του δρόμου, ύστερα είπα να πάω στον Υμηττό να δω το λιοβασίλεμα. Όλα πήγαιναν καλά, είχα τελειώσει τις σπουδές μου και είχα πιάσει δουλειά σε μια περίφημη θέση. Οι σκέψεις μου ήταν ανάκατες, χαρούμενες, ευτυχισμένες. Πως είμαστε μερικές φορές χαρούμενοι, ευτυχισμένοι; έτσι. Στάθηκα πάνω σε ένα βράχο και κοίταζα. Ωραίο το ηλιοβασίλεμα! Μα εσύ, είσαι πιο ωραίος, την άκουσα να μου λέει και γύρισα έκπληκτος. Ήταν η Αμαντέα. Σταματημένη δυο μέτρα μακριά μου με ένα γαλάζιο φόρεμα να θροΐζει στο απογευματινό αεράκι. Ή όπως ανέβαινα πήρε το μάτι μου μια λιγνή σιλουέτα, γυναικεία, να κοιτάζει προς τη δύση. Πήγα αθόρυβα πίσω της. Η Αμαντέα δεν ξαφνιάστηκε. Γύρισε και με κοίταξε δυο μέτρα μακριά μου. Πανέμορφη, θρόιζε στο απογευματινό αεράκι. Ένιωθα χτύπους στην καρδιά, αυθόρμητα της έπιασα το χέρι. Περπατήσαμε στο σούρουπο, ανάμεσα στις ασφάκες. Δεν κατεβήκαμε. Αποφασίσαμε με τα μάτια ν ανέβουμε. Ο ήλιος βασίλευε κι εμείς δίναμε το πρώτο μας φιλί. Ίσως, να βρίσκαμε κάτι στην κορυφή του βουνού.
ΤΕΛΟς
.


3 σχόλια:

  1. Πάρα πολύ ωραίο Κώστα. Αυτό το παιχνίδισμα με το χρόνο και τις μεταλλάξεις των ανθρώπων και με συγκίνησε και μου άρεσε πολύ.
    Αγησίλαος και Αμαντέα λοιπόν. Συγκεκριμένα ενσταντανέ της ζωής τους σε διάφορες χρονικές φάσεις αλλά και διαθέσεις. Πολύ πρωτότυπο, χαρακτηριστικά συναισθηματικό.
    Μπράβο φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Από εμπρός προ τα πίσω. Ανάποδος κόσμος. Σωστά το είδες Τζον. Καλή σου μέρα.

      Διαγραφή

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...