Παρασκευή 28 Αυγούστου 2020

ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΟΝ ΛΥΚΑΒΗΤΤΟ.

 



 Ερημιά. Τόση ερημιά ποτέ δεν την είχα. Μέσα και έξω μου.
Αυτόν τον Δεκαπενταύγουστο έμεινα μόνος στην Αθήνα.
Ξεκίνησα λοιπόν μια βόλτα στους κεντρικούς δρόμους χωρίς
σαφή προσανατολισμό. Στο πίσω μέρος του εγκεφάλου, κάτι
κρυβόταν αλλα δεν μπορούσα ν αναγνωρίσω. Βάδισα προς την Πανεπιστημίου, την Ακαδημίας αδιάφορος, σχεδόν κενός,
όπως ήταν η Αθήνα όλη. Δεν κρατούσα τίποτε στα χέρια μου,
ήθελα να πιω έναν καφέ κάπου ψηλά, να δω τον κόσμο από
ψηλά, όπως τον έβλεπα τότε παιδί από τον Λυκαβηττό.
Ναι, από παιδί είχα να πάω. Ίσως από τότε με τη Μαρία.
Ναι, τότε ήταν που μας πήρε η κατηφόρα αγκαλιασμένους
σφιχτά, σχεδόν μισόγυμνοι γλιστρούσαμε στις πευκοβελόνες-
τι να γίνεται Μαρία;- και πέσαμε μέσα στα βάτα. Γεμίσαμε
αγκάθια μα γελούσαμε. Ήταν μια ευτυχισμένη εικόνα αυτή.
Αλλά τώρα δεν υπήρχε η Μαρία. Κι εγώ βάδιζα μεσημεριάτικα,
με τον ήλιο κατά μέτωπο στην Ακαδημίας. Ήταν τόση η ερημιά
που ούτε κάθε πεντακόσια μέτρα συναντούσες άνθρωπο. Έτσι,
μπορούσες να κατουρήσεις άνετα στο δρόμο, στα πεζοδρόμια,
στις βιτρίνες, χωρίς να σε ενοχλήσει κανείς. Ο ήχος του κάτουρου,
λες και διασπούσε τα ντουβάρια, ακουγόταν παντού εκκωφαντικός
-στην ερημια ο ήχος μεγαλώνει- τα βήματα μου αντηχούσαν
επίσης σαν πυροβολισμοί. Κράπ! Κράπ, κράπ! Κοίταξα πίσω
και είχα την εντύπωση πως κάποιος με ακολουθούσε. Κανείς.
Μετά από διακόσια βήματα, ξανά τα ίδια. Τώρα ήμουν σχεδόν
σίγουρος αφού είχα ακούσει τα βήματα του. Τίποτα. Αυτός που
με κυνηγούσε δε φαινόταν, ήταν αόρατος. Έστησα χάμω το αυτί
μου στην άσφαλτο. Ησυχία. Αφού εγω δεν περπατούσα, δεν
ακουγόταν τίποτα. Κι έπειτα ποιος να με ακολουθεί και γιατί;
Για ποιο λόγο; Μήπως είχαν μαντέψει τις προθέσεις μου να κάνω
διακοπές στο Λυκαβηττό και προσπαθούσαν να με αποτρέψουν;
Μπορεί. Σηκώθηκα όμως και συνέχισα το δρόμο μου. Πέρασα
από την πλατεία Κολωνακίου. Ψυχή. Τα περίπτερα όλα κλειστά. Οι καφετέριες αμπαρωμένες. Λοξοδρόμησα κατά τη Δεξαμενή, άλλες αναμνήσεις, καθώς τα τζιτζίκια άρχισαν να με πυροβολούν. Κάτι
ήταν κι αυτό. Σιγά- σιγά μπήκα μέσα στα πεύκα, προτίμησα τα
μονοπάτια από τη δημοσιά. Ξεραΐλα κι αποπνιξία, μούσκεψα
στον ιδρώτα, πνίγηκα στο κουρνιαχτό του απόηχου της μεγάλης
πόλης που για λίγο είχα χάσει από τα μάτια μου. Για λίγο, γιατί όταν έφτασα ψηλά, μόνος μου-απίστευτο πράγμα! δεν υπήρχε κανείς
άλλος εκεί. Μόνο εγώ κι ένα ελαφρύ αεράκι που ευτυχώς άρχισε
να φυσάει εκείνη την μεσημεριάτικη ώρα. Πήγα προς την βορεινή
πλευρά και ως δια μαγείας ένας μαυρούκος πωλούσε νερά και
αναψυκτικά. Σεν ποιον πωλούσε; Δίπλα του ένας βρώμικος και κοκαλιασμένος σκύλος, γουργούριζε από την πείνα κι από την
αφόρητη ζέστη. Πήρα ένα νερό αλλάξαμε μια ματιά με τον
μαύρο-αυτοί οι μαύροι, κοιτάζουν αλλιώτικα απ τους λευκούς-
και πήγα στις διόπτρες να κοιτάξω κάτω και γύρω στην Αθήνα,
όπως έκανα τότε παιδί. Μέσα σ αυτό το χαύνο περιβάλλον,
σ αυτή την
ασπρισμένη ατμόσφαιρα που περιέβαλε την τεράστια πόλη,
σκέφτηκα πως δεν κοιμόταν και δεν έμενε κανένας άνθρωπος.
Είχαν φύγει όλοι με μιας. Λες και θα γινόταν σεισμός,
λες και θα έπεφτε αρρώστια,
άφησαν τα υπάρχοντα τους και πήγαν κατά διαόλου μεριά.
Μπορεί να μη γύριζαν ποτέ. Κι αυτό δε μου άρεσε καθόλου.
Πάντα είχα έμμονες ιδέες αλλά τώρα τελευταία το παράκανα.
Παράτησα τις διόπτρες, έτσι
κι αλλιώς το θέαμα ήταν οικτρό και κατηφόρισα από την άλλη
μεριά, προς την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Μπήκα μέσα στο δάσος
κι αυτός που με ακολουθούσε έκρυψε τα χωμάτινα βήματα του.
Σταμάτησα κάτω
από τα μεγάλα πεύκα, κοίταξα γύρω, είδα ένα μέρος που
έκανε για να ξαπλώσω. 

Την έπεσα εκεί ανάμεσα στα χόρτα και κοιμήθηκα μέχρι
που σκοτείνιασε ο κόσμος.

 

6 σχόλια:

  1. Παράξενο το οδοιπορικό σου Κώστα. Γεμάτο εικόνες, αναπολήσεις. Πευκοβελόνες στον Λυκαβηττό και ψηλά στο Κολωνάκι. Αυτή η ερημιά που περιγράφεις είναι απίστευτη και της δίνεις ιδιαίτερο χρώμα.
    Καλησπέρα φίλε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Έτσι είναι Τζον, κι εγώ...απίστευτος είμαι! καλησπέρα φίλε.

      Διαγραφή
  2. Μπορεί Εσένα να μην σε πιστεύει κανείς -αν το προτιμάς- τον συγγραφέα όμως τον αναγνωρίζουν όλοι. Δεν μπορείς να του ...κρυφτείς.
    Θα συμφωνήσω με τον Γιάννη ως προς την ακρίβεια της περιγραφής της ερημιάς που ορίζεις σε δύο μόνο λέξεις ΜΕΣΑ-ΕΞΩ .Εικόνες κι αυτές! Το στοιχείο σου βλέπεις.
    Την καλημέρα μου ,πάντα με ΥΓΕΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Λυγερή, [μετά από χρόνια και καιρούς;] Α, ναι εσύ μπορείς να ξεχωρίζεις μεταξύ εμένα και του συγγραφέα. Στις δυο- μόνο λέξεις που στάθηκες, τις κουβαλάμε αιωνίως στις πλάτες μας. Να είσαι πάντα καλά αγαπητή μου και να φαίνεσαι-έχεις μια ιδιαίτερη γνώμη.

      Διαγραφή
  3. Μπά ! δεν έγινε φτωχότερο το διαδίκτυο από την απουσία μου, ούτε οι αναγνώστες μου φανατικοί νοσταλγοί μου.

    Απλά,τυχαία βρεθήκαμε με τον "συγγραφέα" στην ίδια συχνότητα ΜΕΣΑ-ΕΞΩ ! Ε, να μην του πω ένα γεια ? Έτσι κι αλλιώς εύχομαι να είναι πάντα καλά ( και μπράβο του) κι όταν δεν φαίνομαι.

    Εσύ γράφε .Ξέρεις ότι το κάνεις εξοργιστικά καλά !!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Νομίζεις. Σε σχέση αυτά που λες για το διαδίκτυο.
      Μ έπιασε για τα καλά μ αυτό το "εξοργιστικά καλά"! Μόνο εσύ θα μπορούσες να το εκφράσεις έτσι.

      Διαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...