Δευτέρα 24 Αυγούστου 2020

ΆΣΠΡΟ ΦΟΥΣΤΆΝΙ

 

Ερχόμουν τότε από μακριά, πέρα από τον μεγάλο κόσμο, διψασμένος, κατάκοπος, με ένα δισάκι στον
ώμο περπατούσα μέρες μέχρι να συναντήσω μια Ευτυχία που με περίμενε πάντα εκεί, δίπλα στη βρύση
που πλάθαμε όνειρα να παντρευτούμε κάποτε. Σταμάτησα λίγο κάτω από ένα χωράφι που παλιά ήταν
γήπεδο-λέγανε πως το χε κάνει δώρο ο παππούς μου. Ξελαχάνιασα κι είπα ν ανέβω την ανηφόρα.
Πιάστηκα από τις ασφάκες, τα βράχια, το μονοπάτι είχε κλείσει αλλά κατάφερα να σκαρφαλώσω
και να δω τον τόπο που ήταν ίδιος απαράλλαχτος όπως τότε που ήμουν παιδί. Οι ομάδες χωρίστηκαν,
η μπάλα πήγε στη σέντρα κι άρχισε ο σφοδρός αγώνας. Νταπ- ντούπ, νταπ- ντουπ, η μπάλα, έπιασα
ένα βολέ, ήμουν παιχταράς κι ο Σταύρος ο τερματοφύλακας δεν μπόρεσε ν αποκρούσει. Ο ιδρώτας, η τσατίλα,
τα νεύρα, πέφταν μπουνιές και κλωτσιές, τα πρόσωπα μας είχαν γεμίσει λάσπη αλλά μια χαρά ήταν
ζωγραφισμένη στα πρόσωπα όλων. Κερδίσαμε και κατηφόρισα πάλι το μονοπάτι, πέρασα τα σιάδια
το πρωινό αυτής της Κυριακής που η μάνα μου έφτιαχνε το φαί στον παλιό φούρνο έξω από το σπίτι μας.
Πεινούσα και διψούσα. Ο λαιμός μου είχε στεγνώσει, δεκαπέντε χρονών παλληκάρι, οι φίλοι μου που
παίζαμε μπάλα είχαν χαθεί στον άνεμο αλλά η Ευτυχία με περίμενε στη βρύση που έφτασα σε λίγο.
Ήταν λίγο έξω από το χωριό μπροστά στο περιβόλι μας. Ακριβώς εκεί και ο αιωνόβιος πλάτανος
που προσπάθησα μάταια κάποια φορά ν αγκαλιάσω τον πελώριο κορμό του.
Κρύφτηκα πίσω του κι έβλεπα την Ευτυχία να χορεύει, περιμένοντας να γεμίσει τη βαρέλα,
ένα ξύλινο δοχείο που το φάσκιωναν στην πλάτη τους σαν μωρό οι γυναίκες. Α, τι όμορφες ήταν!
όπως τώρα η Ευτυχία. Φορούσε ένα άσπρο, λινό φόρεμα, και είχε τα μαλλιά της κότσο,
Τα έλυσε σαν νεράιδα των νερών κι άρχισε ένα τραγούδι:

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

κι εγώ θα περιμένω μια ζωή

να ρθει από μακριά, να με πάρει

να με πάρει από εδώ

 

Τρέχει, τρέχει- τρέχει το νερό

κυλάει μου πνίγει τον καημό

Τρέχει, τρέχει-τρέχει το νερό

που είναι ο νιος που αγαπώ;

Η βρύση ήταν πέτρινη, μαστορεμένη από παλιούς ανθρώπους κι εγω αποφάσισα να βγω πίσω απ τον
πλάτανο καθώς η Ευτυχία έσκυβε να σηκώσει τη βαρέλα και δε με  βλεπε. Έφτασα κοντά της και την αγκάλιασα.
Γύρισε έντρομη κάνοντας ένα ριγόφερτο αααα! το κορμί της τρεμούλιασε στην αγκαλιά μου. Δώσαμε ένα φιλί,
σα να μη ξέρουμε πως να ενώσουμε τα χείλη μας,
 κοιταχτήκαμε στα μάτια, τη βοήθησα να ζαλώσει
τη βαρέλα και πήραμε το δρόμο για το σπίτι. 

Η μάνα σου, μου είπε, τώρα θα έχει έτοιμο το φαί.

 

 

 

2 σχόλια:

  1. Πολύ όμορφο Κώστα. Εικόνες, συναισθήματα, λόγος. Όλα δικά σου.
    Καλησπέρα φίλε και καλή βδομάδα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλή μέρα Τζον. Κι εσύ πάντα καίριος στις διαπιστώσεις σου.

      Διαγραφή

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...