Πηγαίναμε εκεί χρόνια. Ένας πλάτανος με κολλημένο επάνω τον βαθυπράσινο κισσό, αγκαλιά αιώνες, μια βελανιδιά ξερακιανή με ασπρισμένα τα κομμάτια στον κωλόριζο, γεμάτη μυρμήγκια να ταξιδεύουν, ν ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν έρμαια των ψευδαισθήσεων να αποδείξουν πως με την εργασία κερδίζουν μια θέση σ αυτόν τον μαραζωμένο κόσμο της αυταπάτης. Πιο δίπλα το πουρνάρι γκριζερό, δίσκαμπτο, αειθαλές, με τα αγκαθωτά φύλλα του, τους τζίτζικες να φωνασκούν τα Καλοκαίρια και να πεθαίνουν κάθε Χειμώνα. Αυτό το πουρνάρι με το στραβό ψήλωμα, πήγαινε σχεδόν παράλληλα με το έδαφος, έστριβε προς το γκρεμό, κάτω από το μεγάλο πεζούλι της αυλής και μπορούσες να ταξιδέψεις μαζί του στο χάος αν ήθελες να δεις τον άλλο κόσμο πάνω από το ύψος της φθαρμένης πραγματικότητας. Πάνω από το γκρεμό που στο βάθος του, κυλούσε ένας μακρύς και βουερός νερόλακκος.
Στον αυλόγυρο του καφενείου των δέντρων, επικρατούσε συνήθως μια ησυχία, τα δέντρα έπιναν τον καφέ τους αμέριμνα, θροΐζοντας τα φύλλα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν την απουσία των ανθρώπων. Στην άλλη άκρη, στηριγμένη στις πέτρες του τοίχου, μια κουτσουπιά, έρριχνε τον παχύ ίσκιο της. Τα ημιστρόγγυλα φύλλα, ο μαύρος ίσκιος του γερασμένου κορμιού της, παίδευε τα παιδιά, που έκοβαν από ένα φύλλο, το τοποθετούσαν στο αριστερό χέρι που έκανε τρύπα και με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού, χλάπ! χτυπούσαν ξαφνικά έτσι που να ακουστεί ένας μεγάλος κρότος στην ησυχία του ανήμπορου μεσημεριού κι όλος αυτός ο κόσμος λες και ξυπνούσε τότε από έναν λήθαργο αιώνων. Ο Πλάτανος σαν πιο μεγάλος και πιο ψηλός από όλους, με τα φύλλα του να μοιάζουν με ανοιχτές παλάμες, κοκκινωπές το Φθινόπωρο, ανοιχτοπράσινες την Άνοιξη, δεν έλεγε τίποτε. Τι μπορούσε να πει άλλωστε; Ζούσε αιώνες θλιμμένος από τόσα που είχε δει κι αν μπορούσε ν απαλλαχτεί από σφιχταγκάλιασμα του κισσού που του κοβε την ανάσα, θα το έκανε ευχαρίστως αλλά βλέπεις στη ζωή δε γίνεται πάντα αυτό που ήθελαν τα δέντρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου