Κάθονταν
στην αυλή που έβλεπε στο πεζοδρόμιο.
Ενός καφέ στο κέντρο της πόλης. Απόγευμα
που σιγά-σιγά σουρούπωνε στο κέντρο της
Αθήνας.
Η Μόνικα έκανε κινήσεις αργές,
μετρημένες. Αέρινες σαν του κοριτσιού
ενός κλασικού μπαλέτου.
-Δε μου έχεις
πει αν ήσουν χορεύτρια; ρώτησε. Πίνοντας
μια γουλιά μπύρα.
-Σου το είπα καλέ
μου! Αλλά δεν το θυμάσαι! Εσύ είσαι
ηλεκτρολόγος κι εγώ χορεύτρια, θα γίνουμε
ένα υπέροχο ζευγάρι ε;, δε να με παντρευτείς
καλέ μου;
Ο Μάικ γέλασε. Γέλασε
χαρούμενα. Ναι, θα την παντρευόταν, το
είχε πάρει απόφαση και της το
επιβεβαίωσε.
Ωραία! Και πότε θα μου
γνωρίσεις αυτόν τον φίλο σου; Τον
Παράμετρο που είπες;
-Τώρα, όπου να
ναι έρχεται δε σου είπα πως έχουμε
ραντεβού εδώ; και δεν είναι φίλος μου,
είναι αδερφός μου, να το θυμάσαι.
-Ναι
καλέ, το θυμάμαι. Όπως θυμάμαι πως ήσαστε
μαζί φυλακή..
-Τι σχέση έχει να κάνει
αυτό; την έκοψε.
-Τίποτε μην κάνεις
έτσι, εγώ θα ς αγαπώ κι αν μπεις ς όλες
τις φυλακές του κόσμου.
Ωστόσο εκείνη
τη στιγμή κατέφτασε ο Γιάννης Παράμετρος.
Αγαλιάστηκε με τον Μάικ, και γύρισε
ευγενικά προς την Μόνικα.
-Η Μόνικα,
έκανε τη σύσταση ο Μάικ. Και είχε ένα
ύφος περήφανο.
Οι δυο τους είχαν κάνει
παρέα με διάφορες γυναίκες στο παρελθόν
αλλά ο Παράμετρος δε θυμήθηκε καμιά σαν
αυτή που του γνώριζε τώρα ο φίλος του.
Έμεινε να την κοιτάζει κανένα λεπτό με
ύφος απορημένο. Τα μάτια τους συναντήθηκαν,
κοιτάχτηκαν έντονα κι ύστερα τράβηξε
το βλέμμα του αλλού. Κάτι δεν του άρεσε
στο δικό του βλέμμα αλλά και της Μόνικα
αλλά έδιωξε γρήγορα ότι κινήθηκε στον
αέρα. Μέχρι τότε δεν είχε νιώσει τίποτε
για οποιαδήποτε γυναίκα ήταν δεσμευμένη
ή ακόμα χειρότερα παντρεμένη. Δεν παίρνω
τη γυναίκα ενός άλλου, έλεγε. Δε νιώθω
τίποτε όταν μια γυναίκα δηλώνει
παντρεμένη, γιατί να ερωτευτώ μια
παντρένη γυναίκα; και το χαν κουβεντιάσει
πολλές φορές με τον Μάικ που συμφωνούσε
μαζί του. Υπάρχουν άλλες ελεύθερες
γυναίκες! Είχαν φωνάξει πολλές φορές
μαζί. Όμως κατι στον τρόπο που κοιτάχτηκαν
με τη Μόνικα, κάτι τον έκανε να νιώσει
μια κάποια ενοχή, μια σκέψη γρήγορη πως
κάτι θα συνέβαινε μεταξύ τους αλλά την
έδιωξε ενοχλημένος.
-Τι συμβαίνει;
τον έδιωξε από τις σκέψεις του ο Μάικ.
-Τι
να συμβαίνει, χαμογέλασε. Όλα ωραία! Και
φώναξε το γκαρσόν να παραγγείλει κάτι
να πιει. Παράγγειλε ένα μπουκάλι ουίσκι,
έβαλαν στα ποτήρια. Τσούγκρισαν γελαστοί,
χαρούμενοι. Τι τους ένοιαζε; ήταν τρεις
ευτυχισμένοι άνθρωποι που ζούσαν που
στα πρόσωπα τους αντιφέγγιζε η νεότητα,
το σφρίγος, η ζεστασιά. Όλα ήταν υπέροχα
ενώ οι άνθρωποι διάβαιναν κρατώντας
τις ομπρέλες του στον βρεγμένο δρόμο.
Όταν
γεννήθηκε το πρώτο του παιδί δεν πέταξε
στ αστέρια, ούτε έγινε πιο χαρούμενος.
Μάλλον τον έπιασε μια μεγάλη θλίψη για
λίγο μετά από την πρόσκαιρη ευτυχία, το
χρειαζούμενο χαμόγελο των στιγμών. Το
δικό του αλλά και όσων βρίσκονταν δίπλα
του εκείνες τις στιγμές της γέννησης
του Ιωάννη Β Παράμετρου. Αυτό θα ήταν
το όνομα του γιου του.
Η Ευγενία είχε
μια εύκολη γέννα και ήταν όλη χαμόγελο
. Άστραφε από ανείπωτη χαρά. Οργάνωσε
μια γιορτή, πήγαν όλοι οι κοντινοί
συγγενείς και φίλοι γεμάτοι δώρα και
ευχές. Ο Ιωάννης Β έκλαιγε ασταμάτητα
μέσα στις άσπρες πάνες, τις πιπίλες, τα
μωρουδιακά αξεσουάρ. Γιατί κλαίνε τόσο
πολύ τα μωρά; ρώτησε τον Μάικ, όταν κόπασε
κάπως ο θόρυβος των ευχών και ήπιαν το
πρώτο ποτό στην υγειά του μωρού.
-Δεν
ξέρω...έσυρε τη φωνή του ο Μάικ. Εσύ
ξέρεις;
-Νομίζω επειδή γνωρίζουν την
τραγωδία που τα περιμένει..
-Η ζωή
είναι τραγωδία; κελάρισε δίπλα απ τον
Μάικ η φωνή της Μόνικα.
-Απόλυτη!
Χαμογέλασε ο Παράμετρος.
Δεν
καταλαβαίνω πως σκέφτεσαι! Απάντησε.
Εσύ φαίνεσαι ένας ευτυχισμένος
άνθρωπος
Ωραίος χαρακτηρισμός για
κάποιον που είχε την απελπισία κρυμμένη
στα κατάβαθα της ψυχής του. Ευτυχισμένος
άνθρωπος δεν ήταν ποτέ. Ούτε ο πιο
απελπισμένος. Έκρυβε με επιτυχία ότι
δεν του φαινόταν καλό για τη ζωή. Ανοιχτά
έλεγε να μπορείς να ζεις για τη χαρά
μέσα του
έβραζε από τόσα ερωτήματα που δεν
έβρισκαν απαντήσεις.
-Τα μωρά κλαίνε
συνήθως γιατί πεινάνε. Επειδή κρυώνουν
και το κυριότερο είναι που θέλουν χάδια
κι αγκαλιές! Είπε κοιτάζοντας έτσι την
Μόνικα που ο Μάικ έδειξε να ενοχλείται
-Τι
συμβαίνει φίλε; τον γύρισε κατά πρόσωπο
ο Μάικ.
Τα χέρια τους πιάστηκαν σε
θέσεις μπράντεφερ. Ήρθαν αντιμέτωποι,
έσμιξαν πολύ κοντά τα πρόσωπα, τα χέρια
πίεσαν με όλες τις δυνάμεις, για το ποιος
θα νικήσει. Με τα μάτια και με τα χέρια
και, ήταν η πρώτη φορά που οι δυο φίλοι
έρχονταν αντιμέτωποι.
-Οι άντρες δεν
κοιτάν τη γυναίκα άλλων! Λόγια δικά σου!
Είπε σκληρά ανάμεσα από τα δόντια του
ο Μάικ.
-Έχεις δίκιο! Απάντησε σφιγμένα
ο Παράμετρος.
-Ε, τότε; συμπέρανε ο
Μαικ κατεβάζοντας την παλάμη του στο
τραπέζι. Έχασες! Είμαι πιο δυνατός από
σένα! Έχασες μια φορά Παράμετρε!
Πανηγύρισε.
Κανείς δεν είχε πάρει
μυρωδιά τι ακριβώς είχε συμβεί, όλοι
νόμιζαν πως αστειεύονταν, όπως έκαναν
συχνά οι δυο τους. Μόνο η Μόνικα κοίταζε
απορημένη μια τον έναν και μια τον άλλον
αν και είχε καταλάβει τι ακριβώς άρχισε
να συμβαίνει. Το είχε καταλάβει από την
πρώτη στιγμή που είχαν συναντηθεί. Κάτι
δεν θα πήγαινε καλά ς αυτή την ιστορία.
Έτσι προσπάθησε να συναντήσει μια φορά
τον Παράμετρο. Κρυφά από τους άλλους
και του το είπε, μετά από εκείνο το
γεγονός.
-Θέλω να μιλήσουμε εμείς οι
δυο, του ψιθύρισε.
-Εντάξει, είπε αυτός
και την παρέσυρε ς έναν καιάδα.
Η
συνάντηση τους ήταν από εκείνες που
καίγονται τα φύλλα. Δεν πρόλαβαν να
πούνε γεια, χαμογελώντας και έπεσαν
στην αγκαλιά. Φιλήθηκαν σαν να ήταν
εραστές από παλιά, κυλίστηκαν κατάχαμα
στο δάπεδο, ξέσκισαν τα ρούχα, γυμνώθηκαν,
έκαναν έρωτα. Ίδρωσαν όταν σηκώθηκαν
χωρίς ν ανταλλάξουν λόγια, μόνο
κοιταζόντουσαν με πάθος.
Τρεις σελίδες από το μυθιστόρημα που γράφω τώρα... [Η ΠΑΡΆΜΕΤΡΟΣ ΤΟΥ ΑΙΝΣΤΑΙΝ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου