Ποτέ δεν
τα πήγαινα καλά με τις ομπρέλες, από
μικρό παιδί. Τις έχανα, τις ξεχνούσα εδώ
κι εκεί, αν και οι περισσότερες σκίζονταν,
στράβωναν τα σύρματα, γύριζαν ανάποδα
στο ξεροβόρι. Έτσι νευρίαζα πάρα πολύ
γιατί συνήθως γινόμουν μούσκεμα μέχρι
το κόκαλο κι αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα
γιατί να είχα τόση ατυχία με τις
ομπρέλες.
Έτσι φέτος το Χειμώνα
αποφάσισα να αγοράσω μια ακριβή, μια
πανάκριβη που τα σύρματα και ο κορμός
να είναι από χρυσό. Πήγα σε ένα ομπρελάδικο
και μόλις είπα την παραγγελία μου, ο
ομπρελάς με κοίταζε με ανοιχτό στόμα.
Του το κλεισα και επέμενα αν μπορούσε
να μου τη βρει. Έξυσε τον κρόταφο, σκέφτηκε
λίγο. «Θα σε στείλω σε έναν δικό άνθρωπο,
εδώ παρακάτω. Αυτός έχει αντίκες, παλιά
αντικείμενα κ αν θυμάμαι καλά είχε πάρει
το μάτι μου μια χρυσή ομπρέλα με μεταξένιο
πανί, εκεί να πας,» μου είπε και μου
έγραψε σε ένα μαυρισμένο χαρτί τη
διεύθυνση του αντικέρ. « Να ξέρεις όμως
πως θα είναι ακριβή!» « Δε με ενδιαφέρουν
τα λεφτά, έχω λεφτά, τι να τα κάνεις τα
λεφτά όταν δεν είσαι ευτυχισμένος;»
είπα. «Και η ευτυχία σου είναι μια χρυσή
ομπρέλα;» είπε και μ έκοβε σαν βαρεμένο.
Δεν του
δωσα άλλη σημασία, βγήκα στο δρόμο,
έβρεχε σφοδρά, φυσούσε. Προσπάθησα ν
ανοίξω τη σπασμένη ομπρέλα, βλαστήμησα,
ο αγέρας τη γύρισε ανάποδα. Απογοητευμένος
την παράτησα- ο αγέρας τη σκάλωσε πάνω
σε μια τέντα, σε μια ακακία και δεν
υπάρχει πιο οικτρή εικόνα από μια
ξεσχισμένη ομπρέλα, ενώ εγώ τουρτούριζα
ήδη με τα νερά να τρέχουν ανάμεσα από
τα φρύδια μου. Ένα αυλάκι άνοιξε πίσω
στη ραχοκοκαλιά μου. Ξεκίνησε πάνω από
την πλάτη, άνοιξε δρόμο στην κατηφοριά,
πέρασε τη ζώνη κύλισε μέχρι κάτω τα
παντζάκια μου. Αφού πια το νερό κυλούσε
παντού επάνω μου δεν υπήρχε λόγος να
προφυλάσσομαι κάτω από τις στενές
μαρκίζες και βάδιζα στην ‘ασφαλτο. Έτσι
κι αλλιώς όλος ο κόσμος προσπαθούσε κα
προφυλαχτεί κάτω από τις μαρκίζες,
ιδιαίτερα οι γυναίκες. Δεν ξέρω γιατί
αλλά νομίζω πως οι γυναίκες φοβούνται
περισσότερο τη βροχή, τα μπουμπουνητατις
αστραπές. Αυτή την εντύπωση την είχα
από παλιά και δεν την άλλαζα. Μια πολλή
όμορφη με μια κατακόκκινη ομπρέλα,
ολοκαίνουργια χαμογελούσε, άστραφτε
το τακούνι της στο δρόμο, μέχρι που ο
αγέρας την περιποιήθηκε και αυτήν τη
στιμή που προσπαθούσε να κρύψει τα γυμνά
της πόδια. Όλος ο δρόμος στράφηκε κατά
εκεί, εννοείται οι άντρες πιο πολύ.
Ηγυναίκα με την κατακόκκινη ομπρέλα
φορούσε και κόκκινη κυλότα. Όχι ακριβώς,
λίγο προς το ροζέ ήταν. Ωραία ήταν,
ευχαριστήθηκε κάμποσο το μάτι μου κι
ύστερα τάχυνα το βήμα μου να φτάσω στον
αντικέρ. Έπρεπε να βιαστώ, γιατί ήδη
είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Οι σταγόνες
τις βροχής με ράπιζαν ανεπανόρθωτα, τα
παπούτσια μου είχαν γεμίσει νερά, οι
κάλτσες μαζεύτηκαν στον αστράγαλο αλλά
εγώ έπρεπε να φτάσω στον προορισμό μου.
Κοίταζα τους αριθμούς στις γωνίες των
κτιρίων της λεωφόρου, ήμουν ακόμα μακριά
κανένα χιλιόμετρο μέχρι να φτάσω στο
817. Τι διάολο λεωφόρο ήταν αυτή; Δε θυμάμαι
να έχω ξαναδει άλλη φορά τόσο μεγάλους
αριθμούς. Άντε μέχρι τριακόσια θυμόμουν
αλλά αφού έτσι μου είχε πει ο άνθρωπος
μου τι να έκανα; Θα
έφτανα κάποτε.
Πράγματι
έφτασα κάποτε. Ήταν ένα μεγάλο ημιυπόγειο.
Κατέβηκα δυο τρια σκαλιά, μπήκα στο
χώρο. Πίνακες, εικόνες, παλιά βιβλία,
μεταλλικά αντικείμενα, πάσης μορφής,
μικροέπιπλα, ότι μπορείς να φανταστείς
είδα εκεί μέσα. Αλλά ομπρέλα και μάλιστα
χρυσή, πουθενά. Ούτε κανένας άνθρωπος
φαινόταν, τι διάολο, εγώ αν έβλεπα τη
χρυσή ομπρέλα θα την έκλεβα και θα το
βαζα στα πόδια, έτσι για να μάθουν να
μην αφήνουν τα μαγαζιά μόνα τους. Καθώς
σκεφτόμουν την ανευθυνότητα των ανθρώπων
από το βάθος ξεπρόβαλλε μια παφουμαρισμένη
κυρία, βαμμένη έντονα, σαν από άλλη
εποχή, ίσως του περασμένου αιώνα. Μου
χαμογέλασε κι άφησε να φανούν τα μεγάλα
δόντια της ανάμεσα από τα γερασμένα
χείλια της.
-Τι θέλετε; Μου είπε
μελιστάλλαχτα.
-Βρέχει πολύ έξω, της
είπα.
-Ε, και; Από
ζάχαρη είσαι καλέ; Εσύ
είσαι ολόληρος άντρας..
-Άκου κυρά,
έκανα χωρίς περιστροφές. Έχω πρόβλημα
με τις ομπρέλες μου..
-Α, γι αυτό
ήρθες!
-Για ποιο;
-Για τη χρυσή
ομπρέλα! Κατάλαβα.
Ναι αλλά να ξέρεις είναι πανάκριβη,
έχεις χρήμα; Και
με εξέταζε από πάνω μέχρι κάτω.
-Έχω,
της απάντησα και σκεφτόμουν τον Ιάσονα
που έψαχνε το χρυσόμαλλο δέρας.
-Γιατί
να είχε μεγαλύτερη αξία ένα χρυσόμαλλο
δέρας από μια χρόμαλλη ομπρέλα; τη
ρώτησα. Φέρε μου την!
Η αστραποβαρεμένη
κυρία του περασμένου αιώνα, έσυρε τα
πασούμια της στο μαύρο τσιμέντο. Γιατί
δεν έβαζαν μερικά πλακάκια; Τόσο ακριβά
ήταν πια;
Ωστόσο η παφουμαρισμένη
κυρία κτλ. Έφτασε κρατώντας ένα μικρό,
μικρούτσικο αντικείμενο. Ίσως δέκα
εκατοστών, όχι παραπάνω. Ήταν μια απομίση
ομπρέλας του Μεσαίωνα. Η θήκη, χρυσή,
όπως και το φερμουάρ. Το άνοιξε και την
έβγαλε έξω. Άνοιξε θριαμβευτικά και την
ομπρέλα με το χρυσό μπαστούνι, και τα
χρυσά σύρματα.
-Νατή! Έκανε
θριαμβευτικά.
-Τι είναι αυτό; ψέλλισα,
εγώ έχω πρόβλημα με το νερό, με τη
βροχή..
- Λοιπόν, θα την πάρεις τώρα;
Δεν έχω χρόνο
για χάσιμο κύριε μου!
Έβγαλα
το καρνέ των επιταγών της έγραψα το
νούμερο που ήθελε, πήρα τη χρυσή ομπρέλα
και βγήκα στο δρόμου όπου η βροχή και ο
αγέρας.
ΜΙΚΡΑ ΔΙΗΓΉΜΑΤΑ ΜΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου