Έξω ο κόσμος είχε αρχίσει ν αλλάζει επικίνδυνα. Ένας καινούριος τρόπος ζωής έκανε με ορμή την εμφάνιση του. Άμεσα νοίκιασε ένα μικρό διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης, ένα ισόγειο γιατί πάντα του άρεσαν τα ισόγεια, μαζί με το νερό φοβόταν και τα ύψη, ποτέ δεν του άρεσαν τα μεγάλα διαμερίσματα και τα ρετιρέ.Τα λίγα χρήματα που είχε εξοικονομήσει μέσα στη φυλακή μετά από αυτό, τελείωσαν κι έπρεπε να βρει κάτι να κάνει, να βρει κάποια δουλειά για να μπορεί να συντηρείται. Έτσι βολεύτηκε προς το παρόν σε ένα λαϊκό εστιατόριο. Δεν του άρεσε να σερβίρει τους ανθρώπους να τρώνε ήταν κάπως μειωτική σαν δουλειά αλλά και ποια δεν ήταν! Θεωρούσε κατώτερα όντα όσους δούλευαν, τους έβλεπε περιφρονητικά όλους, εργάτες, υπαλλήλους δημόσιους και μη. Με λίγα λόγια μισούσε τη δουλειά, όχι τους ανθρώπους και ότι προερχόταν από αυτήν. Κόπωση, εξοικονόμηση χρημάτων, μονοτονία. Μια φορά είχε δουλέψει σε ένα εργοστάσιο κονσερβοποιίας και πίστεψε πως ήταν ένα εξάρτημα μηχανής, ένας ιμάντας που πηγαινοερχόταν και πάνω του κουβαλούσε άδεια τενεκεδάκια. Αυτό κι αν ήταν η καταβαράθρωση της ανθρώπινης υπόληψης αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, έπρεπε να βγάζει τα προς το ζην. Το φαγητό και το ποτό του. Τα χρήματα ήταν απόλυτα απαραίτητα πια σ αυτή την κοινωνία. Όπως και τα τηλέφωνα όπως αυτό που αγόρασε και, πράγμα παράξενο, του άρεσε! Δεν είχε πολλούς να τηλεφωνεί αλλά αυτά δεν ήταν μόνο για να τηλεφωνεί κανείς. Έκανες μ αυτά διάφορες εργασίες Κι έπειτα, όπου και να πήγαινε για να ψάξει για δουλειά, όλοι του ζητούσαν τον αριθμό τηλεφώνου. Έτσι του μίλησε ο εστιάτορας όπου τελικά έπιασε δουλειά.
-Τηλέφωνο έχεις; δος μου τον αριθμό σου και μια-δυο μέρες θα σε ειδοποιήσω να έρθεις...είπες την ξέρεις τη δουλειά ε;
Τι να λεγε; πως δεν την ήξερε; σίγουρα δε θα τον έπαιρνε, εξ άλλου δεν ήταν τίποτε ιδιαίτερο. Μέσα σε λίγες μέρες εξοικειώθηκε κι όλα πήγαιναν μια χαρά. Για το παρελθόν, ιδιαίτερα για τη φυλάκιση του δεν μίλησε σε κανέναν εξ άλλου ποιος ενδιαφερόταν; Ο Γιάννης Παράμετρος έγινε γρήγορα καλός στη δουλειά του. Τ αφεντικό τον εκτιμούσε, πράγμα παράξενο αλλά δεν ήθελε να μπλέξει με τα δικά του κι έτσι κρατούσε τους τύπους. Ήταν ευγενικός, με όλους. Με τους πελάτες που και αυτοί τον εκτιμούσαν. Συχνά του μιλούσε γι αυτούς που τους ήξερε χρόνια και παινευόταν πως ο τάδε ήταν εισαγγελέας, ο άλλος δάσκαλος, ο κοντός είχε επιχείρηση με ρούχα. Ένα σωρό άχρηστα πράγματα του μιλούσε όταν δεν είχαν δουλειά κι αυτό γινόταν, συνήθως λίγο πριν έρθουν οι πρώτοι πελάτες για το μεσημεριανό φαγητό.
-Αυτόν που μπήκε τώρα να τον προσέξεις ιδιαίτερα! είναι ο Αστυνόμος!του μίλησε συνωμοτικά εκείνο το μεσημέρι και του δειξε έναν που είχε καθίσει.
Είχε γυρισμένες τις πλάτες προς αυτούς και δεν είδε το πρόσωπο του αλλά το σουλούπι κάτι του θύμισε και βιάστηκε να πάει να τον εξυπηρετήσει.
- Καλημέρα σας. Τι επιθυμεί ο κύριος; ρώτησε και αλαφιάστηκε μόλις αναγνώρισε στο πρόσωπο του άλλου, τον Αστυνόμο Σαμσωνίδη.
-Τι μικρός που είναι ο κόσμος; του χαμογέλασε αυτός.
-Μη με κάψεις, δε χρειάζεται να ξέρουν αυτοί εδώ, μουρμούρισε λίγο ξαφνιασμένος.
-Μη φοβάσαι, άλλωστε γιατί; τώρα είσαι πάλι ελεύθερος..εξέτισες την ποινή σου! απάντησε επίσης χαμηλόφωνα. Φέρε μου μπάμιες με κοτόπουλο, μια φέτα, λίγο κρασί.
-Κόκκινο;
-Ναι, που το ξέρεις; βάλε κι ένα ποτήρι δικό σου..
-Απαγορεύεται εν ώρα υπηρεσίας..
-Έγινες καλό παιδί! γέλασε ο Αστυνόμος. Δεν πειράζει, δεν έχεις ακόμα κόσμο, φέρε το φαγητό μου κι έλα να κάτσεις λίγο μαζί μου! διέταξε.
-Τι σου είπε ο Αστυνόμος; τον ξέρεις; ρώτησε περίεργα τ αφεντικό μόλις πέρασε κοντά του και του εξήγησε.
-Να πας! μπράβο! αυτό σημαίνει πως είσαι καλός και σε εκτίμησε . Να πας θα κοιτάξω εγώ αν μπει άλλος πελάτης.
Του φάνηκε παράξενο αυτό που έκανε ο Σαμσωνίδης. Πήγε και κάθισε λίγο μαζί του.
-Να προσέχεις! του τόνισε. Αν ξαναμπλέξεις θα σε χώσω για πάντα μέσα.
-Θα προσέχω Αστυνόμε. Δεν θα ξανακάνω τα ίδια λάθη και δε θα με πιάσεις αυτή τη φορά.
-Δηλαδή σκέφτεσαι να ξανακλέψεις;
-Γιατί όχι; με τη δουλειά δε γίνεται κανείς πλούσιος. Έξυπνος είναι αυτός που κλέβει και δεν τον πιάνουν.
-Σωστή κουβέντα. Τέτοια έμαθες στη φυλακή! Ότι και να κάνεις, όπου κι αν κρυφτείς, αν παρανομήσεις θα σε ξαναπιάσω!
-Αυτή ναι η δουλειά σου, αλλά πρόσεξε γιατί μπορεί να βρεθείς και συ καμιά φορά κρατούμενος! και τότε θα καταλάβεις τη διαφορά, είπε και σηκώθηκε. Γειά σου Αστυνόμε, χάρηκα που σας γνώρισα, συνέχισε ευγενικά.
-Γειά σου και σένα, απάντησε ο Σαμσωνίδης αργά-αργά και τον παρατηρούσε που πήγαινε προς έναν καινούργιο πελάτη. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως κάποτε θα τον ξανάπιανε.
Αντίθετα ο Γιάννης Παράμετρος έσφιξε τα δόντια και μουρμούρισε ανάμεσα τους, ένα "έννοια σου και δε θα σου κάνω τη χάρη".
Μέσα του άρχισε να νιώθει πιο δυνατός, αυτό που είχε περάσει τέσσερα χρόνια στις φυλακές δεν ήθελε να το ξαναζήσει. Ένα από τα πιο σπουδαία ιδανικά του ανθρώπου, η ελευθερία δεν εξαγοραζόταν με όσα χρήματα κι αν έκλεβε. Έτσι συνειδητοποίησε πως θα έκανε τα πάντα για να μη βρεθεί ξανά σ αυτή την κατάσταση.
Είχε στο νου του να συναντήσει την Ευγενία μια από εκείνες τις μέρες που περνούσαν βιαστικά, καθώς έφτιαχνε το νέο του σπίτι. Αγόρασε μερικά έπιπλα, έναν καναπέ, κρεβάτι της προκοπής, ψυγείο μεταχειρισμένο, μια τηλεόραση. Γινόταν νοικοκύρης άνθρωπος, γέλασε που το σκέφτηκε καθώς έπινε μια παγωμένη μπύρα, το απόγευμα που αποφάσισε να πάει να βρει την Ευγενία, την κόρη του ισοβίτη Μπράτσου. Το ποτό δεν είχε σταματήσει στιγμή να του αρέσει και να πίνει κάθε μέρα. Στη δουλειά δεν έπινε ποτέ, δεν ήθελε να δώσει δικαιώματα, όχι πως είχε αλλάξει, ο ίδιος πίστευε πως ο χαρακτήρας του ανθρώπου δεν αλλάζει ποτέ, απλά συμμορφώνεται με τα δεδομένα, αν είναι λίγο έξυπνος. Βέβαια, δεν είχε ξεκάθαρη ιδέα, τι ήταν ο εαυτός του, ούτε περηφανευόταν για όσα τον παίνευαν οι άλλοι. Αργά-αργά προσπαθούσε να νικήσει την επιπολαιότητα, που τη θεωρούσε μεγάλο μειονέκτημα για κάποιον που ήθελε να λέει, πως κάτι αντιλαμβανόταν γι αυτό που λέμε ζωή και βίος ενός ανθρώπου. Γι αυτό αργούσε να πάρει αποφάσεις και τις μελετούσε πολύ προτού τις ενεργοποιήσει. Αλλά και πάλι δεν απέφευγε τα λάθη-αυτό το καταλάβαινε αργότερα. Συνήθως μετά από κάποιο λάθος. Και πάντα μέσα σ αυτές τις σκέψεις ερχόταν ο Μπράτσος με τον θησαυρό του. Μέσα στο νερό. Πως θα κατόρθωνε να πάρει τα χρήματα; Και πόσα να ήταν άραγε; ο Μπράτσος είχε πει πως ήταν πολλά, πάνω από πενήντα εκατομμύρια δραχμές αλλά αυτός δεν είχε και πολύ εμπιστοσύνη στα λόγια των άλλων. Πίστευε πάντα πως οι άνθρωποι τα μεγαλοποιούν όλα.
Διάβαζε λίγα βιβλία στη φυλακή το είχε συνηθίσει αυτό συνήθως λογοτεχνικά, Ιστορικά, γενικά ότι έβρισκε μπροστά του κι όσα αγόραζε από τα μικρά βιβλιοπωλεία, τα φτηνά στα περίπτερα που τα πουλούσαν ένα κατοστάρικο-απ αυτά διάλεγε και ήταν ευχαριστημένος να κάθεται στα παγκάκια να διαβάζει πίνοντας μια μπίρα. Ή ένα μπουκάλι κρασί.
Ντύθηκε με κάποια βιασύνη, φόρεσε καθαρά ρούχα, ξαναέγραψε σ ένα χαρτάκι τη διεύθυνση του βιβλιοπωλείου που εργαζόταν η Ευγενία, το βαλε στην τσέπη του. Ισαύρων 55, Νεάπολη. Τον ήξερε αυτόν τον δρόμο ήταν λίγο πιο πάνω απ τα Εξάρχεια, η ώρα ήταν επτά το απόγευμα, μέχρι να έφτανε με τα πόδια θα πήγαινε οχτώ, λίγο προτού κλείσουν τα καταστήματα. Υπολόγιζε αφού θα το πρότεινε στην Ευγενία, να καθίσουν κάπου και να μιλήσουν. Θυμόταν πως ο Μπράτσος του είχε πει πολλές φορές πως της είχε μιλήσει γι αυτόν και άρα, κάπως θα τον ήξερε. Ο ίδιος την είχε συμπαθήσει από τις φωτογραφίες που του είχε δείξει, πράγμα παράξενο, άλλους συμπαθούμε κι άλλους αντιπαθούμε χωρίς λόγο, σκέφτηκε καθώς βάδιζε στους δρόμους των Εξαρχείων.
Όταν έφτασε στο 55 της οδού Ισαύρων, στάθηκε απ έξω. Εξέτασε για λίγο την πρόσοψη, διάβασε την επιγραφή επάνω, ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΌ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ, έγραφε με Βυζαντινή γραφή.. Ήταν αρκετά μεγάλο αν συμπέραινε από το μήκος της βιτρίνας και της εισόδου. Κοίταξε μέσα και δεν είδε κανέναν άνθρωπο. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε, προσπαθώντας να θυμηθεί αν είχε πάει ποτέ στο παρελθόν σε τέτοιο χώρο και δεν θυμήθηκε. Όχι, μάλλον δε θα είχε επισκεφτεί ποτέ ένα Χριστιανικό βιβλιοπωλείο. Ωστόσο, μόλις προχώρησε λίγα βήματα, κατέφτασε μια κυρία, ντυμένη καλόγρια.
-Παρακαλώ; σε τι μπορώ να σας εξυπηρετήσω; ρώτησε.
-Θα ήθελα να μιλήσω στην δεσποινίδα Ευγενία, απάντησε όσο πιο απλά μπορούσε.
-Είναι στα γραφεία αυτή την ώρα, δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω εγώ; τον εξέτασε στα μάτια.
-Όχι κυρία, είναι προσωπικό το θέμα, μπορείτε να τη φωνάξετε;
-Καλώς. Περιμένετε, έκανε και κατευθύνθηκε προς το βάθος.
Ο Γιάννης Περίμετρος βημάτισε λίγο, ύστερα έπιασε ένα βιβλίο απ τον πάγκο και το φυλλογύρισε. Σε δυο λεπτά, κατέφτασε η Ευγενία, στάθηκε κοντά του στα δυο μέτρα, τα μάτια τους συναντήθηκαν.
-Ο κύριος; ρώτησε ευγενικά, εμένα ζητήσατε;
-Εσάς, είμαι ο Γιάννης Παράμετρος, είπε.
-Ο Γιάννης...ποιος;..Α, εσείς! μίλησε με συμπάθεια. Ελάτε να καθίσουμε στο σαλονάκι.
Ήταν ντυμένη σεμνά με ρούχα παλιομοδίτικα και πρόσεξε που την εξέταζε, μόλις κάθισαν
-Α, τα ρούχα, κοιτάζεις! δε σας αρέσουν αλλά έτσι είναι εδώ..
-Έξω φοράτε άλλα; της χαμογέλασε
-Ε, πως...αλλά εντάξει δεν φορώ σχισμένα τζιν..αλλά εντάξει, αυτά είναι γούστα. Για πείτε μου για σας; μου είχε μιλήσει πολλές φορές ο πατέρας.
Συζητούσαν χαμηλόφωνα σα να μην ήθελαν να τους ακούσει κανείς.
-Έχω να σας προτείνω να πάμε για φαγητό, έξω, να τα πούμε καλύτερα, αν συμφωνείτε κι σεις.
-Απόψε; τώρα;
-Ναι, άμα σχολάσετε, να σας περιμένω κάπου εδώ..
-Όχι, εντάξει, μπορούμε να φύγουμε τώρα, έτσι κι αλλιώς κλείνουμε σε λίγο. Περιμένετε να πάρω τα πράγματα μου δυο λεπτά, είπε σχεδόν χαρούμενη.
Περπάτησαν λίγο γύρω στα στενά, βρήκαν ένα ήσυχο ταβερνάκι. Συμφώνησαν με τα μάτια και μπήκαν. Δεν είχαν ανταλλάξει πολλά λόγια, ένιωθαν βολικά ο ένας δίπλα στον άλλον. Η Ευγενία γύριζε συχνά το κεφάλι της, τον κοίταζε και χαμογελούσε αλλά μόλις κάθισαν σε ένα τραπέζι, έβαλε τα κλάματα.
-Μη κάνεις έτσι προσπάθησε να τη σταματήσει.
-Ο πατέρας μου ήταν τόσο καλός, δεν έφταιγε αυτός ήταν ατύχημα, εμένα μου τα είχε πει όλα! η σφαίρα που σκοτώθηκε ο φύλακας όταν έκανε τη ληστεία, εξοστρακίστηκε, πήγε από αλλού, όχι από το δικό του όπλο! τα ξέρεις αυτά; σου τα είπε; ρωτούσε σφουγγίζοντας τα μάτια της από τα δάκρυα.
--Ναι, μου τα είπε πολλές φορές, τον πίστεψα αλλά τώρα πάνε αυτά. Ο πατέρας σου κάηκε στις φυλακές κι αυτό δεν αλλάζει όσο και να κλαις.
-Το ξέρω, εσύ φαίνεσαι καλός άνθρωπος. Άμα είσαι καλός άνθρωπος ο θεός σε βοηθάει. Φώναξε το γκαρσόνι να παραγγείλουμε, εσύ θα πεινάς, έχεις λεφτά; μη σε νοιάζει έχω εγώ, παράγγειλε ότι θέλεις.
0 Γιάννης Παράμετρος χαμογέλασε. Τίποτε δεν ήταν τραγικό αλλά ούτε και κωμικό. Τη ζωή την βλέπεις απ όποια μεριά θέλεις. Βέβαια κάπως έτσι την περίμενε την Ευγενία, ένα κορίτσι θρησκόληπτο, όχι απαραίτητα θεούσα σε όλες τις περιστάσεις της αλλά τα πάντα κινούνταν σ αυτόν τον ρυθμό. Ήταν καλοκάγαθη και θα ήταν απίστευτο αν του έλεγε κάποιος πως είχε κάνει έρωτα. Παράγγειλαν φαγητά και κρασί. Φυσικά η γυναίκα ήπιε ένα ποτήρι. Ο Γιάννης ένα κιλό.
-Είσαι καλός άνθρωπος, μην πίνεις τόσο, ο θεός βοηθάει τους καλούς ανθρώπους. Κι ο μπαμπάς έπινε αλλά όχι τόσο, εσύ γιατί πίνεις;
-Να μια καλή ερώτηση! γέλασε. Γιατί πίνω; αναρωτήθηκε περισσότερο. Όπως τρώω, έτσι πίνω, απάντησε για να δικαιολογηθεί παρά να πείσει τον εαυτό του
-Βρήκες σπίτι; που μένεις; έπιασες δουλειά; ρωτούσε μ αγωνία.
-Ναι, βρήκα και σπίτι και δουλειά. Βολεύτηκα προς το παρόν.
-Να σου δώσω λεφτά; άνοιξε την τσάντα της και βγάζοντας μερικά χαρτονομίσματα προσπάθησε να του τα βάλει στην τσέπη.
-Έχω λεφτά, της είπε και επέστρεψε τα χαρτονομίσματα στα χέρια της. Βάλε τα μέσα, θα τα χρειαστείς άλλοτε.
-Πότε; τον κοίταζε με αγωνία.
Αναρωτήθηκε μήπως έμπλεκε μαζί της κι αυτό του φάνηκε απίθανο αλλά η Ευγενία θα του γινόταν τσιμπούρι κι αυτό δεν ήθελε να γίνει με τίποτε. Δεν ήταν αυτός για τέτοια πράγματα, δηλαδή να μπλέξει με μια κοπέλα σαν την Ευγενία και πόσο μάλλον που ήταν κόρη του Μπράτσου. Εξ άλλου δεν ένιωθε παρά μια φιλική διάθεση απέναντι της κι αυτό επειδή ήταν κόρη ενός ανθρώπου που προσπάθησε να τον βοηθήσει. Δεν ήξερε αν όντως υπήρχαν αυτά τα χρήματα και για μια στιγμή σκέφτηκε να την ρωτήσει αν ήξερε τίποτε γι αυτό αλλά αμέσως απέρριψε την ιδέα. Δε θα ήταν καθόλου φρόνιμο. Ότι έπρεπε να κάνει θα το έκανε μόνος του όσο κι αν φοβόταν το νερό. Αλλά δεν ήταν φυσικά μόνο αυτός ο φόβος. Έπρεπε να βρει τρόπους για να μη τον αντιληφθεί κανείς και θα χρειαζόταν πολλές φορές να επισκεφτεί το μέρος που σημείωνε στο χάρτη. Είχαν περάσει δυο μήνες από τότε που βγήκε από τη φυλακή και δεν είχε κάνει καμιά ενέργεια προς αυτή την κατεύθυνση, να βρει δηλαδή τα χρήματα. Δε βιάστηκε. Δε βιαζόταν καθόλου, ότι θα γινόταν έπρεπε να γίνει με απόλυτη μυστικότητα. Σκέφτηκε πολλές φορές πως μπορεί να τον παρακολουθούσαν, ποιος ξέρει ποιοι, είτε μπάτσοι, είτε παράνομοι που μπορεί να είχαν ψυλλιαστεί κάτι γύρω από την ιστορία του θησαυρού, ο ίδιος δεν είχε ανακαλύψει τίποτε ύποπτο ακόμη γύρω του όλον αυτόν τον καιρό. Αλλά θα περίμενε. Θα περίμενε να έρθουν οι κατάλληλες συνθήκες.
-Τι σκέφτεσαι; τον έβγαλε απ τους συλλογισμούς του η Ευγενία.
-Τίποτε και όλα! πως η ζωή είναι ωραία και μεις την κάνουμε δύσκολη!
-Ναι, έχεις δίκιο, είναι ωραία η ζωή κι θεός..
-Βοηθάει τους καλούς ανθρώπους! γέλασε τρανταχτά.
-Εσύ είσαι καλόγνωμος! μην το χαλάς! δεν πιστεύεις στο θεό;
-Σκέφτηκε να της πει την αλήθεια αλλά για ποιο λόγο; μερικές φορές το ψέμα είναι καλύτερο. Φυσικά και δεν πίστευε σε κανέναν θεό-ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος.
-Ναι, μουρμούρισε αλλά τον αφήνω στην άκρη του αφού δεν μπερδεύεται στα πόδια μου.
-Μπερδεύεται αλλά δεν το καταλαβαίνεις! τον κατακεραύνωσε!
Δεν ήταν τόσο αγαθή όσο έδειχνε; αναρωτήθηκε. Αλλά επειδή μεταξύ τους αναπτυσσόταν μια παράξενη έλξη, κάτι σαν δέσιμο, αρνήθηκε να προχωρήσει τις ακραίες θέσεις του. Τέλειωσαν το φαγητό τους σ εκείνη την πρώτη συνάντηση, χώρισαν αφού της έδωσε τη διεύθυνση του και το τηλέφωνο, να έρχεσαι όποτε θέλεις να τα λέμε, της είπε, εγώ δεν είμαι και τόσο τυπικός σ αυτά, εντάξει;
ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ ΑΠΌ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΜΟΥ ΜΥΘΙΣΤΌΡΗΜΑ με τον ομώνυμο τίτλο, που γράφω αυτόν τον καιρό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου