Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023

ΟΙ ΔΥΝΑΤΟΊ ΑΛΛΆΖΟΥΝ ΤΟΝ ΧΡΌΝΟ

 


Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πηγαίνοντας ν αγοράσει πηλό κόκκινο ή λευκό.
Του άρεσε ο πηλός. Η επαφή με το χώμα με τη γη. Στην ουσία από αυτό ζούσε. Τη σημειολογία την είχε παρατήσει σε κάποιες άκρες του μυαλού του. Εξάλλου στην Ελλάδα ποιος ήξερε τι είναι η σημειολογία; Τρίχες. Κάτι αφηρημένο, κάτι που δεν υπήρχε για τους πολλούς αλλά τίποτε τέτοιο δεν τον ενδιέφερε, νοώντας πως η σκέψη των πολλών για την ύπαρξη των πραγμάτων, δεν τον άγγιξε ποτέ. Όταν επέστρεψε από το Χιούστον, που ποτέ δεν παινεύτηκε πως τέλειωσε το πανεπιστήμιο όπως οι περισσότεροι έκαναν, παρατήρησε πως η ζωή στην Ελλάδα ήταν σκιώδης. Στην κατοχή του είχε ένα σπίτι στο Λυκαβηττό, κληρονομιά από τους γονείς του, ένα κατάστημα στο κέντρο της πόλης που νοίκιαζε κι ένα δικό του χώρο εργασίας περίπου τριακοσίων τετραγωνικών, όσο χρειαζόταν για ν αναπτύξει την αγγειοπλαστική του. Εκεί μέσα ήταν όλη η ζωή του Ντίνου Βελεμέντη. Ένας χώρος που θύμιζε αρχαϊκό εργαστήρι. Κροντήρια, κούροι και κόρες, πιάτα, θρύψαλα, κομμάτια από αγαλματένια κορμιά, τερακότες, λευκές, κόκκινες, βαμμένα ή ατέλειωτα, προτομές αντρών και γυναικών, γέμιζαν αυτά τα τετραγωνικά που είχε λατρέψει όσο τίποτε άλλο στη ζωή του. Σιγά, καημένε! Του λεγε συχνά η Μαριλένα που δεν ήθελε να λατρεύει τίποτε περισσότερο από εκείνη αλλά όμως αυτός, τότε μούτρωνε. Όχι πως έβγαζε λεφτά από αυτή τη δουλειά. Ίσα- ίσα, ξόδευε. Όλα τα υλικά ήταν ακριβά, από το ρεύμα που έκαιγε για τους δυο μεγάλους φούρνους που τους έλεγε χαϊδευτικά τα μεγάλα καμίνια, μέχρι τα πινέλα, τα χρώματα, οι πορσελάνες, όλα του κόστιζαν μια περιουσία. Αλλά…



Ο ήλιος χτύπησε απέναντι την τρελή αμυγδαλιά. Έριξε φως στα ροδόασπρα άνθη, τύφλωσε ανάμεσα από τα ψηλά κτήρια το δικό του φως, να δει καλύτερα τι υπάρχει ανάμεσα μας. Ανάμεσα στο κορμί, στο πνεύμα, τις πέτρες και τη λευκή αντίσταση της  τρελής. Είναι η μυγδαλιά τρελή; μήπως δεν ξέρει τι κάνει; Γιατί να είναι τόσο βιαστική; [όσο η ζωή μας]. Γιατί δεν περιμένει τα άλλα καρποφόρα;
Το φως συνέχιζε να τον χτυπάει κατάμουτρα κι απέναντι στο άσπρο. Το ροζ είναι ελάχιστο και οι μέλισσες κάνουν τη δουλειά τους. Παίρνουν τη γύρη; φτιάχνουν τη γύρη; που να θυμάται. Δεν είναι πολλές, ίσως δυο-τρεις αυτό το πρωινό. Αργότερα θα έρθουν περσότερες, σκέφτεται: « κι εγώ θα ανοίξω επιτέλους την πόρτα του κήπου. Δεν είναι δικός μου, ούτε η Μυγδαλιά είναι δικιά μου. Τίποτα δεν είναι δικό μου εκτός από το φως του ήλιου.»

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΆ ΤΟ ΌΝΕΙΡΟ

    Το βράδυ δεν ήταν δικό μας Περιμέναμε κάποιους από μακριά να φτιάξουν τη διαβίωση μας Εμείς ήμασταν ξένοι εκεί, φερμένοι απ το βασίλειο ...