ΕΘΕΛΟΝΤΙΚΟς ΒΙΑΣΜΟΣ Ο ΚΑΛΥΤΕΡΟς ΕΡΩΤΑς
Πιο μικρόν, τον πείραζε η έννοια της απιστίας. Ο Στίβεν δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι νόμοι των ανθρώπων μπορούσαν να ξεπεραστούν εύκολα αν και
νόμιζε πως οι εραστές, έπρεπε να δηλώνουν αιώνια πίστη. Περισσότερο φυσικά, οι γυναίκες, αυτό ήταν κατάλοιπο της ανδροκρατικής κατάστασης σαράντα χιλιάδες χρόνια πριν που πίστευαν ακόμα πως ένας άνδρας πρέπει να πηγαίνει με μια γυνή μόνο. Στους άντρες εύρισκε μερικές δικαιολογίες, πίστευε λόγου χάριν πως, σαν άντρες μπορούσαν να κάνουν καμιά κουτσικέλα. Κουτσικέλα με την άποψη πως θα έμεναν ατιμώρητοι, ενώ για τη γυναίκα, ίσχυε, το αν, της καθίσουν ξένα μάτια, πάει, χάθηκε, έφυγε. Ο Στίβεν ήταν ένα ς αξιότιμος κύριος αυτής της σύγχρονης μηδενικότητας
Όλα αυτά, ήταν ή πραγματικές ή φιλολογικές έννοιες.
Είχε η γυναίκα του Στίβεν, μια φίλη, πραγματικό θωρηκτό. Δίμετρη, τριαντάρα, μελαχρινή με πράσινα μάτια, στην εποχή μας εξέλειπεν ο ρομαντισμός, η λογοτεχνία δε μας γλιτώνει από την τιμωρία, πράσινα, σκούρα, με ανταύγειες, τιρκουάζ, ευγάμητη φαινόταν η Αθηνά. Πως ταίριαζαν με τη γυναίκα του, μερικές φορές του έμοιαζε απίστευτο κι άλλες φορές, νόμιζε πως μπορεί να είχαν Λεσβιακές σχέσεις. Δεν τον ένοιαζε βέβαια, αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος-παρ΄ότι δεν το είχε ξεκαθαρίσει- πως, έστω κάποια φορά, κάτι θα είχαν δοκιμάσει. Η Αθηνά άναβε την φαντασία του κάθε φορά που ερχόταν στο σπίτι τους ή πήγαιναν εκείνοι στο δικό της-τόσο άθβαθη είναι πολλές φορές η γλώσσα της αλήθειας κι όλο αυτό το διάστημα ήταν ξέμπαρκη, χωρίς άντρα, τουλάχιστον φανερό. Έναν ανεπαρκή χοντρό φίλο της που τον είχε παρουσιάσει κάποια βράδια, δεν έδειχνε ικανός να ικανοποιήσει τις ορέξεις της και ο Στίβεν το θεωρούσε πιθανό ν απιστήσει μια φορά στη ζωή του. Πάρ’ όλα αυτά, ήταν πάντα κοντρολαρισμένη, δεν ξέφευγε, δεν έκανε ατασθαλίες, έδειχνε απροσπέλαστ, από μυαλό βέβαια, κουκούτσι-χειρότερα από ξανθιά, αλλά, φαίνεται πως η Αθηνά κατά λάθος θα είχε γεννηθεί μελαχρινή. [Αυτός, απορούσε με μερικούς που έμοιαζαν άλλο και ήταν εντελώς διαφορετικοί]
Ένα απόγευμα Σαββάτου καθόντουσαν στην βεράντα του δικού τους σπιτιού. Απολάμβαναν τον καθιερωμένο φραπέ με πολλά τσιγάρα.
-Που θα πάμε απόψε; ρώτησε η γυναίκα του.
-Όπου θέλετε, σήκωσε τους ώμους.
-Πάμε σε ένα ωραίο πιάνο-μπαρ, στον Χαρώνδα; πρότεινε η Αθηνά.
-Που είναι αυτό; ρώτησε.
-Πίσω από το Στάδιο. Στο Μετς. Πολύ ωραίο. Έχει έναν μαύρο που παίζει καταπληκτικό πιάνο. Σχεδόν πηδάει πάνω στο πιάνο! Έχετε δει μαύρο να παίζει Λίστ;
-Ωραία, συμφώνησαν ομόφωνα. Πάμε εκεί.
Ο Στιβεν σκέφτηκε πως κανένας μαύρος δεν μπορούσε να παίξει Λίστ.
Όταν έχεις βάλει κάτι στο μυαλό σου που πρέπει να πραγματοποιήσεις, δε σε σταματάει ούτε ο Κυναίλουρος, ούτε ο Κουναβίσιος, αστείο πράγμα να προσπαθείς να σταματήσεις τον διάβολο να μην κάνει αυτό που θέλει και η εντύπωση ήταν αρχική σαν εκτίμηση πως ο Στίβεν κάτι θα έκανε με την Αθηνά. Το βράδυ κυλούσε στους ίδιους ρυθμούς, ανάμεσα στα ίδια βλέμματα που αντάλλασσαν οι τρεις τους. Η γυναίκα του, που ποτέ δεν φανταζόταν τίποτε- έτσι νόμιζε αυτός, ο Στίβεν ήθελε να πει πολλά γι αυτό αλλά του έλλειπε η αυτοπεποίθηση.
Τα χαμόγελά τους, ήταν αθώα, φιλικά, κανένας δεν έδινε λαβή για επεισόδια. Άκουγαν τον καταπληκτικό μαύρο στο πιάνο-είχε ένα ελεεινό μελαψό χρώμα, υπέροχο σώμα και πρόσωπο- έπιναν τεκίλα με σκουλήκι και ευημερούσαν. Ή ευηνυχτούσαν. Φαινόταν μια απίστευτη Ιουλιανή νύχτα στην Αθήνα του. Στην Αθήνα του Στίβεν που ποτέ δεν ήξερε ή δεν ήθελε να παραδεχτεί πως όσα συνέβαιναν ήταν απόρροια μιας λογικής πράξης ανθρώπων. Έτσι ήταν ο Στίβεν, έξω από τη σάρκα δεν αναγνώριζε τίποτα.
Η παρέα χάλασε, όταν χτύπησε το κινητό της γυναίκας του, φτηνή δικαιολογία για σενάριο τέτοιας μορφής αλλά τι να κάνουμε; Ήταν η άρρωστη αδερφή της κι έπρεπε να πάει την υπόλοιπη νύχτα να της συμπαρασταθεί. Δεν ήταν τίποτε σπουδαίο αλλά λεχώνα με Καισαρική, χρειαζόταν κουράγιο. Κουράγιο για να βρούμε κάτι άλλο μαν, όμως η γυναίκα του Στίβεν είχε δίκιο.
-Δεν καταλαβαίνεις εσύ, του είπε, λες και αυτός ήταν από τα γκράβαρα. Πήγαινε με τώρα εκεί, κι έλα την Δευτέρα να με πάρεις. Τα γκράβαρα απέχουν από το Λονδίνο δεκάξι ώρες, σαρκαστικός με τις λέξεις και τις έννοιες, αν και τίποτε δεν προδιέθετε την εξέλιξη μιας τόσο ενδιαφέρουσας νύχτας
-Θα έρθω κι εγώ μαζί. Στον γυρισμό με αφήνεις στο σπίτι μου. Να μην τρέχω τώρα με ταξί, είπε η Αθηνά.
Τα πράγματα έγιναν έτσι. Πήγε την γυναίκα του στην αδερφή της και επέστρεφαν με την Αθηνά. Πρώτη φορά έμεναν μόνοι οι δυο τους. Αυτός και η Αθηνά, τρεις η ώρα μεσάνυχτα και κάτι, το σκοτάδι να σου πνίγει το λαιμό, η σάρκα να καίει το τίποτα, δεν προλάβαινες να σκεφτείς, ο χρόνος ήταν λίγος και η Αθηνά συνέχιζε να υπάρχει δίπλα του στο μπροστινό κάθισμα.
Το σχιστό της φόρεμα, όλο κι άνοιγε περισσότερο, εδώ ο Στίβεν έριξε μια γρήγορη ματιά εκεί, σκέφτηκε να έχωνε το χέρι του στα μπούτια της αλλά, αν αρνιόταν; Πως μπορείς ν αγγίξεις έναν άνθρωπο; Για ποιο λόγο να της έπιανε τα μπούτια; Είχε κι ένα ύφος αμίλητο, λίγο απόμακρο, λες και δεν την ένοιαζε τίποτε κι ύστερα, μπορεί να μην της άρεσε, εξ άλλου γιατί να σου αρέσει αν κάποιος χώνει το χέρι του κάπου; Ούτε αυτός μίλησε, ο σεξουαλικός οδηγός έλεγε πως αυτοί οι δυο άνθρωποι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο κι έτσι οδηγούσε ασυναίσθητα και χωρίς να το καταλάβει, σταμάτησε έξω από το δικό του σπίτι.
-Γιατί σταμάτησες εδώ; ρώτησε ανυποψίαστη.
-Δεν έχω ύπνο, παραπονέθηκε. Μου κάνεις λίγη παρέα να πιούμε ένα ποτό; [Αστείο πράγμα για τον Στίβεν μια τέτοια φτηνή δικαιολογία για να την παρασύρει στο κρεβάτι.]
-Πάμε, κούνησε το κεφάλι της με κάποια αμφιβολία.
Μόλις μπήκανε στο σπίτι, κλείδωσε την πόρτα πίσω του.
-Γιατί κλείδωσες; τρεμούλιασε εκείνη.
-Βάλε δυο ποτά και γδύσου! της είπε εξαφανίζοντας τα κλειδιά.
-Μα…
-Κάνε ότι λέω! είπε σκληρά, επιτακτικά.
Η Αθηνά έτρεξε προς την μπαλκονόπορτα. Κατάκλειστη. Τα παντζούρια το ίδιο. Πήγε στο ανοιχτό παράθυρο, κοίταξε έξω. Ανοιχτό αλλά στον έκτο όροφο, τι να έκανε; Δεν ήθελε ν αυτοκτονήσει.
-Θα με βιάσεις; γύρισε στο κέντρο του σαλονιού.
-Θα σε βιάσω! σάρκασε. Απλώς, θα γαμηθούμε. [ Δύσκολη λέξη αν λέγεται εκτός προγράμματος. Ο Στίβεν θέλει απλά να κάνει έρωτα μαζί της.]
-Δεν θέλω!
-Θα δεις που θα σου αρέσει, προσπάθησε να την χαϊδέψει.
Κι άρχισαν μια πάλη. Η Αθηνά αντιστεκόταν σθεναρά, αυτός που και που της κατέβαζε κανένα ρούχο- στην ουσία το ξέσκιζε, δεν χτυπιόντουσαν, απλά αυτός προσπαθούσε να την ξεγυμνώσει κι αυτή συγκρατούσε όσα από τα ρούχα της μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα καύλωνε κιόλας. [Δύσκολο ρήμα για τους ανερέθιστους.] Τότε ήταν που εύρισκε ευκαιρία και την άρπαζε στα βυζιά, στο μαύρο, έξω από την κυλόττα. Προσπάθησε να την βγάλει αλλά σφιγγόταν και την συγκρατούσε πάνω της σα στρείδι, οι γυναίκες αμύνονται με όλα τα μέσα, όταν νομίζουν πως έχουν δίκιο.
Τα δικά του ρούχα τα είχε σχεδόν πετάξει από πάνω του και έμενε μόνο με το σλιπάκι και ο πούτσος του έβγαινε ως τον αφαλό. Μούσκεψαν τα σώματά τους από την πάλη, κόλλησε ο ιδρώτας ανάμεσα τους όταν επιτέλους, κατάφερε να της σκίσει την κυλόττα και να δει το μουνί της.
-Μη! έκανε η Αθηνά και προσπαθούσε να κρυφτεί.
-Μην το κρύβεις, είναι υπέροχο και πήγε κοντά της κρατώντας τον.
Η Αθηνά κοίταζε το ξύλο του και κατέβασε τα χέρια, σαν παραδομένη. Οι γυναίκες έχουνε ένα ύφος ασυναγώνιστο τέτοιες ώρες, λες και κρατάνε κανένα ξύλο που το κουνάνε πέρα-δώθε με αμηχανία σα να μη ξέρουν τι θα κάνουν μ αυτό.
Αυτός στάθηκε να θαυμάζει το ωραίο της σώμα.
-Μείνε εκεί, δεν θα σε γαμήσω. Θα τραβήξω μια μαλακία, αυτή η πράξη είναι μεγάλη φιλοσοφία των αντρών, της είπε. Ένα από τα μεγαλύτερα μυστικά αυτού του κόσμου: όλοι το πράττουν αλλά τον μαλάκα ουδείς ηγάπησε, τη πράξη αυτή, όλοι.. [Δύσκολο κείμενο, δεν είναι θέμα ντροπής αλλά να πεις τα πράγματα με τα όνομα τους δεν αρκεί. Γιατί θα είχε αξία μια τέτοια τέχνη; Ο ξυλουργός σαν ήρωας είναι λεπτεπίλεπτος, ευγενής, ραφινάτος, πως γίνεται να κάνει τέτοια πράγματα;]
Μόλις τον είδε να φουντώνει το πέος του, ένας άλλος το κουβαλούσε μέσα σε ένα σακί, δεν άντεξε, έβαλε τα κλάματα κι έτρεξε κοντά του. Τον πήρε στο στόμα της κλαίγοντας.
-Μην κλαις της είπε, ο κόσμος είναι αυτός που βλέπουμε, πολύ.
Του γύρισε την πυγή και τον έχωσε βαθιά, στο μαύρο πρώτα, ενώ συνέχιζε να κλαίει και αυτό τον ερέθιζε περισσότερο-πρέπει να πούμε πως η τέχνη αυτή είναι υψηλής περιεκτικότητας. Ύστερα την έβαλε στον καναπέ, της σήκωσε ψηλά τα πόδια στους ώμους του και έπαιξε με την άλλη μαύρη τρύπα του σύμπαντος. Η Αθηνά βόγκηξε πιο πολύ, κατάλαβε πως της άρεσε, που δεν ήθελε να το κάνει, τάχα, έτσι μπαινόβγαινε στην τρυπίδα της, ώσπου την έκανε καρύδα. Οι άντρες παινεύονται πολύ γι αυτό, νομίζουν πως είναι ο άξονας της γης και ίσως μόνο ο Στίβεν μπορούσε να εξηγήσει αυτό το φαινόμενο, δηλαδή, πως χωρούσε όλος μέσα της; Και γιατί έκανε πως δεν ήθελε; Αυτός ποτέ δεν κατάλαβε πως την βίαζε. Έπειτα έχυσε το νερό, όπως μια χύτρα που βράζει σε μεγάλους βαθμούς, στο άσπρο της σάρκας, την γέμισε σπέρμα. Το σπέρμα τελικά δεν είναι μόνο για την αναπαραγωγή των ειδών, η φυσική επιλογή του Δαρβίνου, ή τα αστήρικτα όνειρα του Φρόιντ για την απελευθέρωση του σεξουαλικού λίμπιντο, εκείνες τις ώρες πάνε περίπατο σε έναν κάμπο με λεύκες.
-Φοβάμαι, του είπε και τον κοίταζε με τα τιρκουάζ μάτια της κρατώντας του το ξύλο της λεύκας.
-Τι φοβάσαι;
-Εσένα, είσαι άγριος..
-Αφού σου αρέσει..
-Δεν μου αρέσει! και στάθηκε αντιμέτωπή του. [Το πρόβλημα με τις γυναίκες είναι που ποτέ δεν ξέρεις τι θέλουν στην ουσία, μόνο οι νέοι εραστές μετράνε, στο σεξ δεν αξίζουν οι συναισθηματισμοί, αλλά σεξ, τι σκατολέξη είναι αυτή;]
-Πως σου αρέσει; Σάρκασε. Θέλεις βότκα;
-Βάλε.
Το βάλε υπονοεί άλλα.
Κάθισαν στον καναπέ και πίνανε.
-Να ξέρεις όμως ότι με βίασες! Του είπε και του ξαναγύρισε την πυγή.
Την πήδηξε απ το παράθυρο πάλι. Μιλάμε για δύσκολες λέξεις που κιτρινίζεις να τις πεις, ίσως, μια μέσα μια έξω-έξω-μέσα γλιστρούσε σαν χέλι στην ψυχή και το σώμα της. Η Αθηνά βογκούσε ξετρελαμένη, του τράβαγε τα μαλλιά, γύριζε και του φώναζε.
-Τι κάνεις.. δεν πρέπει.. έλα, βάλε.. αχ, τι κάνεις.. μη… μη.. βάλε κι άλλο, κι άλλο..πιο βαθιά, μη σταματάς!
Ήταν μια νύχτα αξημέρωτη, μιλάμε για απόρρητα πράγματα και οι ήρωες μας, κάποια στιγμή βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα. Κοιμήθηκαν για λίγο αγκαλιά σαν δυο ωραίοι άνθρωποι που συναντήθηκαν στο κενό και να το ξεχνούσαν κάποτε θα τους το θύμιζε η πραγματικότητα, παρ ότι έκαναν κάτι που το απαγόρευε η σύγχρονη ή και παντοτινή ηθική. Κατά τις εφτά το πρωί, μισοκοιμισμένοι, ξανακύλησαν. Έκαναν μια πράξη που πιθανώς ήταν μοναδική και στο πίσω μέρος του μυαλού τους γνώριζαν πως δε θα το ξανάκαναν.
-Δεν θέλω! έκανε η Αθηνά.
Του την έδινε η ψεύτικη άρνηση της και την σβέρκωσε, της έριξε μερικές μπάτσες στο λευκό της σάρκας, σ αυτό που ξεχωρίζει, σα να έχεις μια έννοια από κάτι που ξεχωρίζει, σα να σκέφτεσαι μια απεριόριστη μπουνιά στο κεφάλι και προσπάθησε να την ξυπνήσει.
Ξύπνησε.
Έκλαιγε πάλι και γαμιότανε, ενώ ο ίδιος της ξέσκιζε την απατηλή ονειροσύνη της
-Πάρτο μωρή σκύλα! της είπε, σκεφτόμενος πως όλοι άνθρωποι έχουν ζήσει τέτοιες στιγμές
Κλαίγοντας κι αυτός, έσχυσε στα τιρκουάζ μάτια της.
-Θα μετανιώσεις γι αυτό που έκανες απόψε, τον κοίταξε κάποια στιγμή στα μάτια. Ξέρεις οι άνθρωποι απειλούν ευθέως.
-Θες να σε ξαναχτίσω; Δεν χόρτασες μωρή ;
-Όχι, όχι του κλαψούρισε και γύριζε σαν αόριστη .
Όρμησε πάλι πάνω της αφού πρώτα φίλησε τον ωκεανό κάνοντας την να σπαρταράει σαν ψάρι όπου δεν υπάρχει γυρισμός. Η αντίδρασή της μεγάλωνε το σφίξιμο των χειλιών της, έσφιγγε σαν κλοιός τον ποταμό.
-Άστον μέσα, του είπε. Μην τον βγάζεις ποτέ.
Κι έμεινε μακροσκελής, ακίνητος στο ανεκτίμητο κέλυφος της.
-Είσαι πούστης, του είπε κάποτε.
-Γιατί; απόρεσε
-Είχες τέτοιο ποτάμι και το έκρυβες!
Την έστησε πάλι όρθια απέναντί του, να τη δικάσει ήθελε
-Κάτσε εκεί της είπε. Θέλω να τραβήξω εκείνη την μαλακία..
-Αυτό θεωρείται, πρόστυχο του απάντησε, εγώ δεν ήθελα τίποτε απ’ όλα αυτά.
Μόλις του είπε έτσι, τα πήρε στο κρανίο, λογικά δεν υπάρχει τέτοια ύφανση, ο Στίβεν θα έλεγε εδώ πως δεν υπάρχουν δικαιολογίες για τον βιασμό της μικρής Ελένης που κάθεται και κλαίει και την άρχισε στις μπουνιές και στις κλωτσιές-η πραγματικότητα είναι πιο οικτρή απ την αλήθεια, δεν είναι τίμιο να δέρνεις μια γυναίκα αλλά έλα που έτσι συμβαίνει ακόμα και στα καλύτερα της ανθρώπινης διανόησης; Η Αθηνά αντιστάθηκε. Έριξε κι αυτή μερικές αλλά έφαγε το ξύλο της χρονιά της. Της μαύρισε τα μάτια, τα μπούτια, το λευκό της σάρκας παρθένας.
-Μη! τον παρακάλεσε γονατιστή. Εγώ ήμουν κάποτε παρθένα, όλα αυτά μου τα μάθατε εσείς.
Την έσπρωξε να γείρει κατάχαμα στο καταχθόνιο δάπεδο με όλο το βάρος μιας βάναυσης ηδονής, ενώ αυτή έκλανε από τη ναυτία. Τόση ναυτία.
Ύστερα την πήγε στο σπίτι της. Όταν βγήκε από το αυτοκίνητο και την παρακολουθούσε να ξεμακραίνει, του φώναξε πως θα του έκανε μήνυση. Θα τον έστελνε στο διάβολο γιατί σ αυτή τη ζωή όλα πληρώνονται. Είναι απίστευτο πως μια μικρή λαβή μπορεί να γίνει στέρνα και πως θα πλήρωνε τώρα μια βραδιά τέτοια με όλη του τη ζωή, ίσως να πήγαινε φυλακή, ίσως να έχανε και τη γυναίκα του που την αγαπούσε, ξέρεις Στίβεν η άβυσσος είναι πολύ κοντά, δεν είναι τίποτα, ένας άνθρωπος που τρώει το λευκό της φάλαινας, ένα βράδυ ολκής θα έλεγαν οι τυραννισμένοι αλλά γιατί θα τον βασάνιζε υποχόνδρια η σκέψη πως έκανε κάτι κακό; Μεγαλουργούμε πίσω απ τον υπόκωφο κρότο μιας κοινωνίας στηριγμένης στο δίκαιο που δεν αποδεικνύεται, ε Στίβεν;
Πέρασαν κάνα δυο μέρες και δεν φάνηκε κανείς. Ποιος να φαινόταν, άλλωστε ή άραγε, η πραγματικότητα ήταν άρρωστη επειδή έτσι το ήθελαν οι νόμοι, κανένας δεν μπορεί να σου περάσει αλυσίδα στο πόδι αν δεν του το δώσεις κι ύστερα όλα μπορεί να είναι ένα τίποτα, αυτός δεν ένιωθε ένοχος επειδή αγάπησε μια γυναίκα ξένη.
Η γυναίκα του ανυποψίαστη, ρώτησε αν έγινε κάτι.
-Τι να γινόταν; απόρεσε φυσιολογικά.
-Ξέρω εγώ; τίποτα περίεργο, πως δεν εμφανίστηκε η Αθηνά..
-Αφού τα κουβεντιάζετε στο τηλέφωνο, δεν τα λέτε; [ρηχό είναι να μιλάς έτσι για μια τόσο βρώμικη ιστορία]
-Τα λέμε, είπε πως θα έρθει το Σαββατοκύριακο, είχε δουλειές.
Στον δρόμο, το βραδάκι, κι ενώ είχε πιστέψει πως το γεγονός θεωρήθηκε λήξαν, του επιτέθηκε ο χοντρός της Αθηνάς.
-Τι θέλεις ρε! του έγρουξε στην αλάνα κι έπιασε το ματωμένο του μάγουλο. Η γροθιά του ήταν γερή, η βία είναι αναπάντεχη, φοβήθηκε πως θα πέθαινε εκείνο το απόγευμα. Είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις για μια τόσο απλή υπόθεση.
Νευρίασε, τον αντιχτύπησε. Ο χοντρός σκύλιασε.
-Θα πεθάνεις κάθαρμα! σφύριξε. Η Αθηνά είναι σαν αδερφή μου, τι της έκανες ρε;
Είχε μπλέξει άσχημα. Αφού κουράστηκαν από τα απανωτά χτυπήματα, κουλουριάστηκαν, σταμάτησαν αντιμέτωποι, λαχανιασμένοι, κανένας ήρωας δεν πεθαίνει τόσο εύκολα Στίβεν, πίσω από αυτές τις ομολογίες, η στάχτη έκαιγε μια μικρή αλυσίδα καταστάσεων κι αυτός, ο Στίβεν δεν ήταν διατεθειμένος να παραδεχτεί το λάθος, το λάθος που έκανε εκείνο το βράδυ και που τώρα καλούνταν να ξεπληρώσει απέναντι στην αδυσώπητη κοινωνία.
-Κανείς δε γλυτώνει αφού δεν σεβάστηκε την αθωότητα μιας γυναίκας! Φώναξε ο χοντρός κι ο Στίβεν φαινόταν ανυπεράσπιστος
-Η Αθηνά ήθελε να πάει στον εισαγγελέα, με το ζόρι την κράτησα… τι έκανες ρε; Αφού δεν ήθελε ρε!
Το ρε είναι μια άσχημη προσφώνηση σε έναν ευγενή επιβήτορα, όταν σε αποκαλύπτουν πέφτουν τα τσίνορα, ποτέ δεν ήθελε τα πράσα και τώρα ο χοντρός τον είχε στριμώξει στα σχοινιά, δεν άντεχε τη ρετσινιά του βιαστή. Γύρισε και τον κοίταξε καταματωμένος με σιχασιά, ήταν δυο μέτρα άνθρωποι χωρίς έλεος, δίχως ιστορία, χωρίς μέλλον σ αυτή την ιστορία. Του έριξε μια τελευταία μπουνιά, ο χοντρός κύλησε στο χώμα, μπορεί να είχε δίκιο αλλά που να το βρισκε;.
-Αυτή ήταν, για ότι δεν ήθελε, γρύλισε. Πες της ακόμα, πως άμα την συναντήσω θα τη σκοτώσω.
ΤΕΛΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου