Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

Ο ΑΝΘΡΩΠΟς ΠΟΥ ΕΒΛΕΠΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ

 



Λίγο πριν το Φθινόπωρο του δυο χιλιάδες τέσσερα τα έντερα του Λάκη Μπελβεντέρε πονούσαν άσχημα. Δεν του άρεσε πια η θάλασσα ούτε το χρώμα της κι έπρεπε κάτι να κάνει. Τόσο που το είχε πάρει απόφαση να επισκεφτεί κάποιον γιατρό αναγκαστικά γιατί όπως θυμόταν από τη μάνα του στο γιατρό δεν πας, σε πάνε. Έτσι  μόλις άρχισε να φυσάει τα αγέρι, όταν η θάλασσα έφευγε προς τα μέσα του κόλπου, μόλις έπιασε το πρωτοβρόχι κι άρχισαν οι άνθρωποι να σκάβουν τη γη, όταν το κορμί του σφάδαζε στο δάπεδο κάποιου νοικιαζόμενου επαρχιακού δωματίου, ήρθε ως άγγελος ο Θανάσης.
-Σήκω, του είπε, θα σε πάω στο νοσοκομείο.
Η εικόνα ενός άντρα  που πρόκειται να του κάνουν κλύσμα δεν ήταν κι από τις καλύτερες στην οθόνη του αλλά η νοσοκόμα που του χαμογελούσε ερωτικά, του έδινε κουράγιο κι ο γιατρός φιλικός ήταν.
-Μη σε νοιάζει. Εμείς θα σε κάνουμε καλά, είπε ο γιατρός που φαινόταν ικανοποιημένος από την πορεία του ασθενή Λάκη Μπελβεντέρε και τα μάτια τους συναντήθηκαν στο υπερπέραν.
-Υπάρχει περίπτωση να πεθάνω; Είπε ο Μπελβεντέρε με κάποια αγωνία, ενώ πίσω από τα μυωπικά γυαλιά του γιατρού έβλεπε αυτά τα πρασινογάλανα μικρά ματάκια της νοσοκόμας, ίσως και κάτω απ τη μασχάλη του, καθώς ο ντόκτορ ανασήκωνε συνέχεια το χέρι του για να δώσει βαρύτητα στον τόνο του.
Ο Γιατρός γέλασε.
-Όχι δεν πρόκειται να σε αφήσουμε να πεθάνεις και κοίταζε τα αρχίδια του- το ίδιο και η νοσοκόμα, αυτή κι αν τα κοίταζε με τα μικρά γαλαζοπράσινα ματάκια της.
-Είμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή σου, συνέχισε ο ντόκτορ, ενώ αυτόν τον έλουζε κάποια αγωνία: θα την πήδαγε την νοσοκόμα ή δεν; [Το δεν είναι πάντα μια άρνηση, μια γυναίκα ή ένας άντρας που φεύγει στο σκοτάδι ή έρχεται από τη θάλασσα ο Μπέλβε είχε την εντύπωση πως αυτό το διήγημα δε θα τελείωνε ποτέ.]
- Για τη ζωή του καθενός άρρωστου, αύριο μεθαύριο θα μας ευγνωμονείς που έπεσες στα χέρια μας κι έφυγε να δώσει τη βοήθεια του σε άλλους άρρωστους.
Η νοσοκόμα με τα μικρά πρασινογάλαζα ματάκια, τα τόσα δα χειλάκια, κάπου την ήξερε αυτήν ο Μπέλβε, χάριν συντομίας θα τον λένε έτσι από εδώ και πέρα, άνοιξε τα χέρια της έβγαλε απ την τσέπη, μια σύριγγα κι έδειξε τον τρόπο που θα του έκανε το κλύσμα κι αυτός ήταν υποχρεωμένος να υπακούσει στις εντολές της και το θέμα γινόταν πιο ερωτικό, πιο ανθρώπινο, τι πιο ανθρώπινο από το να βλέπεις τα οπίσθια ενός ωραίου άντρα, τα αρχίδια του, το πέος που άρχιζε να μεγαλώνει, το πέος όπως κι άλλα όργανα έχουν τους δικούς τους κανόνες, δεν ακούν ποτέ τη λογική ή τη συνείδηση, ούτε και οι άλλοι άνθρωποι που βρίσκονταν γύρω, στ άλλα κρεβάτια του δικού τους πόνου και παρ όλα αυτά το διαστρεβλωμένο μυαλό του Μπέλβε ήταν εντελώς απορημένο, μια ιδέα του είχε καρφωθεί, πως καρφώνονται οι ιδέες, δε σε πάω αλλού αλλά αυτή η ωραία γυναίκα με τη σύριγγα έπρεπε να του βγάλει τα σκατά από τα έντερα του, να τα ρίξει σε μια σακούλα, ωχ, σακούλα νάιλον και δεν  ήταν υποχρεωμένη να πει ούτε μια λέξη, ούτε πως αισθάνεται, μόνο ανέφερε μερικές λέξεις του ξενύχτη.
Είμαστε μόνοι σ αυτόν τον κόσμο
Αλλά και δεν είμαστε
Πάντα να είσαι ευπρεπής
να είσαι τίμιος άντρας
μην ερωτεύεσαι τις γυναίκες των άλλων
Είμαστε μόνοι σ αυτόν τον κόσμο.
Αλλά και δεν είμαστε.
Ταυτόχρονα ένιωσε να του φεύγει όλο το στομάχι, λες και δεν είχε στομάχι, τα έντερα του άδειασαν, κάτι σαν σαπούνι, μια ηρεμία, μια ανακούφιση σαν όταν αφοδεύεις μετά από καιρό δυσκοιλιότητας, τι μαρτύριο κι αυτό για τους ερωτευμένους ή γι αυτούς που θέλουν να φάνε καυτερές πιπεριές κι ο ήλιος από πάνω τους, από μέσα τους ή απ το παράθυρο οι ερωτευμένοι δεν προλαβαίνουν να γιατρευτούν πέφτουν πάλι σε άλλες αυταπάτες,  όπως τα λυγερά δέντρα ή τα κίτρινα σπίτια, ω, ωώ τα παιδιά των άλλων είναι βάσανο, κανείς δεν τα αντέχει τα παιδιά των άλλων στο γαλάζιο λυκόφως, κάποτε ήθελε να βρει μιαν άκρη για το λυκόφως και το λυκαυγές, ποτέ δεν το κατάφερε, όπως δεν κατάφερε ποτέ να ξεφύγει από τις λακκούβες ή τα ερεθισμένα μπούτια και τα  λιπαρά αισθήματα όσων  κρύβονταν, όσων φοβούνταν να κάνουν εμετό ή να πηδήξουν μια γυναίκα που είχε περίοδο, ή ήθελαν να νομίζουν πως διαβάζοντας Καζαντζάκη θα ελευθερωθούν από τις αμαρτίες των, ηλίθιε τι φρίκη! κάποιοι αλλόκοτοι σε παρακολουθούν κι άλλος ένας αιώνας πέρασε που ο Μπέλβε ήταν αναγκασμένος να μείνει με την εικόνα της γυναίκας με τη σύριγγα, με τη θύμηση πως το κρέας ενός ανθρώπου, το μέσα από το δέρμα, το πίσω απ το ινίο, φοβόταν πως ήταν το τέλος ενός επαρχιακού κόσμου όπου κανείς δεν ήθελε να είναι μέτοχος.

Πιθανό τέλος

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΜΕΤΕΚΌΜΙΣΑΝ ΣΤΟ ΑΜΈΡΙΚΑ

  Χωρί ς μιζέρια, δίχως γκρίνια- ο κόσμος μας δεν είναι, σίγουρα, ο καλύτερος. Ο πλανήτης γη ίσως απ τα χειρότερα μέρη για να κατοικήσεις. Ο...