Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2021

ΟΤΙ ΧΕΙΡΌΤΕΡΟ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΣΥΜΒΕΙ 3

 




Από μικρό παιδί ονειρευόμουν να έκανα κάποτε πολλά λεφτά. Σχεδόν έξι-εφτά χρονών, που άρχισα να καταλαβαίνω τη ζωή, αντιλήφτηκα πως το χρήμα κυβερνάει τον κόσμο. Οι γονείς μου ήταν φτωχοί, μεροκαματιάρηδες. Πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί, σε ένα χωριό εδώ στην επαρχία. Βέβαια, πρώτα είχαν έρθει οι παππούδες. Γέννησαν τον πατέρα μου, λίγο πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Ο πατέρας μου αφού είδε και αποείδε πως δεν έκανε προκοπή, πήγε μετανάστης στη Γερμανία,. Πήρε και τη μητέρα μου μαζί του μετά από λίγα χρόνια. Εμένα με άφησαν στη θεία μου την Αγγλαϊα. Γιατί δε σε πήρανε και σένα μαζί τους σκανιάρικο; μου λεγε συνέχεια. Αυτή η κουβέντα της είναι συνέχεια καρφωμένη στο μυαλό μου, ακόμη και τώρα που έγινα τριάντα πέντε χρονών. Πέρασαν όλα αυτά τα χρόνια κι εγώ που ήθελα να γίνω πλούσιος, το μόνο που είχα καταφέρει, ήταν να μετράω ξένα χρήματα, εδώ και δέκα χρόνια που είχα διοριστεί ταμίας στη ΔΕΗ. Ότι χειρότερο μπορούσε να μου τύχει, δηλαδή. Στην αρχή, δε μου άρεσε καθόλου αυτή η δουλειά. Τι άλλο μπορούσες να κάνεις παιδί μου; μου λεγε συχνά ο πατέρας μου, συνταξιούχος πια. Το σπίτι σου το έχεις, δόξα το θεό, αυτό τουλάχιστον μπόρεσα να σου αφήσω. Βρες και καμιά γυναικούλα να παντρευτείς, τι κάθεσαι; Εγώ δεν το έβλεπα καθόλου έτσι το πράγμα. Ή σχεδόν καθόλου έτσι. Ποτέ μου δεν είχα πάρει σοβαρά μια τέτοια απόφαση.΄Εξάλλου, μόνος μου περνούσα καλύτερα, είχα και δυο καλούς φίλους, τον Αλέκο και τον Βαγγέλη. Μαζί στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο. Με τον Αλέκο πήγαμε και στο ίδιο Πανεπιστήμιο. Τον Βαγγέλη τον χάσαμε αυτά τα χρόνια αλλά μετά το στρατιωτικό, ανταμώσαμε στη μικρή μας πόλη και γίναμε αχώριστο τρίο. Ο Βαγγέλης που δεν είχε σπουδάσει περαιτέρω, άνοιξε ένα σουβλατζίδικο, ο Αλέκος έγινε Λιμενικός κι εγώ, είπαμε, ταμίας στη ΔΕΗ.

Συναντιόμασταν πολλές φορές, αργά στο σουβλατζίδικο, όταν η πολλή δουλειά είχε σπατσάρει. Ούφ! βαρέθηκα, μούγκριζε ο Βαγγέλης, πετώντας την ποδιά. Δουλειά είναι αυτή; Να φτιάχνεις σουβλάκια για τους άλλους! Καλά είναι, μη γκρινιάζεις, υπάρχουν και χειρότερα, έτσι δεν είναι Παναγιώτη; γύριζε σε μένα ο Αλέκος. Έτσι είναι, γιε Βαγγέλη, αργόσερνα εγώ την κουβέντα μου, που ποτέ δεν είχα καταφέρει να προφέρω καλά το ρ και οι δυο τους με κορόϊδευαν πολλές φορές για αυτό μου το ελάττωμα. Με πείραζαν δηλαδή, βάζοντας μου επίτηδες να λέω λέξεις με πολλά ρ. Κόκκορας, Παναγιώτη, λέγανε κι οι δυο μαζί. Κόκογας! τους έκανα τη χάρη εγώ και το ρίχναμε στις μπύρες. Και οι τρεις ήμασταν επιρρεπείς στο ποτό. Στο αλκοόλ. Πίναμε ότι βρίσκαμε μπροστά μας, μα πιο πολύ κρασί κι έτσι, τις περισσότερες φορές, φεύγαμε σκνίπα από το σουβλατζίδικο ή όπου αλλού βρισκόμασταν.
Εγώ που κυκλοφορούσα με ποδήλατο, πάμπολλες φορές έτρωγα τα μούτρα μου, ιδιαίτερα λίγο πριν την εξώπορτα του σπιτιού μου, όπου υπήρχαν χαλίκια. Μια βραδιά κόντεψα να σκοτωθώ πέφτοντας στα κάγκελα. Δεν τα είχα δει, έτσι μαύρα που τα είχα βάψει μόνος μου, ο ηλίθιος. Ο μπροστινός τροχός σφηνώθηκε ανάμεσα στο κενό που άφηναν τα κάγκελα, τα χέρια μου που κρατούσαν το τιμόνι, καταματωσαν. Με χίλια ζόρια κατάφερα να ξεσφηνωθώ και μόλις το είπα στην παρέα, ξεσκίστηκαν στα γέλια. Τι, γελάτε γε παιδιά; για γέλια είναι; ρώτησα απορημένος. Α, ρε Παναγιώτη; σου είπα να πάρεις μια μερσεντές αλλά δεν ακούς, έκανε ο Αλέκος. Πες του τώγα τίποτα εσύ! γύρισα στον Βαγγέλη. Με τι λεφτά γε βλάκα;

Πίναμε πάλι το κρασί μας στο σουβλατζίδικο του Βαγγέλη. Η ώρα κόντευε δυο και έβαλε την πινακίδα στην πόρτα με την ένδειξη κλειστό για να μη μας ενοχλεί κανείς. Με τι λεφτά...συνέχισε ο Αλέκος. Τόσα λεφτά περνάνε από τα χέρια σου! Μα είναι ξένα βγε αδερφέ, διαμαρτυρήθηκα. Θυμάσαι εκείνο το παλιό κόλπο που είχαμε καταστρώσει, τόσα χρόνια πριν; Μην κάνεις πως δε θυμάσαι, αντάλλαξαν μια ματιά με νόημα. Α, άνοιξα τα μάτια μου. Να με βαγέσετε και να πάγετε τα χγήματα, γέλασα τσιτσιριστά. Ε, εντάξει αλλά μη με βαγέσετε πολύ.
Λοιπόν, έκανε τώρα ο Αλέκος σοβαρά, που ήθελε να το παίζει αρχηγός. Εγω πιστεύω πως ήρθε η ώρα να το πραγματοποιήσουμε. Βαγγέλη συμφωνείς; Εγώ είμαι μέσα, το ξέρεις καλά. Τώρα που σφίξανε τα πράγματα με το κωλοευρώ; Σούμπιτος. Αλλά να πάρουμε μπάζα κι αν μας πιάσουν να μην πούνε πως ήμασταν λιγούρηδες, ψιλικατζήδες, συμφώνησε ο Βαγγέλης και με κοίταζε. Μιλάτε σοβαγά; έκανα. Πολύ σοβαγά! μίλησαν ταυτόχρονα και οι δυο. Βγε παιδιά, αυτά είναι σοβαγά πγάγματα, μη γίνουμε γεζίλι! Δεν πιστεύεις πως θα τα καταφέρουμε; επέμενε ο Αλέκος. Όχι, όχι θα τα καταφέγουμε, είπα χωρίς να ξέρω που εύρισκα το θάρρος.

Είχαμε πράγματι καταστρώσει ένα σχέδιο, πολλά χρόνια πριν. Είχαμε μελετήσει όλες τις λεπτομέρειες. Θα μου επιτίθονταν την ώρα που θα πήγαινα να καταθέσω το πιο μεγάλο κεφάλαιο στην τράπεζα. Περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ. Έτσι θα κάναμε μια καλούτσικη αρχική μπάζα. Από τριακόσιες τριάντα τρεις χιλιάδες ευρώ ο καθένας. Κι όλο το βράδυ, μου πιπίλισαν το μυαλό. Πάρτο απόφαση, δεν είναι τίποτα μου έλεγαν. Θα σου ρίξουμε δυο μπουνιές και τέρμα, εντάξει θα πέσεις αναίσθητος, δεν είναι τίποτα κι ύστερα ν αντέξεις στις ανακρίσεις, τίποτα άλλο. Άιντε μια ζωή δεν έλεγες πως ήθελες να κάμεις λεφτά; Να η ευκαιρία, ξεκόλλα! Μεθυσμένος καθώς ήμουν, συμφώνησα μαζί τους και δώσαμε όρκο να μείνουμε ενωμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Σχεδόν όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκα, άραξα στο σαλόνι και χάζευα στην τηλεόραση. Στην πραγματικότητα δεν έβλεπα, απλά ονειρευόμουν πως θα γινόταν όλο το σχέδιο και με έπιανε κάποια έπαρση που θα είχα τόσα λεφτά δικά μου. Θα αγόραζα επιτέλους εκείνη τη μερσεντές, όχι αμέσως, μου είπε ο Βαγγέλης κι ο Αλέκος. Πρέπει να αφήσουμε να περάσει καιρός, άσε που σκέφτηκα να φύγω για τη Γερμανία. Μάλλον αυτό θα έκανα, βέβαια με τόσα λεφτά, τι να έκανα στην Επαρχία; Ο πατέρας μου, γέρος άνθρωπος, πέρασε κανα δυο φορές να πάει για κατούρημα. Δεν παραξενεύτηκε που με είδε εκεί - τόκανα συχνά αυτό-ούτε μου μίλησε. Ή μάλλον, κάτι μουρμούρισε ανάμεσα από το βήχα του αλλά δεν το κατάλαβα κι έτσι δεν του απάντησα. Κακοκοιμησμένος στον καναπέ, όταν σηκώθηκα το πρωί, θα πρέπει να ήμουν πολύ χάλια. Στον καθρέφτη της τουαλέτας όταν πλενόμουν, απέφυγα να κοιτάξω τα μούτρα μου. Πως είσαι έτσι; με αυτά τα ρούχα θα πας στη δουλειά; γκρίνιαξε ο πατέρας μου. Που να ήξερε τι ετοίμαζα. Αν από κάποια μαγική εικόνα το μάθαινε, θα μου λεγε ένα άει χάσου απ τα μάτια μου αλλά δεν ήξερε και ούτε θα μάθαινε ποτέ. Καλά σου λέει, πρόσθεσε κι η μάνα μου, έλα να σου δώσω μια καινούρια αλλαξιά. Εγώ έγνεψα καταφατικά. Μου έφερε σιδερωμένο πουκάμισο και παντελόνι και με παρακολουθούσε. Το σώβρακο δε θα το αλλάξεις; επέμενε ενώ εγώ είχα ήδη ντυθεί. Ωχ! γε μάνα, καθαγό είναι, της απάντησα κι έφυγα σβουριχτός.

Έπρεπε να προλάβω, σήμερα θα γίνονταν όλα. Καθώς θα πήγαινα το εκατομμύριο στην τράπεζα, γύρω στις δέκα, θα μου την είχαν στημένη.  Είχαμε κανονίσει και το σημείο που θα με περίμεναν οι φίλοι μου για να με βαγέσουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Η ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ ΤΟΥ ΜΆΗ

  Τον Μάιο είχαμε ξεκινήσει ελεύθεροι να πιάσουμε τα σύννεφα Σκόρπιοι στον ουρανό μιας συννεφιασμένης Δευτέρας ή Τρίτης-η ελευθερία μας δεν ...