Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

ΜΆΘΕ ΝΑ ΚΡΥΒΕΣΑΙ

 


 

Δεν φοβόμουν τίποτα. Από μικρό παιδάκι το είχα μάθει αυτό,
όπως και άλλα πολλά στη ζωή μου. Μεγάλωσα στο Κολωνάκι,
εκεί στην ωραιότερη πλευρά της γης, από πλούσιους γονείς.
Η μάνα μου γιατρός, μαία στο Ιπποκράτειο, πέθανε πριν από το
χτες, δεν ήταν και τίποτε σπουδαίο, μια γυναικούλα της σειράς,
που κατέβαινε κάθε βράδυ στην Λυκόβρυση να φάει το βύσσινο
της και να κουτσομπολέψει με τις άλλες κυράδες της αυλής.
Ο πατέρας μου ένας γαλίφης μεγαλοεισοδηματίας, μια ζωή
ρέμπελος, αδιάφορος για το τι συνέβαινε δίπλα του, δεν πα να
καιγόταν ο κόσμος, ίσως απ αυτόν το κληρονόμησα κι εγώ το
λάθε βιώσας. Μάθε να κρύβεσαι στη ζωή μου λεγε, μπορείς να
μην φαίνεσαι πουθενά; θα είσαι ο καλύτερος, τι σε νοιάζει που
πήρε φωτιά το σπίτι του διπλανού; άστο να καίγεται. Κι εγώ
άνοιγα τα μάτια μου πελώρια, μικρό παιδί να καταλάβω, να μάθω περισσότερα κι όλο κρυβόμουν στις μασχάλες της μάνας μου κι
όλο μου άρεσε ο τρόπος που ζούσε ο πατέρας μου. Γιατί να μην
το έκανα κι εγώ; Μπήκα στο πανεπιστήμιο από τους πρώτους
αλλά σιγά-σιγά το βαρέθηκα. Σπούδασα πολιτικές επιστήμες,
διάβασα και Μαρξ και μελέτησα πολύ μα πιο πολύ απο όλους τον Επίκουρο, με τον κήπο του και το λάθε βιώσας. Σκούριασε το
μυαλό μου, πέταξα όλα τα ωραία μου ρούχα σαν πέθαναν οι γονείς,
που για να πω και την μαύρη μου αλήθεια δεν τους έκλαψα και
πολύ. Πέθαναν νωρίς και μου άφησαν μια τεράστια περιουσία να
την φάω μόνος μου. Και καθώς είχα κληρονομήσει και την
σιγουριά τους, την απόφαση να μην κάνω τίποτα στη ζωή μου,
πέρναγα έτσι τον καιρό. Άρχισα να ντύνομαι φτωχικά, όσο πιο
φτωχικά μπορούσα, πήγαινα στα χειρότερα μαγαζιά, έτρωγα
φτωχικά, δε μ ένοιαζε το φαί, άμα έχεις λεφτά έχεις φαί, έκανα
παρέα με κάτι ζητιάνους και τους έλεγα πως ήμουν κι εγώ ένας
σαν κι αυτούς. Και με αγαπούσαν που μοιραζόμουν μαζί τους μια μακαρονάδα και μια στάλα κρασί. Τους φαινόμουν καλός. Μα
ήμουν καλός, δεν πείραζα κανέναν. Τα λεφτά μου, λεφτά μου και
τα δικά τους δικά τους. Το δίκιο να λέγεται. Ώσπου γνώρισα τον
Λάκη. Ωραίο παιδί. Ψηλός, λυγερόκορμος, αψύς. Με άγρια γένια, παλιοπαλήκαρο. Κάτι κρύβεις εσύ, μου είπε χωρίς περιστροφές.
Φαίνεσαι πως είσαι κάτι άλλο. Μα τι είναι αυτά που λες, τον
αντίκοψα, αλλά μου άρεσε και το πάθος πληρώνεται. Άρχισα να
βγαίνω με τον Λάκη. Κι επειδή ήταν καλός στο κρεβάτι, και σε
άλλα δηλαδή, του έκανα όλα τα χατίρια. Ξόδευα αφειδώς τα
λεφτά μου μαζί του. Ήθελε λούσα ο Λάκης. Τα καλύτερα ρούχα
και φυσικά ντυνόμουν πια κι εγώ το ίδιο μαζί του. Το λάθε
βιώσας του πατέρα μου, πήγαινε περίπατο. Πάμε στο καζίνο;
μου είπε μια μέρα. Πάμε του απάντησα χωρίς να το καλοσκεφτώ,
σαράντα πέντε χρόνων μαλάκας. Πήγαμε μια, πήγαμε δυο, σιγά-
σιγά χάναμε πολλά., έχανα δηλαδή, γιατί οΛάκης μόνο τις ηδονεςτου
ήθελε και γενικά να περνάει καλά. Η ζωή, μου έλεγε θέλει
καλοπέραση. Και συ γεννήθηκες γι αυτό, πέρνα καλά αγόρι μου!
Τι σε νοιάζει για τους άλλους και τα λεφτά; Τα λεφτά είναι για να
τα ξοδεύουμε. Να τα χαλάμε. Και λίγο- λίγο, πούτσα την πούτσα,
πούλησα το ένα σπίτι, έφαγα το άλλο οικόπεδο, οι καταθέσεις στην
τράπεζα λιγόστευαν κι άρχισα πάλι να σκέφτομαι το λάθε βιώσας
του πατέρα μου αλλά μη σε νοιάζει θα τα πάρουμε πίσω μου έλεγε
ο Λάκης, σιγά μη χάσουμε εμείς, αγόρι μου έχω το χρυσό χερι δεν
το έχεις καταλάβει, προχώρα παρακάτω, δεν είδες τι γράφουν οι
φυλλάδες για την πάρτυ μας; Και είναι αλήθεια είμασταν φάτσα
κάρτα σε όλα τα παράθυρα, παφουμαρισμένοι, ωραίοι και άφθονοι,
τι με νοιαζε; Είχα ακόμα τα οικόπεδα στο Δήλεση, τα βοσκοτόπια
που είχε αγοράσει η μαία στον άγιο Ιερόθεο, και το μεγάλο μαγαζί
στο Σύνταγμα, ΕΊΚΟΣΙ ΧΙΛΙΆΔΕς ΤΟΝ ΜΉΝΑ ΤΟ ΝΟΊΚΙΑΖΑ,
τι με ένοιαζε, ήμουν ο γυιος του πάρτα όλα. Αυτός είσαι αγόρι μου!
με έφτιαχνε ο Λάκης κι έχανε κάθε βράδυ στη ρουλέτα τα μαλλιά της κεφαλής του- της πάνω και της κάτω- αλλά είπαμε, το λαθε βιώσας
το είχα ξεχάσει. Κάποια μέρα πέσαμε σε κάποια διαδήλωση, τι είναι
αυτοί; με ρώτησε ο Λάκης, πεινασμένοι, του απάντησα. Και τι κάνουν εδώ; Ζητάνε το δίκιο τους, του ξαναείπα. Και έχουν δίκιο αυτοί οι αγανακτισμένοι; μου απάντησε άγρια. Πάμε να φύγουμε από δω!
Δεν έχουμε δουλειά εμείς μ αυτούς! Και όταν ξεμακρύναμε,
κατάλαβα πως είχε δίκιο. Τι δουλειά είχαμε εμείς εκεί; Οι άνθρωποι
του καθώς πρέπει με τους αγανακτισμένους; Ανεβήκαμε στην
χιλιάρα μηχανή που είχα αγοράσει στον Λάκη, ανηφορήσαμε στην Λυκόβρυση, παραγγείλαμε μαύρο αστακό, και κόκκινο ούζο, μέρα μεσημέρι, να το πιούμε,
 γιατί ήμασταν οι καλύτεροι αυτού του
κόσμου.












 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο ΠΗΛΌΣ

    Ο Ντίνος Βελεμέντης ταξίδευε προς βορρά. Δε θυμόταν πόσες στάσεις ήταν να φτάσει μέχρι το Μαρούσι, μια διαδρομή που την έκανε συχνά, πη...