Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΥΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 9

 


ΣΚΗΝΗ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Ο Άλεξ με τον δάσκαλο παίζουν σκάκι. Το φως δυναμώνει. Ο δάσκαλος είναι περίπου 45 χρονών. Αδύναμος, κοκαλιάρης, κακάσχημος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (κάνει την τελευταία κίνηση και γέρνει πίσω την καρέκλα του) Ματ!
ΑΛΕΞ: Κέρδισες. (σηκώνεται)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το σκάκι είναι ακριβώς όπως ο πόλεμος. Θέλει θυσίες, στρατιώτες, αξιωματικούς και βασιλιάδες.
ΑΛΕΞ: Ακριβώς έτσι και οι βασιλιάδες και οι στρατιώτες. Δεν κερδίζουν όμως πάντα οι βασιλιάδες.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Διαφωνώ. Σχεδόν πάντα κερδίζουν. Οι κολίγοι χάνουν τη μάχη όσοι κι αν είναι. Αλλά κάτι σε βασανίζει σήμερα…
ΑΛΕΞ: Δεν άκουσες τις ειδήσεις δάσκαλε;
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τελευταία δεν παρακολουθώ ιδιαίτερα.
ΑΛΕΞ: (στεγνά) Ο πόλεμος αρχίζει. Η μάλλον άρχισε. Έπεσαν τα πρώτα κορμιά στα σύνορα. Ο πατέρας μου με τον αδερφό μου μπήκαν στη χώρα σας…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Στη χώρα μας θέλεις να πεις.
ΑΛΕΞ: Εγώ δεν είμαι δικός σας. Είμαι εξόριστος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ναι, αλλά παντρεύτηκες εδώ, έκανες παιδί και ζεις εδώ. Τι θα κάνεις τώρα; Με ποιο πλευρό θα πας; Αυτό δεν σε βασανίζει;
ΑΛΕΞ: Αυτό. Δεν ξέρω τι να κάνω… και πρέπει να βιαστώ…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν υπάρχει δίκιο κι άδικο. Το δίκιο είναι όπλο των φτωχών απέναντι στους δυνατούς.
ΑΛΕΞ: Φιλοσοφίες δάσκαλε. Εγώ φιλόσοφος δεν είμαι. Εσένα που πέρασαν και τα χρόνια, θα σ΄αφήσουν πίσω γιατί δεν είσαι πολεμιστής. Εγώ φαίνεται πως είμαι και μου αρμόζει να βρίσκομαι εκεί.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Το ξέρω. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται εκεί. Το πρόβλημα είναι με ποιους;
ΑΛΕΞ:  Με τους κατατρεγμένους. (σα να το πήρε απόφαση)
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (με κάποια χαρά) Έτσι σου πρέπει. Εξ άλλου αυτοί μας κήρυξαν τον πόλεμο. Αυτοί μας πολεμούν. Ο πατέρας σου κι ο αδερφός σου.
ΑΛΕΞ:  Όλοι οι πόλεμοι έχουν και προσωπικό χαρακτήρα. Κάποιος φταίει για κάτι. Κάποιος έκλεψε κάτι… Ο Πάρις την Ελένη… ναι, μη σου φαίνεται αστείο. Δεν είναι μόνο το χρυσό, ο πλούτος.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Δεν διαφωνώ μαζί σου. Μάλιστα έχω να προσθέσω σ΄αυτό κι ένα άλλο: την έμφυτη βία. Είδες ποτέ ένα παιδάκι που δεν μιλάει ακόμα, πώς χαστουκίζει κάποιο άλλο;
ΑΛΕΞ: Έχεις δίκιο δάσκαλε, το έχω δει. Η έμφυτη βία. Αλλά τώρα…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Τι τώρα… δεν το αποφάσισες…
ΑΛΕΞ: Δεν είναι τόσο εύκολο…
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Σίγουρα.
ΑΛΕΞ: Τη μια σκέφτομαι έτσι, την άλλη αλλιώς κι αυτό με σκοτώνει. Ο πατέρας , μου έστειλε μήνυμα να γυρίσω.
ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Και λοιπόν; Το ίδιο δεν είναι; Αν πας απέναντι δεν θα πολεμήσεις ενάντια στη γυναίκα σου, τ αδέρφια της και το παιδί σου;
ΑΛΕΞ: Φτάνει δάσκαλε, φτάνει. Δεν έχω ανάγκη τις προσπάθειές σου για να πειστώ. Όπως σου είπα πριν θα πάω με τους κατατρεγμένους. Ενάντια στον πατέρα μου και το αίμα μου.
Τίποτα. Κενό.

ΣΚΗΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ

Ίδιο σκηνικό. Στην καρέκλα καθισμένη η Ελμίνα, κρατάει στην αγκαλιά το μωρό της και μια κλαίει, μια γελάει. Το νανουρίζει, το φιλάει μια σηκώνεται, μια κάθεται.
ΕΛΜΙΝΑ: Νάνι νάνι το μωρό μου νάνι… (σηκώνεται κοιτάζει ανήσυχη προς την πόρτα) Που είναι τώρα ο πατέρας σου… γιατί αργεί… τώρα που τον έχουμε τόσο ανάγκη. Λείπει… νάνι-νάνι…
ΑΛΕΞ: (απ’ την πόρτα προτού μπει) Ελμίνα! Για το θεό τι έγινε;
Ορμάει και τους αγκαλιάζει. Παίρνει στα χέρια του το παιδί, το σηκώνει ψηλά. Η Ελμίνα πέφτει στην καρέκλα και τον κοιτάζει.
ΑΛΕΞ: Αγόρι μου! Τι πήγαν να σου κάνουν οι άνανδροι ε; τι πήγαν να σου κάνουν… αλλά τώρα μη φοβάσαι τίποτα, είναι ο πατέρας σου εδώ.
ΕΛΜΙΝΑ: Για πόσο όμως Άλεξ;
Ο Άλεξ αφήνει το παιδί. Την κοιτάζει αποσβολωμένος.
ΑΛΕΞ: Μίλησες!!! Μιλάς; (τρέχει κοντά της, την αγκαλιάζει) Δεν το πιστεύω… μου φαίνεται απίστευτο… ω θεέ μου! Πες μου τι έγινε…
Κάθονται στο τραπέζι.
ΕΛΜΙΝΑ: Μίλησα Άλεξ. Πήρα  λαχτάρα και τέτοιον φόβο που μου ξαναγύρισε η λαλιά.
ΑΛΕΞ: Πώς έγινε, πες μου, θέλω να μάθω.
ΕΛΜΙΝΑ: Θα σου πω. Ήμουνα έξω στην αυλή και είχα αφήσει το μωρό να παίζει εδώ. Κάποια στιγμή, είδα μια σκιά να περνάει στο παράθυρο. Έτρεξα αμέσως με όλη μου τη δύναμη και ήρθα. Ήταν ένας μασκοφόρος κι έσκυβε να πάρει το παιδί. Όρμησα πάνω φωνάζοντας ‘’μη!  μη πειράξεις το παιδί’’. Δεν το κατάλαβα εκείνη τη στιγμή. Ήρθαμε στα χέρια να τραβάμε το μωρό !(κλαίει). Αυτός από δω κι εγώ από κει. Τον κλώτσησα, τον χτύπησα, τον δάγκωσα. Έγινε πάλη. Κάποια στιγμή, πήρα το παιδί κι έτρεξα έξω.
ΑΛΕΞ: Αυτός έφυγε;
ΕΛΜΙΝΑ: (αποκαμωμένη) Ναι, έφυγε. Όπως θα φύγεις κι εσύ.
ΑΛΕΞ: (σηκώνεται) Πρέπει.
ΕΛΜΙΝΑ: Το ξέρω. Δεν σε κακιώνω, αλλά σπαράζω. Σπαράζω και φοβάμαι για σένα και για μας. Τι θ’ απογίνουμε Άλεξ;
ΑΛΕΞ: Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς Ελμίνα! Αλοίμονο! Εγώ δεν φοβάμαι για τον εαυτό μου, θα γυρίσω να σαι σίγουρη…
ΕΛΜΙΝΑ: Ο πόλεμος δεν έχει σιγουριά Άλεξ… Άλεξ, φοβάμαι… Φοβάμαι πολύ… γιατί να γίνονται όλα αυτά…
ΑΛΕΞ: (την αγκαλιάζει) Μου ραγίζεις την καρδιά γυναίκα… Ξέρεις πόσο σας αγαπώ… αλλά, η αγάπη του άντρα για την τιμή και την προστασία της πατρίδας και των ιερών, πρέπει να είναι πιο δυνατή! Πρέπει ν’ αντέξουμε, Ελμίνα!
ΕΛΜΙΝΑ: (αδύναμα) Θ’ αντέξουμε;
Χωρίζουν και ξαναγκαλιάζονται.
ΑΛΕΞ: Θ’ αντέξουμε γυναίκα.
Χωρίς ίχνος επιείκειας τα φώτα βουλιάζουν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...