Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 2

 


 

                            

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ

Παλιά ταβέρνα, καπηλειό. Στην μια γωνία σε τραπέζι με κούτσουρα καθίσματα, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του, καθισμένοι, πίνουν κρασί. Στην άλλη πλευρά ο άρχοντας με τα παιδιά του, τον Τζωρτζ και τον Άλεξ και πιο δίπλα ο Αρίστος ο δάσκαλος τρώνε και πίνουν επίσης. Ο παπάς στο μοναχικό τραπέζι. Ο ταβερνιάρης όρθιος, πηγαινοέρχεται, σερβίροντας. Το ίδιο και η Ελμίνα, ντυμένη άνδρας. Επικρατεί οχλαγωγία. Οι περισσότεροι είναι χαρούμενοι ο πόλεμος έχει τελειώσει. Ή καλύτερα έχει γίνει ανακωχή, γιατί κανένας πόλεμος δεν τελειώνει. Ξαφνικά η Ελμίνα σταματάει στη μέση της ταβέρνας, χύνει το κρασί κοιτάζοντας ένα γύρο όλους, με ύφος σκοτεινό.

ΕΛΜΙΝΑ: Σςςς!

Ησυχία ακούγεται μόνο το κρασί που χύνεται.

.....θα σας πω μια ιστορία (παύση)

μοιάζει με μύθο αλλά δεν είναι (παύση)

Μόνο, που δεν πρέπει να φύγει κανείς.

(επιθετικά) Μην τολμήσει να φύγει κανείς!

Κλέιστε τις πόρτες!! (στον ταβερνιάρη επιτακτικά.]

Φυσάει αέρας, γίνεται πανδαιμόνιο, οι πόρτες και τα παράθυρα κλείνουν με πάταγο, τα φώτα χαμηλώνουν και σβήνουν σ’ ένα μακρινό μπουμπουνητό.

 

 

 

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ

 

Έξω απ’ το παλάτι-ανάκτορο, ο Έντι Μπάρεττ με τον πατέρα του κοντοστέκονται. Είναι απόγευμα προς το σούρουπο. Ο Έντι είναι έφηβος, ωραίος και μελαγχολικός.

Κι ο πατέρας του είναι λυπημένος, αλλά δεν μοιάζει άνθρωπος που δέχεται εύκολα τη μοίρα του. Είναι από κείνους που θέλουν να την ορίζουν, πόσο μάλλον την οικογένεια.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Έτσι τα έφερε ο καιρός, Έντι. Ο καιρός και η μοίρα. Τη μοίρα όμως, την διατάζουν οι άνθρωποι. Τον καιρό τον αλλάζουν τα γεγονότα. (παύση)

Εμείς γεννηθήκαμε φτωχοί και τούτοι πλούσιοι ([δείχνει το ανάκτορο). Τόσα έχουν να χαρούν, μα δεν τους πρέπουν.

ΕΝΤΙ: Με ποιους τα βαλες πατέρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με ποιους τα βαλες πατέρα! (απορεί, τον ησυχάζει)

Με κανέναν, μη φοβάσαι. Αλλά να, σου έλεγα για τη μοίρα που γεννάει άλλους πλούσιους και άρχοντες κι άλλους φτωχούς και ασήμαντους. Για όλους όμως, μόνο η καρδιά και το μυαλό μετράει. Και για μένα ακόμα πιο πολύ, η αξιοπρέπεια και η ηθική.  Αυτά κάνουν τον άνθρωπο κι όχι τα πλούτη και οι τίτλοι.

ΕΝΤΙ: (απορεί) Καλά όλα αυτά... αλλά γιατί τώρα;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μη βιάζεσαι. Έχουν τη σημασία τους γι’ αυτό που θα σου πω τώρα.

ΕΝΤΙ: Λοιπόν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Μας διέταξαν να πάμε στη γειτονική χώρα.

ΕΝΤΙ: Μας διέταξαν;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ναι παιδί μου. Οι ανώτεροι. Είπαν πως είναι ανάγκη να εργαστούμε εκεί για το καλό της πατρίδας. Δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε.

Ο Έντι δεν μιλάει.

... Στην απόφαση όμως αυτή, υπάρχει και μια άλλη που πρέπει να δώσεις προσοχή και απάντηση: Η Ελμίνα θα μείνει εδώ.

ΕΝΤΙ: (ξαφνιάζεται) Εδώ; Πού εδώ... μόνη της;

ΠΑΤΕΡΑΣ: (χαμογελάει) Ξέρω πόσο την αγαπάς την αδελφή σου αλλα μη φοβάσαι. Είναι όμως ακόμα μικρή και η ανάγκη να συνεχίσει τα γράμματα, μεγαλύτερη. Εξ’ άλλου τη φροντίδα της θα την αναλάβουν σοβαρά χέρια.

ΕΝΤΙ: (συνοφρυώνεται) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Θα είναι υπό τη φροντίδα του κράτους και στην κηδεμονία του παπά... Βλέπεις, πέθανε και η μητέρα σου πέρυσι και μας άφησε μόνους.

ΕΝΤΙ: (μελαγχολικά) Πέρασε κι όλας ένας χρόνος χωρίς τη μητέρα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ξέρω πως την αγαπούσατε κι εσύ και η Ελμίνα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Άλλες όμως οι βουλές των ανθρώπων κι άλλες των θεών.

ΕΝΤΙ: (ασυλλόγιστα) Τώρα δεν έχουμε κανέναν.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (επιτακτικά) Μη σκέπτεσαι έτσι, η ζωή είναι μπροστά! Είμαι εγώ εδώ. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις. (παύση)

Να, κοίτα, έρχεται ο παππάς έρχεται ο παπάς. Να τον ρωτήσουμε επ’ ευκαιρία αν δέχεται να κρατήσει την Ελμίνα.

Από αντίθετα έρχεται ο παπάς. Είναι περίπου 50 χρονών, αρκετά νεότερος απ’ τον πατέρα του Έντι. Τα γένια του είναι κοντά και περιποιημένα. Το ύφος του δεν προδίδει ανώφελα τον κακό του χαρακτήρα και είναι μάλλον κατ’ ανάγκη άσχημος. Δεν είναι ο καθ’ έξιν κακός προϋπάρχει η γενεσιουργός κακία.

ΠΑΠΑΣ: Καλησπέρα (δίνει το χέρι του στον πατέρα του Έντι, ο οποίος το ασπάζεται. Έπειτα χαιρετάει και τον Έντι που αρνείται με τρόπο να τον ασπαστεί. Ο πατέρας του, τον κοιτάει καχύποπτα. Ο παπάς δε δίνει σημασία)

ΠΑΤΕΡΑΣ: Όλα καλά, πάτερ;

ΠΑΠΑΣ: Όλα καλά. Εσείς;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Καλά είναι παπά καλά. Μόνο που έφθασε η ώρα να σε

αποχαιρετήσουμε.

ΠΑΠΑΣ: (με ενδιαφέρον) Δηλαδή;

ΠΑΤΕΡΑΣ: Δεν θυμάσαι που σου είχα πει για την απόφαση της πολιτείας;

Ο παπάς μοιάζει να θυμάται,  γνέφει ναι.

...Η απόφασή τους είναι οριστική. Μεθαύριο το πρωί ο Έντι κι εγώ αναχωρούμε για τη γείτονα χώρα. Η κόρη μου όμως πρέπει να μείνει εδώ κοντά σου, όπως μου υποσχέθηκες.

ΠΑΠΑΣ: Ώστε είναι οριστικό! Το αποφάσισες!

ΠΑΤΕΡΑΣ: (παγερά) Είναι διαταγή παπά. Μην το ξεχνάς.

ΠΑΠΑΣ: Ναι, βέβαια. Εγώ τι να πω. Αφού έτσι είναι οι βουλές του Κυρίου, ας γίνει.

Όσο για την Ελμίνα εγώ δεν ξεχνάω τι σου είπα. Θα την έχω σαν παιδί μου. (παύση)

Εγώ παιδιά δεν έχω βλέπεις ο Θεός δεν μας έδωσε. Σε βεβαιώνω λοιπόν για μια ακόμη φορά πως με χαρά μου θα γίνει αυτό που ζητάς.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (δύσπιστα) Δεν πιστεύω να είναι πολύς ο χρόνος.

ΠΑΠΑΣ: (υστερόβουλα) Ποτέ δεν ξέρεις...

ΠΑΤΕΡΑΣ: (σαν να μη τον άκουσε) Ένα-δύο χρόνια το πολύ είπανε και, ή θα την πάρουμε κοντά μας ή θα γυρίσουμε πίσω. Να σου υπενθυμίσω μόνο πως θέλω να μας ενημερώνεις συνεχώς.

ΠΑΠΑΣ: (καθησυχαστικά) Δεν χρειάζεται να το λες. Εμένα είναι χαρά μου να σ’ εξυπηρετήσω. Είθε να πάνε όλα καλά. 

συνεχίζεται

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...