Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2021

ΤΟ ΧΤΎΠΗΜΑ ΤΗΣ ΠΕΤΑΛΟΎΔΑΣ 7

 

 


ΣΚΗΝΗ ΟΓΔΟΗ

 

Εσωτερικό δωματίου. Ένα τραπέζι, δύο καρέκλες, κάποιο παράθυρο, λίγο φως. Πάνω στο τραπέζι, ένα μπουκάλι με αίμα. Μπαίνει ο Έντι Μπάρετ. Φοράει πάντα τα κουρελιασμένα ρούχα και είναι φανερά αναστατωμένος.

ΕΝΤΙ: Τι έκανα τώρα εγώ;

ΧΟΡΟΣ: (ρυθμικά) Μια τρύπα στο νερό! Μια τρύπα στο νερό!

ΕΝΤΙ: (κοιτάζει ολούθε) Είναι το ίδιο. Σαν να τη σκότωσα!

ΑΝΔΡΑΣ: Δεν είναι το ίδιο! τη σκότωσες.

ΕΝΤΙ: Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Μπορούσα;

ΓΥΝΑΙΚΑ: Πήρες το αίμα του τράγου να το δείξεις στον πατέρα σου. Νομίζεις πως θα τον ξεγελάσεις.

ΕΝΤΙ: Ναι, αλλά θα γυρίσω να την πάρω. Ορκίζομαι στο Θεό.

ΑΝΔΡΑΣ: Η Ελμίνα έφυγε. Η Ελμίνα έχει φύγει. Η Ελμίνα χάθηκε στο δάσος.

ΕΝΤΙ: (παίρνει στα χέρια του το αίμα, τρέμει). Τούτο είναι το αίμα της αδερφής μου.

ΓΥΝΑΙΚΑ: Μπορείς ν’ αγοράσεις κι άλλο στην αγορά. Υπάρχει αίμα αθώων που θα ρέει παντοτινά. Το αίμα είναι γλυκό, κόκκινο και πικρό!

ΧΟΡΟΣ: Το αίμα! Το αίμα των αθώων!

ΑΝΔΡΑΣ: Μπορείς να κοιμηθείς ήσυχος. Δεν έκαμες τίποτε κακό, κανείς δεν κάνει τίποτε. Όλα περνάνε πολύ εύκολα, όλα ξεχνιούνται. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που βλέπεις κι αυτό που χάνεται δε χάνεται. Τρέχει παντού, ανεβαίνει βουνά, λαγκάδια, διαβαίνει λίμνες, πάει στον ουρανό, περνάει  ποτάμια, κυλάει, βουίζει, σπέρνει καταιγίδες. Γοργά σα βέλος σχίζει το χρόνο, κομματιάζει τα μάτια, σπάζει τα θρύψαλα, σβήνει στην ησυχία τον αέρα!
Ησυχία απέραντη. Ο Έντι συνέρχεται κάπως. Αφήνει το αίμα στο τραπέζι. Μπαίνει ο πατέρας του.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Γύρισες;

ΕΝΤΙ: Γύρισα.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Τι έκαμες; Πες μου τι έκαμες… Τι ρούχα είναι αυτά; Πες μου…

ΕΝΤΙ: (παγερά) Έκανα αυτό που έπρεπε.

ΠΑΤΕΡΑΣ: (με τρόμο) Δηλαδή; Τη σκότωσες…

ΕΝΤΙ: Ναι, τη σκότωσα.

Ο πατέρας του συντρίβεται. Βάζει τα κλάματα, σπάει, πέφτει. Ο Έντι μοιάζει να μην τον συμμερίζεται. Παίρνει πάλι το αίμα να του το προσφέρει.

ΕΝΤΙ: Πάρε το αίμα της! Εσύ το ζήτησες!

Ο πατέρας του σηκώνει τα μάτια και τα χέρια στο Θεό.

ΠΑΤΕΡΑΣ: Ο Θεός!

ΕΝΤΙ: Όχι ο Θεός! Εσύ!

ΠΑΤΕΡΑΣ: Με κατηγορείς;

ΕΝΤΙ: Ναι, σε κατηγορώ. Εσύ έφταιξες για όλα. Ακόμα και που περπατώ εσύ φταις. Μ’ έφερες σ αυτόν τον κόσμο που τον έφτιαξες πριν από μένα, όπως ήθελες εσύ. Με δίδαξες πώς να τρώω, να πίνω, να δουλεύω και (παύση) να σκοτώνω! Αυτά με δίδαξες. Κι εγώ, θα τα διδάξω στο γιο μου. Θα του μάθω ακριβώς τα ίδια πράγματα. Τα ίδια ακριβώς, να είσαι περήφανος γι αυτό!

Τα φώτα σβήνουν.
Σκοτάδι.

 

 

ΣΚΗΝΗ ΕΝΑΤΗ

Στη σαραβαλιασμένη καλύβα η Ελμίνα ντυμένη με εξωτικά ρούχα. Η μορφή της άγρια, τα μαλλιά της αχτένιστα, οι κινήσεις της ζωώδεις. Ακούγονται βρυχηθμοί, ουρλιαχτά λύκων και σκύλων.                                                                                                 Η Ελμίνα έχει γίνει άλαλη – άγλωσση. Ακούει και καταλαβαίνει αλλά μόνο κραυγές και μιμήσεις ζώων βγαίνουν από τα χείλη της. Ένα κρεμασμένο χορτόσχοινο δεσπόζει κεντρικά. Δεξιά κι αριστερά ο άντρας και η γυναίκα του χορού κρατούν αντίστοιχα ένα τύμπανο κι ένα κοντάρι.
ΑΝΔΡΑΣ: (χτυπάει το τύμπανο) Ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς τους ανθρώπους;
Η Ελμίνα χαιδεύει ένα ζώο τίγρη ή γάτα. Το αγκαλιάζει και, μια αγριεύει μια αφαιρείται.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το λιοντάρι δεν τρώει το λιοντάρι. Το φίδι δεν τρώει το φίδι.
ΑΝΔΡΑΣ: Καλύτερα με τα ψάρια παρά με τους ανθρώπους. Είμαι ελεύθερος εδώ στο ποτάμι να τριγυρνώ στο δάσος, να μυρίζω τις οσμές, με το λύκο να κάνω παρέα. Είμαι ελεύθερος όπως και η Ελμίνα!
Η Ελμίνα κάνει ένα πέρασμα με το χορτόσχοινο. Αιωρείται χαρούμενη. Η γυναίκα ρίχνει το ακόντιο (το καρφώνει) σ’ ένα κορμό. Η Ελμίνα τρέχει και το πιάνει. Σηκώνεται και μένει ακίνητη σε μια στάση πολεμιστή, έτοιμη να πετάξει το ακόντιο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (θλιμμένα) Δεν είναι ελεύθερη.
Η Ελμίνα κουνάει θετικά το κεφάλι της.
…Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει μόνος του.
ΑΝΔΡΑΣ: Ο άνθρωπος φοβάται τον εαυτό του.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τρέμει το κατάβαθο της ψυχής του.
ΑΝΔΡΑΣ: Πιο πολύ φοβάται το θάνατο.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Το δικό του θάνατο;
ΑΝΔΡΑΣ: Φοβάται την ώρα του θανάτου, ερχόμαστε από ένα σκοτάδι, καταλήγουμε σ’ ένα σκοτάδι. Δεν ζούμε πριν γεννηθούμε και δεν πεθαίνουμε πριν ζήσουμε.
ΓΥΝΑΙΚΑ: (τραγουδιστά) Άνεμος, άνεμος, άνεμος η ζωή.
ΑΝΔΡΑΣ: (το ίδιο) Ανέμη, ανέμη που τύλιξε τον κόσμο η ζωή.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Τύλιξε τον κόσμο.
ΑΝΔΡΑΣ: Ένας – ένας, πεθαίνουμε στο δάσος, ένας – ένας.
ΓΥΝΑΙΚΑ: Ένας – ένας.
Κι έτσι αποχωρούν. Μένει η Ελμίνα να παρατάει το ακόντιο και να χαϊδεύει την τίγρη ή τη γάτα και να κυλιέται στο χώμα μαζί της ενώ, ακούγονται ξανά βρυχηθμοί και κραυγές ζώων.
Τα φώτα χαμηλώνουν.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΕ ΜΕΝΑ ΔΕΝ ΠΕΡΝΆΝΕ ΑΥΤΆ

  Φίλε κόφτην καραμέλα σου και πούλησε τη στους άλλους σε μένα δεν περνάνε αυτά εγώ ξέρω πως απέτυχα παταγωδώς και δε με σώνει κανένας αγωγό...