Κυριακή 21 Απριλίου 2019

ΑΝΑΨΕ ΚΟΚΚΙΝΟ 2




Η Φένια ήταν χορεύτρια, την είχα γνωρίσει πριν πολλά χρόνια στο καμπαρέ της. Μαγεύτηκα μαζί της επειδή από μικρό παιδί μου άρεσαν τα άτομα που χόρευαν, άντρες και γυναίκες.. Όταν συναντήθηκαν τα μάτια μας, μου είχε σηκώσει με χορευτική φιγούρα το δεξί της μπούτι, κοντά στο μάγουλό μου. Απο τότε δεν έχω ξεχάσει ποτέ αυτήν την κίνηση: Την βλέπω σαν σε κινηματογραφική ταινία, με πρωταγωνιστές εμάς τους δυό. Και η Φένια πάντα χαμογελούσε. Ναι, μπορούσε να πει το πιο φριχτό πράγμα χαμογελώντας. Είχε, όμως ένα αστραφτερό χαμόγελο. Ένα λαμπρό πρόσωπο. Πρόσωπο προκλητικό, στόμα μισάνοιχτο. Έτσι ήταν και τώρα. Μισάνοιχτη πόρτα, μισάνοιχτα χείλη. Έλα, μου είπε, άργησες. Με πήρε απ το χέρι και με πήγε στο κατηφορικό κρεβάτι, λες και βουλιάζαμε στην κατηφόρα. Γιατί νομίζεις πως όλα τα κρεβάτια είναι κατηφορικά; με ρώτησε ότα τελειώσαμε ήρεμοι-ποτε δεν τελειώνεις ήρεμα ένα κρεβάτι- και κοιτάζαμε το λευκό του ταβανιού. Δεν είχα τι να της απαντήσω. Το είχαμε κουβεντιάσει πολλές φορές το θέμα κι εκείνη νόμιζε πως απλά ήμουν σεμνότυφος. Γι΄αυτό έβλεπα στον ύπνο μου όλο κατηφόρες. Η κατηφόρα σημαίνει ολίσθηση και όταν την πάρεις, δεν σταματάς παρά μονάχα στον πάτο. Ολισθαίνεις, σωματικά και ψυχικά. Σύνελθε αγόρι, θα τα χάσεις όλα στη ζωή. Μαζί κι εμένα.
Όλο τέτοια μου υπενθύμιζε η Φένια αλλά δεν μου
  ξαναείπε να χωρίσουμε. Ούτε όμως και πως με αγαπούσε. Ωστόσο εγώ έπρεπε να προχωρήσω κανονικά. Και προχωρούσα. Το σχέδιο μου για την απαγωγή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Ήξερα τώρα τα πάντα, γύρω από τον πολίτη Νικολάου. Η παραμικρότερη λεπτομέρεια της ζωής του είχε καταγραφεί στο μυαλό μου πρώτα και στον υπολογιστή μου ύστερα, πίσω απο μυστικούς κώδικες, που ακόμα κι ο καλύτερος χάκερ δεν θα μπορούσε ν αποκωδικοποιήσει. Όταν τελείωσα μ αυτή τη δουλειά, έκλεισα τον υπολογιστή μου ευχαριστημένος. Κι όταν είμαι ευχαριστημένος, απλώνω τα πόδια μου πάνω στο πανάκριβο γραφείο μου, να ξεκουραστώ. Έτσι έκανα και τώρα, δεν αλλάζω εύκολα συνήθειες. Ο πατέρας μου απ το απέναντι, δικό του πιο πολυτελές γραφείο, με κοίταξε με απορία ξένου. Τίποτα. Ανάβω το πούρο μου. Φυσώ ψηλά μια τούφα καπνό. Οι γυαλιστερές μπότες μου, τρίζουν πάνω στο τζάμι, τα μάτια μου στενεύουν στις κόγχες επικίνδυνα.. Κανείς δεν επιλέγει πότε θα γεννηθεί, που θα γεννηθεί, απο ποιον και πότε, μίλησε η αντανάκλαση της ηχούς απο την ακέραιη φωνή του πατέρα μου. Αλλά εμένα μου φάνηκε μοιρολατρικό. Κι εγώ δεν είχα ώρα για τέτοια τώρα. Ξανασκέφτηκα το σχέδιο. Σήμερα είναι η μέρα της απαγωγής του πολίτη Νικολάου. Μόλις θα έβγαινε απο το βρώμικο ταβερνάκι, θα έμπαινε στο σκοτεινό στενό να πάει σπίτι του. Αλλά δεν θα πήγαινε. Θα τον περίμενα πίσω απο τον κορμό της ακακίας που είχα διαλέξει, με το πιστόλι και την κουκούλα φορεμένη. Μια χεριά άνθρωπος ήταν, στην ανάγκη θα τούριχνα μια αγκωνιά στο λαιμό. Αυτό. Ύστερα θα τον έβαζα στο πορτ-μπαγκάζ της μερσεντες και θα τον πήγαινα στο εξοχικό μου στην Εκάλη. Α! όλα θα γινόταν στην εντέλεια, ήμουν σίγουρος γι΄αυτό. Θα του εξηγούσα τον σκοπό της απαγωγής του, δεν μπορεί, θα καταλάβαινε. Ύστερα θα έγραφα τις προκυρήξεις και τις οδηγίες προς την κυβέρνηση του πολίτη. Τον τρόπο που θα μου έδινα πένε εκατομμύρια ευρώ για να αφήσω ελεύθερο τον πολίτη Νικολάου. Τι σκέφτεσαι; με σκούντησε με το βλέμμα ο πατέρας μου, απο το γραφείο του. Μή! κατέβασα τις μπότες από το δικό μου, τί έπαθες αναρωτήθηκε, πέρασε η ώρα, βιάζομαι, του απάντησα και βγήκα πηδώντας, πάνω απ το γραφείο, πάνω απ΄τις καρέκλες, κατατσακίστηκα στις σκάλες, δεν πήρα το ασανσέρ, το γραφείο ήταν στο ρετιρέ και λαχανιασμένος έφτασα στην εξώπορτα, με λίγα αίματα στο δεξί μάγουλο- που γδάρθηκα; Σταματώ. Σταμάτησα. Κοιτώ την αστραφτερή μερσεντες που με περιμένει. Μπαίνω μέσα της, κοιτάζω τα πραγματα μου. Το πιστόλι στη θέση του. Το ίδιο και η κουκούλα. Τα πάντα στην εντέλεια, λέω, τώρα είναι η ώρα μου, θα τους μάθω εγώ. Τώρα αρχίζει η δικιά μου ζωή. Βάζω μπρος και ξεκινώ, δεν τσιτώνομαι, Πάω σταθερα, χαμηλές πτήσεις, είχα ακριβώς τον χρόνο μου. Δέκα και μισή ήμουν κρυμμένος πίσω απ΄την ακακία μου. Δέκα και μισή ακριβώς βγαίνει απ το ταβερνάκι ο πολίτης Νικολάου. Προχωράει προς το μέρος μου. Σκοτάδι, ησυχία, κανείς. Του κόβω με μιας το δρόμο-αυτός βλέπει μόνο την μαύρη κάννη που τον σημαδεύει  δυο μαύρα μάτια, μια κουκούλα. Τίποτε άλλο. Δεν φέρνει καμιά αντίσταση, έξ άλλου δεν μπορεί, του σφίγγω ήδη το λαιμό με το μπράτσο μου. Τα έχω μάθει αυτά τα κόλπα. Άκουσε με με προσοχή του λέω σφυριχτά στο αφτί. Αν κάνεις ότι σου πω δεν θα πάθεις τίποτα. Κουνάει το κεφάλι του συγκαταβατικά. Κι αφού συμφωνεί τον σπρώχνω μέσα στο καπω της μεσεντες, αφου εννοείται, προλαβαίνω να τον φιμώσω. Ποιος ξέρει, μπορει να τον πιάσει κρίση και να ουρλιάξει. ύστερα κλείνω το καπώ με έναν άνθρωπο εκεί μέσα. έχω στο καπώ μου κλειδωμένον έναν πολίτη. Βγάζω την κουκούλα. Βάζω το πιστόλι στην τσέπη. Είμαι λίγο ιδρωμένος. Κοιτάζω γύρω μου. Τίποτε. Ησυχία. Όλα πήγαν καλά. Μπαίνω στη μερσεντές, ανάβω το πούρο μου και οδηγώ προς την Εκάλη. Χαλαρά. Δεν βιάζομαι. όλα πήγαν ρολόι, κανείς δεν ξέρει πως στο καπώ μου, κουβαλάω έναν άνθρωπο,στο εξοχικό μου που στην ουσία, είναι ένα κρυσφύγετο. Κανείς δεν έχει πατήσει το πόδι του εκεί μέσα. Μόνο εγώ. Και τώρα κουβάλησα εκεί και τον πολίτη Νικολάου.
Τον έκλεισα στο σκοτεινό δωμάτιο. Ήταν ένα στρογγυλό δωμάτιο στο υπόγειο- γι αυτό το έλεγα σκοτεινό. Το είχα δημιουργήσει στα έγκατα της γης, ειδικά για τέτοιες περιπτώσεις. Αν δεν ήξερες τους κωδικούς δεν θα έβγαινες ποτέ απο κει μέσα. Και στρογγυλό, για να μην μπορεί κανείς να χτυπάει το κεφάλι του στις γωνίες. Βέβαια το δωμάτιο το είχα επιπλώσει άριστα. Υπέροχα. Και ήταν ευρύχωρο. Όλα τα έπιπλα ήταν απο βουλιαχτερό υλικό, απο φτερά στρουθοκαμήλου. Αυτη την ιδέα μου την είχε δώσει ο Μαχόπουλος ο 'Αρνι. Φίλος μου δημοσιογράφος απο παλιά. Ινδιάνικο αίμα. Ακούμπησα το ελαφρύ σώμα του πολίτη Νικολάου, στον καναπέ. Εδω θα είσαστε μια χαρά, του είπα. Του έβγαλα το φίμωτρο, περιττό να πω πως φορώ την κουκούλα μου και κάθισα απέναντί του. Ποιος είστε; Γιατί εμένα; ψέλλισε. Δεν έχει σημασία η επιλογή του απάντησα. Θα μπορούσε να ήταν οποιοσδήποτε πολίτης αυτής της χώρας. Ο λόγος της απαγωγής είναι συμβολικός. Θα ετοιμάσω τις ανακοινώσεις στα ΜΜΕ. Συμφωνείτε να ζητήσω πέντε εκατομμύρια για την απελευθέρωση σας; Απο ποιόν; γούρλωσε τα μάτια του. Παρατήρησα πως είχε πολύ μικρα μάτια. Μικροσκοπικά, πράσινα, μπιλίτσες κάτω απο λίγα τσίνορα αλλα μεγάλα φρύδια. Έχετε μεγάλα φρύδια, του είπα. Ναι, μου απάντησε, είναι κληρονομιά απο την γιαγια μου. Παππού δεν είχα. Ψυχογέλασα με το χιούμορ του. Ναι, συνεχίζω, θα τα ζητήσω απο τον υπουργό οικονομικών. Είναι υποχρεωμένος να πληρώσει τα λύτρα, για να σώσει έναν πολίτη του κράτους. Κι αν δεν τα δώσουν, τι θα κάνεις; τρεμόπαιξε τα λιγνά του τσίνορα. Θα σε σκοτώσω, του είπα ψυχρά και του δείχνω το όπλο. Χλώμιασε. Δεν είπε τίποτε. Βάζω το όπλο στην τσέπη και του αφαιρώ τις χειροπέδες. Τώρα θα σε αφήσω να κοιμηθείς. Ξεκουράσου. Αύριο μας περιμένει μια πολύ δύσκολη αλλα και ωραία μέρα. Εδω μέσα, έχει τα πάντα, ότι χρειαστείς. Το ψυγείο είναι γεμάτο. Στην ντουλάπα υπάρχουν όλων των ειδών τα ρούχα σου. Ποτά δεν υπάρχουν και τα ποτήρια είναι βελούδινα. Ελπίζω πως δεν θα βρεις τίποτα να κόψεις το λαιμό σου. Γιατί; απόρεσε με τα μικροσκοπικα του μάτια. Όχι, δεν πρόκειται να το κάνω. Είμαι μόνο εξήντα χρονών και μου αρέσει η ζωή. Πολύ ωραία, του χαμογέλασα. Τα λεφτα θα τα μοιραστούμε. Εγω θα τα δώσω στους φτωχούς, εσύ τι θα τα κάνεις; Έμεινε να με κοιτάζει με ανοιχτό το στόμα, ενώ εγω έκλεινα. Έκλεινα την πόρτα και κλείδωνα στο στρογγυλό δωμάτιο τον πολίτη Νικολάου. Εδω θα χάσεις την αξιοπρέπεια σου, αν δεν συνεργαστείς, ήταν η τελευταία μου κουβέντα κι αυτός είχε απαντήσει πως όταν ο άνθρωπος χάνει την αξιοπρέπεια του, εξ αιτίας της φτώχειας, παύει να είναι ανθρωπος. Κάτι μου θύμιζε αυτό. Ναι, βέβαια, τον Μαχόπουλο τον Άνρι, τον δημοσιογράφο με το ινδιάνικο πρόσωπο. Μόνον αυτός έλεγε κάτι τέτοια επαναστατικά μότο στην κωλοφυλλάδα που έγραφε. Θα του το λεγα αύριο που θα πίναμε καφέ στο Κολωνάκι. Ήταν πράγματι, χαριτωμένος, καλοβαλμένος άνθρωπος ο όμηρος μου και θα δυσκολευόμουν πολύ αν έφτανα στην ανάγκη να τον σκοτώσω. Ανέβηκα στον πρώτο όροφο όπου είχα τα γραφεία μου. Έβγαλα την κουκούλα. Άφησα το όπλο στο συρτάρι. Άναψα το πούρο μου. Όλα είχαν πάει καλά. Άνοιξα τον υπολογιστή και ξαναδιάβασα την ανακοίνωση που θα έκανε σε λίγα λεπτά προς τα μέσα. Η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρέμεται απο μια κλωστή. Έτσι άρχιζα. Και εξηγούσα όλους τους λόγους της απαγωγής του. Τελείωνα πως αν δεν αποφασίσετε να μου δώσετε τα χρήματα θα τον εκτελέσω. Τα είχα προσχεδιάσει όλα στην εντέλεια, τίποτε δεν μπορούσε να πάει στραβά. Θα έβλεπε όλος ο Ελληνικός λαός στα δελτία ειδήσεων, πως ένας συμπολίτης τους κινδυνεύει στα χέρια στυγνών εγληματιών και το κράτος δεν θα έκανε τίποτε; Αποκλείεται. Γιατί θα ξέπεφτε στην συνείδηση του λαού, η υπόληψη του, κι ένα κράτος που χάνει την αξιοπρέπεια του, παύει να είναι κράτος. Τότε θα καταλάβαινα πόσο αξίζει, πόσο μετράει το καθένα άτομο γι΄αυτούς. Ο καθένας πολίτης, και η ζωή του πολίτη Νικολάου, κρεμόταν απο μια κλωστή. Έκανα κλίκ, πάνω στην ανακοίνωση. Πληκτρολόγησα, τους απόκρυφους κωδικούς. Έστειλα το κείμενο σε όλα τα κανάλια. Η ώρα ήταν έντεκα και τριάντα. Σε μισή ώρα, όλα τα κανάλια θα έλεγαν ττην είδηση. Βέβαια θα το είχαν κεντρικό θέμα. Ο πολίτης Νικολάου, θα πεθάνει αν το κράτος δεν δώσει πέντε εκατομμύρια στους εκβιαστές. Αυτά. Τέλειωσα και με αυτή τη δουλειά. Διάβασα και μελέτησα τις επόμενες οδηγίες προς τον υπουργό οικονομικών, για το πως θα γινόταν η ανταλλαγή ομήρου κα χρημάτων. Ω, μη φοβάστε τα έχω υπολογήσει όλα. Θα τους ξεφτίλιζα. Αν τολμούσαν να μη δώσουν τα χρήματα θα έπεφτε όλος ο λαος να τους φάει. Αν μου τα έδιναν θα ξαμόλαγαν λυτούς και δεμένους να με βρούν, να με διαμελίσουν. Αλλά αυτά ήταν κατοπινά. Προς το παρόν άνοιξα το κύκλωμα παρακολούθησης του στρογγυλού δωματίου, να δω τι κάνει ο πολίτης Νικολάου. Ήταν καθισμένος στην ίδια θέση που τον είχα αφήσει. Με τους αγκώνες στηριγμένους στα γόνατα, τις παλάμες να κρατούν τα μαγουλά του. Έκανα ζουμ στο πρόσωπο του. Έκλαιγε.
συνεχιζεται.


2 σχόλια:

  1. Συνεχίζεται η ενδιαφέρουσα αφήγηση της πλοκής. Με άναρχη γραφή και περιγραφές χαρακτήρων που μου αρέσουν. Το πρώτο μέρος με τη Φένια πολύ όμορφο ατμοσφαιρικό και με πολλούς συμβολισμούς.
    Συνεχίζουμε.
    Καλησπέρα Κώστα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Τζον, νομίζω πως αυτοί οι ήρωες μου θα αποδειχτούν πολύ σκληροί. Καλημέρα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

  Η Νεκρή Φύση είναι παράσταση και σύμβολο του απολύτως εφήμερου. Τα εικονιζόμενα προαναγγέλλουν έναν απελπιστικά περιορισμένο βίο. Οι κρεμα...